1. Η ερμηνεία της περιόδου που προηγήθηκε της δικτατορίας, η οποία κορυφώθηκε με τη σημειολογία της «αποστασίας», αλλά και του ίδιου του αυταρχικού φαινομένου, έχει αποκρυσταλλωθεί σε δύο ουσιαστικά «κατευθύνσεις» σκέψης.
Η μια, ακολουθεί τα ίχνη της παραδοσιακής κοινωνικής επιστήμης που καταγίνεται, ουσιωδώς, με το γεγονοτολογικό διακύβευμα και τείνει να αποδίδει τις εξελίξεις στους πρωταγωνιστές τους. Η κατεύθυνση αυτή συνεκτιμά, ασφαλώς, τις παράπλευρες συνθήκες (τον εξωτερικό παράγοντα, το πνεύμα του πολιτεύματος, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας κ.ά.) που κινούν τα νήματα της ιστορίας (που οδήγησαν, για παράδειγμα, στον εμφύλιο). Όμως, οι προσωπικές φιλοδοξίες, τα λάθη, οι αντιθέσεις, η διαχείριση της πολιτικής ζωής από την πολιτική ηγεσία, συγκροτούν τη σημαίνουσα παράμετρο των εξελίξεων. Η ηγεσία, στο πλαίσιο αυτό, αξιολογείται ως αυτόνομη παράμετρος της ιστορίας, της οποίας ο ρόλος καταλαμβάνει τη θέση του διαμορφωτή της.
Η «προσωποποίηση» αυτή του πολιτικού γίγνεσθαι μπορεί να αιτιολογηθεί από τον προσωποπαγή χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος στις μέρες μας και, υπό μια άλλη έννοια, από τη μικροχρονική περίμετρο της περιόδου που εξετάζεται. Χωρίς αμφιβολία, η δομή του πολιτικού φαινομένου λειτουργεί ως καταλύτης στην κατανομή των ρόλων ανάμεσα στην ηγεσία ή στην κοινωνία και, περαιτέρω, ο μικρός χρόνος –η καθημερινή «ιστορία»- αποδίδει στους πρωταγωνιστές της μια προέχουσα σημασία. Συμβαίνει, εν προκειμένω, ό,τι περίπου και στο θέατρο. Στην παράσταση του θεατρικού έργου η προσοχή επικεντρώνεται στους ερμηνευτές που θα ανασυστήσουν την υπόθεση. Η δυνατότητά τους όμως συναρτάται ευθέως με τον δημιουργό του έργου, δηλαδή με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σεναρίου και την «επικαιρότητα» της θεματικής του.
Οφείλω να συνομολογήσω ότι, ανεξαρτήτως των αδυναμιών της στον τομέα της ερμηνευτικής, η κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να εισφέρει σημαντικές γνώσεις με την ταξινόμηση και τη συστηματοποίηση του πεδίου της έρευνας και την ανάδειξη της «μικρο-ιστορίας».
Η άλλη κατεύθυνση σκέψης επιχειρεί να εντάξει τις ελληνικές εξελίξεις σε ένα γενικότερο ερμηνευτικό πλαίσιο και να προβεί έτσι στην αποτίμησή τους. Η ερμηνευτική άποψη που επικράτησε για τις εξελίξεις της περιόδου που εξετάζουμε, ακολουθεί κατά πόδας τη λεγόμενη αναπτυξιακή σχολή, η οποία εξαρτά την πολιτική κουλτούρα και, κατ’ επέκταση, τη δημοκρατική δεκτικότητα μιας κοινωνίας από το επίπεδο της οικονομικής της ανάπτυξης. Πλήθος μελετών της εποχής του Ψυχρού Πολέμου καθόριζαν με ακρίβεια το ύψος του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας κοινωνίας, που αναγκαιούσε για τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας ή τη δεκτικότητά της να την εγκολπωθεί (η περίπτωση της Νότιας Κορέας).
Ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αυτής αρχής είναι η διαιρετική τομή μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και του ευρωπαϊκού Νότου. Οι κοινωνίες του Νότου, θα ειπωθεί, διακρίνονται για την εγγενή τους αδυναμία να βιώσουν την κουλτούρα και την πράξη της δημοκρατίας. Εξού και η προδιάθεσή τους στον αυταρχισμό. Η Ελλάδα ταξινομήθηκε έτσι στον κύκλο των χωρών της νότιας Ευρώπης ως προς την αναπτυξιακή της χωροθέτηση, δηλαδή ως «ημι-περιφέρεια».
Πυρήνας της υπόθεσης αυτής είναι ότι η χαμηλή οικονομική στάθμη συνδυάζεται με μια αδύναμη «κοινωνία πολιτών», γεγονός που αφήνει περιθώριο στην πολιτική εξουσία (το κράτος) να αυτονομείται και, ευκαιρίας δοθείσης, να εκδηλώνει τον αυταρχικό του χαρακτήρα. Δεν πρέπει να νομισθεί ότι η έννοια της «κοινωνίας πολιτών» αποδίδει το σώμα της κοινωνίας των πολιτών και, πολλώ μάλλον, την ταξινόμησή του ως πολιτική κατηγορία. Η έννοια αυτή, αποτελεί έναν απλό ευφημισμό, που ορίζει τις δυνάμεις/ομάδες διαμεσολάβησης, οι οποίες εξέχουν της κοινωνίας και επιχειρούν ανάμεσα σ’ αυτήν και στο κράτος. Το κράτος, εν προκειμένω, ενσαρκώνει μόνο του και αποκλειστικά το πολιτικό σύστημα.
Συγκρατώ τη διαπίστωση ότι, κατά τη θεωρία αυτή, η κοινωνία δεν αποτελεί πολιτική κατηγορία και ότι η ανάσχεση της αυταρχικής λογικής της πολιτικής εξουσίας αναμένεται να επιτευχθεί, όχι με το μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, αλλά με την παρέμβαση στους κόλπους του παρένθετων ομάδων διαμεσολάβησης. Η σαφής αυτή πολιτική επιλογή υπέρ ενός πολιτικού συστήματος με καθαρά προ-αντιπροσωπευτικό πρόσημο και, κατ’ επέκταση, με κατηγορηματική τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προϊδεάζει κατά τη γνώμη μου, για την εκλεκτική του συγγένεια με την αυταρχική ιδιοποίηση. Αποκαλύπτει όμως επίσης την αδόκιμη αγωνία της νεοτερικότητας να ισορροπήσει ανάμεσα στην κεντρική της προτεραιότητα (τη διατήρηση της κοινωνίας εκτός πολιτικού συστήματος, στο καθεστώς του ιδιώτη) και στον κίνδυνο που συνεπάγεται η οικοδόμηση του πολιτικού συστήματος με όρους ιδιοκτησίας (εν προκειμένω, του νομικού πλάσματος του κράτους).
Σε κάθε περίπτωση η κοινωνία των πολιτών δεν υπεισέρχεται στην προβληματική της νεοτερικότητας για το μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, όπως θα συνέβαινε, εάν για παράδειγμα προέκρινε την ενσωμάτωσή της σ’ αυτό. Η ταξινόμηση της κοινωνίας ως πολιτικής κατηγορίας θα συνεπήγετο ακριβώς την υπεισέλευσή της στο πολιτικό σύστημα με, κατ’ελάχιστον, αρμοδιότητα την ιδιότητα του εντολέα. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι την ιδιότητα αυτή το νεότερο πολιτικό σύστημα την επιφυλάσσει αποκλειστικά για το κράτος –και, εννοείται για το πολιτικό προσωπικό ή για περιοχές της διοίκησης ή της δικαιοσύνης-, το οποίο μάλιστα εννοεί να την ασκεί ρητώς στο όνομα του έθνους και όχι της κοινωνίας. Στο μέτρο δε που το έθνος το ενσαρκώνει και το αποδίδει αυθεντικά το κράτος, το συμφέρον του έθνους συμβαίνει να ταυτίζεται ολοκληρωτικά με το συμφέρον του κράτους.
Στον αντίποδα, η μετάλλαξη της κοινωνίας των πολιτών σε πολιτική κατηγορία, θα οδηγούσε, αφενός στη διαφοροποίηση των ιδιοτήτων του εντολέα και του εντολοδόχου και στην απόδοση της πρώτης σ’αυτήν, και αφετέρου στην πολιτειακή της συγκρότηση -στη μεταβολή της σε δήμο-, ώστε να αποκτήσει πολιτική βούληση. Έτσι θα επήρχετο η μερική αποϊδιοποίηση του πολιτικού συστήματος από το κράτος.
Οπωσδήποτε, η επισήμανση αυτή υποδηλώνει ότι το πρόταγμα της «κοινωνίας πολιτών» δεν αποτελεί μεταρρυθμιστική πρόταση. Εγγράφεται στην προ-αντιπροσωπευτική σημειολογία της νεοτερικής πολιτείας και, κατά τούτο, στοχοποιεί την κοινωνία και όχι το κράτος ως μείζονα αντίπαλό του1.
Πριν υπεισέλθω σε ορισμένες πτυχές της αξιοπιστίας και των αντιφάσεων της αναπτυξιακής σχολής σπεύδω να προβώ σε δύο διαπιστώσεις πολιτικού χαρακτήρα. Η πρώτη, είναι ότι η αναπτυξιακή θεωρία διακινήθηκε από κύκλους που κατέτειναν να νομιμοποιήσουν τις αυταρχικές παρεκβάσεις του ηγεμονικού συμπλέγματος του κόσμου. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήσαν, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπόλογες για την αυταρχική ροπή των χωρών της «(ημι-) περιφέρειας» ή της καθαρής «περιφέρειας», αλλά η εσωτερική τους υπανάπτυξη. Η δεύτερη, είναι ότι η ουσιαστική νομιμοποίηση της θεωρίας αυτής έγινε από τους μύστες της αριστερής διανόησης. Πρώτος ο Νίκος Πουλαντζάς με βιβλίο του2 συνέδεσε μεταξύ τους τις δικτατορίες του Νότου, εισάγοντας ως κοινή συνιστώσα της πολιτικής τους περιπέτειας την παράμετρο της οικονομικής υπανάπτυξης. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι το σχήμα της «ημι-περιφέρειας» και, φυσικά, το γενικότερο διακύβευμα που διακρίνει μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας» -ως εργαλείο πολιτικής ανάλυσης- το διακινούν, ακόμη και σήμερα, φορείς της διανόησης που αυτο-ταξινομούνται στη φιλελεύθερη αριστερά.
Παραθεωρείται όμως ότι με βάση το λεγόμενο αναπτυξιακό κριτήριο η Ιρλανδία και πολλές άλλες χώρες του «κέντρου» και όχι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχουν αυταρχικό καθεστώς την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν απαντά επίσης στο ερώτημα, γιατί το αυταρχικό καθεστώς επεβλήθη σε ορισμένες μόνο χώρες της «ημι-περιφέρειας» ούτε διαλογίζεται για μια πιθανή συσχέτιση της μεταπολεμικής «αυταρχικής» περιόδου με την προπολεμική περίοδο των ολοκληρωτισμών. Εξού και παρακάμπτει τη διαφορά φύσεως που, κατά τη γνώμη μου, διακρίνει την ελληνική αυταρχική περίπτωση των συνταγματαρχών από εκείνη των αυταρχικών καθεστώτων της Ιβηρικής χερσονήσου: τα εκεί καθεστώτα αποτελούν προεκτάσεις και, υπό μια έννοια, επιβιώσεις των ολοκληρωτισμών του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου -και, συνακόλουθα, φαινόμενα που παρήγαγε το «κέντρο»-, ενώ το ελληνικό αυταρχικό φαινόμενο είναι από κάθε άποψη παρένθετο3. Όντως, οι χώρες της Ιβηρικής εισέρχονται, ουσιαστικά, για πρώτη φορά στο κλίμα της λεγόμενης νεοτερικής «δημοκρατίας» με την πτώση των δικτατοριών, με καθυστέρηση μόλις είκοσι πέντε χρόνων από την κατάρρευση των ολοκληρωτισμών του «κέντρου» ή, με διαφορετική διατύπωση, αφότου οι χώρες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας βίωσαν, κατά τρόπο που έμοιαζε αδιατάρακτος, το λεγόμενο «δημοκρατικό» πολιτικό σύστημα.
Στον αντίποδα, η ελληνική κοινωνία ταξινομείται ως το κράτος-έθνος που, όχι μόνο δεν γνώρισε το φασιστικό κίνημα,4 αλλά και, πρώτο αυτό, εφάρμοσε την καθολική ψήφο, μεταξύ πολλών ακόμη πρακτικών πολιτικής συμμετοχής, δυνάμει των οποίων ορίζεται στις μέρες μας η «δημοκρατία», και στις οποίες οι χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» προσήλθαν έναν και πλέον αιώνα αργότερα5. Η επισήμανση αυτή δεν μπορεί παρά να εγείρει ένα απλό όσο και εύλογο ερώτημα: κατά τι οι χώρες που εξέθρεψαν την απολυταρχία και τον ολοκληρωτισμό στην πορεία τους προς τη μετάβαση από τη δεσποτική στην πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή ταξινομούνται στις «παλαιές δημοκρατίες», ενώ η Ελλάδα, που δεν διήλθε κανένα από τα στάδια αυτά, να εγγράφεται στις νεοπαγείς δημοκρατικά χώρες; Τι είναι αυτό που αιτιολογεί, συνεπώς, την επιλογή οι μεν να αξιολογούνται με γνώμονα τη βραχεία θητεία τους στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα, η δε να κρίνεται από τη «σύντομη», παρένθετη και εξωγενή, αυταρχική παρέκκλιση;
Χωρίς αμφιβολία το κριτήριο της οικονομικής ανάπτυξης παίζει ένα σημαίνοντα ρόλο στη σύνθεση του κοινωνικού ιστού και, κατ’ επέκταση, στη διαμόρφωση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Συνδυάζεται όμως με πολλές άλλες παραμέτρους που οδηγούν την κοινωνία στην πολιτική της ωρίμανση.
Η πλέον καταστατική εξαυτών είναι η παράμετρος της (κοσμοσυστημικής) φάσης στην οποία αναφέρεται η οικονομία. Η οικονομική ανάπτυξη, στη φάση της πρωτο-ανθρωποκεντρικής συγκρότησης μιας εποχής ή, στο πλαίσιό της, μιας κοινωνίας, έχει την έννοια ότι συμβάλλει στην οικοδόμηση των θεμελίων του ομόλογου κοσμοσυστήματος. Στη φάση αυτή, η οικονομική ανάπτυξη αποδίδει ένα πολιτικό αποτέλεσμα που προσήκει στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα και, συγκεκριμένα, σε μια πολιτική σχέση που διαμορφώνεται, πέραν της κοινωνίας, στο πλαίσιο του κράτους. Στον αντίποδα, η οικονομική ανάπτυξη στην εποχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης συνέχεται με το ζήτημα της πολιτειακής υποστασιοποίησης της κοινωνίας, καθώς μόνον τότε η οικονομία –μεταξύ των άλλων παραμέτρων- αποδεικνύεται ικανή να την υποστηρίζει. Μια άλλη παραδειγματική εκδοχή οικονομικής ανάπτυξης ανάγεται στη δυναμική του συνόλου κοσμοσυστήματος, είτε αυτό διάγει την κρατοκεντρική είτε την οικουμενική του φάση. Η νεοτερικότητα βιώνει και γι’αυτό γνωρίζει μόνο την οικονομική ανάπτυξη, την οικονομία γενικότερα, της πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής. Εξού και την προβάλλει στο επιχείρημά της ως μοναδικό εύρημα και διακύβευμα της εξέλιξης6.
Στο επίπεδο της νεοτερικής μικρο-ιστορίας, το παράδειγμα των κοινωνιών του «κέντρου» είναι διδακτικό ως προς αυτό αφού αναδεικνύει ανάγλυφα τις παραμέτρους της μετάβασης από την μεσαιωνική ιδιωτική δεσποτεία και την απολυταρχία (έως τον 19ο αιώνα) στον ολοκληρωτισμό (του 20ου αιώνα) και τέλος στην οικείωσή τους με τις αυταρχικές επιλογές, ιδίως της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, πριν παγιώσουν ουσιαστικά την είσοδό τους στην περίοδο της προ-αντιπροσώπευσης. Η παρακολούθηση, εν προκειμένω, των συνθηκών απόδοσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες του απλού δικαιώματος της ψήφου κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα είναι εξόχως διδακτικό για τη συσχέτιση του συνόλου των παραμέτρων που οδηγούν στην πολιτική τους ωρίμανση με την οικονομία.
2. Θεμελιώδες επιχείρημα για την ανωτερότητα της δημοκρατικής κουλτούρας των χωρών του λεγόμενου κέντρου είναι η ισχυρή νομιμοποιητική βάση του πολιτικού συστήματος. Κατά την άποψη αυτή, στο μέτρο που το σύστημα δεν αμφισβητείται, είναι σταθερό και άρα δημοκρατικό. Η σύγχυση μεταξύ συναίνεσης και δημοκρατίας οδηγεί, εντούτοις, στο συμπέρασμα ότι, για παράδειγμα, ο φεουδαλικός μεσαίωνας στη δυτική Ευρώπη ή οι ολοκληρωτισμοί του μεσοπολέμου, ενόσω ήσαν νόμιμοι και, προφανώς, νομιμοποιημένοι, ήσαν, συνακόλουθα, και δημοκρατικοί. Γλαφυρή, ωστόσο, είναι η περίπτωση της Βρετανίας, της οποίας το πολιτικό σύστημα, μολονότι σε σημαντικό βαθμό εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να έχει δεσποτική θεμελίωση, θεωρείται ως η μήτρα της δημοκρατίας. Η πρόσληψη της δημοκρατίας με γνώμονα τη συναίνεση στο πολιτικό σύστημα και όχι τη συνάφειά του με τη δημοκρατική αρχή ή, έστω, την αμφισβήτηση των μη δημοκρατικών στοιχείων του πολιτεύματος, τεκμηριώνει, οπωσδήποτε, τον ισχυρισμό ότι η άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να αποδεχθεί λ.χ. τη Βουλή των Λόρδων ή το μοναρχικό θεσμό συνιστά έλλειμμα δημοκρατικής κουλτούρας/ωριμότητας της κοινωνίας. Η σταδιοδρομία τους, αντιθέτως και, μάλιστα, με όρους πλήρους αποδοχής από τη βρετανική κοινωνία συνομολογεί την δημοκρατική της ωριμότητα!
Το δίπολο συναίνεση ή αμφισβήτηση αποτέλεσε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου κεντρικό επιχείρημα για την ταξινόμηση μιας χώρας στο «κέντρο» ή στην «περιφέρεια». Το «κέντρο», που συμπίπτει προφανώς με τον πυρήνα του ηγεμονικού συμπλέγματος, δεν αναδεικνύει απλώς το σύστημά του σε πρότυπο, προκειμένου να αξιολογήσει με το μέτρο του τα ποιοτικά γνωρίσματα των συστημάτων της «περιφέρειας». Το εξάγει, όπως έπραξε με την απόλυτη μοναρχία στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, ή διατηρεί το δικαίωμα να επενδύεται το ρόλο του κράτους/δύναμης, στις εξωτερικές του σχέσεις έναντι του κράτους της «περιφέρειας» που αμφισβητεί την «τάξη» του. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι πολιτικές ενός αδύναμου κράτους δεν συνάδουν με την πολιτική βούληση του ηγεμόνα τις συνέπειες θα τις υποστεί προεχόντως ή κατά σειρά η πολιτική τάξη, το πολιτικό σύστημα και η χώρα. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι οι χώρες του «κέντρου» δεν απειλούνται από τη διαφοροποιημένη άποψη των χωρών της «περιφέρειας» (ή της «ημι-περιφέρειας») για το πολιτικό σύστημα. Το αντίθετο όμως μπορεί να συμβεί στο συγκεκριμένο, κρατοκεντρικού τύπου, κοσμοσυστημικό περιβάλλον.
Για να γίνει κατανοητή η πραγματικότητα αυτή θεωρώ αναγκαίο να διευκρινίσω μια ιδιαιτερότητα της νεοτερικότητας, που συνέχεται με την πρωτο-ανθρωποκεντρική της ιδιοσυστασία. Αναφέρομαι στην κρατοκεντρική της συγκρότηση και, κατ’επέκταση, στη δεσπόζουσα θέση της δύναμης ως παραμέτρου που διαμορφώνει το κανονιστικό πλαίσιο στο σύνολο κοσμοσύστημα, ενολίγοις στις διακρατικές σχέσεις. Όντως, η συγκρότηση του συνόλου κοσμοσυστήματος με γνώμονα την αναγκαστική συνύπαρξη των θεμελιωδών κοινωνιών/κρατών έχει ως αποτέλεσμα η ανθρωποκεντρική ανάπτυξη (της ελευθερίας κλπ) να συντελείται αποκλειστικά στο εσωτερικό τους. Οι διακρατικές σχέσεις παραμένουν ερμητικά εστεγασμένες σε ένα περιβάλλον καθαρής ισχύος. Η διαφορά είναι κεφαλαιώδης, ακόμη και στο στάδιο της πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης: στο κράτος, η πολιτική ορίζεται ως εξουσία, αναπτύσσεται δηλαδή σε ένα προκαθορισμένο κανονιστικό πεδίο, στο οποίο εγκιβωτίζεται επίσης, ως ένα βαθμό, η λειτουργία της δύναμης7. Στις διακρατικές σχέσεις, αντιθέτως, η δύναμη υπαγορεύει την «τάξη» και διαμορφώνει τις κανονιστικές συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία, που στο εσωτερικό του κράτους προβάλλει ως το διακύβευμα του πολίτη και της ενγένει κοινωνίας, στο διακρατικό περιβάλλον συναρτάται ουσιαστικά με τη βαρύτητα ενός εκάστου κράτους και, υπό μια έννοια, με τη δυνατότητα της κοινωνίας να διαφυλάσσει το κεκτημένο της. Ώστε, η εσωτερική (η ατομική και η «εθνική») ελευθερία στις επιλογές μιας κοινωνίας και, κατ’επέκταση, το πολιτικό της σύστημα, αντανακλά αφενός, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της και αφετέρου, τις συνθήκες του κρατοκεντρικού πεδίου στο οποίο εγγράφεται και λειτουργεί. Σε κάθε περίπτωση όμως, μπορούμε να δεχθούμε με ασφάλεια ότι όσο περισσότερο επικαλείται κανείς (ένα άτομο ή μια κοινωνία) τη δύναμη τόσο πιο πολύ επιδεικνύει την οικείωσή του με τη δεσποτεία και όχι με τον ανθρωποκεντρισμό. Διότι η κυριαρχία της δύναμης στις εσωτερικές (με όχημα λ.χ. την έννοια της «κοινωνίας πολιτών», μεταξύ των άλλων) ή στις εξωτερικές (δηλαδή διακρατικές) σχέσεις λειτουργεί απαγορευτικά για την ελευθερία.
Με διαφορετική διατύπωση, ο τρόπος της εναρμόνισης της «περιφέρειας» με το διατακτικό του ηγεμόνα εξαρτάται από τη φάση που διέρχεται ο κόσμος.8 Θα παραμείνω στην υπό εξέταση περίοδο: στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου το αυταρχικό καθεστώς θεωρήθηκε μονόδρομος, στο μέτρο που η λογική της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους/συστήματος και οι έντονοι ιδεολογικο-πολιτικοί ανταγωνισμοί με πρόσημο τον γεωπολιτικό διπολισμό, έκαναν ανέφικτη συχνά την χειραγώγηση της πολιτικής σκηνής με άμεσο ή έστω έμμεσο -δια της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών»- τρόπο. Σήμερα, η αναπτυξιακή θεωρία, σε ό,τι αφορά στις χώρες της «περιφέρειας» στις οποίες διατεινόταν ότι η δημοκρατία ήταν ανέφικτη, παραχώρησε τη θέση του στο πολιτισμικό επιχείρημα. Όπως θα δούμε, το επιχείρημα αυτό ήρθε να διακηρύξει, όχι μόνο το εφικτό της δημοκρατίας στις χώρες αυτές, αλλά και να υποστηρίξει την «κατηχητική» υποχρέωση της «Δύσης» να διακινήσει τα δικαιώματα του ανθρώπου στο σύνολο του πλανήτη. Διαπιστώνεται δηλαδή αιφνιδίως ότι η επιλογή του ηγεμονικού συμπλέγματος να εξαγάγει –με όχημα τη δύναμη- τη «δημοκρατία», παρουσιάζεται ως προϊόν ωριμότητας, συνάδον με τις συνθήκες (της υπανάπτυξης ή μη) που επικρατούν στις χώρες αυτές.
3. Οι σύντομες αυτές επισημάνσεις επιβεβαιώνουν νομίζω την αρχική μου υπόθεση ότι το αυταρχικό φαινόμενο είναι συμφυές με την πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται η σύνολη νεοτερικότητα, δηλαδή η νεότερος κόσμος. Αποτελεί, επομένως, πρωτογενές υποπροϊόν του προ-αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτικού του συστήματος και, συγκεκριμένα, του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα και της ανέκκλητης αυτονομίας που αναγνωρίζει στο πολιτικό προσωπικό η αποκλειστική κατακύρωση της πολιτείας στο κράτος. Το σύστημα αυτό συνδυάζεται, ως προς τις εφαρμογές του, με την ιδιοσυστασία της νεοτερικής κοινωνίας, η οποία αδυνατεί να υποστηρίξει πολιτικές λειτουργίες που να της αποδίδουν την ιδιότητα του εντολέα. Το γεγονός αυτό είναι εμφανέστερο έως τον 19ο αιώνα ή κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Σταδιοδρομεί όμως και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, στο πεδίο της διακρατικής ή κοσμοσυστημικής τάξης, όπου το αυταρχικό φαινόμενο χρησιμοποιείται ως μέσον άσκησης πολιτικής ηγεσίας εκ μέρους των Δυνάμεων9.
Η σταδιοδρομία αυτή του αυταρχικού φαινομένου αναδεικνύει εύγλωττα το «δημοκρατικό» έλλειμμα του «κέντρου», ιδίως αν συνεκτιμηθεί με τα δρώμενα κατά την ύστερη περίοδο της νεοτερικότητας, τη γνωστή ως «παγκοσμιοποίηση». Και τούτο διότι ως φαινόμενο αφορά τόσο στο σύνολο των εκδηλώσεων της εσωτερικής πολιτικής ζωής των χωρών του «κέντρου» όσο και, ιδίως, στις διακρατικές τους σχέσεις.
Θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε δύο παραδείγματα που απαντώνται με ιδιαίτερη έμφαση στη φάση του Ψυχρού Πολέμου: το ένα, αφορά στο δόγμα της περιορισμένης κυριαρχίας του κράτους που δεν εγγράφεται στο ηγεμονικό σύμπλεγμα. Το άλλο, στη θεωρία του «εσωτερικού εχθρού» και, ειδικότερα, στην απαγόρευση της συμμετοχής του μείζονος αντιπάλου στην εσωτερική πολιτική ζωή, ιδίως δε της συμμετοχής του στο σύστημα εναλλαγής στην εξουσία, εφόσον δεν ασπάζονταν πλήρως την αρχή του «ανήκειν» στο οικείο στρατόπεδο. Οι αρχές αυτές θα εφαρμοστούν στην απολυτότητά τους στην «Ανατολή», στο στρατόπεδο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Θα σταδιοδρομήσουν όμως απαρεγκλίτως και στη «Δύση», στο στρατόπεδο του φιλελευθερισμού, καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η εξειδίκευση, στην περίπτωση της «Δύσης», των απαγορεύσεων ή της καταστολής που θα παρεμπόδιζαν την παραβίαση των αρχών αυτών, εξαρτήθηκε από την ένταση της αμφισβήτησης, τη γεωπολιτική θέση της χώρας και το ειδικό της βάρος στο πλαίσιο του ηγεμονικού συμπλέγματος. Από τις απαγορεύσεις αυτές, σε ό,τι αφορά στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν εξαιρείται φυσικά ούτε η ηγέτης δύναμη του «δυτικού» κόσμου.
Η αναπτυξιακή θεωρία και οι ομόλογες προβολές της στο σχήμα Βορρά – Νότου (συμπεριλαμβανομένης και της επίκλησης της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών») κλήθηκαν ακριβώς να ενοχοποιήσουν, όχι την επιλογή της καταστολής ή την απαγόρευση της εναλλαγής, αλλά την αμφισβήτηση. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες, θα υποστηριχθεί, έχουν φιλελεύθερο και άρα φιλοδυτικό προσανατολισμό. Συγχρόνως, διαθέτουν ισχυρές αντίρροπες ομάδες διαμεσολάβησης που εξισορροπούν την αυταρχική ροπή του κράτους. Προεκτείνοντας το συλλογισμό αυτό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η απόκλιση από την αρχή της φιλο-δυτικής προσήλωσης, υποδήλωνε ένα αντίστοιχο «δημοκρατικό» έλλειμμα της κοινωνίας.
Υπό την έννοια αυτή, για την αυξημένη καταστολή στην Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου ευθύνεται η ελληνική κοινωνία, που δεν συμβιβαζόταν με το καθεστώς της «κηδεμονίας», το οποίο φαλκίδευε το πολιτικό της σύστημα, που διαφωνούσε με την πολιτική βούληση του ηγεμονικού συμπλέγματος ή που προέβαλε μια διαφοροποίηση συμφερόντων (π.χ. στο κυπριακό ή στα ελληνοτουρκικά), η οποία εκρίνετο ικανή να διαταράξει τη συνοχή του «δυτικού» στρατοπέδου. Με άλλα λόγια, εάν η ελληνική κοινωνία ήταν επαρκώς αναπτυγμένη θα συνέπλεε αρμονικά με το διατακτικό της «Δύσης», δεν θα διαφοροποιείτο εξεπόψεως συμφερόντων, δεν θα διατάρασσε τη συνοχή της. Κατ’ επέκταση, αφού δεν θα συνέτρεχε η αμφισβήτηση, δεν θα ετίθετο ζήτημα καταστολής ή αναστολής του πολιτεύματος. Στο συλλογισμό αυτό υφέρπει το σκεπτικό ότι το όποιο «εθνικό» συμφέρον θα υποκλινόταν ενώπιον του «μείζονος» συμφέροντος της άρχουσας τάξης, το οποίο εθεωρείτο αυτονόητο ότι θα προέβαλε το ιδεολογικό της πρόσημο ως ταυτολογικά ισοδύναμο με το συμφέρον της χώρας. Προεκτείνοντας τον συλλογισμό αυτό, θα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το διακύβευμα της «δημοκρατίας» είναι υπόλογο της αδυναμίας της άρχουσας τάξης να ηγεμονεύσει ιδεολογικά στην ελληνική κοινωνία, ώστε να επιτύχει τη συναίνεσή της στις στρατηγικές της επιλογές.
Οπωσδήποτε, η άποψη αυτή είναι προφανές ότι δεν αποδέχεται την πολυσημία των συμφερόντων, όταν πρόκειται να ερμηνεύσει τη διαφοροποίηση χωρών που δεν εγγράφονται στον πυρήνα του ηγεμονικού συμπλέγματος. Είναι όμως έτοιμη να αναγνωρίσει τις διαφορές και να συγκατανεύσει σε διαδικασίες σύνθεσης των συμφερόντων των μελών του. Υπό το πρίσμα αυτό, «περιφέρεια» συγκροτεί εντέλει το περιβάλλον των χωρών που δεν συγκαταλέγεται στο εσωτερικό του ηγεμονικού συμπλέγματος ή που αμφισβητεί τις στρατηγικές του, ανεξαρτήτως του βαθμού της προσήνειάς τους στο «δημοκρατικό» κεκτημένο. Η Ελλάδα, εν προκειμένω, εκτός από το εσωτερικό πολιτειακό της πρόβλημα (την παρα-πολιτειακή λειτουργία του θρόνου), το οποίο συναρτάτο ευθέως με την εξωτερική της εξάρτηση, είχε ανοικτούς λογαριασμούς με σημαίνοντα μέλη του δυτικού στρατοπέδου, όπως η Βρετανία και η Τουρκία.
4. Παρόλ’ αυτά, η σοβαρότερη αδυναμία της αναπτυξιακής θεωρίας εστιάζεται στον πυρήνα του επιχειρήματός της: ότι δηλαδή συναρτά την πολιτική κουλτούρα της κοινωνίας αποκλειστικά από την οικονομική της κατάσταση. Δεν συνεκτιμά τις λοιπές παραμέτρους και, σε ό,τι μας αφορά εδώ, τη συσσωρευμένη πολιτική εμπειρία, η οποία άλλωστε διαφοροποιεί εμφανώς τις ίδιες τις κοινωνίες του «κέντρου» στο διάστημα από τον 19ο έως το τέλος του 20ου αιώνα.
Στις κοινωνίες αυτές, ελλείψει άλλου παραδείγματος, η πολιτική συμπεριφορά εξακολουθεί να αποτιμάται με βάση το στατιστικό δείγμα (τον αριθμό των μελών των συνδικάτων ή των κομμάτων) που υποστηρίζει συντεταγμένα τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και όχι δυνάμει του πραγματικού χρόνου που αφιερώνουν τα μέλη της κοινωνίας στην πολιτική. Εν προκειμένω όμως είναι σαφές ότι εάν συνέβαινε το δεύτερο, όπως στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας, θα ήμασταν ενώπιον μιας διαφορετικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που θα μας μετέφερε από τη σωτηριακού τύπου μαζική υποστήριξη των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, στην πολιτική ατομικότητα, στην εντολιακή πολιτική λειτουργία της κοινωνίας και στη διαπραγμάτευση της ψήφου της. Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς συγκριτικά, την εξέλιξη της πολιτικής συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών κοινωνιών, από την καθιέρωση της καθολικής ψήφου έως τις μέρες μας, προκειμένου να διαπιστώσει τον συντελούμενο βηματισμό από την πολιτική αχειραφεσία στην πολιτική ωρίμανση.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον, εντούτοις, παρουσιάζει η συντελεσθείσα μεταβολή της πελατειακής σχέσης σε σύστημα πελατείας στην Ελλάδα, καθόσον αποκαλύπτει τη διαφορά φύσεως που υπάρχει μεταξύ της παρεκκλίνουσας από τον ταξικό κανόνα πολιτικής λειτουργίας της κοινωνίας (η πελατειακή σχέση) και της ελλείπουσας αντιπροσωπευτικής συνάφειας του πολιτικού συστήματος έναντι της πολιτικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Στην τελευταία περίπτωση, η λογική της πολιτικής ατομικότητας, αποσυνδεδεμένη από τον φυσικό της χώρο –την πολιτειακά συγκροτημένη κοινωνία του δήμου- οδηγεί στην προσωπική διαπραγμάτευση της ψήφου και, συνακόλουθα, στην «αποσύνθεση» του συλλογικού γίγνεσθαι ή, αλλιώς, στη στρεβλή συγκρότηση της σχέσης μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και της πολιτικής.
Ένα μερίδιο της ευθύνης για την πολιτική ωρίμανση των κοινωνιών μπορεί να πιστωθεί στην οικονομική ανάπτυξη και, κατ’ επέκταση, στην επίδραση της οικονομίας στη διαμόρφωση κατ’είδος του κοινωνικού ιστού, της συνάφειάς του με το γινόμενο της πολιτικής και της ισορροπίας του με το γεωπολιτικό περιβάλλον. Όμως, όπως ήδη διαπιστώσαμε, οι επιδράσεις αυτές είναι ευθέως συνδεδεμένες με το ενγένει ανθρωποκεντρικό στάδιο που διέρχεται μια εποχή ή στο πλαίσιό της μια κοινωνία. Στις μέρες μας, η παράμετρος της οικονομίας αδυνατεί να κινητοποιήσει μια ενδεχόμενη αξίωση της κοινωνίας να αναλάβει η ίδια την ιδιότητα του εντολέα. Συνέχεται αποκλειστικά με την ανάδειξη του ρόλου των ενδιαμέσων δυνάμεων. Εξού και το πολιτικό πρόσημο της νεοτερικότητας αναπτύσσεται υπό το πρίσμα της ισχύος, δηλαδή με μέτρο την επιρροή των δυνάμεων της διαμεσολάβησης στη διαμόρφωση των πολιτικών του κράτους. Στον αντίποδα, η μετάλλαξη της κοινωνίας σε δήμο και η συντεταγμένη θητεία της στην πολιτική –σε συνδυασμό προφανώς με το επικοινωνιακό περιβάλλον που την εφικτοποιεί– οδηγεί στην ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος με γνώμονα την ομόλογη (την πολιτική) ελευθερία και τον αναπροσανατολισμό της σχέσης μεταξύ κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής.
Θα αντιταχθεί ότι η παράμετρος αυτή ευνοεί το επιχείρημα της υπεροχής των ευρωπαϊκών και βορειο-αμερικανικών χωρών που προηγήθηκαν στη διαδικασία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης έναντι των κοινωνιών του «Τρίτου Κόσμου». Το επικαλούμαι όμως διότι από τη νεοτερική σκέψη διαφεύγει ένα στοιχείο της αλυσίδας των παραμέτρων που επιδρούν στη διαμόρφωση του πολιτικού πεδίου, το οποίο αφορά ειδικότερα την Ελλάδα και συνδέεται άμεσα με τη βασική μου υπόθεση για τον εξωγενή χαρακτήρα του αυταρχικού φαινομένου που γνώρισε η χώρα. Αναφέρομαι στην κληρονομημένη από το παρελθόν του ελληνικού κόσμου πολιτική κουλτούρα, της οποίας το διακριτικό γνώρισμα ανάγεται σε ένα ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρικό παράδειγμα. Το γνώρισμα αυτό επιβεβαιώνει όντως ότι το αυταρχικό φαινόμενο, στην περίπτωση της Ελλάδας, παραπέμπει στη δυσαρμονία του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας με το πολιτικό ιδίωμα της κοινωνίας. Δυσαρμονία που ανάγεται στο «δημοκρατικό» έλλειμμα του κρατούντος πολιτικού συστήματος και όχι στην υποτιθέμενη δημοκρατική υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας. Η επισήμανση αυτή, αρκεί από μόνη της ώστε η δικτατορία των συνταγματαρχών να χρεωθεί αποκλειστικά στο νεοτερικό πολιτειακό κεκτημένο και, περαιτέρω, στις επιλογές του ηγετικού συμπλέγματος της «Δύσεως».
Αν ο βαθμός πολιτικοποίησης μιας κοινωνίας συνδέεται ευθέως με το μέτρο της πολιτικής της ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, με το εύρος της δημοκρατικής της ευαισθησίας, η ελληνική κοινωνία διαφοροποιείται εξ αποστάσεως από τις πλέον αναπτυγμένες πολιτικά ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το 1993 από έρευνα που διεξήχθη σε τρεις χώρες -την Ελλάδα, τη Γαλλία και το Βέλγιο- προέκυψε ότι η ζήτηση πολιτικής στην Ελλάδα ήταν ένδεκα φορές μεγαλύτερη από τη ζήτηση πολιτικής στη Γαλλία και δεκατρείς φορές από ό,τι στο Βέλγιο. Το αποτέλεσμα αυτό το επιβεβαίωσε και μια σφαιρικότερη έρευνα σε δεκαοκτώ χώρες της Ευρώπης και της Ασίας με αντικείμενο τη δημοκρατική πολιτική κουλτούρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης10.
Η πολιτικοποίηση αυτή της ελληνικής κοινωνίας δεν εξηγείται, προφανώς, από τις οικονομικές επιδόσεις ούτε από τη θητεία της στο πλαίσιο του κράτους-έθνους. Ανάγεται, όπως μόλις υπογράμμισα, στην κληρονομημένη, δηλαδή στη συσσωρευμένη, από το προ-εθνοκεντρικό της παρελθόν, εμπειρία της αντιπροσώπευσης και/ή της δημοκρατίας στο περιβάλλον των πόλεων/ κοινών. Η ελληνική κοινωνία είναι ουσιαστικά μοναδική κατά τούτο: όχι μόνο δεν διήλθε από τη μεσαιωνική φεουδαρχία, αλλά και βίωσε σταθερά τις συνθήκες ενός ολοκληρωμένου ανθρωποκεντρισμού, μετα-κρατοκεντρικού ή οικουμενικού τύπου και με κοσμοσυστημική συγκρότηση11.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται η διερώτηση. Εφόσον το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, του κράτους-έθνους, είναι αναντίστοιχο με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της ελληνικής κοινωνίας -και άρα με την πολιτική της κουλτούρα- ποιο σύστημα θα άρμοζε εναλλακτικά σ’ αυτήν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ενυπάρχει στα συντάγματα του Ρήγα, της Επανάστασης και, οπωσδήποτε, στο πολιτειακό περιβάλλον των πόλεων/κρατών που βίωνε ο ελληνικός κόσμος της προ-εθνοκρατικής περιόδου.12
Το πολιτειακό πρόταγμα που τροφοδοτούσε τον ελληνισμό της περιόδου αυτής δεν είναι προφανώς το καθεστώς της οθωμανικής κατάκτησης, αλλά εκείνο της ανθρωποκεντρικής οικουμένης που βίωνε στο πλαίσιο της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας των κοινών/πόλεων. Εξού και τα συντάγματα των κοινών/πόλεων όσο και εκείνα του Ρήγα και της Επανάστασης, που επιχειρούν την αποκάθαρση του ελληνικού κόσμου από την οθωμανική πολιτική κυριαρχία, δεν έχουν κατά νουν μια κοινωνία, η οποία μόλις εξέρχεται από τη φεουδαρχία. Προαπαιτούμενό τους αποτελεί η κοινωνία της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, της οποίας το πολιτικό πρόσημο υπαγορεύει μια καθολική πρόσληψη της ελευθερίας, δηλαδή η πολιτεία της δημοκρατίας ή, κατ’ ελάχιστον, της αντιπροσώπευσης και, μάλιστα, οικουμενικού/κοσμοπολιτειακού τύπου.
Η αντίθεση του πολιτικού συστήματος του κράτους-έθνους στο πρόταγμα της καθολικής (σωρευτικά της ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής) ελευθερίας και, συνακόλουθα, στην πολιτειακή υποστασιοποίηση της κοινωνίας, ήταν προφανής. Η επιβολή της απολυταρχικής μοναρχίας δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες είχαν απομακρυνθεί από τον κανόνα της «ορθής» και, μάλιστα, της στιβαρής διακυβέρνησης που εγγυόταν η ευρωπαϊκή δεσποτεία. Όχι επειδή η βαθιά ανθρωποκεντρική τους ιδιοσυστασία ήταν ασύμβατη προς το σύστημα αυτό, αλλά λόγω της θητείας τους επί μακρόν στο καθεστώς της οθωμανικής δουλείας. Η θητεία τους αυτή αιτιολογούσε την ανυπακοή, την απειθαρχία και επιρρέπειά τους στην αναρχία και άρα την ανάγκη να ανατεθεί η διακυβέρνησή τους σε μια μη ελληνική μοναρχική δυναστεία. Εντούτοις, το ενδιαφέρον της αιτιολογίας αυτής είναι ότι προβλήθηκε αργότερα στο πλαίσιο του κράτους-έθνους προκειμένου να αποδοθεί νομιμοποιητικό έρεισμα στην απόλυτη μοναρχία. Προηγουμένως καθόλη τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας και ιδίως από τον 18ο αιώνα όταν οι ανθρωποκεντρικοί θύλακες της Εσπερίας ήρθαν αντιμέτωποι με τη δεσποτεία, οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν από τους φορείς της τελευταίας ως έχοντες εκ φύσεως ροπήν προς τη δημοκρατία και άρα ως άκρως επικίνδυνοι για την κρατούσα τάξη στην Ευρώπη13. Τι άλλαξε στο μεταξύ διάστημα;
Στο βάθος και οι δυο αυτές προσεγγίσεις της ελληνικής κοινωνίας συνομολογούσαν ότι το πολιτικό της στίγμα ερχόταν σε δυσαρμονία με το διατακτικό της δυτικο-ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Δυσαρμονία, η οποία όμως, από αξιολογική άποψη, τοποθετείται στον αντίποδα του ισχυρισμού της νεοτερικότητας για την ανωτερότητά της. Οι ηρακλείς της νεοτερικής ιδεολογίας είναι βαθιά πεπεισμένοι ότι «στην Ελλάδα δεν υπήρξε ενδογενής δημοκρατική επανάσταση, λόγω της οθωμανικής κυριαρχίας»14. Αντιπαρέρχομαι το σχιζοειδές επιχείρημα ότι η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό (στην απλή υποστασιοποίηση του ατόμου με πρόσημο την προσωπική ελευθερία) εξομοιώνεται με τη δημοκρατία, για να πω ότι ο ελληνισμός δεν χρειάσθηκε να διέλθει από το στάδιο αυτό διότι, παρόλη την οθωμανική κατάκτηση, συγκροτούσε μια καθόλα ανθρωποκεντρική κοινωνική πραγματικότητα και, μάλιστα, με οικουμενική παράσταση15. Ώστε, δεν είναι το γεγονός της κατάκτησης που χαρακτηρίζει την φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας αλλά η βίωση από αυτήν της ουσίας του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Η διαγραφή της ελληνικής αυτής ανθρωποκεντρικής ιδιαιτερότητας, μόνο και μόνο επειδή δεν συνάδει με το εξελικτικό στίγμα της πρωτο-ανθρωποκεντρικής Ευρώπης, δεν μπορεί να συγχωρήσει εντέλει την εμμονή της, στο μέτρο που εκτίθεται για το καθόλα μείζον γνωσιολογικό της έλλειμμα.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο του κράτους-έθνους ήρθε αντιμέτωπη με τη θεμελιώδη αρχή που διείπε το πολιτικό σύστημα της ευρωπαϊκής νεοτερικότητας του 19ου αιώνα: ότι ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος, ενώ η κοινωνία παρέμενε εξ ορισμού στον ιδιωτικό της χώρο. Η κοινωνία, για τη νεοτερικότητα, δεν έχει θέση στο πολιτικό σύστημα, ούτε φυσικά υπό το κράτος της απόλυτης δεσποτείας ούτε και υπό το κράτος-έθνος. Αυτό που στα κοινά/πόλεις της προ-εθνοκρατικής περιόδου και στα συνταγματικά κείμενα της προ-επαναστατικής και επαναστατικής περιόδου ήταν αυτονόητο, έμοιαζε παράδοξο αίτημα που η διατύπωσή του εκλαμβανόταν ως ουτοπική ή δημαγωγική και, οπωσδήποτε, απαράδεκτη για την ευρωπαϊκή τάξη. Θα περιορισθώ σε ένα απλό παράδειγμα που αντλείται από την ελληνική ορολογία. Όταν λέγεται ότι κάποιος έχει «λόγο» στην πολιτική, δεν εννοείται ότι έχει τη δυνατότητα της εκφοράς πολιτικού λόγου (π.χ. κριτικής για τα πολιτικά πράγματα) ως ιδιώτης, αλλ’ότι ο «λόγος» του εγγράφεται στην πολιτική διαδικασία και συναριθμείται για τη λήψη της πολιτικής απόφασης. Η ελληνική εκδοχή του «λόγου» αντλεί το περιεχόμενό της από το προ-εθνοκρατικό πολιτικό σύστημα των κοινών/πόλεων που υποστασιοποιούσε την κοινωνία σε δήμο της πολιτείας. Δεν έχει ωστόσο πεδίο εφαρμογής στο νεοτερικό πολιτικό σύστημα που περιάγει την κοινωνία στο καθεστώς του ιδιώτη. Ακριβώς αυτή η διαφορά στοιχειοθετεί το χάσμα μεταξύ της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και της πολιτικής κουλτούρας που προσιδιάζει στο πολιτικό σύστημα του κράτους-έθνους.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι ορθό ότι «από την Επανάσταση του 1821 και μετά, η Ελλάδα δέχθηκε τα στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, [τα οποία προφανώς] δεν ήταν ενδογενή στοιχεία»16. Τα στοιχεία όμως αυτά συγκροτούν το σώμα της ανθρωποκεντρικής οπισθοδρόμησης της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να συμβαδίσει με τις εξερχόμενες από τη δεσποτεία δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό ακριβώς εξηγεί ότι η πρόοδος, για την ελληνική άρχουσα τάξη, εξομοιώθηκε με τον «εξευρωπαϊσμό» και όχι με το ανθρωποκεντρικό της πρόσημο.
Η δυσαρμονία του νεοτερικού πολιτικού συστήματος με το κληρονομημένο πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί τόσο τις στρεβλώσεις της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής (π.χ. το πελατειακό σύστημα και την κομματοκρατία) όσο και τη μη ανταποκρισιμότητα του κράτους/συστήματος στις προσδοκίες του ελληνικού κόσμου. Η προβληματική αυτή συνύπαρξη ενός πρωτο-ανθρωποκεντρικού πολιτικού συστήματος με μια κοινωνία βαθιά εμποτισμένη με το στίγμα της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, εξηγεί από την άλλη τη διαρκή αγωνία της πολιτικής τάξης να αναζητήσει νομιμοποίηση στο πλαίσιο της διαρκούς αμφισβήτησης στην οποία την υποβάλλει το σώμα της κοινωνίας των πολιτών. Η πραγματικότητα αυτή συνδυάζεται με το γεγονός ότι επειδή η μεταστέγαση της ελληνικής κοινωνίας στο κράτος-έθνος δεν αντανακλά μια αντίστοιχη φάση μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, η ελληνική πολιτική τάξη ουδέποτε θα λειτουργήσει «σωτηριακά», δηλαδή απελευθερωτικά για την κοινωνία. Έτσι, εξηγείται τόσο η μη συμμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας και, εννοείται, του κομματικού της συστήματος με το ταξικό/ιδεολογικό γινόμενο της νεοτερικότητας όσο και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κράτους ως θεσμού «κατοχής».
Ώστε, η ελληνική κοινωνία απελευθερώθηκε εθνικά από τον οθωμανικό ζυγό για να υποβληθεί πολιτικά σε ένα «εθνικό» δεσποτικό κράτος. Η έννοια της κομματοκρατίας, ορίζει ακριβώς την ιδιοσυστασία του πολιτικού συστήματος, μήτρα του οποίου αποτέλεσε η μεταβολή μιας παρεκκλίνουσας σχέσης - της πελατειακής – σε συστατική συνιστώσα της πολιτείας. Όντως, για την ευρωπαϊκή κοινωνία, της οποίας η ανθρωποκεντρική ανασυγκρότηση επέβαλε την ταξική/ιδεολογική οριοθέτηση της πολιτικής σχέσης, η «πελατεία» αποτελούσε πολιτική παρέκκλιση και, ως εκ τούτου, οριζόταν ως πολιτικό «ατόπημα». Για την ελληνική κοινωνία όμως, της οποίας η πολιτική κουλτούρα εμπεριείχε ως συστατικό γνώρισμα την έννοια του δήμου, η κατάργηση του πολιτειακού οχήματος που υποστασιοποιούσε θεσμικά τον πολιτικό της «λόγο», έμελλε να ανατρέψει άρδην τη σχέση της με την πολιτική ηγεσία. Εφεξής, η ψήφος εκαλείτο να υπηρετήσει, όχι το συλλογικό διακύβευμα, μέσω του οποίου θα ικανοποιείτο και η προσωπική ανάγκη, αλλά μια προσωπική σχέση ανταλλακτικής νομιμοποίησης μεταξύ του πολίτη και του πολιτικού. Ο πολίτης δεν συνήρχετο σε σώμα για να λειτουργήσει το πολιτικό σύστημα. Προσήρχετο στον πολιτικό προκειμένου να διαπραγματευθεί την ψήφο του έναντι προσωπικού ανταλλάγματος, που μετέβαλε ουσιαστικά τη δημόσια λειτουργία (τη θεραπεία των αναγκών της κοινωνίας) σε προσωπική υποχρέωση ή οφειλή του πολίτη προς τον πολιτικό. Επιπλέον, στο μέτρο που η συνάντηση του πολίτη με τον πολιτικό δεν ήταν συνεχής και η σχέση όχι αντιπροσωπευτική, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της προφανούς ανισότητας, δηλαδή της εξάρτησης.
5. Συγκρατούμε λοιπόν ότι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου συντρέχουν ορισμένες σταθερές οι οποίες καθορίζουν θεμελιωδώς τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας: η μια, είναι ο ιδεολογικο-πολιτικός και, κατ’ επέκταση, ο γεωστρατηγικός διπολισμός που περιόριζε καθοριστικά τόσο την ανεξαρτησία της χώρας όσο και τον κανόνα της «δημοκρατικής» νομιμότητας. Η άλλη, αφορά στις ελληνικές προεκτάσεις της, που συνέχονταν με τις επιβαρύνσεις του Εμφυλίου και αφετέρου, με τις δουλείες του θρόνου. Ο Εμφύλιος μπορεί να ερμηνευθεί ως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της Αριστεράς να αντιληφθεί ή, ενδεχομένως, να αποδεχθεί τις γεωστρατηγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεγονός ότι η νίκη των αντι-κομμουνιστικών δυνάμεων και η σταθερότητα του μετεμφυλιακού καθεστώτος ήταν ευρέως υπόχρεες της «συνδρομής» του δυτικού παράγοντα, καθόρισε αποφασιστικά το περιεχόμενο της πολιτικής ζωής. Η τρίτη σταθερά, ο ιδιάζων ρόλος του θρόνου ως εγγυητή της «δυτικής» νομιμοφροσύνης της χώρας, αποτέλεσε τον μοιραίο παράγοντα περιπλοκής της πολιτικής ζωής. Πιστεύω ότι, αν δεν υπήρχε ο θρόνος, η εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων της χώρας στο γεωπολιτικό περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, θα ήταν πολύ διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η αυξημένη καταστολή θα ήταν αναγκαία ούτε η εκτροπή αναπόφευκτη. Από την άλλη, η παρουσία του θρόνου –σε συνδυασμό με τις εξουσιαστικές και παραεξουσιαστικές του «προνομίες»- δημιουργούσαν πολλές στρεβλώσεις στο κομματικό και, ευρύτερα, στο πολιτικό πεδίο, καθώς η πολιτική σταδιοδρομία ενός εκάστου πολιτικού και, μάλιστα, των σημαινουσών πολιτικών δυνάμεων, συναρτάτο άμεσα με τις στρατηγικές και τακτικές επιλογές του.
Ανεξαρτήτως του αν η κληρονομημένη δημοκρατική πολιτική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας ενοχοποιήθηκε στο πλαίσιο του κράτους-έθνους προκειμένου να συγκαλυφθούν η μη ανταποκρισιμότητά του στις προσδοκίες της και, φυσικά, οι πολυσήμαντες στρεβλώσεις της πολιτικής ζωής, πρέπει να ειπωθεί ότι σ’ αυτήν οφείλεται η παρεισαγωγή στο πολιτικό «παιχνίδι» πλήθους σταθερών, πέραν του απλώς οικονομικού ζητήματος: Η ελευθερία στις πολιτικές επιλογές της κοινωνίας, η θεματική ευρύτητα του δημοσίου χώρου, ο πολυκομματικός πλουραλισμός με μη ταξικό και, πάντως, αναδιανεμητικό πρόσημο, το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, η μη νομιμοποίηση θεσμών όπως του θρόνου με δεσποτική θεμελίωση, η ίδια η αμφισβήτηση της μη αντιπροσωπευτικής (ή μαζικής) σχέσης μεταξύ πολίτη και πολιτικού, μεταξύ άλλων. Θα συμφωνήσουμε, νομίζω, ότι η σταδιοδρομία της αριστεράς και του φιλελεύθερου κέντρου στην Ελλάδα από τον μεσοπόλεμο και εντεύθεν, συνδέθηκε με το αίτημα της «εθνικής» ανεξαρτησίας και του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, δηλαδή με την ελευθερία μάλλον παρά με ένα εναλλακτικό κοινωνικο-οικονομικό πρόταγμα.
Ο ίδιος ο Εμφύλιος υπήρξε προϊόν του κλίματος αυτού που υπαγόρευσε η δύσκολη σχέση της χώρας με το γεωπολιτικό περιβάλλον. Αποτέλεσε το πρόσχημα για την εγκατάσταση με την είσοδο στον Ψυχρό Πόλεμο, του παρα-πολιτειακού συστήματος υπό την υψηλή ευθύνη του Θρόνου και την άμεση εποπτεία του αγγλοσαξονικού παράγοντα. Και ο Εμφύλιος να μην είχε προϋπάρξει οι μηχανισμοί θα είχαν εγκατασταθεί, όπως ακριβώς και στις άλλες χώρες. Η ένταση της καταστολής θα ήταν ίσως διαφορετική. Είναι ήδη γνωστό ότι το σύστημα αυτό (οι παρακολουθήσεις κ.λπ.) λειτούργησε παντού. Πόσο μάλλον σε μια χώρα κομβικής γεωστρατηγικής σημασίας, όπως η Ελλάδα.
Παρατήρησα ήδη ότι η έμφαση της καταστολής την περίοδο αυτή συναρτήθηκε αποκλειστικά από την ένταση της αμφισβήτησης. Η Ιρλανδία ήταν η πλέον φτωχή χώρα της Ευρώπης. Ουδέποτε όμως ετέθη ζήτημα επιβολής ενός αυταρχικού καθεστώτος σ’ αυτήν. Αντιθέτως, για την Ιταλία είχε εκπονηθεί ένα πλήρες σχέδιο αναστολής του πολιτεύματος. Οπωσδήποτε, οι ιδιαιτερότητες αυτές της ελληνικής κοινωνίας και της χώρας, εξηγούν γιατί η αμφισβήτηση του περιοριστικού της ελευθερίας δόγματος του Ψυχρού Πολέμου, που στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες κάλυπταν κυρίως οι διάφορες περιθωριακές ομάδες, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε ως μείζον πολιτικό διακύβευμα.
Η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου εγγράφεται ευρέως στην προβληματική για την αποκατάσταση της ομαλής ροής του διακυβεύματος της εναλλαγής στην εξουσία και, περαιτέρω, της λειτουργίας του πολιτεύματος, χωρίς να θιγούν οι πυλώνες που εγγυώντο την αυστηρή εγκατάσταση της χώρας στο «δυτικό» στρατόπεδο. Είναι γνωστό ότι το σχέδιο αυτό εκπορεύθηκε ή είχε τουλάχιστον τη συναίνεση του θρόνου και του αγγλοσαξονικού παράγοντα, οι οποίοι ευελπιστούσαν ότι έτσι θα εδίδετο μια διέξοδος στη συσσωρευμένη ένταση που έκανε την πολιτική ζωή της χώρας να ασφυκτιά. Το κόμμα αυτό, ανερχόμενο στην εξουσία, εκτιμάτο ότι, στο όνομα του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, θα απορροφούσε την αμφισβήτηση του παρα-πολιτειακού συστήματος και θα έθετε τις δυνάμεις της αριστεράς στο περιθώριο.
Η διαχείριση της εξουσίας, εντούτοις, έφερε την Ένωση Κέντρου αντιμέτωπη τόσο με τις αντίρροπες δυνάμεις που τη συγκρότησαν, και οι οποίες φάνηκε ότι είχαν διαφορετικό ιδεολογικό/πολιτικό προσανατολισμό, όσο και με το θρόνο, καθώς εκτιμήθηκε ότι η πολιτική του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής και του κράτους που επαγγελόταν, υπερέβαινε τα εσκαμμένα. Ο Θρόνος ως θεματοφύλακας του πνεύματος του Ψυχρού Πολέμου αλλά και ως έχων ίδιον συμφέρον, δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την απώλεια του ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, μεταξύ των άλλων, υπέρ μιας κυβέρνησης της οποίας επιπλέον το εσωτερικό τοπίο δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί.
Σε ό,τι αφορά στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, προέβαλε εφεξής ως επιτακτική η ανάγκη της αποκρυστάλλωσης του κομματικού πεδίου την οποία παρεμπόδιζαν οι δυνάμεις του παρα-συστήματος. Η ΕΡΕ θα βρεθεί παγιδευμένη από τις δυνάμεις αυτές έτσι ώστε να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων για τον φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό της πολιτείας στο Κέντρο. Συγχρόνως όμως η Ένωση Κέντρου θα συγκεντρώσει γύρω από τη διεκδίκηση του πολιτικού εκδημοκρατισμού έναν εξαιρετικά μεγάλο και, συγχρόνως, διαφοροποιημένο και ανομοιογενή αριθμό κοινωνικών δυνάμεων, τις οποίες θα συστεγάσει η κοινή επιθυμία της μεταρρύθμισης.
Αν και η διεκδίκηση αυτή ήταν αρκετή για να φέρει την Ένωση Κέντρου στην εξουσία (θα κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές του 1963), δεν έφθανε για να διασφαλίσει την συνοχή της. Έτσι πριν καν προλάβει να ελέγξει πραγματικά την πολιτεία, οι συστεγασμένες στο κόμμα αυτό δυνάμεις θα επιδοθούν σε έναν εσωτερικό αγώνα για τον έλεγχο του κόμματος και της κυβερνητικής πολιτικής. Από τη μια, η φιλελεύθερη ομάδα που επαγγελόταν μια μετριοπαθή μεταρρυθμιστική πολιτική. Από την άλλη, η ριζοσπαστική πτέρυγα, που επέμενε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα, αποστασιοποιημένο από τις πολιτικές πρακτικές της εξουσίας, ιδίως έναντι του θρόνου.
Τα γεγονότα απέδειξαν ότι το παρα-πολιτειακό σύστημα δεν ήταν ακόμη έτοιμο να αντιμετωπίσει τη φιλελεύθερη και «δημοκρατική» δοκιμασία. Από τη στιγμή, ωστόσο, που οι φυγόκεντρες τάσεις άρχισαν να μορφοποιούνται στο εσωτερικό του κόμματος, ήταν σχετικά εύκολο στις δυνάμεις που εξέφραζαν το πνεύμα του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου να επωφεληθούν.
Την «αποστασία», δηλαδή την πολιτική διαφοροποίηση μερίδας του φιλελεύθερου κέντρου, οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, να την τοποθετήσουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο: αφενός, ως μια φυσική αντίδραση του θρόνου, ο οποίος εμποτισμένος από τη λογική του Ψυχρού Πολέμου, διέκρινε ότι η κατάργηση των παρα-πολιτειακών πυλώνων, συνιστούσε απειλή για τις προνομίες του και, ενδεχομένως, για την ύπαρξή του. και αφετέρου, ως έκφραση της ανησυχίας μιας μερίδας της Ένωσης Κέντρου, η οποία δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει τον έλεγχο του κόμματος ούτε να έρθει ευθέως αντιμέτωπη με την κορυφαία συνιστώσα του παρα-συστήματος.
Από μιαν άλλη άποψη, διαπιστώνει κανείς ότι η διάσπαση της Ένωσης Κέντρου ανταποκρινόταν στην πιεστική ανάγκη της προσαρμογής της πολιτικής ζωής και του κράτους σε μια πλέον αρμόζουσα προς τις συνθήκες της κοινωνίας κομματική και πολιτική πραγματικότητα. Η προοπτική αυτή ενείχε στη λογική της τη δυνατότητα να οδηγήσει στην ενοποίηση του φιλελεύθερου πολιτικού χώρου και, πέραν αυτού, στην ανάδειξη των πολιτικών δυνάμεων που διακινούσαν μια «σοσιαλιστική» ή «σοσιαλίζουσα» απόκλιση, οι οποίες θα ενσάρκωναν την κοινωνική προσδοκία και, υπό τις συνθήκες της εποχής, μια πιο ενεργό αντίσταση στο ηγεμονικό σύμπλεγμα. Όμως, ούτε η μια ούτε η άλλη προοπτική ικανοποιούσε τους φορείς του παρα-συστήματος, καθώς θα τις έφερνε, αναπόφευκτα, αντιμέτωπες με τις δυνάμεις που ιστορικά τροφοδοτούσαν το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου17.
Από την άποψη αυτή, το δίλημμα που ήγειρε η γεωπολιτική θέση της χώρας στον πολιτικό κόσμο ήταν είτε να συμβιβασθεί με τις «προνομίες» του θρόνου είτε να συγκρουσθεί μαζί του με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την πολιτική σταθερότητα. Μια τρίτη δυνατότητα, να στραφεί ο πολιτικός κόσμος προς τις ΗΠΑ και να τις διαβεβαιώσει για τη νομιμοφροσύνη του δεν ήταν καθόλες τις ενδείξεις εφικτή. Αυτή είναι μια θεμελιώδης διαφορά που διείπε την πολιτική ζωή της Ελλάδας έναντι εκείνης των άλλων ευρωπαϊκών χωρών της «Δύσεως». Στην Ελλάδα ο εσωτερικός θεματοφύλακας της δυτικής ορθοφροσύνης της χώρας, ήταν βασικά ο θρόνος. Οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να τον παρακάμψουν και να διαπραγματευτούν απ’ ευθείας με τον δυτικό ηγεμονικό παράγοντα. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η εθνική συμφιλίωση μετά τον Εμφύλιο εμποδίστηκε από τις αγγλοσαξονικές Δυνάμεις και τον θρόνο ακριβώς γιατί εκτιμάτο ότι θα δυσκόλευε την οικοδόμηση του παρα-πολιτειακού συστήματος. Η αυτονόμηση, από την άλλη, ενός μέρους του μηχανισμού του και η επιβολή της δικτατορίας κατά παρέκκλιση της παρα-πολιτειακής ηγεσίας δεν πρέπει νομίζω να παραγνωρίζουμε ότι έγινε στο πλαίσιο ενός κλίματος αλλά και με όχημα το παρα-πολιτειακό σύστημα που ήταν ενεργό και αντιμετώπιζε το ίδιο σοβαρά την εκτροπή.
Σε ότι αφορά στους πολιτικούς πρωταγωνιστές της περιόδου, απομένει επομένως να διερωτηθεί κανείς κατά πόσον ο συμβιβασμός με τους ηρακλείς του παρα-πολιτειακού συστήματος και του διατακτικού του Ψυχρού Πολέμου θα ήταν λιγότερο επαχθής για τη χώρα ή όχι. Στο ερώτημα αυτό, η σύγκριση της ελληνικής περίπτωσης με την πολιτική που ακολούθησαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ανήκαν στο «δυτικό» στρατόπεδο θα μπορούσε να αποδειχθεί εξόχως διδακτική.
6. Οι ανωτέρω επισημάνσεις είναι, νομίζω, αποδεικτικές της ιδεολογικής προσημείωσης με την οποία η αναπτυξιακή θεωρία επιχείρησε την προσέγγιση του αυταρχικού φαινομένου της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Εντούτοις, ήταν αρκετή η υπέρβαση του διακυβεύματος που κλήθηκε να υπηρετήσει ώστε να απαξιωθεί από τους ίδιους τους συντελεστές της. Όντως, λίγο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ίδια σχολή σκέψης έσπευσε να διδάξει την αναγκαιότητα της εξαγωγής της «δημοκρατίας» στις χώρες της «περιφέρειας». Στις χώρες δηλαδή των οποίων το οικονομικό επίπεδο είναι σαφώς χαμηλότερο από εκείνο της Ελλάδας και των λοιπών χωρών της Ευρώπης, για τις οποίες αιτιολόγησαν προηγουμένως την αυταρχική επιλογή.
Η νέα αυτή θεωρητική κατασκευή θα υποστηρίξει ότι η εφικτότητα της «δημοκρατίας» δεν συναρτάται με το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας αλλά με τη σφαίρα του πολιτισμού στην οποία εγγράφεται. Σπεύδουν μάλιστα να ορίσουν τον πολιτισμό με τους όρους της θρησκείας, του δόγματος που κάνει τη διαφορά ή ακόμη και της ιδέας που έχει μια κοινωνία για τη θρησκεία. Η θρησκεία, επομένως, για τη θεωρία αυτή προβάλει ως δημιουργός αιτία του πολιτισμού και όχι ως παράγωγό του. Υπό το πρίσμα αυτό, η προσήνεια μιας κοινωνίας στο «δημοκρατικό» κεκτημένο είναι ευθέως ανάλογη με τη θρησκεία της. Οι θιασώτες της θεωρίας αυτής για να τεκμηριώσουν την άποψή τους και ιδίως για να επιτύχουν τον στόχο τους επεξεργάσθηκαν μια ταξινόμηση του κόσμου με γνώμονα τις πολιτισμικές/θρησκευτικές σταθερές και ενδείκτη την δεκτικότητά τους να προσλάβουν τη «δημοκρατία». Στην κλίμακα αυτή, κορυφαία θέση κατέχει η «δυτική χριστιανοσύνη», η οποία ενσαρκώνει το ιδεώδες/πρότυπο της «δημοκρατίας». Οι άλλες σφαίρες απλώς ακολουθούν.
Έχω ασχοληθεί αλλού με τις ακροβασίες της σχολής αυτής18. Περιορίζομαι εδώ να επισημάνω ότι το επιχείρημά της εδράζεται στα ίδια σαθρά θεμέλια με την αναπτυξιακή θεωρία και έχει την ίδια ιδεολογικο-πολιτική στόχευση: να δικαιώσει την ιστορία και την ηγεμονία των νικητών του κόσμου της νεοτερικότητας.
Κλείνοντας, μπορούμε να συνοψίσουμε ότι το αυταρχικό φαινόμενο σε όλες του τις εκφάνσεις αποτέλεσε συμφυές γνώρισμα της πρωτο-ανθρωποκεντρικής περιόδου του νεότερου κόσμου και, κατά τούτο, χρεώνεται ως δημοκρατικό έλλειμμα σ’αυτόν.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου ανέδειξε όντως το δημοκρατικό έλλειμμα της «Δύσεως»19: αφενός, στο εσωτερικό της, στο μέτρο που διεφάνη ότι το πολιτικό της σύστημα –ούτως ή άλλως μη δημοκρατικό και, μάλιστα, μη αντιπροσωπευτικό στην δομή του- ήταν εγκιβωτισμένο στις στρατηγικές προτεραιότητες του κοσμοσυστημικού διπολισμού, δηλαδή στις διατακτικές των σχέσεων δύναμης. Και αφετέρου, στο διακρατικό πεδίο, το πολιτικό σύστημα συναρτήθηκε πλήρως με το δόγμα της «περιορισμένης κυριαρχίας» και της εναρμόνισής του με το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.
Σε ό,τι αφορά στην ελληνική περίπτωση, το αυταρχικό φαινόμενο της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου διαπιστώνεται ότι υπήρξε καθόλα παρένθετο και εξωγενές. Υπήρξε παρένθετο, διότι ήταν αναντίστοιχο με την πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας και, από κάθε άποψη, προϊόν επιβολής. Το αυταρχικό καθεστώς δεν προσιδιάζει στη ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας, εν αντιθέσει προς την απολυταρχία και τους ολοκληρωτισμούς που προηγήθηκαν ή επιβίωσαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο και οι οποίοι ήσαν συμφυείς με τις συνθήκες του «κέντρου».
Οι θεωρίες που επιχείρησαν την ερμηνεία του αυταρχικού φαινομένου της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, και οι οποίες επέλεξαν να εμφανίσουν την ελληνική κοινωνία ως έχουσα ροπή και, συνακόλουθα, ευθύνη γι’αυτό, ταξινομώντας την στην «περιφέρεια» με γνώμονα την οικονομική της επιφάνεια, διαπιστώνεται ότι το κίνητρό τους είχε μια αυστηρά απολογητική βάση: τη νομιμοποίηση των στρατηγικών επιλογών του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το γεγονός ακριβώς αυτό, γίνεται αυταπόδεικτο όταν παρατηρεί κανείς τον τρόπο που εγκαταλείφθηκαν μόλις εξέλειπε ο γεωπολιτικός λόγος.
Απαντήσεις σε ερωτήματα του κοινού
Θα προσπαθήσω να είμαι πολύ σύντομος παρόλο που τα θέματα που τέθηκαν είναι πολύ μεγάλα. Ως προς το ερώτημα αν εμποδίστηκε η εθνική συμφιλίωση, νομίζω ότι η ιστορική έρευνα έχει ήδη εισφέρει σημαντικά στοιχεία που το επιβεβαιώνουν χωρίς περιθώριο αμφιβολίας. Αναφέρομαι στην περίοδο από τον Εμφύλιο και εντεύθεν, όταν το συναγόμενο της ανάγκης για την μη συμφιλίωση, δηλαδή η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, αποτέλεσε το σταθερό επιχείρημα για την οικοδόμηση και τη διατήρηση του κράτους αυξημένης καταστολής. Νομίζω ότι ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι στο μέτρο που η ήττα της Αριστεράς οφείλετο στην αποφασιστική βαρύτητα του αγγλοσαξονικού παράγοντα, ο τελευταίος θα εξαργύρωνε τη συμβολή του με μια αυξημένη πολιτική παρουσία στο σύστημα, στο όνομα άλλωστε της ανάγκης των νικητών να εδραιώσουν το καθεστώς τους. Θα ήθελα επίσης, στο πλαίσιο αυτό, να διερωτηθούμε πώς θα εξελισσόταν η πολιτική ζωή της χώρας εάν απουσίαζε ο θρόνος την εποχή αυτή. Θα ήταν εφικτή η διατήρηση της ιδιαίτερης μορφολογίας του καθεστώτος αυτού ή η πολιτική τάξη θα οδηγείτο από τα πράγματα στην αναζήτηση μιας άλλης τάξεως νομιμοποίησης;
Η παρατήρηση του κ. Κακουλίδη είναι πολύ σωστή, έχει απόλυτο δίκιο. Η στενότητα του χρόνου με υποχρέωσε να αφαιρέσω το μέρος της ανακοίνωσής μου που είχε να κάμει με κρίσιμα ζητήματα της περιόδου, όπως η διευκρίνιση εσωτερικού ιδεολογικού και πολιτικού τοπίου. Οι απόψεις μου για την σημειολογία της «αποστασίας» έχουν διατυπωθεί στο βιβλίο μου «Histoire de la Grèce» που κυκλοφόρησε το 1992 στο Παρίσι από τον εκδοτικό οίκο Hatier. Πιο αναλυτικά περιέχονται στο βιβλίο μου για το «Αυταρχικό φαινόμενο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το 2003. Έχει σημασία να πω ότι το βιβλίο αυτό, στην Ελλάδα διατηρήθηκε στην αφάνεια, παρόλο που μια βιβλιοκριτική στην Ελευθεροτυπία διαπιστώνει ότι αποτελεί τομή στην προσέγγιση του ελληνικού φαινομένου. Δεν αποκλείεται η ελληνική επιστημονική κοινότητα, να εκτίμησε ότι το επιχείρημά του δεν είναι εναρμονισμένο με την ιδεολογική και πολιτική ορθοδοξία, ώστε να αξιολογηθεί ως επιστημονικώς ορθό. Εντούτοις, το ίδιο αυτό επιχείρημα σταδιοδρόμησε επίσης στη Γαλλία και στην Ισπανία. Μάλιστα, το γαλλικό επιστημονικό περιοδικό Pôle Sud κάνει εκτενή αναφορά σ’αυτό εκτιμώντας ότι ανοίγει νέους ορίζοντες στην θεώρηση γενικότερα του αυταρχικού φαινομένου. Η «αποστασία» αντιμετωπίσθηκε όντως ως ιδεολογικο-πολιτικό διακύβευμα και όχι ως πεδίο της επιστημονικής έρευνας. Διότι, εντέλει, το ποιος πρόδωσε τι, που υπονοεί η έννοια της αποστασίας, νομίζω ότι οφείλει να ειδωθεί υπό το πρίσμα πολλών παραμέτρων: της ιδεολογίας που προσιδίαζε στην Ένωση Κέντρου ή των πολιτικών που επελέγησαν στο ζήτημα του «εκδημοκρατισμού» του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, του ρόλου που έπαιξε καθένας από τους πρωταγωνιστές της εποχής εντός αλλά και πέραν της Ενώσεως Κέντρου, στις σχέσεις του με τον Θρόνο και το παρα-πολιτειακό σύστημα, ή με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και τον ξένο παράγοντα.
Νομίζω ότι, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της συνοχής της Ένωσης Κέντρου, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος είναι αυτή στην οποία πλεόναζε η συνοχή, διότι προείχε ο κοινός στόχος, που ανακοινώθηκε με τον «Ανένδοτο»: ο «εκδημοκρατισμός» της πολιτικής ζωής της χώρας. Σ’ αυτόν συνέκλιναν όλοι. Όταν όμως ανήλθε η Ένωση Κέντρου στην εξουσία κλήθηκε να διαχειρισθεί συγκεκριμένα ζητήματα και να επεξεργασθεί πολιτικές. Θεωρώ ότι στο πεδίο της διακυβέρνησης αποκρυσταλλώθηκαν δυο τάσεις, οι οποίες συναρτήθηκαν αφενός με τον ιδεολογικό προσανατολισμό και, επομένως, τις πολιτικές που έπρεπε να ακολουθήσει η Ένωση Κέντρου και αφετέρου, με τη διαχείριση του μείζονος προβλήματος της αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος και των σχέσεων με τον Θρόνο. Αυτό είναι το κομβικό σημείο, το οποίο πρέπει να αποτελέσει το μέτρο της αξιολόγησης των «επίδικων» γεγονότων. Ανεξαρτήτως του αν θα χαρακτηρίσει κανείς εσφαλμένη την αποχώρηση από την Ένωση Κέντρου μιας πολιτικής ομάδας ή την εμμονή μιας άλλης σε πολιτικές άμεσης και ολομέτωπης σύγκρουσης με τον θρόνο, είναι δεδομένο ότι η διάσπαση της Ένωσης Κέντρου υπήρξε το αποτέλεσμα φιλοδοξιών που στεγάσθηκαν κάτω από καίριες διαφοροποιήσεις ως προς τη στρατηγική του κόμματος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υιοθετώ την έννοια της «αποστασίας». Άλλωστε, στο όνομά της οικοδομήθηκαν πολλές σταδιοδρομίες στην ελληνική πολιτική ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι η αξιολόγηση των γεγονότων της εποχής, που συναρτώνται με την έννοια της «αποστασίας», θα επιμέριζε την ευθύνη διαφορετικά. Στους μεν, που διαφοροποιήθηκαν από την Ένωση Κέντρου, θα απέδιδε κανείς θετικό πρόσημο στο διάβημα της αναζήτησης ενός συμβιβασμού με τις εμμονές του θρόνου. Θα τους καταλόγιζε όμως την πολιτική που ακολούθησαν για την επίτευξή του. Στους δε, που επέλεξαν την πολιτική της ρήξης με τον θρόνο, θα καταλόγιζε κανείς χωρίς περιστροφές, την κοντόθωρη ενόραση ή, μάλλον, την παντελή άγνοια της πολιτικής κατάστασης της χώρας και των ορίων του Ψυχρού Πολέμου.
Ώστε, η ιδεολογικο-πολιτική χρήση της «αποστασίας», όχι μόνο εμπόδισε τη γνωσιολογική διαλεύκανση της κρίσιμης για την Ελλάδα περιόδου που προηγήθηκε της πολιτικής εκτροπής, αλλά και συγκάλυψε, κατά τη γνώμη μου, την πραγματική αιτιολογία της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Αιτιολογία που συνέχεται αφενός, με την παρα-πολιτειακή θέση που κατέλαβε ο θρόνος στο πολιτικό σύστημα σε συνδυασμό με το διατακτικό του Ψυχρού Πολέμου (την ρητή απαγόρευση της αμφισβήτησης και της εναλλαγής) και αφετέρου, με την αδυναμία της ηγεσίας των δυνάμεων του Κέντρου και της Αριστεράς να συλλάβουν και να πολιτευθούν στο πλαίσιο του διακυβεύματος που υποχρέωνε το «διεθνές» σύστημα. Θα έλεγα ότι η αδυναμία αυτή αποτέλεσε και, υπό μια έννοια, συνεχίζει να αποτελεί τη σταθερά του μεγίστου μέρους της πολιτικής τάξης της χώρας. Επικαλούμαι, εν προκειμένω, την απόφαση της Αριστεράς να προχωρήσει στον Εμφύλιο, τη διαχείριση του κυπριακού και του σκοπιανού ζητήματος, τις βαρύγδουπες «πρωτοβουλίες» του Ανδρέα Παπανδρέου για τον αφοπλισμό και πολλά άλλα που ζημίωσαν καιρίως τη χώρα ή την σθεναρή αντίθεσή του στην ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ.
Ως προς την παρατήρηση για την αυταρχικότητα του ελληνικού κράτους νομίζω ότι πρέπει να έχουμε κατά νουν δυο ζητήματα: Πρώτον, ότι στο γενικό της πλαίσιο η αυταρχικότητα αυτή δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη οποιουδήποτε άλλου δυτικού κράτους. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι κατά πολύ μικρότερη. Η γενική αυτή αυταρχική λογική του κράτους απορρέει από τη δομή του. Είναι δομημένο ως πολιτικά κυρίαρχο, δηλαδή ως αποκλειστικός κάτοχος του πολιτικού συστήματος, έναντι μιας κοινωνίας που μετά βίας της αναγνωρίζεται το καθεστώς του ελεύθερου ιδιώτη. Αλλά και η ροπή του κράτους να μετασχηματίζεται σε τυπικά αυταρχικό, είναι σαφώς μικρότερη στην ελληνική περίπτωση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ωστόσο, όπως προείπα, η αξιολόγηση της αυταρχικής ή μη λειτουργίας του κράτους δεν μπορεί να οδηγήσει σε αξιόπιστα αποτελέσματα εάν δεν ειδωθεί υπό το πρίσμα του βαθμού νομιμοποίησής του από την κοινωνία. Η νομιμοποίηση όμως αυτή δεν εξαρτάται από την δυνάμει αυταρχική του λογική αλλά το αντίθετο. Ο βαθμός της αμφισβήτησής του τροφοδοτεί τα αμυντικά του αντανακλαστικά, ενοίς και τον αυταρχισμό του. Για να κατανοήσουμε τη δύσκολη ομολογουμένως σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους στην Ελλάδα οφείλουμε να έχουμε κατά νουν ορισμένα δεδομένα που καθορίζουν τη φυσιογνωμία τους. Η αναφορά στο ιστορικό κεκτημένο της ελληνικής κοινωνίας έχει ως προς αυτό καταστατική σημασία. Όντως, η απάντηση στο ερώτημα ποια ήταν η φύση της ελληνικής κοινωνίας και τι πρέσβευε για το πολιτειακό της σύστημα, δίδεται στο Σύνταγμα του Ρήγα, στα Συντάγματα της Επανάστασης, αλλά και στα Συντάγματα των Κοινών της τουρκοκρατίας. Το επιχείρημα που προβλήθηκε, μεταξύ των άλλων, για να αιτιολογηθεί η απόλυτη μοναρχία στην Ελλάδα, ήταν ότι οι Έλληνες ρέπουν στην αναρχία, δεν είναι ικανοί να κυβερνηθούν. Εκαλούντο λοιπόν να πειθαρχήσουν σε μια αντίληψη κοινωνίας-ιδιώτη, που δεν είχε να κάνει με την συμμετοχή της στην πολιτική λειτουργία, όπως πριν στα κοινά. Η έννοια του «λόγου» που συνθέτει την ουσία της ελληνικής πολιτικής ορολογίας, δεν περιορίζεται στη δυνατότητα της άποψης για τα πολιτικά πράγματα. Ο «λόγος» είναι διαλεκτικά δομημένος με την πολιτική διαδικασία, δηλαδή με την συμμετοχή στη λήψη της πολιτικής απόφασης στην οποία αναφέρεται. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του πολιτικού συστήματος που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως Δήμο, που προνοούν όλα τα Συντάγματα μέχρι και τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, και εκείνου που συνεπάγεται η επόμενη περίοδος, η οποία εγκαθιστά εδώ το πολιτικό σύστημα της κρατικής δεσποτείας. Η απόλυτη μοναρχία προσιδιάζει απολύτως σε μια κοινωνία όπως η δυτικοευρωπαϊκή και κάθε άλλη που εξέρχεται από τη φεουδαρχία και η οποία είναι από τη φύση της πολιτικά αδαής. Το σύστημα αυτό είναι αναντίστοιχο με την πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία βίωνε ήδη την εμπειρία της πολιτικής συμμετοχής υπό την ιδιότητα του δήμου στο πλαίσιο του κοινού. Αυτό εξηγεί γιατί η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα υπό το πρίσμα της διαρκούς αμφισβήτησης, όπου το πολιτικό προσωπικό καλείται να αναζητήσει νομιμοποίηση χωρίς ρίζες στον σωτηριακό του ρόλο. Τι φταίει εν προκειμένω; Αυτό που λέγεται στην καθομιλουμένη ότι «για όλα φταίει η τουρκοκρατία» ή μήπως πρέπει να διερωτηθούμε αν το πολιτικό σύστημα δεν ήταν εναρμονισμένο με την κρατούσα πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας; Εδώ πρέπει να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα: Το ελληνικό κράτος δεν ήταν αυταρχικό, ήταν πελατειακό. Η πολιτική τάξη αποδόμησε πολιτικά την κοινωνία και από δήμο την μετέβαλε σε ιδιώτη. Έκτοτε ο πολιτικός είχε απέναντί του τον πολίτη ως άτομο και όχι ως συλλογικότητα, αδύναμο συνεπώς και πρόσφορο στη χειραγώγηση. Αυτό που στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή η σχέση πελατείας, ήταν μια παρέκκλιση στην ταξική και ιδεολογική λειτουργία του κομματικού συστήματος, εδώ έγινε σύστημα. Γιατί έγινε σύστημα; Είχε διαφορετικό αιματολογικό κριτήριο ο Έλληνας που τον έσπρωχνε να γίνει πελάτης του πολιτικού; Όχι ασφαλώς. Ο Έλληνας είχε διδαχθεί να λειτουργεί πολιτικά, όχι ως μάζα που στηρίζει τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά με όρους πολιτικής ατομικότητας. Αυτή η ιδιότητα, όμως, εάν δεν εγγράφεται σε μια πολιτειακή βάση –όπως στην περίπτωση που η κοινωνία λειτουργεί ως δήμος- οδηγεί τον πολίτη να διαπραγματευθεί την ψήφο του με ατομικούς όρους με τον πολιτικό και, συνακόλουθα, την εξάρτησή του.
Σε ό,τι αφορά στην επισήμανση του Προέδρου για τον ρόλο του ξένου παράγοντα θα συμφωνήσω πως η «δαιμονοποίησή» του αποκρύπτει σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος και κυρίως των πολιτικών δυνάμεων. Όμως συντρέχουν ειδικά την περίοδο αυτή κάποια δεδομένα, τα οποία πρέπει να συνεκτιμήσουμε. Το ένα, ότι ο διπολισμός δεν επιτρέπει την ανάδειξη στην εξουσία πολιτικών δυνάμεων που δεν τον αποδέχονται το διατακτικό του. Στη Γαλλία, κ. Πρόεδρε, όταν ήμασταν και εσείς κι εγώ στις αρχές του δεκαετίας του ’70, είχε ανοίξει μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον ήταν εφικτή η συμμετοχή στην εξουσία δυνάμεων που δεν ασπάζονταν την ιδεολογική ορθοδοξία του φιλελευθερισμού και δεν επεδείκνυαν προσήλωση στο δυτικό στρατόπεδο. Ο Georges Vedel είχε δημοσιεύσει τότε βιβλίο όπου διαπίστωνε πως η άνοδος στην εξουσία του σοσιαλιστικού κόμματος ήταν αμφίβολη υπό τις συνθήκες της εποχής. Πού; Στη Γαλλία, που ήταν μια πρώην μεγάλη δύναμη και ένας ισχυρός παράγων στο ηγεμονικό σύμπλεγμα της Δύσεως. Αυτό ήταν δεδομένο για την ελληνική πολιτική ζωή, πολλώ μάλλον που η Ελλάδα ήταν μια περιθωριακή χώρα στο δυτικό σύστημα, η οποία επιπλέον είχε να επουλώσει τα τραύματα του Εμφυλίου, με εσωτερικό θεσμικό παραστάτη της διπολικής ορθοφροσύνης, τον θρόνο. Υπογραμμίζω ιδιαίτερα την ύπαρξη του θρόνου διότι, όπως προείπα, χωρίς αυτόν πιστεύω ότι το δεδομένο του διπολισμού ή οι επιβαρύνσεις του Εμφυλίου, θα είχαν διαφορετική επίδραση στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Καθόλες τις ενδείξεις δεν θα συνέτρεχε ούτε το καθεστώς της αυξημένης καταστολής ούτε η αυταρχική παρέκκλιση.
Θα προσθέσω εδώ και μια άλλη παράμετρο της παρουσίας του θρόνου στα πολιτικά πράγματα. Ο Πρόεδρος την υπαινίχθηκε χθες με πολλή προσοχή και νομίζω ότι αποτελεί την καρδιά του πολιτικού ζητήματος: ότι η τότε πολιτική ηγεσία έθεσε σε δεύτερη μοίρα την προβληματική για τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσε να λειτουργήσει το κομματικό σύστημα, μη διστάζοντας να υφάνει σχέσεις ή να συμπράξει με τις δυνάμεις του παρα-πολιτειακού συστήματος και ιδιαίτερα με τον θρόνο. Ο θρόνος λειτούργησε έτσι ως καταλύτης στη νόθευση του πολιτικού παιχνιδιού. Είναι τέλος γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι μια Μεγάλη Δύναμη σπανίως εμφανίζεται να παρεμβαίνει απευθείας στην πολιτική ζωή μιας εξαρτημένης χώρας. Παρεμβαίνει μέσα από τους μηχανισμούς ή τις «φιλίες» που φροντίζει να υφάνει με εσωτερικές δυνάμεις που έχουν την ανάγκη της, δηλαδή μέσα από τις αποδοχές και τις λειτουργίες που μπορεί να διασφαλίσει. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αντιμετωπίζω το πρόβλημα του διεθνούς παράγοντα στην ελληνική πολιτική ζωή. Ένα πλαίσιο ανελαστικών διεθνών οριοθετήσεων και εσωτερικών «δουλειών» ή αγκυλώσεων που περιόριζαν ασφυκτικά την ακώλυτη λειτουργία του πεδίου της πολιτικής στη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου