Γιώργος
Κοντογιώργης, Οι "εξεταστικές" ως αμυντικό ανάχωμα της ολιγαρχικής
κομματοκρατίας
Τι είναι άραγε αυτό που δημιουργεί τη μεγαλύτερη
διακομματική συμφωνία, ανεξαρτήτως ιδεολογίας; Οι εξεταστικές. Η υφαρπαγή της
δικαιοδοτικής αρμοδιότητας από τον φυσικό της φορέα, τη δικαιοσύνη, προκειμένου
η κομματοκρατία να διατηρήσει το απολυταρχικό καθεστώς της, να είναι εκτός της πολιτείας
δικαίου. Η εξαίρεση του πολιτικού προσωπικού από την πολιτεία δικαίου αποτελεί
μια αυθεντική επιβεβαίωση της ομοθετικής συνάφειας του κράτους της
νεοτερικότητας με το ομογάλακτό του, εκείνο της απολυταρχίας.
Προσποιούνται
ότι το προβλέπει το Σύνταγμα. Πλην του ότι αυτοί το έγραψαν, εντυπωσιάζει η
εμμονή να μην παραιτούνται από την "αρμοδιότητά" τους, παρόλον ότι
είναι εύκολο να το πράξουν: να αποδεχθούν το πόρισμα της ανακριτικής αρχής και
να το παραπέμψουν απευθείας στη δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση Σύριζα ήρθε να ομολογήσει
με πανηγυρικό τρόπο και στο ανώτερο επίπεδο τη διακομματική συμφωνία για τη
διατήρηση της αυστηρά ολιγαρχικής λογικής του συστήματος. Τι μας είπε στον
ελάχιστο χρόνο που είναι στην εξουσία;
Πρώτον,
θα δημιουργήσει εξεταστική για το
μνημόνιο, προκειμένου να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός πώς εισήλθαμε σ'αυτό,
χωρίς καμία πρόθεση "ποινικοποίησης" της πολιτικής ζωής.
Δεύτερον,
προκρίνει εμμονικώς την εξεταστική και προσποιείται ότι δεν άγγιξε τα ώτα της η
λύση της παραίτησης της Βουλής από τη δικαιοδοτική της αρμοδιότητα. Τούτο
σημαίνει ότι δεν ενοχλείται η "δημοκρατική" ευαισθησία του πολιτικού
προσωπικού να μην υπόκειται στη δικαιοσύνη, να είναι αυτό συγχρόνως κριτής των πράξεών
του. Μόλις πρόσφατα ο πρωθυπουργός Τσίπρας δήλωσε ότι για τους πολιτικούς τις
ευθύνες τις απονέμει ο λαός στις εκλογές και όχι η δικαιοσύνη! Η ενασχόληση της
δικαιοσύνης με τα πεπραγμένα των πολιτικών αντιμετωπίζεται ως μια αποκρουστική βαθιά
"αντιδημοκρατική" προοπτική, διότι "ποινικοποιεί" την πολιτική
ζωή. Τρίτον, πληροφορηθήκαμε επίσης ότι η εξεταστική θα ασχοληθεί με το
μνημόνιο, όχι με την αιτία του μνημονίου. Εάν επομένως λεηλατήθηκε η χώρα και
οδηγήθηκε στο μνημόνιο, ιδίως από την περίοδο της εισόδου της στο ευρώ, με
προέχουσα την πρωθυπουργία Σημίτη, αυτό δεν ελέγχεται. Δεν υπέχει κανείς ευθύνη
γι'αυτό.
Ο
πρωθυπουργός μας εξήγησε γιατί, λέγοντας ότι δεν θα περιλάβει την περίοδο
Κ.Καραμανλή διότι αυτόν τον έκρινε ο λαός στις εκλογές του 2009. Να υποθέσω ότι
αδυνατεί να διακρίνει ότι στις εκλογές ο "λαός" αποφασίζει ποιος θα
ασκήσει την εξουσία την επόμενη περίοδο και δεν δικάζει; Ότι το δικάζειν ανήκει στη δικαιοσύνη; Προφανώς
όχι. Κάτι άλλο θέλει να πει, κι αυτό είναι ότι έχει εναγκαλισθεί, ομογνωμόνως
με όλες τις πολιτικές δυνάμεις, το καθεστώς της νεοτερικής ολιγαρχίας και ότι
μάλιστα εννοεί να το διαχειρισθεί με τον ιδιαίτερο έκφυλο τρόπο που το έχει
μεταλλάξει η ιθαγενής κομματοκρατία.
Άραγε
χρειάζεται πιο καθαρή ομολογία για τον λεηλατικό χαρακτήρα της ελληνικής
ολιγαρχίας; Έχω πει ότι εάν εκαλείτο ο πιο ευφάνταστος κακοποιός να νομοθετήσει
ώστε να μην μπορεί να τον συλλάβει κανένας νόμος/αρχή, δεν θα είχε υφάνει ένα
τόσο περίτεχνο σύστημα ασυλίας, όσο αυτό της ελληνικής κομματοκρατίας. Ο
πρωθυπουργός της "Ριζοσπαστικής Αριστεράς", μας δηλώνει ότι ομονοεί
απολύτως με την "Δεξιά" και την "Ακροδεξιά" στο διακύβευμα
της απολυταρχικής δομής της εξουσίας. Και ό,τι συνακόλουθα, οι "εκλογές"
και οι "εξεταστικές" είναι, σε τελική ανάλυση, ισοδύναμα πλυντήρια,
που οδηγούν στη λεύκανση του πολιτικού προσωπικού, για να το αποδώσουν
"καθαρό και έντιμο", υπεράνω πάσης υποψίας, στην "εκλογική"
επιλογή της κατ'εξακολούθηση βιαζομένης από αυτούς κοινωνίας.
Η
επιλογή αυτή της κυβέρνησης του Σύριζα αποκτά μια σημαίνουσα επικαιρότητα τις
ημέρες αυτές. Κι αυτό διότι ο πρωθυπουργός από το βήμα του ΕΚΠΑ (και μαζί του ο
Υπουργός Παιδείας με την εγκύκλιό του για την 25η Μαρτίου) μας δήλωσε με παρρησία
τις πηγές της ιδεολογίας που καθοδηγούν τις πολιτικές του. Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ.
Οι
αξίες, η ιδεολογία και οι θεσμοί, που επεξεργάσθηκε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός,
διδάσκουν ότι το πολιτικό σύστημα ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο
"κράτος", δηλαδή στους νομείς του, ότι ο πολιτικός τοποθετείται
υπεράνω του νόμου, όπως ο ομότεχνός του απολυταρχικός μονάρχης προηγουμένως,
ότι η κοινωνία των πολιτών είναι το νομιμοποιητικό υποζύγιο της πολιτικής
κυριαρχίας του πολιτικού προσωπικού που κατέχει το κράτος, ότι η κοινωνία είναι
ιδιώτης που ανήκει ως υπήκοος στο κράτος, όχι εταίρος της πολιτείας, ότι η
αυστηρά ιεραρχημένη ολιγαρχία, που αποδίδει το κράτος της πολιτικής κυριαρχίας,
είναι δημοκρατικό, ότι η συγκέντρωση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού (και των
ενεργουμένων του στη Βουλή) των ιδιοτήτων και του εντολέα και του εντολοδόχου, ορίζει
την ουσία της αντιπροσωπευτικής δομής της πολιτικής εξουσίας, ότι ο
πρωθυπουργός και η "ομάδα" των "ευνούχων" που τον
περιβάλλουν, δύνανται ανεξέλεγκτα να αποφασίζουν τι είναι εθνικό, τι εκφράζει
την κοινωνική βούληση, τι είναι καλό και τι όχι για την κοινωνία. Συγχρόνως, δύναται
να εξαπατά ξεδιάντροπα το "εκλογικό
σώμα", υποσχόμενος τα μεν προ των εκλογών και την επομένη να πράττει άλλα.
Τα
ανωτέρω ολίγα αποκαλύπτουν περίτρανα ότι εάν ο "Διαφωτισμός" έπαιξε
έναν κάποιο ρόλο για τη έξοδο των δουλοπαροίκων από τη φεουδαρχία και την
απόδοση σε αυτούς της στοιχειώδους ατομικής αυθυπαρξίας, διατήρησε αναλλοίωτη την
ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος. Η μεθάρμοση φορέα δεν αλλάζει τη δεσποτική
φύση του φαινομένου: στη θέση του μονάρχη/ιδιοκτήτη, υπεισήλθε το νομικό πλάσμα
του κράτους, δηλαδή ο νομέας του. Σήμερα, μολονότι ο χρόνος του Διαφωτισμού παρήλθε
ανεπιστρεπτί, οι νομείς του κράτους επικαλούνται εμμονικά τις αρχές/θεσμούς του,
ακριβώς διότι έχει μεταβληθεί σε ένα κατεξοχήν ιδεολογικό εργαλείο, που
συγκαλύπτει την αντιδραστική ομογνωμία σύμπαντος του πολιτικού κόσμου. Η
επαναληπτική επίκληση από μέρους της Αριστεράς των "ιδεών του Διαφωτισμού"
αποτελεί μια, πέραν πάσης αμφιβολίας, ομολογία ότι έχει η Αριστερά, όπως και η Δεξιά,
μεταλαμβάνουν ευδαιμόνως των "αχράντων μυστηρίων" της απολυταρχικής κρατικής
εξουσίας, ότι αντιπροσωπεύει, εξίσου μια απροκάλυπτα αντιδραστική πολιτική δύναμη
που αντιστρατεύεται το συμφέρον και την ελευθερία της κοινωνίας των πολιτών. Ο προσχηματικός
της λόγος ότι οι πολιτικές της είναι "φιλολαϊκές" διαψεύδονται κάθε φορά
που ευρίσκεται σε θέσεις εξουσίας και, σε κάθε περίπτωση, δεν αναιρεί την ολιγαρχική
δομή του πολιτικού συστήματος. Υπό μια άλλη έννοια, η "Ριζοσπαστική Αριστερά"
αποκαλύπτει την απόφασή της να εγκιβωτίσει την χώρα στο παρόν, αρνούμενη τη
δυνατότητα της εξέλιξης, ακόμη και την άρνησή της να εναρμονισθεί στοιχειωδώς με
το δυτικό διατακτικό της ολιγαρχίας.
Οπωσδήποτε,
οι μήνες που έρχονται θα "απογυμνώσουν" τον παλαιοκομματικό πολιτικό
ορίζοντα της ρητορικής της "Ριζοσπαστικής Αριστεράς". Θα αναδείξουν,
επίσης, με περίσσιο τρόπο την προφανή αλλεργία της στην ιδέα μιας οποιασδήποτε
στοιχειώδους εκλογίκευσης του πολιτικού συστήματος και μιας σχετικής έστω συνάρμοσης
των λειτουργιών του με την βούληση της κοινωνίας των πολιτών. Ο πολιτικός της λόγος,
θα συναντηθεί πολύ σύντομα με την ομοτροπία των πολιτικών συμπεριφορών, που αποτελούν
τη σταθερά του δυναστικού κράτους, για να καταδειχθεί, για μια ακόμη φορά
ότι η μεθάρμοση δυναστών, που διδάσκει η
εναλλαγή στην εξουσία, μόνο δεινά για τον τόπο μπορεί να επιφέρει. Αυτό ακριβώς
συγκροτεί το απόλυτο αδιέξοδο της χώρας, το οποίο εγκαταστάθηκε ήδη από την εποχή
της βαυαροκρατίας και συνεχίζει, στο όνομα των ιδεών του "Διαφωτισμού".