Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Γ. Κοντογιώργης: Η Τουρκία προετοιμάζει τους όρους της τελικής «λύσης»

 

Γ. Κοντογιώργης: Η Τουρκία προετοιμάζει τους όρους της τελικής «λύσης»

Κατηγορία: Διεθνείς σχέσεις

(Ραδιοφωνική συνέντευξη στον Γιώργο Σαχίνη, neakriti, 98,4 https://www.youtube.com/watch?v=jqRmP9CKsI8 )

Απομαγνητοφώνηση και επιμέλεια κειμένου, Εκδόσεις Ποιότητα. https://piotita.gr/2020/08/26/%ce%b3-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b7%cf%82-%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%ba%ce%af%ce%b1-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%b5%cf%84%ce%bf%ce%b9%ce%bc%ce%ac%ce%b6%ce%b5/

 (Στην απομαγνητοφώνηση έχουν γίνει προσαρμογές όπου ο προφορικός λόγος δημιούργησε επαναλήψεις ή χάσματα.)

Πάω σε έναν καλό φίλο της εκπομπής, ακαδημαϊκό, καθηγητή στο Πάντειο, στο Τμήμα της Πολιτικής Επιστήμης και όχι μόνο, βεβαίως, με δημόσιο λόγο, με πολύ πάθος, χωρίς φόβο, πολλές φορές ακούω ένθεν κακείθεν απόψεις για τις απόψεις του, στην ουσία ουδείς. Ο κύριος Γιώργος Κοντογιώργης. Καλημέρα, κύριε Κοντογιώργη.

Καλή σας μέρα. Θέλω να διευκρινίσω στο σχόλιό σας ότι στοχάζομαι χωρίς πάθος, αλλά με πολλή λογική και με βάση τα δεδομένα της πραγματικότητας. Δεν γίνεται, λόγου χάρη, να μιλάει κανείς για τις διεθνείς σχέσεις με όρους εσωτερικής πολιτικής ή ιδεολογίας, όπως όσοι επικαλούνται τον «ανθρωπισμό» ως θεμέλιο της διακρατικής πολιτικής, διότι οι διεθνείς σχέσεις έχουν άλλον γνώμονα στη διαμόρφωσή τους, είναι σχέσεις δύναμης. Όποιος δεν στοχάζεται, λοιπόν, για τις διεθνείς σχέσεις με όρους δύναμης, με όρους ισχύος, σημαίνει ότι παραιτείται από αυτά τα οποία είναι δικά του, που συγκροτούν την ουσία του βίου του, την ίδια την ελευθερία του. Εν τέλει η πολιτική αυτή επιλογή δεν οδηγεί σε λύσεις αμοιβαίου συμφέροντος, αλλά επιβολής, διότι τρέφει το θηρίο. Ο εκχωρητισμός, ξέρετε, στις διεθνείς σχέσεις είναι η αγαπημένη τροφή που μεταβάλλει τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις βαρβαρότητας και ηγεμονίας. Το ερώτημα εν προκειμένω είναι πώς θα διαμορφωθεί μια αξιόπιστη εξωτερική πολιτική που θα είναι συμβατή με το συμφέρον της χώρας, που δεν θα διακινεί το κυρίαρχο αφήγημα του ηγεμόνα, τις επιδιώξεις του κομματικού κατεστημένου ή επιμέρους ιδιοτελών ολιγαρχικών ομάδων. Το ένα επίπεδο αφορά την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα, που στην Ελλάδα διαμορφώνεται σύμφωνα με τον ιδιώνυμο χαρακτήρα της κομματοκρατίας, δηλαδή ως επ’ευκαιρία πολιτική καφενείου. Βλέποντας και κάνοντας. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι στις προτεραιότητες της ελληνικής πολιτικής τάξης, δεν είναι αποτέλεσμα στρατηγικής, δηλαδή μιας ιδέας για τη χώρα που συνδυάζεται με την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της και με επίγνωση των διεθνών συσχετισμών. Όντας ξένο σώμα προς τη χώρα, λειτουργούν ως επιβήτορές της, ενώ όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μείζονες απειλές που είναι ευρέως υπόλογες της στρατηγικής των «άλλων» και της δικής τους αβελτηρίας, είτε σπεύδουν να αποδώσουν την κακή πορεία των πραγμάτων ή τις ήττες της χώρας στους κακούς ξένους είτε να το ενδύσουν με ιδεολογία. Ποια είναι αυτή η ιδεολογία στις ημέρες μας; Η ιδεολογία της τρέχουσας λογικής της διεθνούς των αγορών. Είναι εντυπωσιακός ο βαθμός μηρυκαστικής πρόσδεσης της κομματικής νομενκλατούρας και της διανόησης στο δόγμα της νέας τάξης, πράγμα που πρέπει να αποδοθεί στη συνάντησή τους με βάση την απέχθεια που τρέφουν προς την ελληνική κοινωνία ως εθνική συλλογικότητα και ως πολιτική παρουσία. Έτσι, η αντίθετη άποψη ορίζεται ως «εθνικισμός», ως «λαϊκισμός», ως «ακροδεξιά». Αποκρύπτουν όμως ευσχήμως ότι ως ακροδεξιά ορίζουν τον προνεοφιλελεύθερο φιλελευθερισμό, ως λαϊκισμό την όποια αναφορά στο συμφέρον και στη βούληση της κοινωνίας, ως εθνικισμό την εξυπηρέτηση συμφερόντων που είναι από ξένα έως εχθρικά προς την κοινωνία των πολιτών που τους εξέλεξε, ενώ όλα αυτά κατατείνουν εντέλει στη διάρρηξη της εσωτερικής συνοχής. Έχουν πλήρη επίγνωση ότι, διαρρηγνύοντας την εσωτερική (πολιτισμική και κοινωνική) συνοχή, ουσιαστικά καταργείται η αποτρεπτική δυνατότητα της χώρας. Το πράττουν όμως με επίγνωση, με το επιχείρημα ότι έτσι καταπολεμούν τον εθνικισμό των Ελλήνων. Για τον σκοπό αυτόν υιοθετούν και προστρέχουν να υπηρετήσουν με συνέπεια τον εθνικισμό των πάσης φύσεως γειτόνων. Πράγματι, ο πραγματικός αντίπαλος της ελληνικής κρατικής νομενκλατούρας είναι η ισχυρή κοινωνική και πολιτισμική συνοχή ενός ιστορικού λαού όπως ο ελληνικός. Αυτό είναι το πρόβλημα που χαλάει τα σχέδια της κρατικής νομενκλατούρας από καταβολής νεοελληνικού κράτους.

Θέλω σήμερα, κύριε Κοντογιώργη, γιατί ξέρω ότι και τα παρακολουθείτε και βαθιά γνώση έχετε, και έχετε γράψει. Θέλω λίγο να σταθούμε σε μερικά ζητήματα. Η χώρα υφίσταται εδώ και τουλάχιστον έξι μήνες και παραπάνω με έναν καταιγιστικό ρυθμό, θα το πω λαϊκά, πώς να το πω ‒ελληνικά‒ μπούλινγκ, καθημερινά σχεδόν. Δηλαδή ο ρυθμός της Τουρκίας είναι καταιγιστικός και πριν το μνημόνιο συνεργασίας με τη Λιβύη στις θαλάσσιες ζώνες που μας έφτασε εδώ, νότια, νοτιοανατολικά της Κρήτης και ό,τι λέει και μετά από αυτό είναι καταιγιστικό. Σήμερα, ας πούμε, για παράδειγμα, ο κύριος Τσαβούσογλου και ο κύριος Ακάρ μας λένε ότι η Ελλάδα παρανόμως έχει στρατιωτικοποιήσει με βάση τη συνθήκη της Λωζάνης πάνω από δώδεκα νησιά, ενώ δεν θα έπρεπε. Βεβαίως, ο κύριος Ακάρ ξεχνάει να μας πει ότι είχε αποδεχθεί τη συνθήκη της Λωζάνης και δεν αμφισβητούσε όλο το βορειοανατολικό Αιγαίο, τώρα το αμφισβητεί. Εν πάση περιπτώσει, άλλο θέλω να σας ρωτήσω. Ενώ υπάρχει αυτό το κλίμα, στην Ελλάδα όσο περνάει ο καιρός ταυτιζόμαστε με κάτι που μας υπέδειξε και ο Πομπέο, αλλά δεν το λέμε. Λέει ο Πομπέο: Να πάτε με βάση τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, Άρθρο 33, στις πρόνοιές του, μεταξύ των οποίων είναι και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, να τα συζητήσετε, να τα συμφωνήσετε, να τα βρείτε και να τελειώνετε, και αφήστε το ΝΑΤΟ μακριά από εντάσεις στην περιοχή. Ηρεμία, παιδιά.  

Κύριε Σαχίνη, θυμήθηκαν τώρα τη Χάγη, όχι για άλλο λόγο, αλλά διότι βρίσκονται αντιμέτωποι και εντελώς απροετοίμαστοι απέναντι σε μια Τουρκία η οποία επένδυσε εδώ και δεκαετίες, και κυρίως από την περίοδο Ερντογάν, στην εκτατική της πολιτική. Ο Ερντογάν παρέλαβε την Τουρκία σε άθλια κατάσταση και την ανέδειξε σε περιφερειακή (οικονομική κ.λπ.) δύναμη, την ίδια στιγμή που σύσσωμη η ελληνική πολιτική τάξη διαγκωνιζόταν να λεηλατήσει τη χώρα, οδηγώντας τη σε μια άνευ προηγουμένου κρίση και στον πλήρη εξευτελισμό της στη διεθνή σκηνή. Αντιμέτωπη με τη νέα Τουρκία, αντί να ασχοληθεί με την ταχεία ανασύνταξη της χώρας, διαγκωνίζεται για τον «λουφέ» της εξουσίας. Ενδιαφέρεται όμως για την εικόνα της. Εξού και ελπίζει ότι θα σύρει την Τουρκία στη Χάγη προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει ως προκάλυμμα νομιμοποίησης των όσων έχει ήδη προαποφασίσει να της εκχωρήσει. Έτσι νομίζουν ότι θα ηρεμήσουν το θηρίο. Στην πραγματικότητα η ελληνική άρχουσα τάξη ομολογεί ότι, πριν αρχίσει καν η διαπραγμάτευση, έχει συνθηκολογήσει. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους το ομολογούν, αλλά και με τους Τούρκους ομολόγους τους συνομιλούν στη βάση της εκχώρησης ελληνικής κυριαρχίας. Δημόσια διακηρύσσουν ότι η διαφορά είναι μια, η υφαλοκρηπίδα, στις διερευνητικές όμως διαπραγματεύονται τα υπόλοιπα. 

Επειδή ακριβώς η Τουρκία δεν αρκείται σε αυτά που θα της δώσει «συμφωνημένα» η Χάγη, το ερώτημα είναι πώς θα πάρει τα υπόλοιπα, που δεν κρύβει άλλωστε ότι της χρειάζονται για να διαμορφώσει τον ζωτικό της χώρο. Εν προκειμένω η λύση είναι μια, η οποία φοβάμαι ότι βολεύει εξαιρετικά και την ελληνική άρχουσα τάξη: η δημιουργία διά της σπάθης, με τη βία, τετελεσμένων που θα της επιτρέψει να εγείρει το δίλημμα: θέλετε πόλεμο δηλαδή; Ο τρόπος που διαχειρίζεται η ελληνική άρχουσα τάξη όλα τα σχετικά με τις διεκδικήσεις της Τουρκίας ζητήματα είναι πανομοιότυπος: αφήνουν την Τουρκία να δημιουργήσει τετελεσμένα, τα οποία σιωπηρώς, πλην όμως εμφανώς, τα αποδέχονται.  Η ρητορική όλων ότι δεν θα αποδεχθούν τετελεσμένα είναι για την εσωτερική νομιμοποίηση της αποδοχής τους. Τι σημαίνει δεν θα δεχθούν τετελεσμένα όταν αφήνουν την Τουρκία να τα δημιουργεί και αυτοί διατείνονται ότι την αναχαιτίζουν; Στην από αέρος παραβίαση εθνικού εναέριου χώρου, στην από θαλάσσης αποδοχή της μη διεύρυνσης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, στη μη άσκηση εθνικής κυριαρχίας στα νησιά που αμφισβητεί η Τουρκία, στην αποδοχή με διάφορες ευτελείς δικαιολογίες της αμφισβήτησης της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ και πολλά άλλα. Δεν θα μιλήσω για τον Σύριζα, βεβαίως, που εκκολάφθηκε στην πλέον απεχθή εστία της κομματοκρατίας, τα πανεπιστήμια, και αφού κατέλαβε το κράτος συμπεριφερόταν στα διεθνή ως παιδική χαρά, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα πώς λειτουργούν ο διακρατικές σχέσεις. Οι απίθανοι αυτοί τύποι όχι μόνο δεν είχαν πληροφορηθεί την ύπαρξη των διεθνών σχέσεων, ότι οι διακρατικές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο συντελεστή πολιτικής λογικής, τη φύση και τους μηχανισμούς λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αντιμετώπιζαν τις διεθνείς υποθέσεις της χώρας υπό το πρίσμα της απέχθειάς τους προς την ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό της. Εξού και η διαχείριση των εθνικών θεμάτων γινόταν κατά σύστημα με γνώμονα τον εθνικισμό των «άλλων». Είναι θεμελιωδώς εθνικιστές αυτοί οι άνθρωποι, αλλά προσποιούνται το αντίθετο, προκειμένου να αποκρύψουν τη βαθιά αντιδραστική προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας. Μια ζωή παράσιτα του δημόσιου αγαθού ως κτήτορες της ιδιοκτησίας της υποτιθέμενης «Αριστεράς», τους είναι αδιανόητο να λειτουργήσουν ως εντολοδόχοι της κοινωνίας. Αλλά ας έρθουμε στα τωρινά. Μας λέει, λοιπόν, η κυβέρνηση ότι θα αντιδράσει με βάση τους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας.

Ναι, μισό λεπτό. Λέμε ότι είμαστε μια χώρα ειρηνική, η οποία έχει στη φαρέτρα της την ισχύ των κανόνων του διεθνούς δικαίου που εμείς ουδόλως παραβιάζουμε, αυτό λέμε, ενώ η Τουρκία τους έχει κονιορτοποιήσει.  

Κύριε Σαχίνη, το ίδιο λέει και η Τουρκία, ότι έχει το δίκιο με το μέρος της και ότι, επίσης, έχει και κάτι άλλο το οποίο την κάνει να έχει το δίκαιο με το μέρος της, την ισχύ. Στις διακρατικές σχέσεις το δίκαιο, αν και το δημιουργούν οι ισχυροί, το επικαλούνται οι αδύναμοι ή εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν την ελευθερία τους για άλλα αγαθά που θεωρούν πιο σημαντικά. Επομένως η ισχύς είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη θέληση της ελευθερίας, με την αποφασιστικότητα. Στην Ελλάδα μας έχουν εθίσει να μιλάμε για οτιδήποτε και να σκεφτόμαστε παράλληλα με ποσοτικούς όρους ότι η Τουρκία είναι μεγάλη και εμείς είμαστε μικροί. Δεν μιλάμε με αφετηρία μια στρατηγική για τη χώρα στην οποία θα επενδύσουμε προκειμένου να τη διαχειριστούμε αποτελεσματικά και αξιόπιστα. Ποια θεωρούμε ότι είναι τα απαράβατα εθνικά μας συμφέροντα ‒τα έχουμε ποτέ προσδιορίσει άραγε;‒ επίσης, πώς και σε ποιο βαθμό είμαστε διατεθειμένοι να τα υπερασπιστούμε; Δεν θα επικαλεσθώ τους Αθηναίους στον Μαραθώνα ή στη Σαλαμίνα ή τους επόμενους των Ελλήνων στον ιστορικό χρόνο ως παράδειγμα. Η απάντηση είναι πολύ απλή: πώς ορίζει κανείς τα ζωτικά του συμφέροντα και πώς θεωρεί ότι οφείλει να τα υπερασπισθεί; Μας διαβεβαιώνουν λοιπόν ότι δεν θα δεχθούν τετελεσμένα, αλλά εμείς αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι εννοούν το αντίθετο. Και όταν τους ρωτάμε αν θα ανακηρύξουν ή γιατί δεν ανακηρύσσουν την ΑΟΖ, η απάντηση είναι ότι δεν κάνεις κάτι που δεν μπορείς να το υποστηρίξεις. Το ερώτημα είναι δεν μπορείς ή δεν θέλεις; Η απόσταση μεταξύ του δεν μπορείς και δεν θέλεις συνδέεται με τη βούλησή σου να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις ώστε να υπερβείς το δεν θέλεις για να μπορέσεις. 

Μάλιστα, και εν πάση περιπτώσει… 

Ερώτηση.

Να το προσθέσω εγώ; Και τι θέλετε, κύριε Κοντογιώργη, να κάνουμε πόλεμο δηλαδή;

Το επιχείρημα αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, διότι είναι αποκαλυπτικό πολλών πραγμάτων. Το ερώτημα είναι εάν θα υπερασπισθείς τα εθνικά σου συμφέροντα με τον κατευνασμό και εάν με αυτόν θα αποφύγεις έστω τον πόλεμο. Αφού απαντηθεί το ερώτημα αυτό και μας διαβεβαιώσουν ότι μια σύγκρουση με την Τουρκία είτε δεν συμφέρει, επομένως είναι προτιμότερη η εκχώρηση κυριαρχίας χωρίς να πέσει τουφεκιά, είτε ότι δεν θα έχει ευτυχές τέλος για την Ελλάδα, οφείλουν να εξηγήσουν πειστικά την άποψή τους: λόγου χάριν να μας δείξουν αυτούς που τους έστειλαν στη φυλακή λόγω των ευθυνών τους για την κατάντια της χώρας. Πώς συνέβη και μέχρι το 1980 και παραπάνω η Ελλάδα είχε το απόλυτο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στην Τουρκία στους συσχετισμούς και σήμερα δεν το έχει. Να υποθέσω ότι οι ιθύνοντες  δεν έβλεπαν ότι η Τουρκία την ίδια εποχή δεν έκρυβε τις βλέψεις της για την Ελλάδα και ότι από τη δεκαετία του 1990 κάλπαζε σε όλα τα πεδία, από την οικονομία, την παιδεία, τις υποδομές, τη διεθνή της παρουσία, προετοιμάζοντας την είσοδό της στη λέσχη των ισχυρών; Ποιος έριξε τη χώρα βορά της κομματοκρατίας, ποιος εξέθρεψε τη διαπλοκή και τη διαφθορά, ποιος απαξίωσε τους θεσμούς, ποιος εξαθλίωσε και ταπείνωσε την ελληνική κοινωνία; Οι κακοί ξένοι, όπως επιχειρείται να εμφανισθεί, ή η ελληνική κοινωνία, η οποία, αφού βιάσθηκε ποικιλοτρόπως, της χρεώνουν τη συμμετοχή στον βιασμό της; Γιατί αν μας λένε ότι η χώρα είναι σε αδυναμία λόγω της κρίσης, τότε οφείλουμε να διερωτηθούμε εάν υπάρχουν υπεύθυνοι γι’αυτό, ειδάλλως να μας πουν γιατί δεν επεβλήθη η παραμικρή κύρωση. 

Αλλά, εν πάση περιπτώσει, τι σημαίνει το δίλημμα ότι όποιος επικαλείται την ανάγκη να διαχειριστούμε τα εθνικά μας συμφέροντα επ’ωφελεία της χώρας θέλει τον πόλεμο, είναι εθνικιστής και πολεμοκάπηλος; Υπάρχει στις διεθνείς σχέσεις που, όπως είπα, είναι σχέσεις δύναμης, δυνατότητα να επιβιώσεις έχοντας διακηρύξει ότι παραιτείσαι από τη βούλησή σου να υπερασπισθείς την ελευθερία σου ακόμη και με τα όπλα; Όμως όσο πιο εκχωρητικός είσαι προς μια γειτονική χώρα τόσο διακυνδυνεύεις την ειρήνη, καθώς αυτή θα επιδιώξει να μεταβάλει την «καλοσύνη» σου σε πλεονέκτημα. Πόσο μάλλον εάν θέλει να οικοδομήσει τον ζωτικό της χώρο ως περιφερειακή δύναμη αξιώνοντας εκχώρηση κυριαρχίας από εσένα, και μάλιστα όταν δεν κρύβει ότι θέλει να σε μεταβάλει σε «Ίμια». Τότε ή παραιτείσαι από την ίδια την ύπαρξή σου στο όνομα της ειρήνης ή επιλέγεις την αποτροπή, δηλαδή προετοιμάζεσαι για να του δείξεις ότι το κόστος της εκτατικής του πολιτικής θα είναι δυσανάλογα μεγάλο. Εάν από την αρχή είχαμε ως χώρα δείξει στην Τουρκία τα όριά της, θα τα είχε σεβαστεί. Υποχωρώντας ενδοτικά συμβάλλαμε στο να εκθρέψουμε το θηρίο μέσα της. Να το δώσω με παραδείγματα.

Μισό λεπτό, δηλαδή, γιατί εσείς το επικαλεστήκατε και εγώ θα το πω τώρα, κύριε Κοντογιώργη. Δηλαδή μου λέτε ότι και στον Μαραθώνα δεν πήγαμε γιατί γουστάραμε ‒θα το πω λαϊκά, με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορώ άλλο‒ πόλεμο, αλλά πήγαμε.  

Με βάση τους κανόνες της λογικής.

Με βάση τη λογική ήτανε πέντε φορές παραπάνω οι δυνάμεις των Περσών.

Εκατόν πέντε.

Εκατόν πέντε, μάλιστα.              

Με βάση τους κανόνες της λογικής που μας σερβίρει η λέσχη των προθύμων εκχωρητικών ελληνικής εθνικής κυριαρχίας προκειμένου να ικανοποιηθεί ο εθνικισμός των γειτόνων, δεν έπρεπε να είχε γίνει ο Μαραθώνας ούτε η Σαλαμίνα ούτε οι Θερμοπύλες, για να μην αναφέρω τους αγώνες των Βυζαντινών Ελλήνων και της τουρκοκρατίας συμπεριλαμβανομένης και της επανάστασης του 1821. Δεν έπρεπε, διότι ήταν υπέρτερος ο αντίπαλος αλλά και διότι ήμασταν υπέρ της ειρήνης. Υπάρχουν και αυτοί που ισχυρίζονται ότι έναντι της Τουρκίας είμαστε σταθερά επιτιθέμενοι, από την Επανάσταση έως τον Μικρασιατικό και στα σημερινά που αφορούν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κατά τα άλλα, αυτοί οι αυτόκλητοι θεράποντες του εθνικισμού των ξένων διατείνονται ότι η αγάπη προς την πατρίδα, η υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων που εδράζονται στο διεθνές δίκαιο δίνουν τροφή στον εθνικισμό των Ελλήνων. Ο Πολύβιος απαντάει σε όλους αυτούς τους ολιγάρχες που συντάχθηκαν με τους Ρωμαίους εναντίον των Ελλήνων ότι, εάν θέλεις την ελευθερία, πρέπει να είσαι έτοιμος να την υπερασπισθείς. Να υπερασπισθείς την πατρίδα σου. 

Το ιστορικό παράδειγμα διδάσκει ότι το ποσοτικό στοιχείο είναι ένας, αλλά όχι ο μοναδικός, και μάλιστα συνήθως όχι ο κυριότερος παράγων που μετράει στις διακρατικές σχέσεις. Θεμελιώδης είναι η θέληση της ελευθερίας και η στρατηγική της υπεράσπισής της, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις της αποτροπής. Η λογική του κατευνασμού του θηρίου έδωσε τροφή στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών πραγμάτων με πρόσημο την άτυπη αποδοχή των τετελεσμένων, δηλαδή τη μη ομολογία τους. Τι εννοούν οι ιθύνοντες όταν λένε ότι θα αντιμετωπισθεί κάθε πράξη αμφισβήτησης της ΑΟΖ που προκύπτει από τη συμφωνία που έχουν κάνει με τη Λιβύη οι Τούρκοι με τους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας; Εννοούν πως θα κάνουν ό,τι κάνουν με τις παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου; Δείτε πώς εξελίσσεται η διαχείριση των τετελεσμένων κατ’αυτάς, για να χρυσώσουν το χάπι: μας λένε ότι τα τουρκικά αεροπλάνα κάνουν υπερπτήσεις, όχι ότι παραβιάζεται ο Εθνικός Εναέριος Χώρος, ότι έχει εγκαταλειφθεί στην καλή θέληση της Τουρκίας. Κατά την ίδια έννοια θα δείτε ότι, όταν οι Τούρκοι θα εισέλθουν στην ελληνική ΑΟΖ, οι ελληνικές δυνάμεις θα πηγαίνουν εκεί και θα παρίστανται στο θέαμα για να δείξουν ότι δεν αποδέχονται τα τετελεσμένα. Και θα παρακαλούν να συναινέσουν οι Τούρκοι να τους εκχωρήσουμε αυτά που διεκδικούν μέσω Χάγης και όχι απευθείας ώστε να μην εκτεθούν. Ωστόσο ήδη έχουν δώσει να καταλάβουν οι Τούρκοι, χωρίς περιστροφές, με λόγια και με τις πράξεις, αυτό το οποίο έχουν διάθεση να εκχωρήσουν. Δείτε τι έχουν κάνει με την χάραξη της ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης. Από το Ιόνιο έως το Λασίθι έχουν χαράξει τα προς έρευνα οικόπεδα, όχι όμως ανατολικά του Λασιθίου. Εκεί που η Τουρκία εγείρει διεκδικήσεις η ελληνική πλευρά αφήνει ανοιχτό το ζήτημα στη «διαπραγμάτευση», την πληροφορούν δηλαδή ότι είναι έτοιμη να εκχωρήσουν εθνική κυριαρχία.

Λέτε για τον Νόμο Μανιάτη και τα οικόπεδα. Ναι, καλά το λέτε, μέχρι το Λασίθι φτάνει… 

Μα, δεν υπάρχει στρατηγική αποτροπής και η εκχωρητική πολιτική είναι ομολογημένο ότι δεν εγγράφεται σε μια αίσθηση αδυναμίας, αλλά στο γεγονός ότι δεν τους αφορά το εθνικό ζήτημα, αισθάνονται ως ξένο σώμα έναντι της κοινωνίας, την οποία, επειδή ορθώνει το αντιστασιακό της ανάστημα στα εθνικά θέματα, αντιμάχονται, ψάχνουν τρόπους να την ταπεινώσουν και να την κοντύνουν. Όπως εδώ καλούν τους Τούρκους να προσέλθουν στη «διαπραγμάτευση», χωρίς προηγουμένως να έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας ισορροπίας στους συσχετισμούς που θα βασίζεται στην υπόδειξη των ορίων του αντιπάλου, το ίδιο συμβαίνει και με τα 12 μίλια και με τις παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου. Διερωτώμαι, δεν θα ήταν πιο λογικό να έχουν επεκτείνει στα δώδεκα μίλια και οι Τούρκοι να τα παραβιάζουν έστω, παρά να παρακαλάμε για τη μοιρασιά; Έχετε αναλογισθεί τι σημαίνει αναχαίτιση στον αέρα; Θα σας το δώσω με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν ένα τουρκικό τάγμα εισέρχεται σε ελληνικό έδαφος στον Έβρο, πηγαίνει μέχρι την Ξάνθη και μετά οι ελληνικές δυνάμεις το «αναχαιτίζουν», με την έννοια ότι το καλούν να επανέλθει στο τουρκικό έδαφος. Ξέρετε, εάν μας λένε ότι θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ΑΟΖ όπως αντιμετωπίζουν…

Μισό λεπτό, κύριε Κοντογιώργη, γιατί πέσατε μέσα τώρα. Δεν το έχετε υπόψη σας, αλλά ο Ακάρ στη σημερινή του συνέντευξη έχει και ένα δεύτερο σκέλος, μιας και είπατε τα δώδεκα μίλια. Ξέρετε τι λέει o Ακάρ; Να ακούσουν και οι ακροατές. Για ελάτε, λέει, στη θέση της Τουρκίας και να το ακούσει η παγκόσμια κοινή γνώμη: η Ελλάδα εφαρμόζει έξι ναυτικά μίλια στη θάλασσα και δέκα στον αέρα. Πού αλλού συμβαίνει αυτό; Εμείς είμαστε παραβάτες; Οι Έλληνες έχουν την πατέντα. Ακούτε;

Ναι, αλλά δεν παραβιάζουν τα δέκα μίλια οι Τούρκοι με τις λεγόμενες υπερπτήσεις, περνάνε πάνω από τα νησιά και μάλιστα σε χαμηλό ύψος. Και, εν πάσει περιπτώσει, γιατί δεν επεκτείνουν και τα θαλάσσια σύνορα της χώρας στα 12 μίλια για να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα; Αφού αυτό είναι το επιχείρημα της Τουρκίας, ας δοθεί αυτή η λύση που αρμόζει στο διεθνές δίκαιο, γιατί να πάνε στα έξι.

Ναι, ναι, αλλά ακούστε τι επιχείρημα χρησιμοποιεί, ε;

Μα βεβαίως!

Σου λέει: Εγώ; Αυτοί κάνουν την πατέντα. Δηλαδή μας δουλεύουν και από πάνω, καταλάβατε;

Έχουν κάθε λόγο. Οι Τούρκοι, ξέρετε, έχουν απέναντί τους όχι πολιτικούς ηγέτες που έχουν ως στρατηγική να σηκώσουν την Ελλάδα ψηλά εκεί όπου της πρέπει, αλλά ιδιοτελή ανθρωπάκια του κομματικού σωλήνα που περιβάλλονται από επάλληλους κύκλους συγκατανευσιφάγων στο πρυτανείο του κράτους. Επιπλέον, εφαρμόζουν μια υψηλή στρατηγική που ολοένα και περισσότερο επανέρχεται στις οθωμανικές της καταβολές τόσο εξ επόψεως φιλοδοξίας όσο και πολιτικής διαχείρισης. Ουσιαστικά εμφανίζουν τον εκβιασμό που ασκούν στο πεδίο ως αποτέλεσμα της επιθετικής πολιτικής της Ελλάδας, εμφανίζονται δηλαδή και ως θύματα. Θυματοποιούν την εκτατική τους πολιτική και εγκαλούν την Ελλάδα ως επιτιθέμενη. Αυτό όμως αφορά τους Τούρκους. Το ερώτημα είναι τι κάνει η Ελλάδα απέναντι στην καθόλα υπαρκτή απειλή να μεταβληθεί σε προτεκτοράτο της Τουρκίας. Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι μια «στρατηγική» που κατατείνει στο να θεωρεί ότι προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα, όταν απλώς κάνει αναχαιτίσεις ή απαντά λεκτικά στις αμφισβητήσεις μπορεί να είναι αποτελεσματική; Θυμηθείτε τι έγινε με το ρωσικό αεροπλάνο, όταν παραβίασε ελάχιστα χιλιοστά τουρκικού εδάφους στο συριακό για να αντιληφθείτε τη διαφορά που υπάρχει στην αντίληψη της προστασίας των εθνικών συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Τουρκία εν προκειμένω είχε ενώπιόν της ως αντίπαλο μια υπερδύναμη. Και εντούτοις της έδειξε εξ αρχής τα όριά της. 

Αλλά, αν πάμε λίγο παραπέρα, ας θυμηθούμε τι είπε ο τότε υπουργός Καμένος, που αποτελεί άλλωστε σταθερά της ελληνικής πολιτικής σε σχέση με τις αμφιβητούμενες ελληνικές μικρονησίδες: «Αν θέλετε να ανεβάσετε μια σημαία  σε μια από αυτές ή ακόμη και εάν χτίσετε ένα παράνομο σπίτι πάνω σε μια μικρονησίδα πρέπει να είστε διατεθειμένοι να τα υπερασπισθείτε». Η απάντηση του υπουργού τι ομολογεί; Ότι σε ένα μέρος του εθνικού εδάφους που αποφάσισε η Τουρκία να αμφισβητήσει δεν μπορεί ο Έλληνας πολίτης να κάνει ό,τι θα έπραττε λ.χ. στην Αθήνα. Να υψώσει τη σημαία ή να ασκήσει δικαίωμά του όπως στην υπόλοιπη επικράτεια. Με απλή διατύπωση, η ελληνική πολιτική νομενκλατούρα έχει αποδεχθεί την «ιμιοποίηση» του εδάφους της χώρας που αμφισβητεί η Τουρκία. Και ύστερα, ενώ το ομολογούν δημόσια για να το ακούσουν και οι Τούρκοι, διακηρύσσουν ότι δεν θα δεχθούν τετελεσμένα. Διερωτώμαι αν με το να κρύβεις κάτω από το χαλί το πρόβλημα, αφήνοντάς το για τους επόμενους, μπορεί να χαρακτηρισθεί εθνική πολιτική. Ξέρετε, μια στρατηγική για τη χώρα περιέχει ένα χρονικό βάθος, το οποίο όμως δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα τα εθνικά θέματα αποτέλεσαν αντικείμενο εσωτερικής διαμάχης από τους συντελεστές της κομματοκρατίας, ακριβώς διότι συντρέχει μια διαρκής διάσταση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Εξού και αντιμετωπίζονται τα προβλήματα εκ των ενόντων και σε συνάρτηση με τις κινήσεις του αντιπάλου. Κατά τούτο, την ατζέντα των εξωτερικών ζητημάτων της χώρας τη διαμορφώνει ο εκάστοτε αντίπαλος, ποτέ η Ελλάδα. Όπως και τη διαχείρισή τους. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορεί να ειπωθεί ότι τα εθνικά ζητήματα που αφέθηκαν στην τύχη τους είχαν καλύτερη κατάληξη από εκείνα που ανέλαβε η πολιτική τάξη να διεκπεραιώσει. Ένα δεύτερο ιδίωμα της ελληνικής πολιτικής τάξης στη διαχείριση των εξωτερικών ζητημάτων είναι η μετάθεσή τους στο μέλλον. Επειδή δεν αποτολμούν να τα επιλύσουν, παρά με τον γνωστό εκχωρητικό τρόπο, που μάλιστα έρχεται σε αντίθεση προς τη μεγιστοποίηση της «διεκδίκησης» στο πεδίο του εσωτερικού πολιτικού λόγου, ενώ προφανώς δεν προτίθενται να επιστρατεύσουν δυνάμεις και στρατηγική για μια εθνικά επωφελή λύση, αφήνουν τα πράγματα να σήπονται. Όταν όμως μεταθέτεις κάτι στο μέλλον, σημαίνει ότι το αφήνεις να ωριμάσει με τους όρους του αντιπάλου. Πού οδηγεί η πολιτική αυτή το αποκαλύπτει διαχρονικά η ελληνική περίπτωση. Στην πολιτική της υπερθεμάτισης σε πολιτικές που είτε είναι αδιέξοδες είτε υπερβαίνουν τη βούλησή τους να υπερασπισθούν και προορίζονται να ικανοποιήσουν το εκλογικό τους ακροατήριο και εντέλει την πολιτική των χαμένων ευκαιριών για τη χώρα. 

Όταν, στο κλίμα αυτό, τους ερωτάς με βάση ποια δεδομένα διαμορφώνεις την εξωτερική πολιτική της χώρας, η απάντηση είναι απλή. Στον «πρωινό καφέ». Αναλογιζόμαστε άραγε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν διαθέτει τράπεζα δεδομένων για να γνωρίζει τι σκέφτεται ο αντίπαλος και πώς θα τον αντιμετωπίσει, ούτε θεσμούς μελέτης, προσομοίωσης και προβολής των επιπτώσεων μιας λύσης στο μέλλον; Και, όταν το επισημαίνεις στο πολιτικό προσωπικό, η απάντησή του είναι ότι τα πορίσματά τους θα τους δέσμευαν πολιτικά!… Εν ανάγκη σου λένε ότι υπάρχει το ΕΛΙΑΜΕΠ. Δεν διδάσκονται οι άνθρωποι ούτε και θέλουν να διδαχθούν. Συμβαίνει να είναι δεκαετίες στην πολιτική και εντούτοις να αγνοούν τα στοιχειώδη, τόσο σε ό,τι αφορά στις ανάγκες του κράτους όσο και στα διεθνή δρώμενα. Στερούνται του ουσιώδους, που είναι η αίσθηση καθήκοντος προς την κοινωνία και τη χώρα. Μια σοβαρή χώρα, όταν έρχεται η στιγμή να διαπραγματευθεί με μια άλλη χώρα, μετράει τις δυνάμεις της, προετοιμάζεται γι’αυτό και ο όποιος συμβιβασμός εγγράφεται στο ισοζύγιο των θεμελιωδών συμφερόντων της. Εάν όμως στα εξωτερικά έχεις να αντιπαλέψεις με την κοινωνία στην οποία σήμερα δίδαξες τις «κόκκινες γραμμές» στις στρατηγικές της χώρας και την επομένη την εγκαλείς για εθνικισμό, επειδή υποστηρίζει αυτό που της δίδαξες, σημαίνει ότι τουλάχιστον εσύ είσαι υπόλογος για ό,τι συμβαίνει. Είτε διότι υπερέβαλες διαπραγματευόμενος με την κοινωνία, αλλά όχι με τον διεθνή παράγοντα, είτε διότι δεν είχες πρόθεση να προετοιμάσεις τη χώρα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Άρα λοιπόν, μην το ψάχνουμε, κύριε Σαχίνη. H Ελλάδα είναι μία χώρα που κινείται χωρίς ειρμό, χωρίς καμία πολιτική στόχευση και καμία βούληση προστασίας του εθνικού συμφέροντος, διότι η πολιτική τάξη δεν έχει προσδιορίσει καν ποιο είναι αυτό το εθνικό συμφέρον. Θα το καθορίσει η Τουρκία σε λίγο, όπως καθορίστηκε και το σκοπιανό από τους Σκοπιανούς.

Μισό λεπτό, κύριε Κοντογιώργη. Εμείς όμως, λέμε ότι είμαστε πιστοί στο διεθνές δίκαιο, έχουμε τα δίκαια με το μέρος μας και, επειδή έχουμε την πεποίθηση ότι θα δικαιωθούμε με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, δεν έχουμε κανένα θέμα, ας πάμε όπου θέλει η Τουρκία. Ειρηνικά, γιατί δεν είμαστε πολεμόφιλοι, είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουμε, έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας.  Αυτό δεν λέμε; Αυτό δεν επικαλούμαστε; Θα σας πει κάποιος, λοιπόν, γιατί αυτό εσείς το προσπερνάτε;

Δεν το προσπερνάω. Εγώ εξηγώ το εξής: Ότι αυτή τη στιγμή η  στρατηγική της Ελλάδας για διπλωματική λύση του θέματος δεν υπάρχει. Το δίκαιο στις διεθνείς σχέσεις είναι με το μέρος του δυνατού. Εάν ευνοεί τις θέσεις του αδύναμου –και αδύναμος είναι επίσης αυτός που δεν θέλει να υπερασπισθεί τα συμφέροντά του– ο δυνατός θα το αγνοήσει επικαλούμενος την ισχύ του. Εξηγώ ότι, για να μιλήσεις για διπλωματική λύση ενός προβλήματος, πρέπει να γνωρίζεις εάν και ο αντίπαλος θέλει να δοθεί διπλωματική λύση. Η Τουρκία, λοιπόν, αυτήν τη στιγμή προετοιμάζει τους όρους για να δοθεί διπλωματική λύση κομμένη στα μέτρα της, κατακτώντας αυτό το οποίο εγγράφεται στη στρατηγική της και που θα σταθμίζει όχι το δίκαιο, αλλά τη δύναμή της. Πιο απλά λέω ότι πρώτα θα δημιουργήσει τα τετελεσμένα και μετά θα μας σύρει είτε στη Χάγη είτε σε απευθείας διαπραγματεύσεις. Στις διαπραγματεύσεις θα εκχωρήσουμε αυτά τα οποία θα έχει κατακτήσει στην πράξη. Απέναντι στο επιχείρημα της αποκλειστικής διαχείρισης των τουρκικών διεκδικήσεων μέσω της διπλωματίας αυτοί που το διακινούν δεν μας λένε πώς θα σύρουν την Τουρκία σε ένα διάλογο που δεν θα έχει ως αποκλειστικό μέτρο την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, ούτε πώς θα πάμε στη Χάγη εάν προηγουμένως η Τουρκία δεν έχει διασφαλισθεί για το αποτέλεσμα. Άρα λοιπόν, εάν ακούσετε μια ημέρα ότι πάμε σε διαπραγματεύσεις με τη διαιτησία μιας μεγάλης δύναμης ή του δικαστηρίου της Χάγης, να είστε βέβαιος ότι η απόφαση αυτή θα ισοδυναμεί με εκχώρηση κυριαρχίας χωρίς να πέσει τουφεκιά. Η Τουρκία δημιουργεί τη στιγμή αυτή το πλαίσιο της ατζέντας, δηλαδή των τετελεσμένων στο ζήτημα της ΑΟΖ, όπως δημιούργησε ήδη στον εναέριο χώρο, στα 12 μίλια, στις μικρονησίδες, ώστε να έρθει στη συνέχεια να τα νομιμοποιήσει με διαπραγματεύσεις με την Κύπρο και την Ελλάδα. Τότε λοιπόν θα της τα παραχωρήσουμε με το επιχείρημα ότι ήταν το τίμημα της ειρήνης. 

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η ψυχολογία της προαποφασισμένης ήττας και του εξευμενισμού της Τουρκίας που ακολουθεί η πολιτική τάξη δεν ανταποκρίνεται στους συσχετισμούς, αλλά στον παρασιτικό και επομένως ξένο προς τα ελληνικά πράγματα χαρακτήρα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Ο χαρακτήρας αυτός εξέθρεψε τη βουλιμία της Τουρκίας, ακόμη και των Σκοπιανών, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η γειτονική χώρα μπορεί, χωρίς να πέσει τουφεκιά, να επιτύχει το 100 τοις 100 των επιδιώξεών της. 

Πώς θα ανατραπεί αυτό; Ένας τρόπος υπάρχει: η Ελλάδα να επιστρατεύσει και να δείξει την αποτρεπτική της δύναμη, να αναλάβει γι’αυτό την πρωτοβουλία των κινήσεων με μεθοδικότητα και ευθύνη, ώστε να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις όχι με το στίγμα του ηττημένου που έχει ήδη συνθηκολογήσει μέσα του και αναζητεί τρόπο να σερβίρει στην κοινωνία τα τετελεσμένα, αλλά αφού μεταβάλει το κλίμα στο πεδίο. Μόνο με την αλλαγή του κλίματος στο πεδίο των συσχετισμών θα μπορέσει να διαπραγματευθεί και να επιτύχει μια εθνικά επωφελή ειρήνη, που θα έχει διάρκεια και δεν θα εκτρέφει την περαιτέρω βουλιμία της γείτονος. Το σύνδρομο της ήττας στο Μικρασιατικό που μας ακολουθεί έκτοτε πρέπει να ανατραπεί, ειδάλλως η χώρα, με αυτήν την πολιτική τάξη που ακολουθεί κατά πόδας τη λογική των «γουναριστών» θα μεταβληθεί σύντομα σε απλό χώρο, υποτελή στον οθωμανό γείτονα. Αυτή είναι η διαλεκτική σχέση που διέπει τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ της διά της σπάθης ή συνομολογίη παράδοσής σου στον εχθρό σου. Σήμερα το ζήτημα τίθεται εάν η Ελλάδα διά της πολιτικής ηγεσίας θα υπογράψει την παράδοσή της χωρίς καν να διαπραγματευθεί ή αφού τον αφήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα στο έδαφός της ώστε να εμφανίσει τη συνθηκολόγηση ως αναπόφευκτη. Στο όνομα του ρεαλισμού ή ως πράξη δικαιοσύνης, διότι η Ελλάδα, επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο, διαπράττει αδικία προς την Τουρκία. Υπάρχει και η τρίτη λύση, λέω εγώ. Να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις, ώστε να αποτρέψεις τη δημιουργία τετελεσμένων εν τη γενέσει τους, ώστε να μην εκχωρήσεις εθνικό έδαφος και να οδηγηθείς ενδεχομένως σε έναν συμβιβασμό που θα δίνουν και τα δύο μέρη.

Μισό λεπτό. Θα σας πει κάποιος, κύριε Κοντογιώργη. Άρα, εγώ γιατί να πέσω, προσέξτε, γιατί ακούγεται και αυτό και θέλω να δω ποιο είναι το δικό σας σκεπτικό. Γιατί να πέσω στην παγίδα της Τουρκίας και να στρατιωτικοποιήσω ‒αυτό που θέλει αυτή να κάνει ως τετελεσμένο. Αυτό είναι. Το έχετε ακούσει. Γιατί να το κάνω αυτό εγώ, να πέσω στην παγίδα της και να στρατιωτικοποιήσω την κρίση;  

Δεν είναι το θέμα αν θα στρατιωτικοποιήσουμε εμείς την κρίση. Το θέμα είναι αν τη στρατιωτικοποιεί η Τουρκία, διαρπάζοντας εν τοις πράγμασι εθνικό έδαφος διά των όπλων, όπως στην περίπτωση της «συμφωνίας» με τη Λιβύη την οποία έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή ή με την Κυπριακή ΑΟΖ. Εάν η Ελλάδα υποστηρίζει ότι δεν θα στρατιωτικοποιήσει, το πρόβλημα συνίσταται στην παραδοχή ότι δεν προτίθεται να υπερασπίσει το εθνικό συμφέρον εκεί όπου παραβιάζεται. Και όταν αποδέχεται κανείς την παραβίαση στην πράξη, εν προκειμένω την υφαρπαγή εθνικού εδάφους γιατί και η θάλασσα εθνικό έδαφος είναι, δεν μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα με διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι το πρόβλημα. 

Ανέφερα πριν την συγγένεια που έχει η διαχείριση της κρίσης με την ΑΟΖ με εκείνες που αφορούν στις υπόλοιπες διεκδικήσεις της Τουρκίας. Παρομοίωσα προηγουμένως αυτό που συμβαίνει στο Αιγαίο με την υπόθεση μια στρατιωτική μονάδα της Τουρκίας να εισέρχεται καθημερινά σε εθνικό έδαφος στη Θράκη και οι ελληνικές δυνάμεις να δηλώνουν ότι προέβησαν σε ανάσχεσή τους όταν αυτή έφθασε στην Ξάνθη ή στη Κομοτηνή. Το διανοείστε αυτό το πράγμα; Αυτό, τι δηλώνει; Παραλογισμό εξωτερικής πολιτικής; Εκχωρητισμό; Ή μήπως όλα αυτά, και ιδίως μια ανερμάτιστη πολιτική, διά της οποίας εκ των ενόντων απλώς κοιτάμε να καταδείξουμε στην ελληνική κοινωνία ότι κάτι κάνουμε εν πάση περιπτώσει. Αυτός ο τρόπος δεν διασφαλίζει την ειρήνη, απλώς διαχειρίζεται «γλυκά» την υποτέλεια, τη σταδιακή «ιμιοποίηση» της χώρας. 

Το ερώτημα είναι πού σταματάμε τον αντίπαλο; Γιατί, εάν δεν τον σταματήσουμε έγκαιρα, αντιθέτως του δώσουμε να καταλάβει ότι είμαστε έτοιμοι να του παραδώσουμε ό,τι ζητάει στο όνομα του εξευμενισμού του πριν ακόμα διαμορφώσουμε τους όρους της διαπραγμάτευσης, σημαίνει ότι φέρνουμε τον πόλεμο πιο κοντά. Και τον φέρνουμε με δυσμενέστερες προϋποθέσεις, διότι τόσο την ατζέντα της ειρήνης όσο και του πολέμου θα τη διαμορφώσει ο αντίπαλος. Εμείς θα κληθούμε απλώς να συναινέσουμε. 

Επιτρέψτε μου να σας προδιαγράψω το αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθείται στο θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Θα προσέλθουμε σε διαπραγματεύσεις στο όνομα του μη πολέμου, έχοντας προσυμφωνήσει οι δύο πλευρές να μην προβαίνουν σε μονομερείς ενέργειες στην αμφισβητούμενη περιοχή από την Τουρκία έως ότου καταλήξουν σε συμφωνία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, πριν ακόμη προσέλθουμε σε διαπραγματεύσεις, έχουμε παραιτηθεί εθνικής κυριαρχίας σε έδαφος που μας έχει εκχωρηθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αφού έχουμε αποδεχθεί ότι θα απέχουμε από την άσκησή της. Οπότε τι απομένει; Είτε να παραμείνει η περιοχή, το μέρος αυτό της εθνικής κυριαρχίας, ες αεί σε καθεστώς «ιμιοποίησης» είτε να εκχωρήσει η χώρα στη γείτονα το τμήμα που διεκδικεί προκειμένου να ελευθερωθεί το υπόλοιπο. Το ίδιο δεν συνέβη με όλες τις άλλες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, παντού.  

Γι΄ αυτό επιμένω να επανέρχομαι υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα είναι το πολιτικό σύστημα που καλεί το πολιτικό προσωπικό να λειτουργεί και να αναπαράγεται ως ξένο σώμα επί της κοινωνίας και της χώρας. Αν οι ιθύνοντες ισχυρίζονται ότι η Τουρκία είναι υπέρτερη σε επίπεδο συσχετισμών δύναμης, γιατί αυτό καθορίζει τη διπλωματία και τη λύση των διακρατικών προβλημάτων, τότε πρέπει να διερωτηθούμε, ποιος μας έφερε έως εδώ; Και αυτός που μας έφερε εδώ να τιμωρηθεί, κύριε Σαχίνη. Διότι, αν δεν τιμωρηθεί, το ίδιο θα συνεχίσει να διαπράττει η άρχουσα τάξη. Όταν η κοινωνία θα της αντιτείνει, θα της κουνάει το δάχτυλο και θα τη χαρακτηρίζει «ετερόκλητο όχλο» ή αναλόγως θα της προτάσσει αλαζονικά το Σύνταγμα που αυτή έραψε στα μέτρα της ως εκλόγιμη απολυταρχική μοναρχία, εγκαλώντας την για ασύγγνωστο παρεμβατισμό στο έργο της. Το ίδιο θα έλεγα και σε ό,τι αφορά στην επιλογή του εκχωρητικού κατευνασμού που ακολουθούν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, επιλέγοντας μάλιστα ως συνεργάτες και συμβούλους εκείνους που έχουν θεωρητικοποιήσει την εξαρτησιακή θέση της χώρας και την «ιμιοποίησή της». Επιμένω ότι, ειδικά για την Ελλάδα, είναι κρίσιμο να σκύψουμε στο εσωτερικό πολιτειακό πρόβλημα για να σκεφθούμε τα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής.

Ρωτούν εδώ ακροατές, ακούγοντάς σας. Κατά τη γνώμη, λέει, του κυρίου Κοντογιώργη πρέπει, πρώτον, να πάμε σε επέκταση των χωρικών υδάτων στα δώδεκα ναυτικά μίλια ή αυτό δεν έχει σημασία και τόσο στον υπολογισμό υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Δεύτερον, προσέξτε, αρκεί ανακήρυξη ΑΟΖ, όταν υποχρεωτικώς πρέπει να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ, αυτό λέει το διεθνές δίκαιο της θαλάσσης με τις γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία; Τι λέει ο κύριος Κοντογιώργης γι΄αυτά;

Το ζήτημα της ΑΟΖ, όπως και της υφαλοκρηπίδας ή των 12 μιλίων, εγγράφεται σε μια στρατηγική διαχείρισης με ορίζοντα τη διπλωματία. Οριοθετείς το πλαίσιο των εθνικών σου συμφερόντων. Άρα ανακηρύσσεις ΑΟΖ και ασκείς κυριαρχία μέσα στο «έδαφός» της ως εάν έχεις ήδη συμφωνήσει με την άλλη πλευρά. Αυτό κάνει η Τουρκία. Και εάν η άλλη πλευρά δρα μονομερώς, στη δική σου ΑΟΖ δεν διακηρύσσεις το δίκιο σου παραμένοντας θεατής της καταπάτησης της εθνικής σου κυριαρχίας. Δείχνεις εξ αρχής τα όρια της ανοχής σου, για να μην χρειαστεί ο γείτονας να τα δοκιμάσει. Έτσι μόνο θα μπορείς να πεις: ιδού το πλαίσιο της διαπραγμάτευσής μου. 

Σχετικά με τα δώδεκα μίλια. Ξέρετε, από την πρώτη μέρα που εγκρίθηκε η  συμφωνία για τη θάλασσα είχα πει, δεν ξέρω αν υπήρξε άλλος, εγώ τότε το είχα πει, η Ελλάδα να σπεύσει να ανακηρύξει τα δώδεκα μίλια. Ακόμα και αν η άρχουσα τάξη δεν είχε τη βούληση να τα υπερασπισθεί, θα είχαν αποτελέσει καθεστώς, και ας το παραβίαζε η Τουρκία. Αντιθέτως, επέλεξαν να εξαρτούν την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου από την καλή προαίρεση της Τουρκίας. Μήπως  όπως παραβιάζει τα σύνορά μας που είναι διάτρητα. 

Ξέρετε, η σημασία της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι κολοσσιαίας στρατηγικής σημασίας επιλογή. Θα αναδείκνυε την Ελλάδα σε αυτό που είναι, αλλά με πολύ πιο συγκεκριμένους όρους. Η Ελλάδα είναι γεωπολιτικό σταυροδρόμι, θα έλεγα ότι είναι εξίσου, αν όχι πιο σημαντική, από την Τουρκία. Αποτελεί γεωπολιτικά οργανική ενότητα με την Τουρκία. Η Τουρκία δεν μπορεί να παίξει τον μείζονα γεωπολιτικό ρόλο που της αποδίδουν ή που διεκδικεί ως περιφερειακή δύναμη χωρίς τον συνεταιρισμό ή τον έλεγχο της Ελλάδας. Άρα στρατηγικά η Τουρκία, εάν θέλει να γίνει περιφερειακή δύναμη, πρέπει να εξουδετερώσει, να μεταβάλει σε δορυφόρο την Ελλάδα. Δείτε στο χάρτη τι σημαίνει η Ελλάδα και η Κύπρος σε επίπεδο θαλασσίων συνόρων. Κάντε μια αναγωγή τι σημαίνει το Αιγαίο σε σχέση με την ευρύτερη γεωπολιτική πραγματικότητα. Είναι πολύ πιο σημαντικό το Αιγαίο από ό,τι είναι ο Βόσπορος. Η Τουρκία είναι εξαρτημένη γεωπολιτικά από την Ελλάδα και αυτό το γνωρίζει καλά. Αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα της Ελλάδας προσπαθεί να ανατρέψει. Λέω λοιπόν ότι όποιος έχει στα χέρια του τις τύχες της χώρας οφείλει να γνωρίζει και να συνεκτιμά τα ζητήματα αυτά και αναλόγως να διαχειρίζεται τις εθνικές υποθέσεις τόσο στο πεδίο όσο και στη διπλωματική σκακιέρα. Το δίλημμα ότι η επέκταση στα 12 μίλια θα δημιουργούσε τους όρους του αποκλεισμού όποιου θέλει να μπαίνει στον Βόσπορο και στον Εύξεινο Πόντο ή στη Μεσόγειο είναι προσχηματικό. Θα δημιουργούσε όμως τις προϋποθέσεις για να σημανθεί η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Γιατί, βεβαίως, θα δίναμε και διόδους επικοινωνίας και κάθε άλλη διευκόλυνση στη ναυσιπλοΐα, όμως θα είχαμε στα χέρια μας ένα σημαντικό στρατηγικό όπλο και στις διαπραγματεύσεις μας με τους γείτονες, αλλά κυρίως σε επίπεδο ευρύτερης γεωπολιτικής. 

Το ερώτημα επομένως ποια θέση θέλουμε να έχει η Ελλάδα στον κόσμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση που επιφυλάσσει το σύστημα στην ελληνική κοινωνία. Προφανώς δεν αναφέρομαι σε μεγαοϊδεατισμούς ως εάν η Ελλάδα μπορεί να φιλοδοξήσει ρόλο μεγάλης δύναμης, αλλά σε μία στοιχειώδη θέση ανεξαρτησίας που δεν θα εξαρτάται από τη βούληση κανενός γείτονα, θα μετέχει με αξιοπρέπεια στα διεθνή και ευρωπαϊκά δρώμενα και θα εξασφαλίζει για την ελληνική κοινωνία τη συνοχή, την ευημερία και την εσωτερική ελευθερία που της αρμόζει. Εάν σκοπός της πολιτικής είναι η εσωτερική ευημερία και ελευθερία της κοινωνίας, είναι επόμενο να συντρέχει επίσης μια ιδέα για τη χώρα που θα είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού στρατηγικής τον οποίο δεν μπορεί να παραγάγει ο πρωινός καφές στου Μαξίμου ούτε μια δράκα συγκατανευσιφάγων βουλευτών, που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, γνωρίζουν λιγότερα από έναν αγρότη ορεινής κοινότητας και που έχουν ως αρχή να απαλλοτριώσουν αναντιλέκτως την ψήφο τους στην ηγεσία. Τούτο σημαίνει ότι, για να μην είναι οι κάτοχοι του πολιτικού συστήματος εκχωρητικοί, εθελόδουλοι, πρόθυμοι θεράποντες ξένων ιδεολογιών ή συμφερόντων, και ιδίως του εθνικισμού των γειτόνων, πρέπει η βούλησή τους να ισοσκελισθεί ευθέως με τη βούληση της κοινωνίας των πολιτών. 

Διαπιστώνουμε καθημερινά όλος αυτός ο εθελόδουλος εκχωρητικός κόσμος που σιτίζεται δαπάναις της ελληνικής κοινωνίας να καταγίνεται με το να προσπαθεί να βρει επιχειρήματα για να υποστηρίξει τη στρατηγική των αντιπάλων, ενώ, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την κοινωνική συλλογικότητα, να μην διστάζει να την εγκαλέσει με το ιδίωμα του ιδίου, δηλαδή για εθνικισμό και πολλά άλλα. Είναι τόσο βαθιά εμποτισμένοι με την ολιγαρχική ιδεολογία, που αδυνατούν να σκεφθούν ότι ουδείς δικαιούται να αποφασίζει  εναντίον της βούλησης της κοινωνίας. Αυτή είναι η πηγή της εξουσίας τους και αυτή οφείλει να έχει τον τελευταίο λόγο για τα μείζονα ζητήματα της χώρας. Και αυτή η κοινωνία φέρνει μαζί της βαρύ ιστορικό φορτίο και δεν της αξίζει τέτοια μεταχείριση από την υποτιθέμενη ηγεσία της.

Λέει εδώ ένας ακροατής ‒βροχή τα ερωτήματα με αυτά που λέτε‒ γιατί δεν λέει, ο κύριος Κοντογιώργης ότι στη Χάγη,  ακόμα και αν τα έχει βρει το ελληνικό πολιτικό σύστημα με φοβικά σύνδρομα με τους απέναντι, υπάρχουν εξαιρέσεις για το συνυποσχετικό. Ήδη οι εξαιρέσεις που πέτυχε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αφήνοντας απ’ έξω το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης, αφήνοντας απ’ έξω τα νησιά και τις βραχονησίδες κ.τ.λ. Άρα στην ουσία στη Χάγη η ελληνική πολιτική τάξη θα πάει μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, κάτι που συζητάμε διαχρονικά. Είναι ψέματα αυτό;

Κύριε Σαχίνη, για να πάμε στη Χάγη πρέπει να συμφωνήσει η Τουρκία. Και η Τουρκία δεν θα συμφωνήσει, εάν προηγουμένως δεν πάρει όλα όσα ζητάει από την Ελλάδα προκειμένου να διαμορφώσει τον ζωτικό της χώρο. Και από τη Χάγη και πέραν της Χάγης, τρομοκρατώντας τα «σουραύλια» της ελληνικής πολιτικής ζωής. 

Η Τουρκία. Εσείς επιμένετε σε αυτό.

Μα, μπορούμε να πάμε μόνοι μας;

Όχι. Ναι, δεν μπορούμε.

Αν μπορούμε να πάμε μόνοι μας, τότε να μην συζητάμε, να προσφύγουμε χθες.

Μάλιστα.

Εάν όμως την ατζέντα πρέπει να τη συμφωνήσουμε με την Τουρκία για να πάμε στη Χάγη και η Τουρκία λέει ότι δεν συμφωνεί με την προσφυγή μόνο αυτών των δύο διαφορών, τότε ας μας πουν τι θα κάνουν. Θα τα περάσουν μέσα από τις λεγόμενες διερευνητικές συνομιλίες, ουσιαστικά παροτρύνοντας την Τουρκία να δημιουργήσει τετελεσμένα και να επικαλεσθούν στη συνέχεια το δίκαιο της ισχύος. Και φυσικά η Τουρκία, ακόμη και για αυτά τα δύο ζητήματα, θα δεχθεί να προσφύγει στη Χάγη, μόνον εάν έχει προσυμφωνηθεί η απόφαση του δικαστηρίου. Μη αυταπατώμεθα, στις διερευνητικές δεν θα διαπραγματευθούμε και ένα τμήμα της Μικράς Ασίας ή της Ανατολικής Θράκης, η ατζέντα θα περιλαμβάνει αποκλειστικά την εκχώρηση ελληνικής κυριαρχίας. Σημασία επομένως έχει πώς προσέρχεται κανείς στις διαπραγματεύσεις ή πώς προσφεύγει κανείς στη Χάγη. Εάν οδηγηθούμε σε διαπραγματεύσεις υπό το κράτος του φόβου, έχοντας ήδη αποδεχθεί να διαχειριζόμαστε απλώς τα τετελεσμένα, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, τότε απλώς η Χάγη ή οι διερευνητικές θα επικυρώσουν τα τετελεσμένα. Εάν οδηγηθούμε στη Χάγη μέσα από συσχετισμούς οι οποίοι θα δώσουν να καταλάβει η Τουρκία ότι τώρα είναι η στιγμή του «έως εδώ και μη παρέκει» και αποδείξουμε εμπράκτως ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να τρέφουμε το θηρίο για να έρθει με περισσότερες διεκδικήσεις, τότε η Χάγη και οι όποιες διαπραγματεύσεις θα είναι ευλογία. Ιδίως εάν φροντίσουμε να δημιουργήσουμε στο πεδίο το κατάλληλο κλίμα που θα επιτρέψει στη χώρα να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η ελληνική πολιτική τάξη αποφεύγει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η Τουρκία αυτό που φοβάται όσο τίποτε άλλο είναι ένας παρατεταμένος και μάλιστα γενικός πόλεμος με την Ελλάδα (ή με όποιον άλλον) καθώς αυτός θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου στο εσωτερικό της. Η έξοδος από την αναμέτρηση αυτή θα σημάνει μια νέα Τουρκία που θα θυμίζει εκείνη της συνθήκης των Σεβρών. Γι’αυτό και με σύστημα και επιμονή προσπαθεί να επιβάλει στην Ελλάδα όπως και στις γύρω χώρες όπου εμπλέκεται τη λογική της περιορισμένης, ελεγχόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης, που στην ελληνική περίπτωση έχει λάβει την μορφή του επεισοδίου. Η οπτική αυτή της Τουρκίας αποτελεί κρίσιμη παράμετρο που η Ελλάδα οφείλει να συνεκτιμήσει με την έννοια της στρατηγικής επιλογής.   

Άλλος ακροατής. Κύριε Κοντογιώργη, λέει, έχετε υπόψη σας μήπως στην πράξη ισχύει το μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ αυτή τη στιγμή;

Ισχύουν όλα τα μνημόνια που έχουν υπογράψει οι ελληνικές κυβερνήσεις, που δεν μας επιτρέπουν να ρίξουμε ούτε ένα χαλικάκι στο Αιγαίο πέραν των έξι μιλίων. Ισχύουν οι αναγνωρίσεις των ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, που φέρνουν τη διαχωριστική γραμμή με την Τουρκία στη μέση του Αιγαίου. Που συνομολογούν ότι τα νησιά που στοχοποίησε η Τουρκία αποτελούν στη πράξη γκρίζες ζώνες και πολλά άλλα. 

Ναι, αλλά θα σας πει κάποιος ‒και είναι ερώτημα ακροατών‒ ούτε η Τουρκία πάει στα δώδεκα μίλια. Και, μάλιστα, πολύ μου το στέλνουν εδώ ως απορία. Λέει, καλά εμείς, αλλά ούτε η Τουρκία πάει στα δώδεκα μίλια.

Δεν τη συμφέρει την Τουρκία να πάει στα δώδεκα μίλια, και δη μονομερώς. Δεν τη συμφέρει, γιατί δεν έχει ζωτικό χώρο, είναι τα νησιά. Καταλάβατε; Αυτό είναι το θέμα.

Αλλά ήδη και σε αυτό, ξέρετε, υπάρχει ελληνική εκχώρηση, γιατί η Τουρκία θέλει περισσότερα. Η Τουρκία θέλει όλη τη ζώνη του μέσου Αιγαίου και Ανατολικά. Δεν θέλει μόνο τα δώδεκα μίλια. Τα δώδεκα μίλια της τα έχουμε ήδη εκχωρήσει. Παλαιότερα η Ελλάδα συζητούσε να εκχωρήσει στην Τουρκία «γλώσσες κυριαρχίας» ανάμεσα στα νησιά.

Ναι. Αυτό; Για πείτε το και αυτό. Καλά, διαβάζετε μάλλον τους ακροατές σήμερα. 

Κοιτάξτε. Δεν κρύβουν οι άνθρωποι, δεν κρύβουν την πρόθεσή τους. Το θέμα είναι ότι κάθε φορά εκχωρούν και κάτι περισσότερο, αφού ανοίγουν την όρεξη της γείτονος…

Τι σημαίνει αυτό; Οι γλώσσες. Για εξηγήστε το.

Η Τουρκία, ξέρετε, από το 1957 έχει διατυπώσει το δόγμα του διαχωρισμού στη μέση του Αιγαίου. Αυτό δεν είναι καινούργιο. Το 1993 αντελήφθησαν οι Έλληνες ότι υπάρχει. Εγώ αυτό το διακινούσα, το είχα βρει το 1973 διατυπωμένο σε βιβλίο από Τούρκο στα γαλλικά. Ενημέρωνα τους πάντες, τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, αργότερα μετά την πτώση της χούντας πολλούς Έλληνες πολιτικούς, όλοι μου έλεγαν ότι αυτά είναι σαχλαμάρες. Αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει απουσία γνώσης και στρατηγικής. Σήμερα το δόγμα αυτό το έχουμε μπροστά μας. Η Τουρκία θέλει το μισό Αιγαίο, με το επιχείρημα ότι της χρειάζεται για τον ζωτικό της χώρο. Το πετρέλαιο και το αέριο είναι προσθήκες στο βασικό της επιχείρημα. 

Τι σημαίνουν οι γλώσσες; Για εξηγήστε το λίγο.

Η ιδέα να εκχωρήσουμε στην Τουρκία γλώσσες θαλάσσιας κυριαρχίας, παραδείγματος χάρη, ανάμεσα στη Χίο και στη Λέσβο, μια εσοχή που θα εισέρχεται μέσα στο Αιγαίο, όπου εκεί θα έχει αποκλειστικό δικαίωμα η Τουρκία. Αυτό αφορούσε όλο το Αιγαίο που γειτνιάζει με τις τουρκικές ακτές.

Και τα συζητάγαμε αυτά. Με σχέδια εμείς, πρέπει να πούμε.

Ναι, μα έχει καταχωρηθεί σε σχέδιο.

Μάλιστα. Αν δεν κάνω λάθος, ο κύριος Γιώργος Παπανδρέου είχε έτοιμο σχεδιασμό επ΄αυτού.

Είναι πολύ παλιότερο.

Το επικαιροποίησε όμως. Εγώ θυμάμαι στο Υπουργείο Εξωτερικών παρουσίασε συγκεκριμένο σχεδιασμό.

Γύρω στη δεκαετία του ΄80 είχε διατυπωθεί αυτή η πρόταση.

Μάλιστα. Θα σας πει κάποιος, κύριε Κοντογιώργη: καλά, σε αυτό το διεθνές δίκαιο, το διεθνές δίκαιο είναι μόνο ελληνικό; Δηλαδή τα δίκαια είναι μόνο δικά μας; Ό,τι λέει η Ελλάδα. Δεν είναι μία πεμπτουσία φιλοσοφίας νομικής, βαθιάς νομικής, μάλιστα, σε όλο τον πλανήτη; Δηλαδή η Ελλάδα είναι αυτή που δίνει τη γραμμή στο διεθνές δίκαιο; Άρα, και η άλλη πλευρά δεν έχει τα δίκαιά της; Το ξέρετε ότι συζητιέται αυτό.

Μα, κανείς δεν θα διατυπώσει αντίλογο σε κάτι που ορίζεται από το διεθνές δίκαιο. Αλλά, παρόλο που το διεθνές δίκαιο είναι μια υπόθεση που έχει να κάνει έστω με συμβιβασμούς, που όμως καθορίζονται από τις δυνάμεις, αυτή τη στιγμή θεωρούμε εμείς ότι μας καλύπτει. Μας καλύπτει στο ουσιώδες; Μας καλύπτει στο εκατό τοις εκατό; Είναι ζήτημα προς εξέταση. Φυσικά, είμαι έτοιμος να δεχθώ τα σημεία που δικαιώνουν την Τουρκία, διότι όταν επικαλείσαι το διεθνές δίκαιο σημαίνει ότι το αναγνωρίζεις έναντι όλων. Όμως, όσες φορές έχω ερωτήσει εάν έχουμε σχεδιάσει τους χάρτες μας στο Αιγαίο και εάν έχουμε σχεδιάσει τους χάρτες μας για την ΑΟΖ δυνάμει των προνοιών του διεθνούς δικαίου ώστε να κατοχυρώσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούμε, δεν υπάρχει απάντηση. Οι χάρτες ωστόσο δηλώνουν σύνορα και τα σύνορα πια δεν αφορούν μόνο την ξηρά, αφορούν και τη θάλασσα. Τι περιμένεις όμως όταν στην ηγεσία αυτής της δύσμοιρης χώρας είχαμε πρωθυπουργό που δεν γνώριζε ότι και στη θάλασσα υπάρχουν σύνορα ή ότι η Μυτιλήνη δεν είναι νησί ξεχωριστό από τη Λέσβο. Ακόμη χειρότερα, χαράσουν σύνορα εκεί όπου δεν υπάρχει αμφισβήτηση από Τρίτη χώρα αλλά όχι εκεί όπου υπάρχει πρόβλημα. Όπως ξέρουμε, τα θαλάσσια «οικόπεδα» ορίσθηκαν μέχρι το Λασίθι, νότια της Κρήτης και στο Ιόνιο. Ανατολικότερα τα έχουμε αφήσει απροσδιόριστα. Δεν έχουμε εκεί άποψη για τα σύνορά μας; Ας τα διαμορφώσουμε και στη συνέχεια, αν βρεθεί το Διεθνές Δικαστήριο, αφού έχουμε ξεκαθαρίσει τα πράγματα σε επίπεδο γεωπολιτικής, δηλαδή συσχετισμών, ας τα αμφισβητήσει. Τότε ή θα συμφωνήσω ή θα κάνω αυτό που κάνει η Τουρκία με τη δημιουργία τετελεσμένων. Αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Ας ξεκαθαρίσω όμως εξ αρχής τι είναι δικό μου δυνάμει του διεθνούς δικαίου, μην αφήνουμε έδαφος που μας εκχωρεί το διεθνές δίκαιο προκαταβολικά έξω από τη δικαιοδοσία μας, ομολογώντας στον αντίπαλο ότι αυτό θα το διαπραγματευθούμε μαζί του. Δεν υπάρχουν αυτά, κύριε Σαχίνη, στο τραπέζι της ελληνικής πολιτικής.

Κύριε Κοντογιώργη μου, πείτε μου, σας παρακαλώ πάρα πολύ, γιατί ξέρετε ο κόσμος, το ξέρετε, προτιμά την απλή γλώσσα. Ούτε ειδήμονας είναι ούτε μπορεί να μετέχει σε αυτό που εσείς έχετε πει ένα θεσμικό όργανο το οποίο θα έπρεπε να έχει μια διαχρονική συνέχεια και συνέπεια όχι με κομματικούς όρους, δεν είναι αυτό. Ο κόσμος θέλει με απλό τρόπο. Σου λέει: Mου λένε Χάγη και είναι μια ειρηνική επίλυση. Γιατί όχι, βρε παιδί μου; Εγώ δεν είμαι πολεμοκάπηλος και πολεμόφιλος, ένα. Δύο, αλλά ακούω τη Χάγη περίπου ως ιερόν Ευαγγέλιο και Τοτέμ και όταν μετά μπαίνω στην ουσία της αντιλαμβάνομαι ότι στη Χάγη θα συζητήσουμε όλα αυτά που μέχρι τώρα εγώ τα ήξερα ότι είναι τα δικά μου δικαιώματα. Άρα, μήπως είναι κάποιο κόλπο. Δύο, μήπως, σου λέει ο κόσμος, μήπως όλο αυτό το σκηνικό και του φόβου και του τρόμου ‒βγαίνουν και δημοσκοπήσεις τώρα‒ καλλιεργείται για να πάμε στη λογική παιδιά, ανάμεσα στον πόλεμο και στη Χάγη, Χάγη και ας πάρουν κάτι άλλο. Θέλω, λοιπόν, κλείνοντας να σας ρωτήσω. Τι, με απλό τρόπο, πρέπει να αποκωδικοποιεί ο πολίτης; Ναι μεν να γίνονται και προσπάθειες να ενημερώνεται σωστά και για τα δώδεκα ναυτικά μίλια και για το δίκαιο της θαλάσσης και για τις λεπτομέρειες και για το τι σημαίνει κατοικήσιμο  ‒άλλο κατοικήσιμο, άλλο κατοικημένο‒ γιατί τα έχουμε μπλέξει και αυτά ακόμη, αλλά στην πράξη με απλό τρόπο, τι πρέπει να αποκωδικοποιεί ο πολίτης;      

Πρώτον, να ξέρει ο κόσμος που μας ακούει ότι η Χάγη δεν είναι μια υπόθεση που ανάγεται στη βούληση μόνο της μιας πλευράς. Άρα, όταν του πουλάνε Χάγη,  σημαίνει ότι κάτι άλλο κρύβουν. Διότι δεν θα φθάσουμε στη Χάγη, εάν δεν δεχθούμε την ατζέντα της Τουρκίας, άρα, να συμπεριληφθούν και άλλα ζητήματα εκτός από την υφαλοκρηπίδα και ενδεχομένως την ΑΟΖ. Εκτός εάν εννοούν και το χειρότερο, ότι τα άλλα ζητήματα θα τα παραπέμψουν στις διερευνητικές συνομιλίες όπως στο παρελθόν και θα συμφωνηθούν πριν από την προσφυγή στη Χάγη. Το δεύτερο είναι να γνωρίζει ότι δεν υπάρχει βούληση από την ελληνική πλευρά να γίνει διαχείριση στο πεδίο που θα το αναπτύξει η Τουρκία, δηλαδή στο πεδίο των συσχετισμών. Εκεί θα λειτουργήσει το ίδιο σύστημα που λειτουργεί και στον αέρα, και στο επίπεδο της θάλασσας και των νησιών. Δηλαδή θα φωνάζουμε εμείς σαν μικρά παιδιά ότι έχουμε δίκιο, θα μας συμπαρίστανται οι δυνάμεις, αλλά εμείς θα βρίσκουμε δικαιολογία σε αυτό για να πούμε ότι η Τουρκία μας αδικεί, χωρίς να πράττουμε το παραμικρό. Είναι ‒ξέρετε κύριε Σαχίνη, το είπα πριν‒ σαν να αποδεχόμαστε να μπαίνουν στον Έβρο οι Τούρκοι, ο τουρκικός στρατός, να αλωνίζει στην περιοχή και μετά εμείς να λέμε ότι του κάναμε ανάσχεση και να υποστηρίζουμε ότι ασκούμε κυριαρχία στο έδαφος της Θράκης. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Και να πω και κάτι άλλο. Μιλάμε για βραχονησίδες και διαπιστώνουμε ότι οσάκις κάποιοι μίλησαν για εγκατάσταση ζωής σε αυτές, οι κυβερνήσεις το αποσιώπησαν με το επιχείρημα ότι θα αντιδράσει η Τουρκία…

Τι τις αμφισβητούν; Εδώ ο αμερικανός πρεσβευτής, ο Πάιατ, μας είπε ότι μόνο για τα κατοικημένα. Ναι, για τα κατοικημένα έχετε υφαλοκρηπίδα. Για τα άλλα;  

Μα, κύριε Σαχίνη, προσέξτε, δεν μιλάμε τώρα για υφαλοκρηπίδα, μιλάμε για τις βραχονησίδες.

Ναι, ναι.

Οι Τούρκοι δεν αμφισβητούν μόνο την υφαλοκρηπίδα. Γιατί την υφαλοκρηπίδα την αμφισβητούν και για την Κρήτη.

Μόνο; Εδώ αμφισβητούν τέσσερα τουλάχιστον νησιά γύρω-γύρω από την Κρήτη. 

Αυτό που μας λένε ‒ο παραλογισμός που δείχνει ακριβώς πόσο υπολογίζει η Τουρκία το διεθνές δίκαιο‒ ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα κ.λπ. αφορά κράτη, όπως τη Μάλτα, τη Μεγάλη Βρετανία, και υπό μια έννοια ηπείρους ολόκληρες, διότι όλη η Γη είναι ένα ή περισσότερα νησιά. Αλλά ακριβώς αυτός ο παραλογισμός φανερώνει ότι η Τουρκία εννοεί να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις της σε επίπεδο συσχετισμών, δηλαδή διά των όπλων. Αλλά θέλω να επανέλθω στο ζήτημα των μικρονησίδων. Αφού βλέπουν λοιπόν ότι οι μικρονησίδες αμφισβητούνται ως ελληνική ιδιοκτησία, γιατί δεν μεριμνούν ώστε να κατοικηθούν και να οχυρωθούν; Τι περιμένουν; Ερωτώ, εάν ένα τουρκικό πολεμικό καράβι αράξει σε μια μικρονησίδα, η Ελλάδα τι θα κάνει; Θα εκδώσει ανακοινώσεις διαμαρτυρίας; Γιατί δεν κάνανε τόσες δεκαετίες και δεν κάνουν και σήμερα το πολύ απλό: όλες αυτές οι μικρονησίδες να αξιοποιηθούν οικονομικά ώστε να κατοικηθούν. Αλλά τι περιμένεις από κυβερνήτες που ακολουθούν εν προκειμένω τα διάφορα γκρουπούσκουλα, που παρασιτίζονται παίζοντας τους οικολόγους για να βρουν δικαιολογία να μην κάνουν το παραμικρό. 

Αντιλαμβάνεστε, επομένως, ότι αυτό που λέγεται εθνικό συμφέρον είναι μακριά εγκατεστημένο από τη σκέψη της πολιτικής τάξης.  Διότι διαφορετικά θα γνώριζε ότι,  όταν κανείς αμφισβητεί τις ελληνικές μικρονησίδες, αμφισβητεί όχι την κυριαρχία πάνω σε αυτές, αλλά την πολιτική ανεξαρτησία της χώρας. Να το έχουμε κατά νουν αυτό, διότι πολλοί διερωτώνται κατ’ ιδίαν τι τις θέλουμε τόσες μικρονησίδες, να εκχωρήσουμε κάποιες από αυτές στους γείτονες για να ησυχάσουμε. Κύριε Σαχίνη, αυτή η αξίωση κάποιων γκρουπούσκουλων ή άλλων ομάδων να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις τύχες μιας ολόκληρης κοινωνίας χωρίς αυτήν, είναι η επιτομή του φασισμού. Γιατί, όπως έχω πει, όλα αυτά τα δήθεν κατηγορήματα (του λαϊκισμού, του εθνικισμού κ.ά.) υπηρετούν τον τρόπο του φασισμού που ασκούν όσοι αξιώνουν να υπερισχύει ο λόγος τους εκείνου της κοινωνίας. Επαναλαμβάνω συχνά ότι ο φασισμός είναι τρόπος πριν γίνει σύστημα, αν και δεν χρειάζεται στις ημέρες μας να γίνει σύστημα. Η ελληνική κοινωνία υφίσταται αυτό το μπούλινγκ, όπως λέτε, δηλαδή τον φασισμό στην καθημερινή της ζωή και ιδεολογικά, όχι μόνο πρακτικά, από αυτά τα γκρουπούσκουλα των συγκατανευσιφάγων της εξουσίας και της ίδιας της πολιτικής τάξης.