Η
Αριστερά και η πρόοδος. Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής
1. Η σχέση μεταξύ
κοινωνίας και πολιτικής αντιμετωπίσθηκε και εξακολουθεί να προσεγγίζεται στην
εποχή μας υπό το πρίσμα της αυστηρής διχοτομίας ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα
που το ενσαρκώνει ταυτολογικά το κράτος και στην κοινωνία που καλείται να
αρκεσθεί σε μια θέση ιδιώτη. Η συνάντηση επομένως της κοινωνίας των πολιτών με
την πολιτική εγκαθίσταται σε ένα εξωθεσμικό περιβάλλον, η δε σχέση τους
διαμεσολαβείται οριακά από τις ομάδες συμφερόντων και τις πολιτικές δυνάμεις.
Κατά τούτο, οι πολιτικές του κράτους/συστήματος απόκεινται εξ ολοκλήρου στους
συσχετισμούς δύναμης που αναδεικνύει το εσωτερικό και το διακρατικό κοινωνικο-οικονομικό
γίγνεσθαι.
Στο πλαίσιο αυτό, σταθερά
του νεοελληνικού κράτους από τη δεκαετία του 1830 υπήρξε η χαοτική απόσταση που
διαστέλλει τη βούληση της κοινωνίας από τις πολιτικές του και το συμφέρον της
κοινωνικής συλλογικότητας. Στον ευρωπαϊκό ορίζοντα η σχέση αυτή γνώρισε πολλές
διακυμάνσεις. Από τη δεκαετία του 1980 η απόκλιση του πολιτικού από το
κοινωνικό αρχίζει και εκεί να αποκτά μια ισχυρή θέση. Όμως για εντελώς
διαφορετικούς λόγους.
Στην άλλη Δύση, η
διάσταση της πολιτικής από την κοινωνική συλλογικότητα οφείλεται στη διάρρηξη
της σχετικής ισορροπίας που είχε αποκατασταθεί επί μακρόν μεταξύ κοινωνίας,
κράτους και αγοράς. Στην Ελλάδα θεμέλια βάση της διάστασης αυτής αποτέλεσε η μονοσήμαντη
ηγεμονία της πολιτικής τάξης, που επήλθε λόγω της κατάργησης της θεσμημένης
κοινωνικής συλλογικότητας και της συστηματικής απαγόρευσης εισόδου στο
νεοελληνικό κράτος της ελληνικής οικουμενικής αστικής τάξης.
Πιο συγκεκριμένα, η
βαυαροκρατία κατάργησε την θεσμημένη εντός της πολιτείας συλλογικότητα του
Έλληνα ως ασύμβατη με την ευρωπαϊκή αντίληψη της προόδου που εξέφραζε η
απολυταρχία. Κατ'αυτήν, η κοινωνία δεν είχε θέση στην πολιτεία, όφειλε να
κινείται στο εξωθεσμικό πεδίο ως αγέλη και υπό την καθοδήγηση των ηγητόρων της.
Οι συνελεύσεις του λαού, θα υποστηρίξει ο Κάρολος φον Άβελ, "αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών
συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας, και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τις εκεί
συζητήσεις είναι πολύ αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι
συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ
βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής που συζητούνται…".
Το γεγονός ότι αυτή
ήταν εγκατεστημένη στο πεδίο των κοινών -της θεμέλιας κοινωνίας των Ελλήνων που
διακίνησε την κοσμοσυστημική τους ιστορία πριν από το κράτος έθνος- έχει
ελάχιστη σημασία. Αντί η θέσμιση της κοινωνικής συλλογικότητας εντός της
πολιτείας του κοινού -της ομόλογης προς την κοινωνία του κράτους έθνους- να
μεταστεγασθεί σ'αυτό, καταργήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν ακαριαίο: Η δημοκρατικού
τύπου πολιτική ανάπτυξη του Έλληνα που ξέμεινε ως νοοτροπία/συμπεριφορά,
οδηγήθηκε σε διαπραγμάτευση κατ'άτομον με τον πολιτικό που ενσάρκωσε στο
πρόσωπό του την έννοια του δήμου. Η πελατειακή θέσμιση του κράτους/πολιτείας
εδράζεται ακριβώς στην κοσμοϊστορική αυτή μεταβολή.
Εφεξής, η πολιτική
τάξη, που ανδρώθηκε με τις προδιαγραφές της εξάρτησης στο κλίμα του
κράτους/προτεκτοράτου, εκαλείτο να αναλάβει την δεύτερη αποστολή. Να αποδομήσει
τον μείζονα ελληνισμό, με προέχουσα την οικουμενική αστική τάξη. Αυτό έγινε στο
όνομα της εθνικής ολοκλήρωσης, της ακατάσχετης δηλαδή ρητορικής για τη Μεγάλη
Ιδέα, η οποία ουδέποτε εντούτοις τον 19ο αιώνα αποτέλεσε πραγματικό εθνικό
στόχο. Επιπλέον, το νεοελληνικό κράτος απαγόρευσε ρητώς στην ελληνική αστική
τάξη να εγκατασταθεί και να ευδοκιμήσει στο εσωτερικό του. Εκτός από τα
στοιχεία εκείνα που ήσαν προδιατεθειμένα να παίξουν έναν συμπληρωματικό,
παρασιτικό ρόλο στη νομή του.
Ώστε, το απολυταρχικό
και στη συνέχεια πολιτικά κυρίαρχο έναντι της ιδιωτικής πια κοινωνίας κράτος
είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την πελατειακή του ανασυγκρότηση και τον
προσανατολισμό των πολιτικών του από τον κοινωνικό/εθνικό σκοπό, στο
αποκλειστικό συμφέρον της πολιτικής τάξης και των συγκατανευσιφάγων που το χρησιμοποιούσαν
ως πρυτανείο σίτισης. Το κράτος αυτό, όντας δομικά αναστίστοιχο προς την
κοινωνική συλλογικότητα, οδήγησε στην αποδόμηση του μείζονα ελληνισμού, στην
εγκατάσταση ενός σταθερού καθεστώτος εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα και σε
πολιτικές αποδόμησης του δημοσίου συμφέροντος με πρόσημο την ιδιοποίηση και τη
νομή του. Η κρατική διανόηση απέμενε να
τεκμηριώσει επιστημονικά την επιλογή αυτή, χρεώνοντας στην κοινωνία και στις
κληρονομιές της τα αρνητικά πεπραγμένα του κράτους.