1. Το διακύβευμα του εγχειρήματος
Η μικρασιατική καταστροφή έχει επικρατήσει να ερμηνεύεται ως ένα αυτοτελές επεισόδιο της νεοελληνικής ιστορίας, σημαντικό οπωσδήποτε, αφού σημάδεψε το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού. Γι αυτό και οι ερμηνείες της επικεντρώνονται στις ευθύνες των πολιτικών και στρατιωτικών πρωταγωνιστών που διαχειρίσθηκαν την υπόθεση, στο εφικτό και στο σκόπιμο του εγχειρήματος, στην αξιολόγησή του υπό το πρίσμα της πολιτικής των Δυνάμεων (ως ιμπεριαλιστικό/αποικιακό) ή της αρχής των εθνοτήτων κλπ.
Σε ό,τι με αφορά θα υποστηρίξω πως οι ρίζες της μικρασιατικής καταστροφής ανάγονται στις σταθερές που δημιουργήθηκαν από τις απαρχές της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, ενώ οι ιδεολογικές και πραγματολογικές της προεκτάσεις, δεσπόζουν και σήμερα, στην πολιτική και διανοητική ζωή του τόπου. Θα επιχειρήσω να καταδείξω ότι η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε το αποτέλεσμα του τρόπου της απελευθέρωσης και, κατ’επέκταση, της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους υπό το πρίσμα πραγματικοτήτων που δεν προσιδίαζαν στην καταστατική ιδιοσυστασία και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Γεγονός που έμελλε αναπόφευκτα να το μεταβάλει από κράτος διαχειριστή της ελευθερίας της ελληνικής κοινωνίας, σε κράτος νομέα του εθνικού συμφέροντος, δηλαδή σε κράτος εσωτερικής πολιτικής κατοχής.
Θα υποστηρίξω, επίσης, ότι η αποσπασματική προσέγγιση του μικρασιατικού ζητήματος αφήνει κατά μέρος διαστάσεις του, οι οποίες συνέχονται τελικά με την ουσία του, δηλαδή με το διακύβευμά του. Η μικρασιατική καταστροφή αναδεικνύει έναν μείζονα συμβολισμό, ο οποίος περιέχει θεμελιωδώς μια (νέο-)ελληνική πτυχή, αλλά και μια διάσταση κοσμοϊστορικού γεγονότος: συμβολίζει το τέλος ενός ελληνισμού, ο οποίος από τους κρητομυκηναϊκούς χρόνους συγκροτήθηκε ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα -που ενσάρκωσαν οι ελληνικές κοινωνίες των πόλεων/κοινών- και την επισφράγιση της ολοκληρωτικής μετάβασης στο εθνοκρατικού τύπου ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που έμελε να κυριαρχήσει στο σύνολο του πλανήτη[1]. Η συνάντηση του ελληνισμού με την Εσπερία διέρχεται ακριβώς από τη διαδικασία της μετακένωσης του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τη μετάβασή του νεότερου κόσμου από τη μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα[2].
Από την άποψη αυτή, η μικρασιατική καταστροφή σηματοδοτεί επίσης την κατάληξη της «προσαρμογής» του ελληνικού κόσμου στις συνθήκες της νέας εθνοκρατικής κοσμοσυστημικής τάξης. Η διαδικασία αυτή, που αρχίζει ουσιαστικά με την Ελληνική Επανάσταση, διέρχεται από έναν συνυπαρξιακό δυισμό μεταξύ του οικουμενικού ελληνισμού και του εθνοκρατικού του μορφώματος και κλείνει με το ξερίζωμα των ελληνικών κοινωνιών της Μικρασίας. Θα χρειασθεί ακριβώς ένας αιώνας για να αποδομηθεί οριστικά ο κοσμοσυστημικός ή οικουμενικός ελληνισμός.
Η πορεία προς την αποδόμηση των κοσμοσυστημικών παραμέτρων του ελληνισμού, θα αποτελέσει μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία γιατί, πέραν των δραματικών της προεκτάσεων, θα σημάνει επίσης την δραματική του συρρίκνωση και συνάμα την ολοκληρωτική ανθρωποκεντρική του οπισθοδρόμηση[3]. Όντως, το μεν νεοελληνικό κράτος –το νεοτερικό κράτος εντέλει- θα αποδειχθεί τραγικά ελλειμματικό σε ό,τι αφορά στις ελευθερίες που ήταν έτοιμο να συνομολογήσει στην κοινωνία, η δε μικρασιατική καταστροφή έμελλε να θέσει τον ελληνισμό οριστικά στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος. Την ώρα που οι νικητές του μεγάλου πολέμου ανασχεδίαζαν τον χάρτη του διεθνούς συστήματος με κεντρικό συντελεστή στην περιοχή τον ελληνισμό, οι δυνάμεις της κομματοκρατίας αγωνίζονταν μέχρις εσχάτων για τη διατήρηση της πολιτικής τους ηγεμονίας που διερχόταν ιστορικά από το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος».
Η εξέλιξη αυτή «προς την μικράν πλην έντιμον Ελλάδα» θα πραγματωθεί σε δυο στάδια: το πρώτο, αποδίδει η παταγώδης αποτυχία του προτάγματος της Ελληνικής Επανάστασης. Δεν έχει προσεχθεί ότι το πρόταγμα της Επανάστασης, όπως διατυπώθηκε από τους πρωτουργούς του (τον Ρήγα, τη Φιλική Εταιρία, τον Υψηλάντη κ.ά.) απέβλεπε ουσιαστικά στην πολιτική ανασύνταξη του ελληνισμού με την υποκατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή με πολιτειακό όχημα την οικουμενική κοσμόπολη και συνεκτική συνιστώσα την ιδέα του έθνους-κοσμοσυστήματος.
Το δεύτερο στάδιο άρχεται με τη διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας, η οποία προτάσσει ως ζητούμενο το έθνος-κράτος που παρήγαγε η δυτική Ευρώπη κατά την έξοδό της από τη φεουδαρχία. Στο κράτος αυτό θα ενσωματωνόταν τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν, κατά το ουσιώδες, ελληνικοί (ή ελληνίζοντες) πληθυσμοί.
Η διαφορά μεταξύ των δυο αυτών εθνικών προταγμάτων -της οικουμενικής κοσμόπολης και του εθνοκρατικού της Μεγάλης Ιδέας- είναι καθόλα θεμελιώδης: το ένα, εδράζεται στην ελληνική σταθερά που συμπυκνώνει η κοσμοσυστημική συγκρότηση του ελληνισμού και, συνακόλουθα, η ιδέα του έθνους-κοσμοσυστήματος. Το έθνος αυτό περιλαμβάνει όλους όσους συμμετέχουν της ελληνικής (ανθρωποκεντρικής) παιδείας, που εγκολπώνονται επομένως μια κοινή ιστορία, έναν κοινό τρόπο του βίου, κοινές αξίες και, επέκεινα, ένα κοινό μέλλον. Το ελληνικό έθνος-κοσμοσύστημα, κατά τον Ρήγα[4], τον Νεόφυτο Δούκα, τους Φαναριώτες, την εκκλησία και, φυσικά, τους πρωτουργούς της Επανάστασης, περιλαμβάνει στους κόλπους του όλους τους λαούς της Βαλκανικής και της Μικρασίας -κατά ορισμένους και μια φωτισμένη μερίδα των Τούρκων- που συστεγάζονται στο αξιακό του σύστημα ή που ενέπιπταν, υπό μια άλλη έννοια, στην «πολιτειακή» δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι κοινωνίες του έθνους αυτού καλούνται να στεγασθούν στο (προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες) πολιτειακό πρόταγμα της οικουμενικής κοσμόπολης, υπό την οποία έζησε ο ελληνισμός από τους ελληνιστικούς χρόνους, στον ιστορικό ζωτικό του χώρο. Το κράτος της κοσμόπολης συγκροτείται στη βάση των ελευθεριών που προσήκουν στη φάση της ανθρωποκεντρικής οικουμένης: Πρώτον, την ελευθερία που υπαγορεύει η ταυτοτική πολυσημία του έθνους και, κατ’επέκταση, μια πολυ-πολιτειακή αντίληψη του κράτους, που έχει ως υπόβαθρο το σύστημα των κοινών/πόλεων και ένα κεντρικό ενοποιό ή, μάλλον, εναρμονιστικό της επικράτειας πολιτικό σύστημα. Η πολιτεία της οικουμενικής κοσμόπολης συγκροτείται με γνώμονα τη δημοκρατία στις πολιτείες των πόλεων/κοινών και ένα επίσης, κατά το μάλλον ή ήττον, δημοκρατικά αρθρωμένο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Ώστε, το κράτος της κοσμόπολης δεν ενσαρκώνει ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα, δεν είναι πολιτικά κυρίαρχο, αντιμετωπίζει την κοινωνία ως συστατικό μέρος της πολιτείας, δεν την εγκιβωτίζει στην ιδιωτική σφαίρα. Με διαφορετική διατύπωση, δεν είναι πρωτο-ανθρωποκεντρικό όπως το νεότερο κράτος έθνος. Σε καμιά περίπτωση οι Έλληνες της οθωμανοκρατίας –ενοίς και οι Έλληνες της Μικρασίας- δεν είχαν κατά νουν να απομιμηθούν το ημι-δεσποτικό/ημι-ανθρωποκεντρικό κράτος που ρίζωνε δειλά-δειλά στις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες ούτε, πολλώ μάλλον, να διακινδυνεύσουν την θέση τους στον κόσμο για να απολήξουν στο κράτος της Πελοποννήσου και των «περιχώρων» του.
Το πρόταγμα που εγκολπώνεται η Μεγάλη Ιδέα, αντιλαμβάνεται το έθνος κατά το ιδίωμα που άρχισε να αναδεικνύεται την περίοδο αυτή μεταξύ των ανθρωποκεντρικών θυλάκων της εξερχόμενης από τη φεουδαρχία Δυτικής Ευρώπης. Αντιμετώπιζαν δηλαδή το έθνος κατά βάση φυλετικά και, εξ επόψεως ελευθεριών, με γνώμονα τις δυο στοιχειώδεις συνιστώσες τους: την ατομική και την «εθνική». Εξού και το «έθνος» ως έννοια, ακολουθώντας την αντίληψη ότι η πολιτεία αποτελεί ταυτολογία του κράτους, ετίθετο εξ ολοκλήρου υπό την ευθύνη του τελευταίου.
Ώστε, κατά τη μετάβαση από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος-κράτος καταγράφονται τρεις τουλάχιστον θεμελιώδεις αλλαγές που θα αποδειχθούν καταλυτικές για το μέλλον του ελληνισμού: η μια, αφορά στον αναστοχασμό του έθνους, το οποίο εφεξής θα προσλαμβάνεται με στενά εθνοτικούς και, μάλιστα, φυλετικούς, όπως είδαμε, όρους. Οι άλλες δυο, προκρίνουν, αντί της πολυ-πολιτειακής κοσμόπολης, το ενιαίο, ομοιογενές και πολιτικά κυρίαρχο κράτος και, πιο συγκεκριμένα, το ομόλογο ημι-δεσποτικό πολιτειακό μόρφωμα της απόλυτης μοναρχίας, το οποίο εισάγει ως προϋπόθεση τον εξοβελισμό της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, από το πρόταγμα του έθνους της (χειράφετης) και πολιτειακά δημοκρατικής κοινωνίας θα οδηγηθούμε στο έθνος (προσάρτημα) του κράτους.
2. Το νεοελληνικό κράτος ως δυνάστης της κοινωνίας
Η διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας ως του νέου εθνικού σκοπού του νεοελληνικού κράτους δεν θα εξαλείψει το ζήτημα που ανέδειξε η συνύπαρξή του με τον οικουμενικά διατεταγμένο ελληνισμό. Η συζήτηση για το εθνικό κέντρο (την Κωνσταντινούπολη ή την Αθήνα) μαρτυρεί δυο τινά: ότι ο ελληνισμός της οικουμένης εξακολουθεί να διατηρεί μια καίρια παρουσία στο έδαφος τριών αυτοκρατοριών -της οθωμανικής, της ρωσικής, της αυστρουγγρικής- και στη Μεσόγειο, ενώ την ίδια στιγμή το νεοελληνικό κράτος έθνος αδυνατεί να δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντί του ώστε -να πείσει ότι έχει τη βούληση και είναι ικανό- να αναλάβει την ηγεσία του ελληνισμού και να τον εκφράσει. Συγχρόνως, το νεοελληνικό/νεοτερικό κράτος, καθώς υπολείπεται σαφώς σε σχέση με την ανθρωποκεντρική επιφάνεια της ελληνικής κοινωνίας, θα οικοδομηθεί πέραν αυτής και, μάλιστα, χωρίς αντιστοιχία με τις κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και εθνικές της προσδοκίες.
Η εφαρμογή ακριβώς αυτή ενός πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους σε μια μετα-κρατοκεντρική ή, αλλιώς, οικουμενική από ανθρωποκεντρική άποψη κοινωνία συμπυκνώνει την αιτία της μεταβολής του νεοελληνικού κράτους έθνους σε δυνάστη επί της κοινωνίας. Εξηγεί, επίσης, γιατί το ίδιο κράτος, στη μεν δυτικο-ευρωπαϊκή ενδοχώρα εμφανίζεται να λειτουργεί απελευθερωτικά για την μόλις εξερχόμενη από τη δεσποτική εποχή κοινωνία, στην δε ελληνική εξόχως δυναστικά. Όντως, στην πρώτη, συνομολογούσε να αποδώσει στα μέλη της την ατομική ελευθερία, σε βάθος χρόνου το δικαίωμα ψήφου και ορισμένα κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα. Στην δεύτερη, αφαιρούσε θεμελιώδεις κατακτήσεις που βίωνε ο ελληνικός κόσμος στο περιβάλλον των πόλεων/κοινών, όπως η ιδιότητα του δήμου, η εταιρική οικονομία, η πολιτισμική πολυσημία κ.ά.
Η παράμετρος αυτή, γίνεται εύκολα αντιληπτή αν αναλογισθούμε τη σημασία του δικαιώματος της ψήφου στην εποχή μας. Το δικαίωμα της ψήφου, στο μέτρο που έχει ενσωματωθεί στις πολιτικές κατακτήσεις της σημερινής κοινωνίας, τέμνει ουσιαστικά τη διαφορά μεταξύ του αυταρχικού και του μη αυταρχικού κράτους. Αν το απλό αυτό δικαίωμα[5] αποκτά μια τόσο μεγάλη σημασία για τη μορφολογία του πολιτικού συστήματος της εποχής μας, αναλογίζεται κανείς την καταστατική αξία που συνεπάγεται η ταξινόμηση της κοινωνίας στο καθεστώς του ιδιώτη ή ως θεσμικού παράγοντα της πολιτείας. Οπωσδήποτε, η ταξινόμηση αυτή τέμνει τη διαφορά σε ό,τι αφορά στην πολιτική συμπεριφορά των μελών της. Στη μια περίπτωση, η προσιδιάζουσα πολιτική συμπεριφορά είναι εξωπολιτειακή και, πράγματι αγελαία ή μαζική, όπως αποκαλείται. Στην άλλη, ανάγεται σε ένα καθεστώς θεσμικής συλλογικότητας εντός της πολιτείας (η έννοια του δήμου), η οποία ανάγεται στην πολιτική ατομικότητα του χειράφετου πολίτη. Η ελληνική κοινωνία, υπό το κράτος έθνος, θα εγκιβωτισθεί σε ένα καθεστώς ιδιώτη, μολονότι ως εκ του προτέρου της βίου, ήταν εθισμένη σε συλλογικές συμπεριφορές με πρόσημο την πολιτική ατομικότητα. Με άλλα λόγια, η συνάντηση των μελών της με την πολιτική, που άλλοτε γινόταν στον δήμο, εφεξής καλείται να εστιασθεί στο πρόσωπο του πολιτικού, ο οποίος κατέχει την πολιτεία/κράτος.
Το αποτέλεσμα της κατ’άτομον συνάντησης του πολίτη με τον πολιτικό, θα αποσυλλογικοποιήσει την κοινωνία, θα την οδηγήσει σε πλήρη πολιτική αδυναμία έναντι του πολιτικού προσωπικού και, εντέλει, στην χειραγώγησή της. Το τελευταίο, έχοντας ενσαρκώσει κατά τρόπο μονοσήμαντο την αυτονομία του κράτους[6] δεν θα αργήσει να εκλάβει το κράτος ως λάφυρο και να το χρησιμοποιήσει αναλόγως για να ηγεμονεύσει επί της ελληνικής κοινωνίας.
Συμπυκνώνοντας τα πεπραγμένα του ελληνικού εθνικού κράτους, δεν θεωρώ υπερβολική τη διατύπωση ότι θα χρησιμοποιήσει το υψηλό πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας για να λειτουργήσει καθόλον, σχεδόν, τον βίο του ως κράτος εσωτερικής πολιτικής κατοχής επ’αυτής. Όχημα για το σκοπό αυτό θα αποτελέσει η κομματοκρατία/βουλευτοκρατία και η πελατειακή εξατομίκευση του κοινωνικού ιστού. Θα μεταβληθεί όμως, επίσης, το νεοελληνικό κράτος σε «ξένο σώμα» και έναντι του οικουμενικού ελληνισμού, ο οποίος θα αξιολογηθεί ως μείζων απειλή για την άρχουσα τάξη. Αρκεί να υπενθυμίσω, εν είδει παραδείγματος, τον νόμο περί των «ετεροχθόνων», ο οποίος προοριζόταν να λειτουργήσει ως ανάχωμα για τη διασφάλιση του μονοπωλείου της νομής του κράτους από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας.
Για τις Μεγάλες Δυνάμεις το κράτος αυτό θα αποτελέσει επί μακρόν ένα μοναδικό υπομόχλιο που έμελλε να οδηγήσει στον έλεγχο της ελλαδικής κοινωνίας και, μάλιστα, στην αποδόμηση του οικουμενικού/κοσμοσυστημικού ελληνισμού, ο οποίος αντιμετωπιζόταν ως ανταγωνιστής των συμφερόντων τους, δηλαδή ως εμπόδιο στη διείσδυσή τους στην ευρύτερη περιοχή. Ώστε, πολιτική τάξη και Δυνάμεις θα συμπέσουν, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, στην αντίληψή ότι το νεοελληνικό πολιτειακό μόρφωμα αποτελούσε τον ιδεώδη τύπο για την ικανοποίηση της πολιτικής τους στόχευσης των συμφερόντων τους επί του ελληνισμού[7].
Η επισήμανση αυτή έχει κεφαλαιώδη σημασία διότι εξηγεί γιατί στον πολιτικό λόγο της άρχουσας τάξης –των συντελεστών της κομματοκρατίας- προβάλει ως σταθερά η σαφής διάσταση μεταξύ του διακηρυγμένου εθνικού προτάγματος –της Μεγάλης Ιδέας- και της πολιτικής πράξης. Η διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας υπηρέτησε αποκλειστικά εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς και, συγκεκριμένα, την πολιτική νομιμοποίηση μιας άρχουσας τάξης[8], η οποία σε καμιά περίπτωση δεν πίστεψε ή, μάλλον, δεν θέλησε να υπηρετήσει την εθνική ολοκλήρωση. Το κράτος της πολιτικής κυριαρχίας προσέφερε στους νομείς του ένα αποκλειστικό προνόμιο που δεν το διέθεταν προφανώς κατά τη διάρκεια της οθωμανοκρατίας διότι προσέκρουε στο ανάχωμα των κοινών/πόλεων, όπου ο κοινός λαός κατείχε, τις περισσότερες φορές, μια συστατική θέση στην πολιτεία[9]. Οι φορείς της απεχθούς, όπως την χαρακτηρίζει ο Βικέλας, βουλευτοκρατίας[10], γνώριζαν καλά ότι εάν ο οικουμενικός ελληνισμός ενσωματωνόταν στον κορμό του νεοελληνικού κράτους –εάν δηλαδή επεκτείνονταν τα εδαφικά του όρια ώστε να συμπεριλάβει τα μεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισμού- η θέση που θα άρμοζε στο «ύψος» τους θα ήταν ανάλογη ενός προέδρου αγροτικής ή ορεινής κοινότητας.
Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε για λίγο στα γεγονότα που οδήγησαν στην τραγωδία του «1897». Υπό την πίεση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ήταν εμποτισμένη με την ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία (πρωτοστατούντος του θρόνου) κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία με τη βεβαιότητα ότι οι Δυνάμεις θα σταματούσαν αυτοστιγμεί τις εχθροπραξίες και έτσι αυτές μεν θα εισέπρατταν το κόστος, η δε τη δόξα[11].
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι το ελληνικό κράτος εισήλθε στον πόλεμο χωρίς να έχει επεξεργασθεί πολιτικές για την εθνική ολοκλήρωση ούτε φυσικά να έχει μεριμνήσει το αυτονόητο, να υφάνει στρατηγικές συμμαχίες με τις Δυνάμεις που θα επέτρεπαν την εμπραγμάτωσή της. Αντιθέτως, οι νομείς του χρησιμοποίησαν τις Δυνάμεις ως άλλοθι για να αιτιολογήσουν το ανέφικτο του προτάγματος. Από πουθενά δεν προκύπτει, επίσης, ένα σχέδιο συστράτευσης, και κατ’επέκταση, προετοιμασίας ανάλογης με το μέγεθος του εγχειρήματος, του κράτους και του οικουμενικού ελληνισμού, για τον κοινό σκοπό. Η ίδια η χώρα, 70 περίπου χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, δεν διέθετε στρατόπεδο εκπαίδευσης, ο οπλισμός ήταν αρχέγονος, οι στρατιώτες πολεμούσαν ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν καν να ιππεύσουν στα άλογα. Ο Δημήτριος Βικέλας μαρτυρεί ότι στο μέσον του πολέμου ο αρμόδιος υπουργός των ναυτικών ασχολείτο προσωπικά με την καταγραφή των ρουσφετιών της εκλογικής του πελατείας και αγνοούσε που ευρίσκετο ο στόλος[12].
Η περίοδος από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους έως το τέλος του 19ου αιώνα συμπυκνώνει τον απολογισμό μιας πρωτοφανούς κατασπατάλησης των δυνάμεων του ελληνισμού. Το κράτος αυτό ζούσε ως παράσιτο κατατρώγοντας τις σάρκες του ελληνικού κόσμου, ο οποίος εντούτοις, τουλάχιστον μέχρι την πρώτη δεκαετία του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα, εμφανιζόταν ακόμη ως ο ουσιαστικός κληρονόμος και διεκδικητής της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν έδειξε να «συγκινείται» ούτε μετά τη δραματική στροφή της Ρωσίας προς τον πανσλαβισμό και την υποκίνηση εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια, η οποία μετέβαλε άρδην τους συσχετισμούς σε βάρος του ελληνισμού, θέτοντας σε κίνδυνο και αυτήν ακόμη την ύπαρξή του. Ο Ντοστογέφσκυ, είκοσι χρόνια μετά την απόσχιση της Βουλγαρίας από την «πολιτεία» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (το 1876), θα αποδώσει με πολύ παραστατικό τρόπο την απώλεια της ιστορικής ευκαιρίας του ελληνισμού να μεταβάλει την οικονομική, πολιτισμική και πνευματική του υπεροχή σε πολιτική ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή: «…πέρασε πια ο καιρός όπου οι Γραικοί, λαός απείρως λεπτότερος από τους χονδροειδείς/απολίτιστους γερμανούς, λαός με ασυγκρίτως περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι οι εντελώς ανόμοιοί μας Γερμανοί, λαός πολυπληθής και αφοσιωμένος, […..] θα μπορούσαν να είχαν επικρατήσει στα [ίδια τα] πολιτικά πράγματα της Ρωσίας»[13]… Εντούτοις, μετά τη στροφή της Ρωσικής πολιτικής προς τον πανσλαβισμό και την φιλοδοξία της να παίξει αυτοτελώς, δηλαδή χωρίς τους Έλληνες, έναν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, αφού διευκρινίζει ότι «ο σλαβισμός χωρίς τη Ρωσία θα εξαντλείτο στην πάλη του με τους Έλληνες» δηλώνει απερίφραστα: «Το να αφήσουμε [εφεξής] την Κωνσταντινούπολη κληρονομιά μονάχα των Ελλήνων, είναι πλέον αδύνατον. Δεν μπορούμε να τους παραχωρήσουμε ένα τόσο σημαντικό σημείο της οικουμένης….»[14] ούτε προφανώς την ηγεσία της ορθοδοξίας. Τα γεγονότα του 1897 ήρθαν να επιβεβαιώσουν κάτι χειρότερο: ότι οι κάτοχοι του κράτους ήσαν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν όχι μόνο την ύπαρξη του οικουμενικού ελληνισμού, αλλά και να επαναφέρουν και αυτές ακόμη τις απελεύθερες χώρες των Ελλήνων υπό την οθωμανική κυριαρχία.
3. Το εγχείρημα της εθνικής ανασύνταξης και τα όριά του
Η δυναμική που οδήγησε στο κίνημα του 1909 εκκολάφθηκε σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μεταξύ των Ελλήνων που διέκριναν ότι τα σύννεφα των βαλκανικών εθνικισμών θα οδηγούσαν αναπότρεπτα στην ουσιαστική ακύρωση του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης. Σπεύδω ευθύς εξαρχής να διευκρινίσω ότι προσεγγίζω το μικρασιατικό εγχείρημα ως την τελευταία πράξη της προσπάθειας για τη μερική ανατροπή του αποτελέσματος της κατάκτησης που ολοκληρώθηκε το 1453. Στο μέτρο επομένως που εγγράφεται ως στοιχείο του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης, αποτελεί την συνέχεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Από την άλλη, το αποτέλεσμα του εγχειρήματος αυτού αποδίδει τα όρια της αναγεννητικής απογείωσης που πέτυχαν να κινητοποιήσουν οι δυνάμεις που μάχονταν την κομματοκρατία. Όρια που συνέχονται με εσφαλμένες οπωσδήποτε επιλογές[15], οι οποίες επέτρεψαν στον παλαιοκομματικό κόσμο να ανασυνταχθεί και να ορθώσει το ανάστημά του ενάντια στην ίδια την πολιτική της εθνικής ολοκλήρωσης (ο θρόνος, ο Μεταξάς, ο Γούναρης κ.α.)[16]. Τη στιγμή που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τους διπλωματικούς χειρισμούς του και την απόβαση στα μικρασιατικά παράλια, μεγιστοποιούσε την ικανοποίηση των ελληνικών συμφερόντων και διαφαινόταν σαφώς ότι οι δυνάμεις που εξέφραζαν το έθνος της κοινωνίας θα εξασφάλιζαν την εσωτερική πολιτική ηγεμονία, οι φορείς της κομματοκρατίας και ο θρόνος (με τη σύμπραξη και της κομμουνιστικής Αριστεράς[17]) διακήρυσσαν την ιδεολογία της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», την επιστροφή «οίκαδε» και βύθιζαν τη χώρα σε ένα μέχρι θανάτου διχασμό[18]. Ο Διχασμός δεν εκφράζει, όπως διδάσκεται, αντίθετες πολιτικές, αποδίδει την αντίθεση δυο κόσμων: του κράτους της κομματοκρατίας που κατείχε και λυμαινόταν την ελληνική κοινωνία και των δυνάμεων που προέτασσαν την ανασύνταξη του εθνικού κράτους έτσι ώστε οι πολιτικές του να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις κοινωνικές, οικονομικές και εθνικές προσδοκίες του ελληνισμού.
Αξίζει να προσεχθεί η διαφορά στην αντιμετώπιση του εθνικού προτάγματος από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας: Πριν από το 1909 διακινούσαν το πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας διότι έλεγχαν μονοσήμαντα το κράτος και, επομένως, τις πολιτικές που θα οδηγούσαν σε μια μη ελεγχόμενη ενσωμάτωση νέων χωρών στην ελληνική επικράτεια. Προφανώς η στάση τους αυτή υπαγορευόταν από το γεγονός ότι δεν ήθελαν μια Ελλάδα που δεν θα έλεγχαν οι ίδιοι. Εξού και οι εδαφικές επεκτάσεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήσαν λελογισμένες και ιδίως αποτέλεσμα της συγκυρίας, όχι μιας οργανωμένης προσπάθειας του κράτους. Από τη στιγμή όμως που το κράτος περιήλθε στις δυνάμεις της εθνικής ανασύνταξης δεν δίστασαν να αποκηρύξουν ευθέως την εθνική ολοκλήρωση και να καλέσουν την τραυματισμένη από την μακρόχρονη πολεμική προσπάθεια ελληνική κοινωνία να εγκαταλείψει το εθνικό εγχείρημα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός στη Μικρά Ασία ηττήθηκε στο εσωτερικό μέτωπο του κράτους. Το πολεμικό μέτωπο κατέρρευσε από την εσωτερική υπονόμευση του εγχειρήματος, όχι από τις «λεγεώνες» του Κεμάλ. Παρόλον ότι το εσωτερικό μέτωπο είχε διαρραγεί και το όλο εγχείρημα υπονομευόταν συστηματικά από τις δυνάμεις της κομματοκρατίας, συνομολογείται, ουσιαστικά από όλους, η εφικτότητα του εγχειρήματος. Ο τότε βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ θα συμπυκνώσει με ευθύβολο τρόπο την πραγματικότητα: «Τίποτε λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά, ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τους Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα!»[19]. Η απορία που διατυπώνουν σύγχρονοι μελετητές ως προς το γιατί της ελληνικής ήττας σκιάζεται, εντούτοις, από τις προεκτάσεις της αναλογίας με το πολιτικό σκηνικό της εποχής που ακολούθησε, συμπεριλαμβανομένης και της εποχής μας.
4. Η εθνική ολοκλήρωση ως εγχείρημα
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης στη Μικρασία ήταν αντικειμενικά εφικτό και, οπωσδήποτε, πολύ πιο εύκολο από το αντίστοιχο εγχείρημα της Επανάστασης του 1821. Το Οθωμανικό κράτος είχε πια εκπέσει εντελώς, δεν συγκρινόταν με την ακόμη κραταιά οθωμανική αυτοκρατορία των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Κεμάλ δεν απευθυνόταν ακόμη σε μια ομοιογενή εθνοτικά και εθνικά προσανατολισμένη τουρκική κοινωνία και, ομολογημένα, δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσει την ελληνική στρατιωτική παρουσία[20]. Ακόμη και σήμερα, το ερώτημα «γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’αυτή την καταστροφική ήττα»[21], δεν μπορεί να απαντηθεί με στρατιωτικούς όρους. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι οι διεθνείς συσχετισμοί ήσαν σαφώς ευνοϊκοί για την Ελλάδα της μικρασιατικής εκστρατείας, πράγμα που δεν ήταν για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Κεμάλ ήταν δραματικά απομονωμένος στο διεθνές πεδίο[22], κατά τρόπο που διαφαινόταν σαφώς ότι η εμμονή του στην αμφισβήτηση της συνθήκης των Σεβρών θα οδηγούσε στην αναθεώρησή της επί τα χείρω για την τουρκική πλευρά[23]. Οι Δυνάμεις είχαν πια αποφασίσει τη διάλυση και όχι την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και, μάλιστα, είχαν επιλέξει την Ελλάδα ως τον προνομιακό συντελεστή και μεγάλο επικαρπωτή της νέας τάξης. Η Ελλάδα της Συνθήκης των Σεβρών ήταν εντολοδόχος της Αντάντ για την εφαρμογή της και προορίζετο να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναμης στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, ο ελληνισμός του 1919 είχε ως αφετηρία του εγχειρήματός του ένα εθνικό κράτος, δεν ενεργούσε ως απόβλητος, επαναστατικώ δικαίω, στο εσωτερικό του κράτους-κατακτητή. Πράγμα που σημαίνει ότι δια του εθνικού κράτους είχε την ευχέρεια να κινητοποιήσει με συντεταγμένο τρόπο και τους ελευθερούμενους πληθυσμούς. Το εγχείρημα της εθνικής ολοκλήρωσης διέθετε, τη φορά αυτή, διεθνή νομιμοποίηση, καθόσον εντασσόταν στο πλαίσιο της αρχής των εθνοτήτων, δεν βρισκόταν αντιμέτωπο με την κυρίαρχη οπτική μιας Ιεράς Συμμαχίας, όπως το 1821. Τέλος για πρώτη φορά ο οικουμενικός ελληνισμός, αντιμέτωπος με την απειλή της γενοκτονίας και τα εθνικιστικά κινήματα στη Βαλκανική, διέκρινε τόσο θετικά την προοπτική της ενσωμάτωσής του στον κορμό του εθνικού κράτους[24].
Στον αντίποδα, θα έλεγα ότι το μικρασιατικό εγχείρημα ήταν και αναπόφευκτο. Έγινε αναπόφευκτο από τη στιγμή που η επικράτηση των Νεοτούρκων συνδυάσθηκε με τη στρατηγική επιλογή να εφαρμοσθεί μια γενικευμένη πολιτική εθνοκάθαρσης και, ενδεχομένως, γενοκτονίας[25]. Η πολιτική αυτή είχε ήδη, πριν από την ελληνική επέμβαση στη Μικρασία, δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον μικρασιατικό και τον θρακικό ελληνισμό. Ο ελληνισμός αυτός όφειλε εφεξής να επιλέξει είτε την εξορία είτε την φυσική του εξόντωση. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η αυτούσια ενσωμάτωση στον εθνικό πολιτειακό κορμό του οικουμενικού ελληνισμού και των εδαφών του θα ήταν σωστική για το ίδιο το ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι θα μετέβαλε άρδην την φυσιογνωμία του και θα δημιουργούσε έναν σχετικά αυτάρκη εσωτερικό ζωτικό χώρο και ικανές συνθήκες μιας ισχυρής εξωτερικής παρουσίας. Όντως, ο ελληνισμός της Μικρασίας και της Θράκης διέθετε ακμαία αστικά κέντρα, μια αστική, κοινωνική, πνευματική και πολιτισμική ιδιοσυστασία με οικουμενικά χαρακτηριστικά, ανθρωποκεντρικά ολοκληρωμένους πολεοτικούς θεσμούς και, φυσικά, μια κορυφαία θέση στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο. Η προοπτική αυτή δεν ήταν άγνωστη στις δυνάμεις της εθνικής ανάταξης του ελληνισμού, των οποίων η μνήμη ανακαλούσε την τραγωδία του 1897 και την υπέρβαση του 1909, με ορατά ήδη τα αποτελέσματα της ενσωμάτωσης των νέων χωρών στον εθνικό κορμό κατά τους πολέμους του 1912-13.
Όσοι επικαλούνται το ανέφικτο του εγχειρήματος, προκειμένου να εξαγνισθούν οι πρωταίτιοι της καταστροφής με την αποκατάστασή τους, προσάπτουν στο Βενιζέλο την ευθύνη της διαχείρισης στο διεθνές πεδίο. Παρακάμπτουν εντούτοις το ουσιώδες, ότι δηλαδή ο Βενιζέλος υπήρξε ο αρχιτέκτονας του της Συνθήκης των Σεβρών. Εννοώ μ’αυτό ότι ναι μεν η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως αυτό ουδόλως σημαίνει ότι εντολοδόχος του διακυβεύματος και επικαρπωτής της κληρονομιάς θα ήταν νομοτελειακά η Ελλάδα. Η επιλογή της Ελλάδας, από τις Δυνάμεις, να πρωταγωνιστήσει στο εγχείρημα αυτό και, ως εκ τούτου, να ικανοποιήσει τα «δίκαια ελληνικά συμφέροντα», όπως συνήθιζε να λέει ο Βενιζέλος, οφείλεται αποκλειστικά σ’αυτόν. Ο Βενιζέλος έπεισε με την πολιτική του τις Δυνάμεις ότι η Ελλάδα μπορεί να καλύψει το κενό που θα άφηνε η οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τρόπο που θα εξυπηρετούσε πλήρως τα συμφέροντα τους στην ευρύτερη περιοχή.
Παραβλέποντας το γεγονός αυτό οι «επικριτές» του θα υποστηρίξουν ότι ο Βενιζέλος δεν φρόντισε να λάβει επαρκείς εγγυήσεις από τις Δυνάμεις. Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός συλλαμβάνεται να αγνοεί πώς διαμορφώνεται το κλίμα των διεθνών σχέσεων, είναι σαν να αντιτείνει στον Βενιζέλο ότι δεν αξίωσε από τις Δυνάμεις να απελευθερώσουν εκείνες τον μικρασιατικό ελληνισμό και να τον αποδώσουν ασφαλή στο ελληνικό κράτος. Δεν συνειδητοποιούν, όμως, ότι με το επιχείρημα αυτό προσάπτεται, κατ’αναλογίαν, στον Υψηλάντη ότι κήρυξε την επανάσταση χωρίς να λάβει προηγουμένως «επαρκείς» εγγυήσεις από τη Ρωσία και τις άλλες Δυνάμεις, στον Κολοκοτρώνη ότι προσήλθε σ’αυτήν με την ίδια «ανευθυνότητα» και ούτω καθεξής. Υπό το πρίσμα αυτό, η ευθύνη των Υψηλάντη και Κολοκοτρώνη είναι εν προκειμένω μεγαλύτερη από εκείνη του Βενιζέλου, αφού αυτοί μεν εξέθεταν τον ελληνισμό σε απείρως μεγαλύτερη, θα έλεγα χωρίς όρια, δοκιμασία και με δεδομένη την αντίθεση των Δυνάμεων της εποχής, ενώ ο τελευταίος διέθετε τουλάχιστον κράτος ελληνικό, ικανό να υποστηρίξει το εγχείρημά του σε μια στιγμή που η οθωμανική εξουσία έπνεε τα λοίσθια.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, τελικά, η επιλογή της μη διακινδύνευσης που υποκρύπτει το επιχείρημα των εγγυήσεων, οδηγεί στο αδήριτο συμπέρασμα ότι θα ήταν φρονιμότερο για τον ελληνισμό να είχε παραμείνει υπόδουλος. Η άποψη αυτή, συναντάται σήμερα με μια σχετική επιστροφή των νοσταλγών της οθωμανικής πολιτικής στέγης με το επιχείρημα ότι έτσι θα διασωθεί ο ελληνισμός από την αδηφάγα και υλιστική Δύση ή και από τον ίδιο τον εαυτό του[26].
Αξίζει στο σημείο αυτό να σταθούμε για λίγο στο ζήτημα της διαχείρισης του μικρασιατικού ζητήματος. Όντως μέχρι την αποχώρηση του Βενιζέλου από την εξουσία ουδεμία ουσιώδης υπαναχώρηση του διεθνούς παράγοντα επισημαίνεται, παρά τις αλλαγές που σημειώνονται στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό των Δυνάμεων. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, οι Δυνάμεις και ιδίως η Αγγλία, έτειναν να προσχωρήσουν στη στρατηγική επιλογή του Βενιζέλου να συμπράξουν για την αντιμετώπιση του κεμαλικού κινήματος. Το σχέδιο του Βενιζέλου προς την κατεύθυνση αυτή ήταν πολυσήμαντο: συνδύαζε την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων με μια ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος της Τουρκίας που αναμενόταν να οδηγήσει είτε τη συνθηκολόγηση είτε την υποταγή του Κεμάλ στις επιταγές των Δυνάμεων. Το σχέδιο αυτό προϋπέθετε τη συνέργεια των Δυνάμεων, πράγμα που, καθόλες τις ενδείξεις, ο Βενιζέλος την είχε ήδη επιτύχει[27].
Τι προέβλεπε το σχέδιο αυτό; Την ανάληψη συνδυασμένης επιχείρησης του ελληνικού στρατού, ο οποίος μέσα σε ένα μήνα θα καταλάμβανε την Άγκυρα (προσωρινά για έξι μήνες προκειμένου να οργανωθεί η νέα τουρκική διοίκηση) και τον Πόντο, με την κάλυψη των μετόπισθεν από τους Βρετανούς, οι οποίοι θα συνέβαλαν και στην οικονομική στήριξη του εγχειρήματος. Η επιχείρηση αυτή θα οδηγούσε στη δημιουργία δυο νέων κρατών -του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης/Στενών- τα οποία μαζί με τις πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών θα ύφαιναν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τον Κεμάλ, θα τον υποχρέωναν να συμβιβασθεί και θα ακύρωναν για το μέλλον κάθε απειλή από το νέο τουρκικό κράτος. Είναι προφανές ότι ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε το μικρασιατικό εγχείρημα με γεωπολιτικούς και όχι με στενά στρατιωτικούς όρους. «Τα στρατιωτικά ζητήματα, έλεγε, είναι κατ’εξοχήν πολιτικά ζητήματα»… «Εγώ, θα υποσημειώσει, δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού για να κρατήσουμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά ευρωπαϊκά συμφέροντα..»[28].
5. Η γεωπολιτική της ήττας
Στον αντίποδα, η επάνοδος στην εξουσία της παράταξης, που μαχόταν την πολιτική επιλογή του Βενιζέλου, θα ανατρέψει άρδην τα γεωπολιτικά και, μάλιστα, τα γεωστρατηγικά δεδομένα πάνω στα οποία είχε στηριχθεί η εντολή των συμμάχων προς την Ελλάδα και, ιδίως, η απόφασή τους να οικοδομήσουν μια νέα διεθνή τάξη στην περιοχή με τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εφεξής, οι Δυνάμεις είχαν απέναντι τους δεδηλωμένους εχθρούς, οι οποίοι, παρόλες τις προσπάθειες να εξευμενίσουν τους συμμάχους, δεν διέθεταν ούτε το πολιτικό ανάστημα ούτε την έξωθεν καλή μαρτυρία για να πείσουν ότι η Ελλάδα υπό την ηγεσία τους ήταν αξιόπιστο συγκείμενο των συμφερόντων τους. Θα ήταν, επομένως, παράλογο, υπό το πρίσμα των διεθνών σχέσεων, να αναμένει κανείς να συνεχίσουν να υποστηρίζουν μια δυνάμει εχθρική προς τα συμφέροντά τους Ελλάδα, σε μια κατεξοχήν στρατηγική περιοχή του πλανήτη. Όπως θα παρατηρηθεί, «οι σχέσεις ήταν τόσο κακές, ώστε οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Βρετανίας απαγόρευσαν ακόμη και τις κοινωνικές σχέσεις των πρέσβεών τους στην Αθήνα με τα Ανάκτορα, ενώ ούτε η τυπική επίδοση των διαπιστευτηρίων προς τον Κωνσταντίνο έγινε ποτέ»[29]. Συγχρόνως, η διεθνής απομόνωση της Ελλάδας θα της στερήσει την αναγκαία εξωτερική οικονομική βοήθεια ενώ οι νέοι της ιθύνοντες θα αποδειχθούν εντελώς απαράσκευοι για το μέγεθος του εγχειρήματος. Πρώτη τους ενέργεια, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, ήταν να αντικαταστήσουν τους έμπειρους αξιωματικούς με άλλους πιστούς στο καθεστώς. Τέλος, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του Βενιζέλου δεν διέθεταν την αναγκαία για τις περιστάσεις ηθική νομιμοποίηση, προκειμένου να ηγηθούν του εγχειρήματος αφού μέχρι τότε διακήρυσσαν το δόγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος» και καλούσαν το λαό να εγκαταλείψει το μέτωπο.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της προέλασης προς την Άγκυρα, η υιοθέτηση, δηλαδή, της στρατηγικής του Βενιζέλου χωρίς τη συνδρομή ουδεμίας εκ των προϋποθέσεων που είχε θέσει ο Μεγάλος ηγέτης, προδιέγραφε με ακρίβεια την καταστροφή. Αυτή καθεαυτή όμως η απόφαση επιβεβαιώνει την αρχική μου υπόθεση ότι τόσο η εναντίωση αρχικά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης όσο και η υιοθέτησή του στη συνέχεια υπαγορεύθηκε από εσωτερικούς καθαρά ιδιοτελείς λόγους[30].
Για να κατανοήσουμε τη σταθερά αυτή των δυνάμεων της κομματοκρατίας, αρκεί να σταθούμε καταληκτικά στη διαχείριση του αδιεξόδου που δημιούργησαν και, εντέλει, της καταστροφής. Ενώ επί Βενιζέλου οι διαβουλεύσεις των Δυνάμεων είχαν ως πρωταγωνιστή τον κρητικό πολιτικό, εφεξής γίνονται με την απουσία της Ελλάδας.
Μετά την δυσμενή τροπή των γεγονότων επανειλημμένα ο Βενιζέλος έδωσε πολιτική κάλυψη σε λύσεις που θα είχαν διαφυλάξει το ουσιώδες των ελληνικών συμφερόντων. Αρχικά, με την πρότασή του να συμπτυχθεί το μέτωπο στην ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης αντί της αδιέξοδης πορείας προς την Άγκυρα. Την άνοιξη του 1921, με τη διάσκεψη των Δυνάμεων στο Λονδίνο για τη μερική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Με το νέο σχέδιο ειρήνευσης που επεξεργάσθηκαν οι Σύμμαχοι στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1921, που προέβλεπε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρασία και την αποστρατιωτικοποίηση της Ανατολικής Θράκης. Τέλος, τον Μάρτιο του 1922, όταν πια η Ελλάδα, ευρισκόμενη ενώπιον πλήρους αδιεξόδου, εναπέθετε «τας τύχας της… εις τας χείρας της Αγγλίας», η διάσκεψη των Δυνάμεων στο Παρίσι προέκρινε την εγκατάλειψη της Σμύρνης και σχεδόν του ημίσεως της Ανατολικής Θράκης. Η κυβέρνηση Γούναρη, όμως, αρνήθηκε να αναλάβει το κόστος της απόφασης.
Η προσέγγιση, ωστόσο, του μικρασιατικού εγχειρήματος υπό το πρίσμα του εσωτερικού παραταξιακού πατριωτισμού γίνεται καταφανής όταν παρατηρεί κανείς τη διαχείριση της ήττας. Έως την τελευταία στιγμή, η ελληνική ηγεσία, στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των Μικρασιατών για την λήψη μέτρων προστασίας ή για ασφαλή αποχώρηση από τις εστίες τους, παρείχε τη διαβεβαίωση ότι ο στρατός δεν θα εγκατέλειπε τη Μικρασία και ότι η Σμύρνη δεν κινδύνευε. Εντούτοις, η διαταγή για την οπισθοχώρηση του στρατού δεν περιελάμβανε την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού γύρω από τη Σμύρνη και τα παράλια ή την ασφαλή εκκένωσή τους από τον άμαχο πληθυσμό. Η ελληνική διοίκηση μερίμνησε για την ασφαλή επιβίβαση του στρατού και της πολιτικής ηγεσίας στα πλοία, ενώ εγκαίρως προειδοποιούσε τον Έλληνα αρμοστή στη Σμύρνη «να μην επιτρέψει τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα», εγκαταλείποντας «τους χριστιανούς της Ιωνίας, Έλληνες και Αρμένιους», στους Τούρκους εθνικιστές του Κεμάλ.
6. Ο αναστοχασμός της εθνικής ιδεολογίας και η σταθερά της κομματικής ιδιοποίησης του κράτους
Η ήττα του ελληνισμού στο μικρασιατικό μέτωπο έκλεισε το κεφάλαιο της εθνικής ολοκλήρωσης. Για πρώτη φορά το ελληνικό έθνος θα συμπέσει με τα όρια του ελληνικού κράτους και, παράλληλα, θα τεθούν τα θεμέλια μιας καθαρά εθνοκρατικής ιδεολογίας για τον ελληνισμό. Από τότε και μέχρι σήμερα ο ελληνικός πολιτικός λόγος που ανάγεται στο εθνικό ζήτημα θα υποστηρίξει τη διατήρηση του «στάτους κβο» που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Περόλ’αυτά, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι το καθόλα λογικό αυτό εθνικό πρόταγμα θα συνδυασθεί με την απολογητική υπεράσπιση της κομματοκρατίας, δηλαδή του καθεστώτος που οδήγησε στη μικρασιατική καταστροφή. Όντως, το εγχείρημα για την αναθεώρηση της ιστορίας που θα κορυφωθεί από τη δεκαετία του 1990, δεν εξηγείται ως αντίδραση στο όποιο νέο-εθνικιστικό πρόταγμα που διακατέχει την ελληνική κοινωνία ούτε, έστω, μια μερίδα της άρχουσας τάξης. Το διακύβευμα του εγχειρήματος συνδυάζεται, αντιθέτως, με την εργώδη προσπάθεια που κατέβαλε –και εξακολουθεί να καταβάλει- η άρχουσα τάξη, προκειμένου να παρακαμφθεί το ζήτημα της ευθύνης του κράτους για την αποδόμηση και, εντέλει, για την απαξίωση του ελληνικού κόσμου. Το διακύβευμα ακριβώς αυτό, μολονότι εστιάζεται σε διαφορετικές θεματικές, σε ό,τι αφορά στην αναντιστοιχία του κράτους έναντι του κοινού συμφέροντος, αποτελεί την σταθερά της ελληνικής πολιτικής. Εξού και το εγχείρημα να περιέλθει στις καλένδες ο διάλογος για την αιτιολογία της μικρασιατικής τραγωδίας και τις ευθύνες των συντελεστών της αποδεικνύεται θεμελιώδης[31].
Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που εγείρεται η όλη επιχειρηματολογία για την αναθεώρηση της ιστορίας μαρτυρεί ότι το κίνητρο των φορέων της δεν αποβλέπει στην ανάκτησή της. Είναι επικεντρωμένο στην ιστορική σταθερά της άρχουσας τάξης που ταυτίσθηκε με τη νομή του κράτους. Δεν είναι συμπτωματικό, επομένως, ότι οι διακινητές της ιδέας για την αναψηλάφηση της ιστορίας εγγράφονται στη λογική της ιστορικής κομματοκρατίας, που προσεγγίζει την κοινωνία ως έναν ανεπιθύμητο ιδιώτη στα πεπραγμένα του κράτους. Προσέγγιση, βαθιά αντιδημοκρατική, η οποία, κατά τούτο, υπαγορεύει την αποκοπή της κοινωνίας από τις ιστορικές της αναφορές στο πεδίο της εσωτερικής ελευθερίας (λχ της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής) και την αποδοχή ενός ρόλου στο διακρατικό περιβάλλον, που δεν θα κινητοποιεί τα «εθνικά» της αντανακλαστικά, ώστε να παρενοχλεί τις εκλεκτικές συνάφειες της άρχουσας τάξης με τον διεθνή παράγοντα.
Ώστε, το εγχείρημα της διάρρηξης της σχέσης του ελληνικού παρόντος με το παρελθόν του ελληνισμού δεν αιτιολογείται από μια εγγενή ανάγκη του νεοέλληνα να αποτινάξει το δυσβάστακτο για τα μέτρα του βάρος της ιστορίας, αλλά από το άχθος της σύγκρισης με τα πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους. Η δικαίωση του κράτους, που κατέχει δίκην δυνάστη την ελληνική κοινωνία, επειδή δεν συνάδει με την ανθρωποκεντρική της ιδιοσυστασία (το πολιτικό της ανάπτυγμα κλπ), διέρχεται σαφώς από την ενοχοποίησή της για την «πολιτεία» του και, κατ’επέκταση, από την απόδοση της ευθύνης του κράτους στις κληρονομιές της.
Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες από τις θέσεις της «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας:
Πρώτον, επιλέγει να αντιμετωπίσει τη μικρασιατική καταστροφή ως ένα αυτοτελές συμβάν που προέκυψε από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Μικρασίας και να αγνοήσει το διακύβευμα: τον κοσμοσυστημικό συμβολισμό του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως ακριβώς και τη σχέση του με την κοσμοϊστορία του ελληνισμού.
Δεύτερον, παραβλέπει την κομβική θέση της μικρασιατικής καταστροφής στη μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος-κοσμοσύστημα στο έθνος-κράτος και, μάλιστα, τη σημασία του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία ενοποιείται για πρώτη φορά υπό την στέγη του κράτους-έθνους.
Τρίτον, αγνοεί την θεμελιώδη ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του οικουμενικού ελληνισμού και, κατ’επέκταση, το εύρος των ελευθεριών που ενσαρκώνει το κεκτημένο του. Δεν αντιλαμβάνεται, επομένως, το διακύβευμα μιας εναλλακτικής επιλογής που θα συνιστούσε η ενσωμάτωσή του στο νέο εθνικού τύπου κράτος. Ώστε, ο συνδυασμός της μετάβασης στη μεγάλη κλίμακα του κράτους έθνους, με την εγκόλπωση μιας πολιτείας που προσήκε στην μόλις εισερχόμενη στον ανθρωποκεντρισμό δυτική Ευρώπη, οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην ολοκληρωτική οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας, με ό,τι αυτό συνεπήγετο για τη στρέβλωση της κοινωνικο-πολιτικής της συμπεριφοράς.
Τέταρτον, οι συνέπειες του γεγονότος αυτού, συνάδουν, ωστόσο, με την απόφαση της «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας να «εναρμονίσει» το ελληνικό ιστορικό παρελθόν με την ιστορική εξέλιξη της Εσπερίας. Απόφαση που, αυτή καθεαυτή, εμπεριέχει δόλο. Αποβλέπει στη νομιμοποίηση, δηλαδή στη δικαίωση του βαθιά ανελεύθερου κράτους της πολιτικής κυριαρχίας και των επιλογών του, κατέναντι μιας κοινωνίας, η οποία βαρύνεται κατ’αυτούς -λόγω της «καθυστέρησής» της σε σχέση με την Εσπερία και των ιστορικών της καταβολών (της οθωμανοκρατίας και του Βυζαντίου)-, για τις κακές επιδώσεις του.
Πέμπτον, η ίδια αυτή επιλογή επέβαλε στις επιστήμες του κράτους να ιστορούν και να αξιολογούν τον ελληνισμό με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, αγνοώντας επιδεικτικά τη συντριπτική παρουσία του οικουμενικού ελληνισμού έως την μικρασιατική καταστροφή. Άλλωστε, η ανάδειξη της διαφοράς θα ήγειρε αυτόχρημα ζήτημα ευθυνών για την αποδόμηση του οικουμενικού ελληνισμού και, οπωσδήποτε, για την αποτυχία του προτάγματος της εθνικής ολοκλήρωσης.
Έκτον, η ίδια επιλογή υπαγορεύει την μηρυκαστική εμμονή της «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας να αρνείται την ύπαρξη του ελληνικού εθνικού γεγονότος πριν από τη συγκρότηση του νεοτερικού κράτους, όπως επίσης και την εξ αποφάσεως καθόλα συντηρητική εμμονή της ότι το έθνος αποτελεί επινόηση του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, ο ελληνισμός της Μικρασίας αντιμετωπίζεται και σήμερα υπό το πρίσμα της «ελληνοφωνίας» του και όχι της εθνικής του ταυτότητας.
Έβδομον, αναπόφευκτη συνέπεια της προσέγγισης αυτής είναι η διδασκαλία της αντίληψης ότι το μικρασιατικό εγχείρημα δεν εγγράφεται στο διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Δεν δικαιολογείται δηλαδή δυνάμει της αρχής των εθνοτήτων, αλλά συνιστά μια κατ’εξοχήν επιθετική ενέργεια αποικιακού/ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ελλάδας. Αν όμως η Ελλάδα ήταν επιτιθέμενη στο μικρασιατικό μέτωπο γιατί να μη δεχθούμε ότι ήταν επίσης επιτιθέμενοι όλοι όσοι καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας αμφισβητούσαν την εθνική υποτέλεια και, προφανώς, οι πρωτουργοί της Επανάστασης;
Η σταδιοδρομία της διελκυστίνδας αυτής συνδέεται, στις μέρες μας, με μια διπλή, μείζονος σημασίας, πρόθεση: Να εναρμονισθεί η οπτική της ελληνικής ιστορίας με την οπτική της άρχουσας τάξης για το κράτος. Με τον τρόπο αυτό ελπίζεται ότι η ελληνική κοινωνία θα συναινέσει, σε τελική ανάλυση, στις επιλογές του κράτους, αντί των επιταγών του έθνους, δηλαδή του συμφέροντός της. Τούτο εξηγεί γιατί οι θεράποντες της «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας διακινούν με επίταση το επιχείρημα ότι το έθνος και όχι το κράτος είναι εχθρός της ελευθερίας. Εν προκειμένω, η ελευθερία που επικαλούνται δεν έχει ως υποκείμενο την κοινωνία, αλλά την άρχουσα τάξη που επιμένει να θεωρεί ότι αυτή δια του κράτους και όχι η κοινωνία δικαιούται να ορίζει αυθεντικά την έννοια του εθνικού συμφέροντος.
Κατά τούτο, η απέχθεια προς την κοινωνία και την ιστορία της, που εκφράσθηκε και εξακολουθεί να διατυπώνεται ως επωδός έναντι των θυμάτων της μικρασιατικής τραγωδίας, αποδίδει μια πρωτογενώς αυταρχική λογική που συνδέεται οργανικά με την ιδεολογία της κομματοκρατίας, δηλαδή μιας αντίληψης για το έθνος που εξυπηρετεί παραδειγματικώς μια δυναστική εκδοχή του νεοτερικού κράτους. Είναι φανερό ότι η σταθερά που καθόρισε τις πολιτικές χρήσεις του κράτους και της εθνικής ιδεολογίας, από τη συγκρότησή του, και προδιέγραψε τη μικρασιατική καταστροφή, εξακολουθεί μεταλλαγμένη να υπαγορεύει την προβληματική για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και σήμερα στη χώρα. Με διαφορετική διατύπωση, το κράτος δεν εκφράζει το έθνος της κοινωνίας, αλλά το έθνος του κράτους, και, συγκεκριμένα, το ίδιον συμφέρον των νομέων του.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι θιασώτες της λογικής αυτής προκρίνουν, αφενός, την ενοχοποίηση της κοινωνίας για την χωρίς προηγούμενο κρίση και απαξίωση του ελληνικού κράτους και αφετέρου, την σύνταξή τους με τον εθνικισμό του άλλου (του σκοπιανού για το όνομα, του τουρκικού για το Αιγαίο και την Κύπρο κλπ) ως τρόπου για να αποτραπεί η απειλή της πλειοψηφίας της κοινωνίας, δηλαδή του «σκοτεινού» μέρους του έθνους, για τις ελευθερίες των εσωτερικών μειοψηφιών και της ειρήνης στην περιοχή!!.. Το τίμημα της συμφιλίωσης και της ειρήνης στην περιοχή εμφανίζεται ως μια μονομερής υποχρέωση της Ελλάδας και, σε κάθε περίπτωση, διέρχεται από την ‘άνευ όρων’ -δηλαδή με την χωρίς αντάλλαγμα- εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με τις επιλογές του κατά περίπτωση ηγεμόνα.
Στις ανωτέρω επισημάνσεις, περιορίζομαι κλείνοντας να προσθέσω ότι στο λιμάνι της Σμύρνης δεν ετάφη μόνο ο μικρασιατικός ελληνισμός, αλλά κυρίως η δυνατότητα μιας πολιτικής για τη χώρα που θα επανέφερε το κράτος στην τροχιά του κοινού συμφέροντος και την Ελλάδα στο διεθνές προσκήνιο με όρους αξιοπρέπειας. Οι σημερινές εξελίξεις, που σημαίνουν τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, φανερώνουν ότι οι σταθερές του νεοελληνικού κράτους καλά κρατούν. Την ίδια στιγμή, οι συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής, αναδεικνύουν με ανάγλυφο τρόπο το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζει η χώρα. Η «μεταπολίτευση», ως πολιτική πρόταση, εγγράφεται ως η ολική επαναφορά του πολιτικού προσωπικού στις πρακτικές της φαυλοκρατίας του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα.
Υπό τις παρούσες συνθήκες εκτιμώ ότι δεν αρκεί πια η διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Απαιτείται η ανάκτηση της ιστορίας, έτσι ώστε να αποδοθεί στην κοινωνία η προοπτική μιας ανάταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και ενός σκοπού για το μέλλον. Η ελληνική κοινωνία αποκομμένη από το παρελθόν της θα είναι τελικά μια ασπόνδυλη κοινωνία χωρίς προορισμό, έρμαιο των καταστάσεων, σε αναζήτηση ηγεμόνα, φθίνουσα και περιδεής.
Το διακύβευμα, επομένως, για την ελληνική πολιτική ζωή είναι η υπέρβαση της ιστορικής της σταθεράς, που κατατείνει στη δικαίωση της μικρασιατικής καταστροφής, δηλαδή της κομματοκρατίας και, εντέλει, του φαύλου κράτους, νομέα της κοινωνίας. Ο ελληνισμός ως παρελθόν δεν αποτελεί απλώς ιστορία. Διδάσκει το μέλλον, μπορεί να εμπνεύσει τις εξελίξεις και αυτό είναι που τρομάζει πολλούς, ενοίς και τους διακινητές της κατεστημένης αντίληψης για το κράτος της νεοτερικότητας.
[1] Για το ζήτημα αυτό βλέπε το έργο μου, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ.Α’, Αθήνα, 2006, ιδίως τις σελίδες 17 επ. όπου αναπτύσσεται το θεμελιώδες της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας.
[2] Στην Εσπερία, οι θεμελιώδεις παράμετροι του ελληνικού κοσμοσυστήματος που οδήγησαν στην ανθρωποκεντρική της μετάβαση, καταργήθηκαν σχεδόν την ίδια περίοδο (τα κοινά/κοινότητες, οι συντεχνίες κλπ) υπέρ του ενιαίου κράτους έθνους. Όμως, εκεί αξιολογήθηκαν ως συνοδές εστίες και, κατ’επέκταση, ως κατάλοιπα της φεουδαρχίας, στο μέτρο που αρθρώθηκαν οργανικά μαζί της, ενώ στον ελληνικό ζωτικό χώρο οι συνιστώσες της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας αποτέλεσαν μέχρι τέλους τις θεμελιώδεις κοινωνίες του ελληνισμού. Περισσότερα, στο έργο μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Αθήνα, 2007.
[3] Διότι, όπως θα δούμε παρακάτω, αντί το κεκτημένο (των ελευθεριών κλπ) της ελληνικής ανθρωποκεντρικής οικουμένης, να μεταστεγασθεί στο κράτος της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, καταργήθηκε με το επιχείρημα ότι ήταν προ-νεοτερικό ή και, κατ’απομίμηση της Εσπερίας, φεουδαλικό.
[4] Για την «Ελληνική δημοκρατία» του Ρήγα Βελεστινλή, βλέπε το ομώνυμο έργο μου, Αθήνα, 2008.
[5] Αναφέρομαι, προφανώς, στο δικαίωμα ψήφου το οποίο στο περιβάλλον του νεότερου πολιτικού συστήματος, έχει απλώς νομιμοποιητικό περιεχόμενο, σε καμιά περίπτωση όμως δεν συναντάται με τη λογική της αντιπροσώπευσης και, φυσικά, ούτε με τη δημοκρατία.
[6] Προστίθεται ο συστηματικός αποκλεισμός των αστικών, πνευματικών και των άλλων δυνάμεων του έξωθεν της χώρας ελληνικού κόσμου και η καλλιέργεια ενός εξαιρετικά αρνητικού για την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη κλίματος, που θα ηδύναντο, διαφορετικά, να εξισορροπήσουν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους από το κομματοκρατικό κατεστημένο.
[7] Πρέπει να ειπωθεί ότι η άρχουσα τάξη του κράτους και οι Δυνάμεις συναντήθηκαν στο «εγχείρημά» τους για την αποδόμηση του ελληνισμού, τους ανερχόμενους εθνικισμούς στη βαλκανική, ενώ στον ορίζοντα διαφαινόταν απειλητική γι’αυτόν η προϊούσα αποσταθεροποίηση του ευρύτερου ζωτικού χώρου όπου αναπτυσσόταν η δράση του, η οποία αργότερα εκδηλώθηκε με τη μορφή της σοσιαλιστικής μετάβασης.
[8] Ανάλογα ισχύουν και ως προς τη διαχείριση της εσωτερικής πολιτικής ζωής, όπως για παράδειγμα του κοινωνικού προτάγματος.
[9] Στην τουρκοκρατία η πολιτική τάξη των πόλεων/κοινών επιδίωκε να ηγεμονεύσει σε μια τοπική περιοχή κυρίως με όχημα το δημοσιονομικό σύστημα (μέσω της προ-αγοράς του φόρου) και, κάποιες φορές, με τη μονοπώληση της αγοράς. Οι πρακτικές αυτές την έφερνε συχνά σε συμμαχία με τους (συνήθως αυτονομημένους από το κέντρο) τοπικούς φορείς της οθωμανικής δεσποτείας, η οποία προκαλούσε την αντίδραση του «κοινού λαού». Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ισχύς της άρχουσας τάξης της περιόδου της τουρκοκρατίας, δεν εγγράφεται στο σύστημα πελατείας, πολύ περισσότερο αφού ο «κοινός λαός» -είτε συγκροτούσε δήμο είτε όχι- διέθετε μια σαφώς θεσμική συλλογικότητα, η οποία έκανε απαγορευτική την πελατειακή του αποσύνθεση.
[10] Δημητρίου Βικέλα Άπαντα, Φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Εκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήναι, 1997, τ. Α΄, σελ. 274.
[11] Όπ.παρ., σελ. 309. Όπως επισημαίνει αλλού, αναφερόμενος στην επιροή που απέκτησε η «Εθνική Εταιρεία», «αληθής δύναμίς της ήτο, ότι εξεπροσώπη το εθνικόν φρόνημα, το οποίον αι αλλεπάλληλαι κυβερνήσεις της Ελλάδος είχαν αποναρκώσει περιορίζουσαι την πολιτικήν εις εσωτερικόν κομματισμόν και εις ευτελή προσωπικά ζητήματα» (όπ.παρ., σελ. 278).
[12] Όπ.παρ., σελ. 264-267. Επίσης, Γ.Κοντογιώργης, «Ο πόλεμος του 1897 ο Δημήτρης Βικέλας», Πρακτικά συνεδρίου με θέμα, Δημήτριος Βικέλας. 100 χρόνια από το θάνατό του, ΣΩΒ, Αθήνα, 2008.
[13] Dostoievsky, Journal d’un écrivain, Bibliothèque de la Pleiade, Gallimard, Paris 1972, σελ. 585 επ.
[14] Όπ.παρ., σελ. 586. Οίκοθεν νοείται ότι οι επισημάνσεις αυτές του Ντοστογέφσκυ είναι κεφαλαιώδεις και, κατά τούτο, προκαλεί απορία το γεγονός ότι πέρασαν απαρατήρητες έως σήμερα.
[15] Με κυριότερες, τη διατήρηση από τον Βενιζέλο του θρόνου το 1909 και τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.
[16]Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι δυνάμεις που εξέφραζαν το αίτημα της εναρμόνισης του κράτους με το απλώς κοινό συμφέρον, μπόρεσαν να ανασυνταχθούν και να αναλάβουν την ηγεσία του, μόνο χάρη στην υπέρβαση του πολιτικού σκηνικού που επέβαλε μια κορυφαία προσωπικότητα του εξωελλαδικού ελληνισμού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Είναι πολύ αμφίβολο εάν το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό διέθετε τη δυνατότητα να αυτο-αναιρεθεί μετασχηματιζόμενο σε κινητήριο μοχλό της ελληνικής κοινωνίας. Και τούτο διότι το παλαιό κομματικό σύστημα διέθετε ισχυρά θεμέλια συνένοχης ιδιοποίησης στους μηχανισμού του κράτους και στα εξέχοντα στοιχεία της κοινωνίας.
[17] Για την κομμουνιστική Αριστερά, που ακολουθούσε, εν προκειμένω, τις επιλογές της Ρωσίας των μπολσεβίκων, η «μικρασιατική εκστρατεία ήταν μια υπερπόντια κατακτητική πολεμική επιχείρηση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού -κυρίως του αγγλικού, αλλά και του γαλλικού και του ιταλικού- στη Μέση Ανατολή για τα πετρέλαιά της… Οι ιμπεριαλιστές, αναζωπύρωσαν τον πολιτικό μεγαλοϊδεατισμό, ένα ιμπεριαλιστικό ιδανικό των Ελλήνων εμποροτοκογλύφων, αστών και τσιφλικάδων, ζευγαρωμένο με τα κυρίαρχα όνειρα των δεσποτάδων της Πόλης, που πίστευαν πως μπορούσαν να ιδρύσουν ενιαίο ελληνικό κράτος από το Δούναβη ως το Νείλο και από τον Τίγρη και τον Ευφράτη ως τη Σικελία, την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ελλάδας «των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» (Επικαιροποιημένη ανάλυση του Ριζοσπάστη, της 28.9. 2009). Είναι εμφανές ότι η προσέγγιση αυτή του ζητήματος της εθνικής ολοκλήρωσης προτάσσει κατά παραδειγματικό τρόπο την υπεροχή του «κομματικού» ή, έστω, «ιδεολογικού» πατριωτισμού έναντι του συμφέροντος της σύνολης κοινωνίας των Ελλήνων. Ως προς αυτό, ταξινομείται στην ίδια λογική της κομματοκρατίας, που διακινούσαν, για άλλους λόγους, οι φορείς του δυναστικού κράτους στην Ελλάδα. Η οποία επιπλέον, χρεώνεται με την εξάρτηση της ελευθερίας της ελληνικής κοινωνίας από ξένα ηγεμονικά κέντρα. Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε ό,τι αφορά στο μικρασιατικό εγχείρημα, κομμουνιστική Αριστερά και δυνάμεις της παραδοσιακής κομματοκρατίας συμπίπτουν και ως προς την «σημειολογία» του επιχειρήματος (λχ για τον αποικιοκρατικό χαρακτήρα του εγχειρήματος)
[18] Οι δυνάμεις της κομματοκρατίας δεν διέκριναν στο εγχείρημα για την απελευθέρωση του μικρασιατικού ελληνισμού την κατάληξη της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά ένα αποικιοκρατικό διάβημα. Εξού και, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετώπιζαν τη Μικρασία όχι ως οργανικό μέρος του εθνικού κράτους, αλλά ως οιονεί αποικία που θα εδιοικείτο από την Ελλάδα! Γι αυτό και αντέτειναν ότι η Ελλάς δεν ηδύνατο να την κρατήσει. Και ήταν φυσικό, η Ελλάδα να μην μπορεί να κρατήσει εύκολα τη Μικρασία ως αποικία, ενώ η ενσωμάτωσή της στον εθνικό χώρο συνεπήγετο τη δραματική μεταβολή του ευρύτερου γεωπολιτικού και συνάμα του εσωτερικού πολιτικού χάρτη. Για μια παραδειγματική και σε βάθος διαπραγμάτευση του διακυβεύματος της μικρασιατικής καταστροφής, βλέπε Διονύσης Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922. Σύγχρονη ελληνική ιστορία και εξωτερική πολιτική, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2010.
[19] D.Lloyd George, The Truth about the Peace Treaties.., t.II., σελ. 336 (αναφέρεται από Κ. Σβολόπουλο, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, Αθήνα, 2009, σελ. 80).
[20] Κ. Σβολόπουλος, όπ.παρ.,
[21] Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1984.
[22] Με την εξαίρεση της Ρωσίας του Λένιν, η οποία όμως δεν ελαμβάνετο ακόμη σοβαρά υπόψιν στη διαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της περιοχής.
[23] Κ. Σβολόπουλος, όπ.παρ. και Δ. Τσιριγώτης, όπ.παρ.
[24] Το 1821 ο ελληνισμός ήταν δομημένος σε οικουμενικές βάσεις και κατείχε μια εξέχουσα θέση, σε πολλά πεδία, στην ευρύτερη περιοχή: όπως της οικονομίας, του πολιτισμού, της παιδείας, της θρησκείας και της εκκλησίας. Εντούτοις, ιδεολογικά ισορροπούσε ανάμεσα στον εθνικό και στους πολεοτικούς πατριωτισμούς, ενώ σε πολιτικό επίπεδο, όντας συγκροτημένος στη βάση του συστήματος των πόλεων/κοινών, δεν διέθετε πολιτική ηγεσία, ικανή να τον συνεγείρει ή έστω, να εναρμονίσει τις προσδοκίες του. Ένα μεγάλο μέρος της άρχουσας τάξης, άλλωστε, διέκρινε στην επαναστατική επίλυση του εθνικού ζητήματος, μια θανάσιμη απειλή για την ηγετική της θέση ή, εν πάση περιπτώσει, αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο την προοπτική αυτή. Από την άλλη, η συζήτηση για το ποιο είναι το «εθνικό» κέντρο, μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης, μαρτυρεί ότι ακόμη και στο τέλος του 19ου αιώνα, το νεοελληνικό κράτος δεν έπειθε για την ικανότητά του να στεγάσει την φιλοδοξία, τις προσδοκίες και, μάλιστα, να διαχειρισθεί τα συμφέροντα του σύνολου ελληνισμού.
[25] Τζορτζ Χόρτον, Αναφορικά με την Τουρκία, Αθήνα, 1992. Δ.Τσιριγώτη, όπ.παρ.
[26] Αναφέρομαι στο διάλογο που είναι ήδη ανοιχτός σχετικά με το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, που ακούει στο όνομα του «νέο-οθωμανισμού», και στο οποίο έσπευσαν να συνταχθούν ως συνομιλητές πολλοί από τους φορείς της εσωτερικής διανόησης της ελληνικής χώρας. Το διακύβευμα της προσέγγισης αυτής έχει ορισθεί με ικανή ακρίβεια από τον Υπερείδη και τον Δημοσθένη, τους Αθηναίους ρήτορες του 5ου αιώνα π.Χ. (Σχετικά, Υπερείδης, Υπέρ Ευξενίππου,22. Κατά Φιλιππίδου, 7,8. Ι.VI.10. I.fragm.1. Δημοσθένης, Περί των εν Χεροννήσω, 61,64. 4ος Φιλιππικός, 63).
[27] Βλέπε σχετικά Κ.Σβολόπουλος, όπ.παρ. Επίσης, Δ. Τσιριγώτης, όπ.παρ.
[28] Σβολόπουλος Κ, όπ. παρ., σελ. 51-52.
[29] Σβολόπουλος Κ., όπ.παρ., .
[30] Αυτή καθεαυτή η εγκατάλειψη της «οικαδίας» πολιτικής (της αποχώρησης και, μάλιστα, της εγκατάλειψης των ελληνικών πληθυσμών της Μικρασίας), με την προσχώρηση στη στρατηγική Βενιζέλου, αποκαλύπτει, από μόνη της, την εσωτερική, δηλαδή κομματοκρατική λογική της «αντιβενιζελικής» παράταξης. Συνομολογείται, με άλλα λόγια, ότι επέλεξε το πρόταγμα της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος», η οποία εφεξής συνεπαγόταν μια χωρίς προηγούμενο εθνική υποχώρηση, ως αντιστάθμισμα στο πρόταγμα της «Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δυο Ηπείρων», που θα ηγεμόνευε η βενιζελική παράταξη. Υπό την έννοια αυτή, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι υιοθετώντας, ως κάτοχοι της εξουσίας, τη στρατηγική Βενιζέλου, εκτιμούσε ότι ήταν εφικτό να καρπωθεί τις ψήφους του μικρασιατικού πληθυσμού ή, τουλάχιστον, να απαλλαγεί από το άχθος της προηγούμενης πολιτικής της.
[31] Από την άποψη αυτή, η διαδικασία απενοχοποίησης των συντελεστών της μικρασιατικής τραγωδίας, αποκτά μια εξέχουσα σημειολογική αξία, καθόσον επιβεβαιώνει την υπεροχή του κομματικού έναντι του εθνικού πατριωτισμού στις λογικές της διαχείρισης της πολιτείας. Για τη δίκη των έξι βλέπε Αλέξανδρου Κοτζιά, Επίλογος στο Γουδί, Φυτράκης, Αθήνα, 1974. και Η Δίκη των Εξ. Επίσημα Πρακτικά. Προλεγόμενα και σχόλια: Στ. Πρωταίος. Εκδόσεις "Χρήσιμα Βιβλία". Αθήνα, 1963