Γιώργος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία, Πατάκης, Αθήνα, 2007
Το ερώτημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος στο νέο του βιβλίο ο ΓΚ είναι: πώς έγινε ένα πολιτικό σύστημα όπως το σημερινό που το ενσαρκώνει ολοκληρωτικά το κράτος να θεωρείται ότι αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας; Το αντιφατικό εν προκειμένω έγκειται στο ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας διατείνεται ότι ενσαρκώνει δυο διαφορετικά μεταξύ τους πολιτικά συστήματα, το αντιπροσωπευτικό και το δημοκρατικό, ενώ την ίδια στιγμή δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις ούτε του ενός ούτε του άλλου. Διότι εν τέλει δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό Ο ΓΚ αντί να λαμβάνει ως δεδομένον τον δημοκρατικό χαρακτήρα του συγχρόνου πολιτικού συστήματος καταγίνεται με την δημιουργία του γνωσιολογικού πλαισίου της δημοκρατίας ώστε στη συνέχεια να υποβάλει σε κριτική δοκιμασία το σύγχρονο πολιτικό σύστημα και να αξιολογήσει την φύση του.
Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του έργου του ΓΚ από το σημείο που εγείρει το ζήτημα της θέσης της κοινωνίας στη σχέση μεταξύ ιδιοκτησίας και συστήματος
«Η προβληματική για την ελευθερία μάς εισάγει απευθείας στον πυρήνα του ζητήματος: στη σχέση μεταξύ ιδιοκτησίας και συστήματος. Η συζήτηση που άνοιξε με τις ιδεολογίες της μετάβασης από τη δεσποτεία/φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό -δηλαδή από τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό- εστιάσθηκε στο δίλημμα της ιδιωτικής ή της κρατικής ιδιοκτησίας Ο φιλελευθερισμός επένδυσε στην ιδιωτική ιδιοκτησία και στους «νόμους» της. Εννοούσε –και συνεχίζει να διακηρύσσει- ότι ο πολίτης οφείλει να συναντάται με την οικονομία στο επίπεδο της εργασίας ή της κατανάλωσης. Όχι στο πεδίο του (οικονομικού) συστήματος ή της πολιτικής. Ο σοσιαλισμός διακήρυξε την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Έχοντας, όπως και ο φιλελευθερισμός, ταυτίσει την πολιτική (και το πολιτικό σύστημα) με το κράτος, θεώρησε ότι η κρατικοποίηση της ιδιοκτησίας θα μετέφερε την τελευταία στην περιοχή της πολιτικής, δηλαδή της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Μάρξ πίστευε ότι καταργώντας την ιδιωτική ιδιοκτησία και άρα τις τάξεις θα καταργούσε το κράτος και περαιτέρω την πολιτική. Δεν συνέλαβε, προφανώς, ότι η κατάργηση της πολιτικής θα επέφερε την κατάργηση της κοινωνίας, ενώ η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας έμελλε να οδηγήσει, όχι στο μαρασμό του κράτους-συστήματος αλλά στην ολοκληρωτική δεσποτεία.
Και οι δυο αυτές ιδεολογίες/προτάγματα συμφωνούσαν στο ουσιώδες της φεουδαλικής κληρονομιάς: ότι παντού η ιδιοκτησία συγκροτεί και λειτουργεί το σύστημα. Στην οικονομία, ο ιδιοκτήτης μιας εταιρείας (η εργοδοσία ή το κεφάλαιο) αποφασίζει για το είδος και το σκοπό της παραγωγής, ποιόν θα προσλάβει ή θα απολύσει, για τους όρους και το περιεχόμενο της εργασίας. Ομοίως και στην πολιτική. Το κράτος-νομικό πρόσωπο υποκατέστησε τον ένσαρκο ιδιοκτήτη της δεσποτικής εποχής, δεν κατέλυσε όμως την ιδιοκτησία του επί της πολιτικής. Η νομική κατασκευή του κράτους ενσάρκωσε το πολιτικό σύστημα. Η νομιμοποιητική παρουσία της κοινωνίας στη στελέχωσή του -στην επιλογή του πολιτικού προσωπικού που θα δώσει βούληση στο κράτος- ή η εξωθεσμική πολιτική παρέμβαση των κοινωνικών δυνάμεων ή των ομάδων πίεσης, δεν αναιρούν το γεγονός αυτό.
Συνεπώς, ούτε ο φιλελευθερισμός ούτε ο σοσιαλισμός ήγειραν το ζήτημα της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας διότι, πολύ απλά, η φάση την οποία διερχόταν –και διέρχεται ακόμη- το νεότερο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, δεν το επέτρεπε και, ως εκ τούτου, ουδένα ενδιέφερε η αποδέσμευση του συστήματος από την ιδιοκτησία. Η συνάντηση της κοινωνίας με την οικονομία εθεωρείτο αυτονόητο ότι όφειλε να διέλθει από την οικονομική αγορά, όπως ακριβώς και η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική ήταν αυτονόητο ότι θα γινόταν δια του κράτους και των ομάδων διαμεσολάβησης. Η έννοια της κοινωνίας-συστήματος και, κατ’ επέκταση, της πολιτικής αγοράς που αποδίδει το γινόμενο του συνολικού κοινωνικού γίγνεσθαι ήταν και εξακολουθεί να είναι παντελώς άγνωστη.
Έχει σημασία να προσημειωθεί εδώ ότι στην ελληνική πόλη το ζήτημα της κοινωνικής ελευθερίας αντιμετωπίσθηκε διττά: είτε, στην κρατοκεντρική εποχή, με τη μετάβαση από την κοινωνία της (οικονομικής) εργασίας –όπου η ιδιοκτησία ενσαρκώνει το σύστημα- στην κοινωνία της πολιτικής εργασίας ή σχόλης, κατά την οποία ο πολίτης απορρίπτεται και στη συνέχεια απορρίπτει την οικονομική εργασία. Είτε, στην οικουμενική φάση, με τη μετάβαση στην εταιρική κοινωνία. Σε ό,τι αφορά στην πολιτική ελευθερία, ζητούμενο υπήρξε σταθερά η συγκρότηση της κοινωνίας σε πολιτικό σύστημα και η περιαγωγή του κράτους σε απλή διοικητική θεραπαινίδα του δήμου/συστήματος.
Με διαφορετική διατύπωση, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο σοσιαλισμός, αγνοούν την ελευθερία πέραν της ατομικής της διάστασης και, εν προκειμένω, την κοινωνική. Διότι η κοινωνική ελευθερία θεωρεί ως ασύμβατη με το διατακτικό της την εργασία που υπαγορεύεται από την βιοτική ανάγκη ή που συνδυάζεται με την εξαρτημένη εργασία. Η σοσιαλιστική ιδεολογία δεν ενοχλείται από την ύπαρξη της βιοτικής ανάγκης, θεωρεί ότι η εργασία προώρισται να την ικανοποιήσει και, βεβαίως, ορίζεται ως μήτρα του αξιακού συστήματος του ανθρώπου. Το άτομο που δεν εργάζεται, που δεν συμμετέχει στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος, δεν δικαιούται να συμμετάσχει στην (ανα-) διανομή του. Και φυσικά τοποθετείται στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Συνεπώς, η μεταβίβαση της οικονομικής ιδιοκτησίας από τον ιδιώτη στο κράτος δεν καταργεί την ιδιοκτησία-σύστημα ούτε απελευθερώνει κοινωνικά το άτομο. Καταργεί, όμως, κατά τη σοσιαλιστική ιδεολογία, την εκμετάλλευση, καθόσον η τελευταία είναι συμφυής με τη πάλη των τάξεων. Αφού λοιπόν η πάλη των τάξεων καταργείται, με την κατάλυση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι αναπόφευκτο να εξαλειφθεί και η εκμετάλλευση.
Η συλλογιστική αυτή, όπως προκύπτει από τις εφαρμογές της, κατήργησε όντως τις κοινωνικές τάξεις που είχαν ως υπόβαθρο την ιδιωτική ιδιοκτησία, όχι όμως και την εκμετάλλευση. Διότι, σε τελική ανάλυση, η τροφοδότης σχέση της εκμετάλλευσης δεν είναι η ιδιοκτησία καθεαυτή, αλλά η ιδιοκτησία στην οποία αναγνωρίζονται η συγκρότηση και η λειτουργία του συστήματος. Καταργώντας, έτσι, την ιδιωτική ιδιοκτησία-σύστημα το σοσιαλιστικό πρόταγμα δεν αντέτεινε την ολοκληρωτική κατάλυση της ιδιοκτησίας και, μάλιστα, της ιδιοκτησίας-συστήματος. Προέκρινε απλώς την συσσώρευσή της στα χέρια του κράτους. Το κράτος, κάτοχος ήδη, δηλαδή ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος και, κατ’επέκταση, της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας, έγινε με τον τρόπο αυτό συνάμα και καθολικός ιδιοκτήτης της οικονομίας.
Εκείνο που δεν προσέχθηκε, εν προκειμένω, είναι ότι η λύση αυτή, που εναγκαλίσθηκε η σοσιαλιστική ιδεολογία, συγκροτεί την έννοια της δεσποτείας. Το γεγονός ότι ο νέος ιδιοκτήτης, το κράτος, δεν είναι ένσαρκος, όπως στο δεσποτικό κοσμοσύστημα, δεν αναιρεί τη θεμέλια αρχή της, ούτε απομειώνεται η σημασία της επειδή το «νομικό πρόσωπο» του κράτους αποκτά βούληση μόνο μέσω του πολιτικού προσωπικού που το κατέχει. Με την έννοια αυτή, ο κάτοχος του ολοκληρωτικού κράτους ενσαρκώνει ο ίδιος, εντέλει, τις ιδιότητές του. Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει ότι μετά από μια στιγμή, οπότε η ιδεολογία ατονεί ως συνιστώσα της συνάντησης της κοινωνίας με το κράτος, δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να συγκρατήσει τον φορέα του να μην ιδιοποιηθεί την παραγόμενη οικονομική ή άλλη υπεραξία.
Πυρήνα του αδιεξόδου αυτού, του σοσιαλιστικού προτάγματος, αποτελεί η εντύπωσή του ότι η ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από το κράτος/ιδιοκτήτη είναι αυτονόητη και δεδομένη και ότι, συνεπώς, το διακύβευμα εστιάζεται αποκλειστικά στον έλεγχό του από φίλιες δυνάμεις του «προλεταριάτου». Είναι προφανές ότι, όσο σημαίνουσα και αν είναι η διαφορά του σοσιαλιστικού από το φιλελεύθερο πρόταγμα στο ζήτημα αυτό, το κοινό καταστατικό τους γνώρισμα είναι εκείνο που χαρακτηρίζει τη φύση τους. Αναφερόμαστε στη συναντίληψή τους για την πολιτική και το κράτος και, συνακόλουθα, στη βεβαιότητα και των δύο ότι η κοινωνία τοποθετείται πέραν της πολιτείας στην ιδιωτική σφαίρα. Η έννοια του πολίτη και για τα δύο αυτά προτάγματα ορίζεται δυνάμει του ανήκειν στο κράτος, δεν ενσωματώνει μια ορισμένη ιδιότητα (π.χ. του εντολέως) στο πολιτικό σύστημα. Εξού και, όπως θα δούμε, το περιεχόμενο της συλλογικής ταυτότητας (π.χ. του έθνους) συναντάται με το γινόμενο της ελευθερίας μόνο μέσω (της ανεξαρτησίας) του κράτους, όχι όμως και σε ό,τι αφορά στο εσωτερικό καθεστώς των μελών της.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι φυσικό το ενδιαφέρον να εντοπίζεται στις πολιτικές και όχι στην πολιτική. Οι πολιτικές αφορούν στα κοινωνικά ζητήματα που υιοθετούνται από τον κάτοχο της πολιτικής κυριαρχίας, δηλαδή το κράτος ή στα οποία εμπλέκεται λόγω της δυναμικής των ομάδων διαμεσολάβησης, ενώ η πολιτική ανάγεται στα κοινωνικά φαινόμενα που είναι από τη φύση τους πολιτικά. Η διαφορά είναι θεμελιώδης και στοιχειοθετεί τη μήτρα του πολιτικού πολιτισμού. Η νεοτερικότητα, όλων των αποχρώσεων, αγνοώντας τη διάκριση αυτή, διακηρύσσει ότι όλα τα κοινωνικά ζητήματα είναι πολιτικά. Εντούτοις, η ορθή διατύπωση είναι ότι τα ζητήματα που είναι συμφυή με το πολιτειακό σύστημα είναι πολιτικά, εν αντιθέσει προς τα κοινωνικά ζητήματα που γίνονται πολιτικά εφόσον εγγραφούν στις προτεραιότητες των ενδιαφερομένων κοινωνικών συντελεστών (π.χ. η τιμή ή η προστασία ενός αγροτικού προϊόντος) ή της πολιτικής εξουσίας του κράτους.
Ώστε, εκείνο που θα κρίνει το εύρος του πολιτικού χώρου δεν είναι ο αριθμός των κοινωνικών ζητημάτων που εγγράφονται δυνάμει στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής (όπως νομίζει ο φιλελευθερισμός) ούτε το μέγεθος της οικονομικής ιδιοκτησίας του κράτους (όπως ισχυρίζεται ο σοσιαλισμός), αλλά η φύση του πολιτικού συστήματος. Εάν το πολιτικό σύστημα ανήκει στο κράτος, και μάλιστα με όρους κυριαρχίας, ο πολιτικός πολιτισμός, εν προκειμένω, αφήνει στην κοινωνία την αρμοδιότητα της νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού και, ιδίως, τη διέξοδο της εξωθεσμικής δυναμικής αμφισβήτησης ή διεκδίκησης. Με απλούστερη διατύπωση, πρόκειται για τον πολιτικό πολιτισμό που συνδυάζει την ύπαρξη ενός στοιχειώδους κανονιστικού περιβάλλοντος με την πρόσληψη της πολιτικής ως δύναμης. Εάν, αντιθέτως, το πολιτικό σύστημα ανήκει, ενόλω ή ενμέρει, στην κοινωνία, τα μέλη της κατέχουν αναλόγως την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Υπό την ιδιότητά του αυτή, το σώμα της κοινωνίας συναντάται ευθέως με τους συντελεστές του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι ή, αλλιώς, των κοινωνικών και οικονομικών υπο-συστημάτων, υπό την ιδιότητά του όχι μόνο ως φορέα της εργασιακής δύναμης ή ως καταναλωτή, αλλά και ως ένσαρκο φορέα της πολιτικής αγοράς, δηλαδή της πολιτείας.
Η πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας με όρους αυτονομίας ή δικαιωμάτων αποτελεί τον καταλύτη της διάκρισης. Η κοινωνία, εκεί όπου θεμελιώνει την υπόστασή της με μέτρο τα δικαιώματα, είναι υπήκοος ή, αλλιώς, μη αυτόνομη και, κατ' επέκταση, μη πολιτικά ελεύθερη κοινωνία. Ο πολιτικός πολιτισμός της ιδιοκτησίας-συστήματος (και, κατ’επέκταση, των δικαιωμάτων) είναι σαφώς προ-δημοκρατικός. Ως επακόλουθο του συλλογισμού αυτού προκύπτει αναντιλέκτως ότι και ο πολιτικός πολιτισμός της νεοτερικότητας είναι όχι απλώς προ-δημοκρατικός, αλλά και εξαιρετικά πρώιμος, αφού δεν ενσωματώνει καν τα στοιχεία της αντιπροσώπευσης.
Από τα ανωτέρω γίνεται εμφανές, επίσης, ότι και οι συνάδουσες ιδεολογίες, ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός, δεν περιέχουν στο πρόταγμά τους την καθολική (την ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία και, συνακόλουθα, τη δημοκρατία. Και οι δύο, συγκροτούν ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης που διαδέχεται τη δεσποτεία και, ως εκ τούτου, είναι επικεντρωμένες στην ατομική ελευθερία και στο «σώμα» των κοινωνικο-πολιτικών δικαιωμάτων που θα οριοθετήσει την περίμετρό της και θα την προστατεύσει.
Στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς δρόμους στη διαδικασία της ανασυγκρότησης του κληρονομηθέντος από τη δεσποτεία συστήματος -του συστήματος που ενσαρκώνεται από την ιδιοκτησία-, ώστε να γίνει συμβατό με την ανθρωποκεντρικά υποστασιοποιημένη -την ατομικά ελεύθερη- κοινωνία. Εξού και τα προτάγματα αυτά δεν εξικνούνται μέχρι να προκρίνουν την αναίρεση του δεσποτικού κεκτημένου -την κατάργηση της ιδιοκτησίας/συστήματος- ώστε να εμπεδωθεί η καθολική ελευθερία και, κατ’επέκταση, η δημοκρατία»
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου