Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Γ.Κοντογιώργης, Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2010



ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ, στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, της 22 Μαϊου 2010



«Οικονομικά συστήματα και ελευθερία»





«Οικονομικά συστήματα και ελευθερία» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Σιδέρη».



Θέματα όπως το «Τι παράγει την εκμετάλλευση;» απασχολούν τον συγγραφέα: «Η ιδιοκτησία επί του κεφαλαίου ή επί του συστήματος της οικονομίας;». Ποια η διάκριση μεταξύ «εργασίας εμπορεύματος» και «εργασίας κεφαλαίου»; Γιατί κατέρρευσαν οι υπαρκτοί φιλελευθερισμοί και σοσιαλισμοί; Γιατί οι σοσιαλιστές διαγκωνίζονται με τους νεοφιλελεύθερους για τον επιχειρησιακό έλεγχο του συστήματος της «αγοράς»; Γιατί το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί διά «μεταφοράς» και όχι, όπως στο παρελθόν, στον τόπο της παραγωγής του; Τι οδήγησε στην παρούσα κρίση και ποια είναι η σημειολογία της; Πού πηγαίνει εντέλει ο κόσμος της εργασίας, τα οικονομικά συστήματα και, σε τελική ανάλυση, η σχέση μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής «αγοράς»;


Αυτά είναι ορισμένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα στα οποία ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει με την πρόταξη μιας τυπολογίας των οικονομικών συστημάτων που διακρίνει στην εξέλιξη είτε την αποδέσμευση του ατόμου από το σύστημα είτε την απόδοση του συστήματος στους κοινωνικούς του συντελεστές.



Στη συνέχεια δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Κοντογιώργη:



«Η νεοτερική οικονομική επιστήμη ταξινόμησε εξαρχής τα οικονομικά συστήματα βασικά σε τρεις κατηγορίες, με τελευταία εκείνη της "αγοράς", η οποία αναλαμβάνει έναν κεντρικό οργανωτικό και ρυθμιστικό ρόλο.



Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει ένα πολυσήμαντο γνωσιολογικό έλλειμμα, το οποίο επιπλέον συναρτάται με την απόφαση της νεοτερικότητας να αναδείξει την "αγορά" σε διακρίνουσα του συστήματος και, μάλιστα, σε μέτρο της οικονομικής τυπολογίας της ιστορίας. Οντως, η νεότερη οικονομική επιστήμη εδράζεται στην αξιωματική αρχή ότι το σύστημα ανήκει στην ιδιοκτησία. Ως προς αυτό, διαπιστώνουμε ότι συγχέει προφανώς την ιδιοκτησία ως γεγονός που αφορά τα μέσα της παραγωγής (λ.χ. επί του κεφαλαίου), με την ιδιοκτησία επί του συστήματος της παραγωγής, για παράδειγμα μιας επιχείρησης. Η διάκρισή τους όμως έχει καταστατική σημασία, ιδίως ως προς τις επιπτώσεις της στην εργασία του πολίτη ή του μη πολίτη, για παράδειγμα του οικονομικού μετανάστη.



Η ιδιοκτησία επί των μέσων της παραγωγής αποτέλεσε το διακύβευμα της μετάβασης από τη δεσποτεία (π.χ. τη φεουδαρχία) στον ανθρωποκεντρισμό (στις κοινωνίες της κλιμακούμενης ελευθερίας). Στο διακύβευμα αυτό βρήκε έρεισμα εν μέρει η αντιπαλότητα ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και στον σοσιαλισμό. Ο μεν θα υποστηρίξει βασικά την ιδιωτική ιδιοκτησία, ο δε ευρέως την κρατική.



Μετα-δεσποτική εποχή

Ο κόσμος της μετα-δεσποτικής εποχής, ενώ προς στιγμήν προέταξε την ατομική ιδιοκτησία για να αντιπαρέλθει τη φεουδαρχία, στην πραγματικότητα ανασυγκροτήθηκε στη βάση του συστήματός της. Ωστε το διακύβευμα της μετάβασης ήταν να εξοικονομηθεί η ιδιοκτησία επί του συστήματος της οικονομίας με την ατομική ελευθερία του φορέα της εργασίας. Το σημείο του συμβιβασμού, που συνάντησε το συμφέρον και των δύο, ήταν η εγκαθίδρυση μιας "σύμβασης" μεταξύ τους, η οποία σηματοδοτούσε την αυτόβουλη εκχώρηση της εργασιακής δύναμης από τον κάτοχό της στον ιδιοκτήτη του συστήματος έναντι "αμοιβής". Διέλαθε εντούτοις της προσοχής ότι, με τον τρόπο αυτό, διεσώζετο το ουσιώδες της ατομικής ελευθερίας, όχι όμως και η κοινωνική ελευθερία. Διότι εντέλει η συναίνεση την οποία υποκρύπτει η συμβατική εκχώρηση της εργασιακής δύναμης δεν είναι σωστική της ομόλογης ελευθερίας. Το καθεστώς του ατόμου που προσέρχεται, εθελουσίως ή μη, στην εξουσία του ιδιοκτήτη του συστήματος μεταβάλλεται δραματικά. Δεν είναι η συναίνεση, αλλά το καθεστώς στο οποίο προσέρχεται το άτομο που ορίζει την κατάσταση της οικείας ελευθερίας. Ο χρόνος της παρεχομένης εργασίας στον ιδιοκτήτη του συστήματος είναι χρόνος εξάρτησης και, κατ' επέκταση, κοινωνικής ετερονομίας, που προσμετράται αντιστοίχως ως έλλειμμα αυτονομίας ή ελευθερίας του ατόμου.



Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να κατανοηθεί πλήρως η "περιπέτεια" του μαρξικού προτάγματος και οι εφαρμογές του στο πεδίο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός επαγγέλθηκε όντως την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα της παραγωγής, όχι την ιδιοκτησία επί του συστήματος. Το επιχείρημα του σοσιαλισμού συνοψιζόταν στο ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα της παραγωγής είναι υπαίτια της εκμετάλλευσης και όχι ειδικότερα η ιδιοκτησία επί του συστήματος της οικονομίας. Αφού η πρώτη συνέχεται, από τη φύση της, με τη δεύτερη, αυτή είναι στη βάση τής μειονεκτικής θέσης της κοινωνίας στην παραγωγική διαδικασία και, κατ' επέκταση, του συστήματος εκμετάλλευσης. Εξ ου και προέκρινε εντέλει όχι την κατάργηση της ιδιοκτησίας γενικώς ή έστω τον αναδασμό της, αλλά την απόδοσή της συλλήβδην -τόσο των μέσων της παραγωγής όσο και του συστήματος της οικονομίας- στο κράτος. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος, που από την πλευρά του διατηρούσε επίσης την ιδιοκτησία επί του πολιτικού συστήματος, συγκέντρωνε στα χέρια του μια εκρηκτική δύναμη, που το μετέβαλε και τυπικά σε απολυταρχικό μόρφωμα.



Διασπορά και συγκέντρωση

Ωστε, η διαφορά μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού εστιάζεται αποκλειστικά στο ζήτημα της διασποράς ή της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας επί του συστήματος, που εξέφρασε το δίλημμα ιδιωτική ή κρατική ιδιοκτησία. Κανένας όμως δεν συναινεί στην απόδοση του συστήματος στους φορείς της εργασίας και, υπό μια άλλη έννοια, στην ευρύτερη κοινωνία. Και στον μεν και στον δε, ο φορέας της εργασίας, εν ολίγοις η κοινωνία, καλείται να συναντηθεί με το σύστημα της οικονομίας, είτε στο πεδίο της (εξαρτημένης) εργασίας είτε στο πεδίο της κατανάλωσης. Το σύστημα παραμένει ερμητικά συνυφασμένο με την ιδιοκτησία. Το ζήτημα, εναλλακτικά, δεν είναι η κατάργηση του κεφαλαίου, αλλά της μονοσήμαντης ιδιοκτησίας του κεφαλαίου ή της εργοδοσίας επί του συστήματος.



Το γεγονός αυτό εξηγεί ακριβώς γιατί, και στις δύο περιπτώσεις, η προσέγγιση της οικονομίας (και του συστήματός της) γίνεται σταθερά από τη σκοπιά, αφ' ενός της αποτελεσματικότητάς της και, αφετέρου, του φορέα που είναι ο πλέον αρμόδιος να τη διασφαλίσει. Η επίκληση της ελευθερίας ως κοινωνικού αγαθού διέρχεται και συχνά συγχέεται με την ελευθερία του επιχειρείν με γνώμονα την αγορά. Ευλόγως, από μιαν άποψη, αφού απουσιάζει ολοκληρωτικά η προβληματική της κοινωνικής ιδίως ελευθερίας.



Το ερώτημα είναι αν όντως το σύστημα αυτό, που εξοικονομεί τη συνάντηση του παλαιού καθεστώτος με τη νέα κοινωνία, αποτελεί συμφυές και, ως εκ τούτου, αξεπέραστο ιδίωμα της ανθρώπινης κατάστασης ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση, τα οικονομικά συστήματα διαφοροποιούνται ως εκ του φορέα της ιδιοκτησίας (καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό), δεν διακρίνουν μεταξύ της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (π.χ. του κεφαλαίου) και της ιδιοκτησίας επί του συστήματος. Στη δεύτερη περίπτωση, αποδεχόμαστε ότι η τυπολογία αυτή, δεν αποτελεί παρά μια μορφολογική εκδήλωση στο πλαίσιο του ιδίου τύπου οικονομικού συστήματος -του συστήματος που ανήκει στην ιδιοκτησία- που από εξελικτικής απόψεως προόρισται να μεταλλαχθεί σταδιακά, παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της ελευθερίας. Μετάλλαξη η οποία υποδηλώνει ότι το δίλημμα δεν θα τίθεται με γνώμονα το ανήκειν της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου (στον ιδιώτη ή στο κράτος) και, πολλώ μάλλον, σε σχέση με τη μονοσήμαντη επιχειρησιακή λειτουργία της "αγοράς", αλλά με πρόσημο την ελευθερία (και την ευημερία) της κοινωνίας».*