Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Του Πολυχρόνη Καρσαμπά, Ένα προφητικό κείμενο του 1984 για τα ελληνοτουρκικά. στο Capital.gr


Παρασκευή, 28-Ιουν-2019 00:05
Ένα προφητικό κείμενο του 1984 για τα ελληνοτουρκικά









Του Πολυχρόνη Καρσαμπά
Μια οξυδερκής γεωπολιτική ανάλυση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου το 1984 κ. Γιώργου Κοντογιώργη, που περιέχεται στο βιβλίο του "Πολιτικό Σύστημα και Πολιτική", προείδε τον γεωπολιτικό-γεωστρατηγικό σχεδιασμό της Τουρκίας και προδιέγραψε την πορεία των πραγμάτων μέχρι και σήμερα, όπου η Ελλάδα και η Κύπρος, μέσω της επιλογής της πολιτικής κατευνασμού, δορυφοροποιούνται από την Τουρκία και διαμορφώνεται ένα είδος "δορυφορικής συμπληρωματικότητας", με κύριο γνώρισμα τη συνεταιρική συμμέτοχη της γειτονικής χώρας στα πράγματα της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και στον ορυκτό τους πλούτο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Κοντογιώργης, το γεωπολιτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία συνίσταται στο γεγονός ότι "οποίος ελέγχει το Αιγαίο, μπορεί άνετα να απειλήσει τη Δυτική Μ. Ασία, ενώ η, ακώλυτη παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο, της εξασφαλίζει επιθετική πρόσβαση στην Κεντρική και Ανατολική Τουρκία". Κατά συνέπεια το αμυντικό πρόβλημα της Ελλάδας διέρχεται απευθείας από τον έλεγχο της Κύπρου.
Τον άξονα Ελλάδας - Κύπρου έπληξε η Τουρκία με επιτυχία το 1974 με την εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου, ως εγγυήτρια δύναμη, τη στιγμή που η άλλη εγγυήτρια δύναμη, η Ελλάδα, κυβερνιόταν στον μεν 1ο Αττίλα από τη Χούντα του Ιωαννίδη και στον 2ο Αττίλα από την κυβέρνηση Καραμανλή, που διατύπωσε το περίφημο "Η Κύπρος κείται μακράν". 
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής "το σχέδιο Ατσεσον ή η ομοσπονδιακή πρόταση του Ισμέτ Ινονού στόχευαν απλώς στη δορυφοροποίηση της Κύπρου υπό τη σκιά της τουρκικής δυναστείας. Πράγμα που επιτεύχθηκε στην εντέλεια με την εισβολή του Αττίλα".
Συνεχίζοντας ο κ. Κοντογιώργης αναφέρει ότι "η ίδια σταθερά στις επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ισχύει στο Αιγαίο. Στόχος και εδώ είναι η διαμόρφωση ενός είδους συμμετοχής σχέσης (ο περίφημος συνεταιρισμός στον "ορυκτό" πλούτο του Αιγαίου, η διεκδίκηση της αμυντικής ευθύνης της περιοχής αυτής κτλ.) η οποία θα της εξασφαλίζει συγχρόνως ένα δικαίωμα και μια δυνατότητα παρέμβασης στην ευρύτερη πολιτική της Ελλάδας. Μια συμμετοχική σχέση, επομένως, που μακροχρόνια μόνο θα αποτρέπει κάθε αμφισβήτηση της ηγετικής της θέσης στην περιοχή, αλλά και θα κατοχυρώνει τη "φινλανδοποίηση" της Ελλάδας". Κάθε αμφισβήτηση, εκ μέρους της, θα εισάγει άμεσα το πρόβλημα του εδαφικού της ακρωτηριασμού.
Τελειώνοντας , ο κ. Κοντογιώργης αναφέρει προφητικά ότι "τόσο η ΕΣΣΔ (τότε) όσο και οι ΗΠΑ συγκλίνουν στη διατήρηση ενός καθεστώτος ειρήνης στην περιοχή, που θα απέτρεπε τη μετακίνηση της έντασης από τη Μέση Ανατολή προς Βορράν στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και στο υπογάστριο του ανατολικού συνασπισμού. Για την Κύπρο αυτό σημαίνει τη διαιώνιση της τουρκικής κατοχής ή το λιγότερο μια μορφή συνομοσπονδίας που θα συνεταίριζε τους Τουρκοκύπριους και στη νότια Κύπρο. Για το Αιγαίο, τη συντήρηση μιας υποβοσκουσας κρίσης που, αργά ή γρήγορα, η γειτονική χώρα θα επιδιώξει να επωφεληθεί".
Ήδη σήμερα, παρά το γεγονός ότι το 2004 ο ιδιοφυής και πατριώτης Τάσσος Παπαδόπουλος προχώρησε μονομερώς στην ανακήρυξη της ΑΟΖ της Κύπρου (παρά τις αντιρρήσεις των Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου και του συνόλου Ελληνικού Πολιτικού Συστήματος), παρά το γεγονός ότι η Αμερική, η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση την αναγνώρισαν χωρίς κανένα δισταγμό και η Τουρκία έμεινε στη δήλωση ότι δεν αναγνωρίζει την ΑΟΖ της Κύπρου, και τέλος παρά το γεγονός ότι η κίνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου δημιούργησε μια de jure και de facto κατοχύρωση της Κυπριακής ΑΟΖ σεβαστή και από την ίδια την Τουρκία για 14 χρόνια, η Τουρκία, αν και εγγυήτρια δύναμη, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας, πραγματοποίησε εισβολή στην Κυπριακή ΑΟΖ, δίκην 3ου Αττίλα, και στη διενέργεια γεωτρήσεως εντός αυτής, χωρίς καμία αντίσταση και απολύτως καμία παρουσία στρατιωτικής αντιστάσεως. 
Μάλιστα μετά την επιτυχία του εγχειρήματος του πρώτου γεωτρύπανου (Fatih) στέλνει και δεύτερο (Yavuz) στην Κυπριακή ΑΟΖ, προκειμένου να ολοκληρώσει την εκεί εισβολή του πριν κατευθυνθεί στο Καστελόριζο, για την οριστική λύση του ζητήματος του διαμοιρασμού του Αιγαίου.
Το πολιτικό σύστημα, τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδος, έχοντας στην ουσία υποκύψει στη δορυφοροποίηση από την Τουρκία, αρκούνται στις φραστικές απειλές και στην επίκληση της διεθνούς νομιμότητας, χωρίς να αντιδρούν με προβολή ισχύος, υποκύπτοντας στην de facto εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, την οποία μάλιστα προαναγγέλλουν επανειλημμένως και επιμόνως.
Πιο συγκεκριμένα ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Κοτζιάς, δήλωσε στην ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ότι "δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες, αλλά να έχει και η Τουρκία έσοδα από τον ενεργειακό πλούτο της ανατολικής Μεσογείου", ενώ ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος δήλωσε στις 19/3/2019 ότι "στην ανατολική Μεσόγειο έχει η Τουρκία δικαιώματα που της αναγνωρίζει το δίκαιο της θάλασσας που εμείς θέλουμε να διέπει τις μεταξύ μας διαφορές" και ότι "πώς μπορεί κάποιος να αποκλείσει από αυτή την περιοχή την Τουρκία η οποία έχει τόσα χιλιόμετρα ακτή στη Μεσόγειο. Κανείς δεν ισχυρίζεται το αντίθετο από αυτό".
Τέλος ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, σε άρθρο του στην Καθημερινή στις 9/6/2019 δήλωσε ότι "Ο κίνδυνος επεισοδίων με την Τουρκία θα είναι υπαρκτός, εάν δεν βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες," και συνεχίζοντας αναφέρει, ως πρωθυπουργός των Ιμίων ότι "δεν αποκλείει νέα Ίμια". 
Ήδη, χωρίς να πέσει μια τουφεκιά, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα προαναγγέλει και αποδέχεται de facto την νέα Εθνική Συνθηκολόγηση, και την εκχώρηση Εθνικής Κυριαρχίας στον αμυντικό άξονα Αιγαίου – Κύπρου, και μάλιστα "αμαχητί" , όπως σύσσωμο έπραξε πρόσφατα με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε νέο άρθρο που θα ακολουθήσει το παρόν θα αναλύσουμε τη μετάβαση της χώρας από την "Φινλανδοποίηση" στην "Ιμιοποίηση", την οποία επίσης έχει αναλύσει και περιγράψει διεξοδικά ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης. 
Το προφητικό κείμενο του καθηγητή Κοντογιώργη έχει ως εξής:
Εξωτερική πολιτική και περιφερειακή ασφάλεια
Η συμπλήρωση δέκα χρόνων αφότου η Τουρκία επέβαλε τη δική της πραγματικότητα στην Κύπρο, ήρθε να επιβεβαιώσει συγχρόνως την κατάρρευση της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του μεταπολέμου. Πολιτικής, που, όπως είδαμε, υπαγορεύτηκε μονοσήμαντα από το γεγονός της εξάρτησης και επέβαλε η ανάγκη στήριξης του παραπαίοντος κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος της χώρας με την εισαγωγή πρόσθετης ασφάλειας από την προστάτιδα (του καθεστώτος) Δύση.
Η αναπόφευκτη αυτή πολιτική, που νομιμοποιήθηκε στο εσωτερικό με τη γνωστή διόγκωση της κατασταλτικής περιοχής του κράτους, έμελλε να διαρκέσει και όταν ακόμα η ανθρωπότητα ξεπέρασε τον ψυχρό πόλεμο και η ελληνική κοινωνία εισήλθε οριστικά στην περίοδο της οικονομικής απογείωσης.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να αναλύσουμε το φαινόμενο. Η επισήμανσή του, όμως, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διαφανεί ο ρόλος της μονοκρατορικής οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτικής διαδικασίας, που έζησε η χώρα μέχρι και την πρόσφατη μεταπολίτευση, για την ανάπτυξή του.
Το ενδιαφέρον στην ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ότι ήδη από τα μέσα προς το τέλος του μεσοπολέμου, αυτή, απομακρύνεται σταδιακά από τις σταθερές που επέβαλε η δυναμική του 1909 προς όφελος μιας στρατηγικής προσαρμοσμένης ολοένα και περισσότερο στις επιταγές του εσωτερικού καθεστώτος. Η προσαρμογή αυτή γίνεται εμφανέστερη και συγκεκριμενοποιείται στο κοινωνικό πρόβλημα, μετά τον πόλεμο, ως αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας, του εμφυλίου και εννοείται του χαρακτήρα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Το μέλλον και τα ειδικότερα προβλήματα του ελληνισμού (όπως το Κυπριακό) δεν μπορούν πια παρά να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο και στο όνομα μιας άκαμπτης όσο και "καθεστωτικής" αντίληψης για τη δυτική αλληλεγγύη.
Η κεμαλική Τουρκία, από την πλευρά της, διείδε την πορεία προς τον "δυτικού" τύπου εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη να αρθρώνεται στη βάση μιας στενής αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας με την ελληνική περίπτωση και φιλία. Η πολιτική αυτή, που φαίνεται να υιοθετήθηκε από τις άρχουσες κεμαλογενείς ομάδες της γειτονικής χώρας, χαρακτήριζε οπωσδήποτε την ουσία των ελληνοτουρκικών σχέσεων σ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Το Κυπριακό, ωστόσο, αποτέλεσε για τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα της Τουρκίας το έναυσμα προς την κατεύθυνση μιας αναθεώρησης της προβληματικής που όφειλε να διέπει το περιεχόμενο της ζωτικής της περιοχής. Στην πραγματικότητα και μέχρι σήμερα η άποψη για τη συμπληρωματικότητα των δύο χωρών στην πορεία προς τον αστικό εκσυγχρονισμό δεν άλλαξε ουσιαστικά" Μεταβλήθηκε όμως ποιοτικά στο μέτρο που η τουρκική πλευρά διείδε σ’ αυτήν και μάλιστα διεκδίκησε τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιεχόμενό της" Να διαμορφώνει, με άλλα λόγια, τις βασικές επιλογές της ελληνικής πολιτικής. Το σχέδιο Ατσεσον ή η ομοσπονδιακή πρόταση του Ισμέτ Ινονού στόχευαν απλώς στη δορυφοροποίηση της Κύπρου υπό τη σκιά της τουρκικής δυναστείας. Πράγμα που επιτεύχθηκε στην εντέλεια με την εισβολή του Αττίλα.
Η ίδια σταθερά στις επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Αιγαίο δεν αμφισβητεί, για την ώρα τουλάχιστον, τα όρια της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε καμιά περίπτωση. Στόχος και εδώ είναι η διαμόρφωση ενός είδους συμμετοχής σχέσης (ο περίφημος συνεταιρισμός στον "ορυκτό" πλούτο του Αιγαίου, η διεκδίκηση της αμυντικής ευθύνης της περιοχής αυτής κτλ.) η οποία θα της εξασφαλίζει συγχρόνως ένα δικαίωμα και μια δυνατότητα παρέμβασης στην ευρύτερη πολιτική της Ελλάδας. Μια συμμετοχική σχέση, επομένως, που μακροχρόνια μόνο θα αποτρέπει κάθε αμφισβήτηση της ηγετικής της θέσης στην περιοχή, αλλά και θα κατοχυρώνει τη "φινλανδοποίηση" της Ελλάδας". Κάθε αμφισβήτηση, εκ μέρους της, θα εισάγει άμεσα το πρόβλημα του εδαφικού της ακρωτηριασμού.
Ώστε, μπροστά στην ισότιμη συμπληρωματικότατα που επιδίωξε η κεμαλικής έμπνευσης τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, η σημερινή Τουρκία επιδιώκει μια "δορυφορική" συμπληρωματικότητα, με κύριο γνώρισμα τη συνεταιρική συμμέτοχη της γειτονικής χώρας στα πράγματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Είναι το μέγιστο που θα μπορούσε να επιδιώξει τη στιγμή αυτή.
Η διαφοροποίηση είναι εμφανής, όχι όμως και τα αίτια που την προκάλεσαν. Διακινδυνεύοντας μια αναπόφευκτη σχηματοποίηση, θα επισημαίναμε, πρωταρχικά, την ποιοτική απόσταση που χωρίζει τον κεμαλικό εκσυγχρονισμό από την αστική ανάπτυξη που συντελείται στην Τουρκία στις μέρες μας. Ο ένας, θεσμικός κυρίως, επιχειρεί να μετατάξει τη χώρα από το μεσαίωνα στο σύγχρονο κόσμο. Η άλλη, βασικά οικονομική και κοινωνική, ατενίζει το σύγχρονο κόσμο από τη σκοπιά του φιλόδοξου εταίρου.. Ενός εταίρου που η κρίση της Μέσης Ανατολής και η δυναμική είσοδος πολλών αραβικών χωρών στον παγκόσμιο καταμερισμό του πλούτου του επιτρέπει να διεκδικήσει αποτελεσματικά * Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας συντελείται σε μια εποχή που η διεθνής τη διατύπωση εθνικών πρωτοβουλιών και επιβάλλει την ανάδειξη περιφερειακών δυνάμεων.
Οπωσδήποτε η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζει έναν υψηλό δείκτη συνθετότητας, στον οποίο οφείλει κανείς να ξεχωρίσει ορισμένα βασικά στοιχεία, όπως:
α) Την ανασφάλεια του κοινωνικού κάθε αποτέλεσμα της σχετικής υπανάπτυξης και ρευστότητας, και συνακόλουθα τη συντριπτική παρουσία του στρατού στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. β. Τα προβλήματα των εθνικών Μειονοτήτων* ιδιαίτερα το Κουρδικό$ και σε μικρότερη έκταση των εδαφικών διεκδικήσεων από τρίτες χώρες (όπως η Συρία). Τα προβλήματα αυτά θα τεθούν με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα στο μέλλον, στο μέτρο που θα αναπτύσσονται οι μειονοτικές επαρχίες και το Μεσανατολικό θα μετασχηματίζεται, γ. Οι ιδιομορφίες της εδαφικής γειτνίασης με την ΕΣΣΔ. δ. Η ταυτότητα της κρίσης στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Ενώ στα δυτικά και νοτιοδυτικά της σύνορα η Τουρκία επιχειρεί μια διεύρυνση του ζωτικού της χώρου, στην Ανατολή ακολουθεί μια πολιτική αυστηρής προσήλωσης στο στάτους κβο.
Η πολιτική αυτή μολονότι από πρώτη άποψη μοιάζει αντιφατική, στην πραγματικότητα παρουσιάζει εξαιρετική συνέπεια. Συνέπεια εσωτερική, σε σχέση με τη γεωγραφία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και τα μειονοτικά. Συνέπεια επίσης εξωτερική. Η τουρκική πολιτική φαίνεται να γνωρίζει ότι προβλήματα ζωτικού χώρου και διεκδικήσεων δεν έχουν, σήμερα, αντικείμενο παρά στο περιβάλλον του ίδιου συνασπισμού. Για την περίπτωση, στο εσωτερικό του δυτικού συνασπισμού. Τόσο γιατί διαφορετικά (λ.χ, ένα ζήτημα με τη Βουλγαρία) θα συνεπέφερε την άμεση εμπλοκή των δύο κόσμων, όσο και ειδικότερα επειδή η γειτνίαση με την ΕΣΣΔ κατέχει έναν υψηλό συντελεστή επιφύλαξης κατά τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής (λ.χ. στις σχέσεις με τη Συρία).
Στο πλαίσιο του δυτικού συστήματος το πρόβλημα για τη Μεγάλη Δύναμη θα ήταν, υπό διαφορετικές συνθήκες, αρκετά απλό. Χωρίς την Ελλάδα θα προωθούσε στην περιοχή μια πολιτική ανάδειξης της Τουρκίας σε αδιαμφισβήτητο παράγοντα και κυματοθραύστη της σοβιετικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Με την Ελλάδα επίσης στο δυτικό σύστημα θα προτιμούσε ασφαλώς συναντίληψη και συμμετοχή των δύο χωρών σ’ ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αστυνόμευσης της περιοχής. Με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα το NATΟ θα επιθυμούσε απλώς τη συντήρηση μιας στοιχειώδους ισορροπίας ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία. Με τρόπο ώστε η βούληση της Τουρκίας, να αναδειχθεί σε πρωταρχική περιφερειακή δύναμη, να εξελιχθεί ομαλά, χωρίς τριγμούς για τα ευρύτερα συμφέροντα των δυτικών στην περιοχή. Για τη Δύση, και για την Τουρκία, η πολιτική αυτή προϋποθέτει εξ ορισμού τη διατήρηση της Ελλάδας στο καπιταλιστικό στρατόπεδο.
Η ΕΣΣΔ, από την πλευρά της, μολονότι δεν φαίνεται να έχει λόγους να επιθυμεί την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή, ακολουθεί μια πολιτική ειρήνης με πρωταρχικό ζητούμενο τη διατήρηση του στάτους κβο, ιδιαίτερα στα στενά και στο Αιγαίο. Πολιτική που, βραχυπρόθεσμα, ευνοεί την Τουρκία —αφού αρνείται στην Ελλάδα το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο— ενώ μακροπρόθεσμα δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί τις συνέπειες μιας διεύρυνσης, της τουρκικής επιρροής στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οπωσδήποτε, τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ συγκλίνουν στη διατήρηση ενός καθεστώτος ειρήνης στην περιοχή, που θα απέτρεπε τη μετακίνηση της έντασης από τη Μέση Ανατολή προς Βορράν στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και στο υπογάστριο του ανατολικού συνασπισμού. Για την Κύπρο αυτό σημαίνει τη διαιώνιση της τουρκικής κατοχής ή το λιγότερο μια μορφή συνομοσπονδίας που θα συνεταίριζε τους Τουρκοκύπριους και στη νότια Κύπρο. Για το Αιγαίο, τη συντήρηση μιας υποβοσκουσας κρίσης που, αργά ή γρήγορα, η γειτονική χώρα θα επιδιώξει να επωφεληθεί.
Με τις συνθήκες αυτές η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει να επιλέξει ανάμεσα στον "ειρηνικό συμβιβασμό" που, είτε αναφέρεται στη δυτική συνοχή (για τη Ν.Δ.), είτε στις αναγκαιότητες της ειρήνης στην περιοχή (για το ΚΚΕ), θα υποθηκεύει σημαντικά συμφέροντα και μακροχρόνια την ανεξαρτησία της χώρας. Και στη δυναμική πολιτική, που ανάγεται σε συσχετισμούς ισχύος στο τοπικό επίπεδο αλλά και στη διεθνή σκακιέρα.
Η πολιτική αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίζει τα ελληνοτουρκικά στη συνολικότητά τους, δηλαδή κάτω από μια συγκεκριμένη χρονική προοπτική και οπωσδήποτε σε σχέση, αφενός, με τα μείζονα προβλήματα της γειτονικής χώρας και αφετέρου με τα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων στον κόσμο και στην περιοχή. Χωρίς άλλο η δρομολόγηση μιας περισσότερο ισόρροπης για την Ελλάδα λύσης στο Κυπριακό τώρα δεν θα επιτευχθεί με τη διπλωματία των εκκλήσεων στο δίκαιο, την ηθική ή την καλή θέληση των Μεγάλων. Ούτε όμως και με την παγίδευση της χώρας στο δίλημμα της στρατηγικής σημαντικότητας της Τουρκίας, δηλαδή της επιλογής ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Ελλάδα.
Μια δυναμική πολιτική δεν μπορεί παρά να αποβλέπει στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πολιτικού λόγου που θα ανάγεται: 
Πρώτον, στον προοπτικό χαρακτήρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων (και της Κύπρου) σε αναφορά με τη θέση της Ελλάδας ως κοινωνίας και ως ανεξάρτητου κράτους.
Δεύτερον, σε μια συνεπή προσπάθεια αναβάθμισης της εξωτερικής θέσης της χώρας στον οικονομικό, αμυντικό και πολιτικό τομέα.
Και τρίτον, στη συνεκτίμηση των στρατηγικών εκείνων συμφερόντων των υπερδυνάμεων που η επίκληση ή η άμεση διακινδύνευση θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις, ή θα τις ανάγκαζαν να παρέμβουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο και να συνεργαστούν.
Αν οι προϋποθέσεις αυτές θα συνθέτουν συγχρόνως το σκηνικό μιας μεθοδικά μελετημένης και σχεδιασμένες μείζονος έντασης στην περιοχή αιχμής ή όχι, είναι ένα ζήτημα που αφορά την πολιτική ηγεσία. Αυτή είναι καλύτερα από κάθε άλλον τοποθετημένη για να γνωρίζει ή να σταθμίσει πότε θα προκόψει η απευθείας διακινδύνευση ζωτικών συμφερόντων των υπερδυνάμεων.
Από την πλευρά της πολιτικής ανάλυσης επισημαίνεται απλώς το ιστορικό προηγούμενο των εθνικών μας θεμάτων και οι αναλογίες που θα μπορούσε να αντλήσει κανείς "από αυτά.
Οπωσδήποτε, η παραίτηση από τις δυνατότητες που θα προσέφεραν στη χώρα η διεθνής της θέση και η διεθνής συγκυρία, μ’ άλλα λόγια η εξακολούθηση μιας πολιτικής που απλώς νομιμοποιείται εσωτερικά και νομιμοποιεί το κοινωνικό σύστημα στα συμφέροντα του (η περίπτωση της Ν.Δ.) ή συγκεκριμένους στόχους εξωτερικής πολιτικής (το ΚΚΕ), δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτρέψουν τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων στο Κυπριακό τώρα και στο Αιγαίο ή τη Θράκη αργότερα.
* Ο κ. Καρσαμπάς είναι δικηγόρος

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Γιώργος Κοντογιώργης, Στην αίθουσα με τον Πουλαντζά - Περί ηγεμονίας της εργατικής τάξης



Γιώργος Κοντογιώργης, Στην αίθουσα με τον Πουλαντζά - Περί ηγεμονίας της εργατικής τάξης
Γιώργος Κοντογιώργης
13 Ιουνίου 2019
354

Η σκέψη του Νίκου Πουλαντζά είχε μαγνητίσει όχι μόνο τους θεράποντες της Αριστεράς της εποχής –ακόμη και πέραν της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς– αλλά και τους θιασώτες του φιλελευθερισμού. Εμφανιζόταν ως νέος φρέσκος αέρας στον μαρξιστικό στοχασμό που τον σκίαζε ακόμη ο άκρατος δογματισμός, η αδυναμία του να εναρμονισθεί με τις εξελίξεις και η βαριά παρουσία του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Παρακάτω, ακολουθεί -για πρώτη φορά δημοσιευμένη- μία από τις παραδόσεις του Νίκου Πουλαντζά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο το 1977 για το ζήτημα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης και του δημοκρατικού περάσματος στον σοσιαλισμό*.
"Τώρα θα προσπαθήσω να απαντήσω για το ζήτημα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης και του δημοκρατικού περάσματος στον σοσιαλισμό. Είπα ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να έχει την ιδεολογική ηγεμονία, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί για την αστική τάξη τότε, δηλαδή πριν από την κατάληψη της εξουσίας κατά την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Διευκρινίζω ότι δεν βλέπω γιατί αυτό είναι αντίθετο με την έννοια του δημοκρατικού περάσματος στον σοσιαλισμό. Το θέμα είναι ότι δεν είναι οι ιδέες που κάνουν την ιστορία δυστυχώς. Η ιστορία δεν είναι οι ιδέες. Είναι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Υπάρχει διαφορά στο να λες ότι πρέπει να πείσεις την πλειοψηφία των μαζών για το πέρασμα στον σοσιαλισμό.
Αυτό είναι κάτι το σωστό. Είναι άλλο όμως το να λες ότι έχεις την ηγεμονία την ιδεολογική. Την ιδεολογική ηγεμονία τη θεώρησα εγώ με μια ειδική έννοια. Πρόκειται για την άρχουσα ιδεολογία στο σύνολο ενός κοινωνικού σχηματισμού, σε όλες τις τάξεις. Ήταν αυτό σχεδόν που συνέβαινε με την αστική ιδεολογία πριν από την αστική επανάσταση. Στην προοπτική του δημοκρατικού περάσματος στον σοσιαλισμό κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η προώθηση των ιδεών του σοσιαλισμού σε σχέση με την προοπτική του δημοκρατικού περάσματος και η νίκη των ιδεών αυτών θα έφτανε μέχρι του σημείου της ιδεολογικής ηγεμονίας για όλο τον κοινωνικό οργανισμό.
Η ιδεολογική ηγεμονία της εργατικής τάξης συνεπάγεται μια ιδανική κατάσταση, όπου το σύνολο σχεδόν του κοινωνικού σχηματισμού των τάξεων, των στρωμάτων κ.λπ. θα ήταν πεπεισμένο για την ανωτερότητα της ιδεολογίας της εργατικής τάξης και σύμφωνο προς το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να γίνει η επίσημη ιδεολογία της κοινωνίας, ώσπου να σαπίσει το κράτος από μόνο του.
Νομίζω ότι ένα θέμα είναι να πειστούν οι μάζες. Τι εννοούμε μάζες; Από τη στιγμή που μιλάμε για το σοσιαλιστική πέρασμα και όχι για κάποια αστική επανάσταση, όταν αναφερόμαστε στις μάζες δεν εννοούμε όλες τις κοινωνικές τάξεις ενός κοινωνικού οργανισμού. Όταν λέμε ότι η αστική τάξη ασκεί την ιδεολογική ηγεμονία, εννοούμε ότι έχει καταφέρει η ιδεολογία της να είναι άρχουσα και στις ομάδες που την αποτελούν την αστική τάξη, αλλά και στις ίδιες τις εργατικές μάζες ή στις μικροαστικές τάξεις. Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί ποτέ η εργατική τάξη να πείσει τοσύνολο των τάξεων και ειδικώς την αστική τάξη, όπως η αστική τάξη μπορεί να πείσει την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη δεν θα πείσει ποτέ την αστική τάξη για τον σοσιαλισμό. Αλλά η αστική τάξη μπορεί να πείσει την εργατική τάξη για τον καπιταλισμό. Βλέπουμε τι γίνεται στη Σουηδία, στην Αμερική και αλλού. Διότι η αστική τάξη έχει στη διάθεσή της τους κρατικούς μηχανισμούς, τα επίσημα μέσα ενημέρωσης, όπως τις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση κ.λπ.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Με αυτή την έννοια λέω ότι δεν μπορεί η εργατική τάξη ποτέ να ελπίζει, πριν από τον ερχομό της στην εξουσία, να έχει τον ίδιο τύπο της ηγεμονίας της ιδεολογικής που ασκούσε η αστική τάξη ή που άσκησε πριν από την αστική επανάσταση.
Αυτό δεν πάει να πει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να έχει την ηγεμονία στις λαϊκές μάζες. Εκεί τίθεται το θέμα: Τι εννοούμε λαϊκές μάζες; Ποιες απ’ όλες; Άλλο πρόβλημα αυτό. Την πλειοψηφία του λαού; Και ο λαός φτάνει μέχρι πού; Πάει μέχρι τους διευθυντές των επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν έχουν την κυριότητα των μέσων παραγωγής; Είναι τεράστια θέματα τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγχρονης στρατηγικής για το πέρασμα στον σοσιαλισμό όχι μόνο εδώ αλλά και στην Ιταλία και στη Γαλλία και παντού. Στη Γαλλία συγκεκριμένα γίνεται μια πολύ έντονη συζήτηση για τα θέματα αυτά.
Η προσωπική μου άποψη πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι ότι μπορεί η εργατική τάξη να έχει την ηγεμονία στις λαϊκές μάζες. Επίσης, ότι η σοσιαλιστική ιδεολογία μπορεί έστω και δύσκολα να αποκτήσει την ιδεολογική ηγεμονία στην εργατική τάξη. Αποτελεί όντως ξεχωριστό τεράστιο πρόβλημα το αν και κάτω από ποιους όρους μπορεί η σοσιαλιστική ιδεολογία να αποκτήσει την ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη. Αλλά το σίγουρο είναι πως δεν μπορεί να ελπίζει η εργατική τάξη να αποκτήσει τον ίδιο τύπο ιδεολογικής ηγεμονίας που είχε κατακτήσει η αστική τάξη πριν από την κατάληψη της εξουσίας.
Εν πάση περιπτώσει, αν μπορώ να το πω σχηματικά: Ναι, αποδεχόμαστε τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, με όλα τα προβλήματα, αλλά δεν πιστεύουμε σε μια ουτοπία ειρηνικού περάσματος, όπου, ξαφνικά ή σιγά σιγά, όλοι θα πειστούν και μια μέρα θα πέσει σαν ώριμο φρούτο ο καπιταλισμός, επειδή πείστηκε όλος ο κόσμος για το καλό του σοσιαλισμού. Νομίζω ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο".


* 'Κράτος, Κοινωνικές Τάξεις, Καπιταλισμός, Ιμπεριαλισμός – Τα μαθήματα του Νίκου Πουλαντζά στο Πάντειο το 1977' (εκδόσεις Παπαζήση).