Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

Γιώργος Κοντογιώργης, Με αφορμή τις δασικές πυρκαγιές των ημερών, ας αναλογισθούμε την θεμελιώδη αιτία

 

Με αφορμή τις δασικές πυρκαγιές των ημερών

Μόλις στις 16 Ιουνίου επισήμαινα για πολλοστή φορά τις πολιτικές που εφαρμόζει η κομματική νομενκλατούρα και οι συγκατανευσιφάγοι της εξουσίας στο ζήτημα της ιδιοκτησίας και του δασικού περιβάλλοντος στο εγχείρημά τους να μεταβάλλουν την ελληνική χώρα σε αποικιακό χώρο.

Στις 16 Ιουνίου 2021 στην εκπομπή του Νέα Κρήτη και στον Γιώργο Σαχίνη.  Cosmosystème -Cosmosystem- Κοσμοσύστημα: Γ. Κοντογιώργης: Να βγει ο πολίτης από τα πλαστά διλήμματα του συστήματος (contogeorgis.blogspot.com)

Το 2012 στο Γ.Κοντογιώργης, Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος. Μια ερμηνεία του ελληνικού αδιεξόδου, Εκδόσεις Πατάκη (2012):

«…Ένα άλλο, συναφές με το επενδυτικό κλίμα, παράδειγμα αφορά στην αντιμετώπιση όχι απλώς της ιδιοκτησίας, αλλά της Ελλάδας ως κατοικημένης χώρας. Θα επικαλεσθώ τρία εξόχως χαρακτηριστικά μέτρα που δείχνουν ότι οι φορείς της πολιτικής τάξης αντιμετωπίζουν τη χώρα ως κατακτητές και όχι ως εντολοδόχοι της κοινωνίας. Ακραία περίπτωση αποτελεί η υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΠΕκΚΑ), για την οποία η κοινωνία αποτελεί τη μείζονα απειλή για το περιβάλλον. Εξού και, κλεισμένη στο γραφείο της ομού με διάφορα οικολογικά παράσιτα που σιτίζονται από το κοινωνικό ταμείο, βυσσοδομούν σε βάρος της κοινωνίας.

Το πρόβλημα των «δασωθέντων» αγρών, που δημιούργησε η πολιτική τάξη, μετά τον πόλεμο, είναι γνωστό. Πρόκειται για τις αγροτικές ιδιοκτησίες, οι οποίες λόγω των ανατροπών που συνέβησαν στον ελληνικό χώρο παρέμειναν ακαλλιέργητες, για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, από τον πόλεμο και εντεύθεν. Τις περισσότερες φορές εξαιτίας των εμποδίων που όρθωνε η πολιτεία.

Το μείζον αυτό ζήτημα είναι πολυσήμαντο ως προς τις διαστάσεις του. Η πολιτική του διάσταση συναρτάται με αυτούς που έπαψαν να καλλιεργούν τους αγρούς τους. Ποιοί ήσαν αυτοί; Όσοι ενεπλάκησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή, οι ηττημένοι του εμφυλίου και πολιτικά διωκόμενοι στη συνέχεια, καθώς και τα θύματα της ανασύνταξης της οικονομίας. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι το εφεύρημα της «δασικής έκτασης», που εν προκειμένω αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, συμβαδίζει με πλήθος άλλων πολιτικών μέτρων, που κατέτειναν στην ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών στην ύπαιθρο, και αποτέλεσε το μεγάλο κόλπο που οδήγησε στη διαρπαγή ή στην αιχμαλωσία της αγροτικής ιδιοκτησίας και, εναλλακτικά, στην καταστροφή των καλλιεργειών και των ομόλογων δασών (των ελαιώνων κτλ.) που απέμειναν. Λειτούργησε δε ως καταλύτης για τη διαιώνιση της ερήμωσης της υπαίθρου και του αποκλεισμού της από τον οικιστικό και παραγωγικό ιστό της χώρας. Είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η έννοια της «δασικής έκτασης», που αντιμετωπίζει τα θαμνώδη «αείφυλλα πλατύφυλλα» ως ιερά φυτά όπως οι Ινδοί τις αγελάδες, συνέβαλε καθοριστικά στη γενίκευση της συναλλαγής και της διαφθοράς στην ύπαιθρο.

Στη ρύθμιση αυτή, που επιβαρύνθηκε έτι περαιτέρω από την τότε υπουργό ΠΕκΚΑ, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει κάθε επενδυτική πράξη στην ύπαιθρο ή, αναλόγως, να έχει ανέβει το «λαδόσημο» στα ύψη, προστέθηκε από προηγούμενη υπουργό η πρόνοια της αρτιότητας ενός κτήματος υπό τον όρο να έχει πρόσοψη 25 μέτρων σε δρόμο, υφιστάμενο προ του 1923. Συνάγω ότι η ρύθμιση αυτή θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει να παραμείνει, εξ επόψεως υποδομών, στο καθεστώς του 1923, διότι έτσι θα προστατευθεί το περιβάλλον! Η αλήθεια όμως είναι ότι το μόνο που επετεύχθη είναι να μπει η πολεοδομία και σ’ αυτό το παιχνίδι της συναλλαγής, που είχε ανατεθεί έως τότε στο Δασαρχείο. Οι ανωτέρω εστίες διαφθοράς και στασιμότητας δεν είναι οι μοναδικές. Είναι όμως διδακτικό, αφού καταδεικνύει ότι το κράτος αντί να προστατεύει το δάσος, να συγκροτήσει χωροταξικά την επικράτεια, επινοεί «τερτίπια» για να χειραγωγήσει την κοινωνία.

Το πλέον ενδιαφέρον, εντούτοις, επίτευγμα των νομέων του κράτους αφορά σε παράπλευρες ρυθμίσεις που συνέχονται με τις προστατευόμενες περιοχές («Νατούρα»). Με πρόσφατη υπουργική απόφαση (sic) ορίσθηκε ότι σε απόσταση τελικά 350 μ. από τις ακτές –φυσικά και αλλού, πέραν των ακτών– η περιοχή μετατάσσεται στη ζώνη «υψηλής παραγωγικότητας» και διέπεται από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις. Η πονηρά φύση των εχθρών της κοινωνίας βάφτισε τις κατά τεκμήριο άγονες και βραχώδεις περιοχές σε γαίες «υψηλής παραγωγικότητας» για να τις δημεύσει δωρεάν! Όλη σχεδόν η ενδιαφέρουσα οικονομικά Ελλάδα οφείλει να νεκρωθεί και οι κάτοικοί της να μετοικήσουν στα ορεινά ή να ξενιτευτούν για να επιβιώσουν. Η καταφανώς λεηλατική αυτή επιδρομή της υπουργού ΠΕκΚΑ προκύπτει, από τις μόλις πρόσφατες νομοθετικές της πρωτοβουλίες, ότι εγγράφεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, το οποίο εάν δεν εμποδισθεί θα ερημώσει τη χώρα. Τη στιγμή που η χώρα χάνεται, το πολιτικό προσωπικό αναλώνεται στο προσφιλές του άθλημα: του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στις δουλείες του κράτους με πρόσημο την ολοσχερή της βύθιση στην ανέχεια και στην αδυναμία[1]. 

Από τα ανωτέρω ολίγα, συνάγεται ότι η Ελλάδα ενδιαφέρει την πολιτική τάξη ως χώρος, όχι ως κοινωνία. Μια χώρα που άδειασε και ξαναγέμισε άπειρες φορές, δεν πρέπει να ξανακατοικηθεί. Παραγνωρίζει προφανώς ότι το περιβάλλον υπάρχει ως έννοια υπό τον όρο της παρουσίας της κοινωνίας εντός αυτού. Το περιβάλλον στον Άρη ουδένα ενδιαφέρει. Η απλή λογική διδάσκει ότι το περιβάλλον υπάρχει για την κοινωνία και δεν δύναται να διατηρηθεί χωρίς να γίνει φιλικό προς αυτήν. Η προστασία του δεν είναι συμβατή με την αποξένωση της κοινωνίας από αυτό ή από την ιδιοκτησία της, ούτε με την εξώθησή της να οδηγείται στην καταστροφή των ολίγων καλλιεργειών που απέμειναν, ούτε με την απαγόρευση του μετασχηματισμού του κοινωνικο-οικονομικού ιστού της χώρας και της ανάπτυξης. Για τους «ταλιμπανιστές» του περιβάλλοντος η ιδέα της ένταξης του οικιστικού ιστού σ’ αυτό ή η αρμονική ανάπτυξη των θεμελίων του σε συνάφεια με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες του παρόντος και του μέλλοντος, είναι αποκρουστική και, σε κάθε περίπτωση, αδιάφορη. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι όλα τα μέτρα της υπουργού ΠΕκΚΑ αποβλέπουν στη διαρπαγή της ιδιωτικής αγροτικής ιδιοκτησίας, κανένα όμως στην προστασία των δασών, στην ανάπτυξη του δημόσιου δασικού πλούτου και, μάλιστα, στην αναδάσωση των ορεινών όγκων που καλύπτουν σαφώς το κύριο μέρος της χώρας. Και φυσικά, ουδείς λόγος για το κτηματολόγιο και τη χωροταξία».

Στο Γ.Κοντογιώργης, Οι Ολιγάρχες. Η δυναμική της υπέρβασης και η αντίσταση των συγκατανευσιφάγων, Εκδόσεις Πατάκη (2014),

«….Η ελληνική νομοθεσία δομείται με γνώμονα τη διαπλοκή και τη διαφθορά, όπως και οι πολιτικές του κράτους. Οι πολιτικές δημόσιου συμφέροντος απουσιάζουν ή, όπου νομοθετούνται, διαφθείρονται μέσω των εφαρμογών τους. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει η έννοια της πολιτικής χωροταξίας. Αντιθέτως, έχουμε πλήθος νόμων (π.χ. ο νόμος περί δασικών εκτάσεων κ.λπ.) που κρατάει σε ομηρία όλη την κοινωνία. Στην πολεοδομία και παντού, αντί να διαμορφώνονται γενικές πολιτικές και, στο πλαίσιο αυτό, να διευκολύνονται οι επενδύσεις και να παρακολουθείται στη συνέχεια η συμπεριφορά του επιχειρείν ώστε να μην καταδολιεύεται το δημόσιο συμφέρον, γίνεται το αντίθετο. Βρισκόμαστε ενώπιον επάλληλων στρωμάτων ολιγαρχικών συμμοριών, που δομούν το κράτος, ενορχηστρώνονται και προστατεύονται από την πολιτική τάξη. Τα πεπραγμένα της Βουλής επιβεβαιώνουν πέρα για πέρα την άποψη αυτή!....

…Η μεταπολίτευση, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ολική επαναφορά στο καθεστώς της φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα. Το πολιτικό σύστημα, δομημένο ως κομματοκρατία, έχει μεταβάλει το κράτος σε πυλώνα λεηλασίας και καταδυνάστευσης της κοινωνίας. Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, συμπληρωματικά, το επίπεδο της Ελλάδας εάν διέθετε επιπλέον στοχευμένες πολιτικές ανάπτυξης σε τομείς όπως του πολιτισμού, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, της γεωργίας κ.λπ., και εάν επίσης αξιοποιούσε επωφελώς την γεωπολιτική της θέση». 

Στο Γ.Κοντογιώργης, Η ΣΥΡΙΖΑΙΑ Αριστερά ως «Νέα Δεξιά». Το συντηρητικό ιδιώνυμο της Αριστεράς, Εκδόσεις Πατάκη, (2016)

«..Η άγνοια, σε συνδυασμό με την υψηλή περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζεται το δημόσιο συμφέρον, και οι επιληπτικές εμμονές που συνοδεύουν σύσσωμη την πολιτική τάξη έχουν οδηγήσει σε ένα τραγελαφικό αδιέξοδο την κοινωνία. Το οποίο, καθώς επικρέμαται ως ανέκκλητη απειλή, οδήγησε στην ολική φυγή του ελληνικού κεφαλαίου και σημαντικού μέρους του πνευματικού δυναμικού από τη χώρα.

Απέναντι στο αδιέξοδο αυτό, η πολιτική τάξη κάνει ό,τι της είναι δυνατόν να δημιουργήσει στην κοινωνία συνθήκες θεσμικής ομηρίας και στα μέλη της ένα περιβάλλον πλήρους ασφυξίας. Εξόχως χαρακτηριστική, αλλ’ όχι μοναδική, είναι η προσέγγιση, διαχρονικά, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης.

Επανέρχομαι στο ζήτημα αυτό, διότι το θεωρώ παραδειγματικό της πελατειακής αλλοτρίωσης και της αντιδραστικής ιδεοληψίας στην οποία έχει εγκιβωτισθεί σύσσωμη η πολιτική τάξη. Αναφέρομαι στη μοναδική διεθνώς πρωτοτυπία της έννοιας «δασική έκταση» (και πολλών άλλων συνοδών προς αυτήν «επινοήσεων»), η οποία ήρθε να υποκαταστήσει την αβελτηρία της πολιτικής τάξης, σε συνδυασμό με τη μη αποκρυπτόμενη βούλησή της να εμποδίσει την οργάνωση του χώρου και την ανάπτυξη παραγωγικών ή άλλων δραστηριοτήτων, στο μέτρο που θα διέφευγαν από την πελατειακή της λογική. Η δήμευση, με απλή διοικητική πράξη, ή η δέσμευση/αδρανοποίηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί ένα διαχρονικό σκάνδαλο, καθόσον στρέφει την προσοχή του κράτους από τη δασική γη που καλύπτει το ουσιώδες του ελληνικού χώρου στην ιδιωτική γη που συνέβη για λόγους ανάγκης να μείνει ακαλλιέργητη για ορισμένα χρόνια ή, έστω, δεκαετίες και, συγκεκριμένα, μετά τον εμφύλιο. Θεωρώ το ζήτημα αυτό μείζον διότι αφορά, καθ’ όλες τις ενδείξεις, πλέον του ημίσεος της ιδιωτικής αγροτικής γης και, εάν δεσμευθεί οριστικά, η Ελλάδα κινδυνεύει να μεταβληθεί ευρέως σε μια απαγορευμένη χώρα. Διότι, με τον τρόπο αυτόν, η μεν ιδιωτική γη δεσμεύεται απολύτως (η «δασική έκταση» τίθεται εκτός κάθε μορφής εκμετάλλευσης και η όποια παρέμβαση του ιδιοκτήτη σ’ αυτήν αποτελεί αξιόποινη πράξη!). Η δε δασική και δημόσια γη αφήνεται εκτός κρατικού ενδιαφέροντος, στη διάθεση των καταπατητών. Συγχρόνως, το σύστημα αυτό έχει συμβάλει τα μέγιστα στη δημιουργία ενός από τα πρώτιστα εκτροφεία διαπλοκής και διαφθοράς, πέραν του ότι στρέφεται κατά των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη τους επειδή στρατεύθηκαν στον πόλεμο, στην αντίσταση, στον εμφύλιο ή που διώχθηκαν στη συνέχεια, ή διότι αυτή δεν επαρκούσε να τους θρέψει στο νέο οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά τη δεκαετία του 1950/1960. Η σταθερά αυτή της πολιτικής τάξης δεν αναλογίζεται, προφανώς, τις συνέπειες της δέσμευσης του μεγίστου μέρους της ιδιωτικής γης της υπαίθρου, για την οικονομική ανασύνταξη της χώρας, εν μέσω κρίσης, και, μάλιστα, για την προστασία των ενεργών καλλιεργειών (ελαιώνων, πορτοκαλεώνων κ.λπ.) στις εύφορες πεδιάδες, που καταστρέφονται συστηματικά. Αντί επομένως να επιδοτείται η επιστροφή στην καλλιέργεια της αγροτικής γης, μηχανεύονται τα πάντα για να αποτραπεί η αναβίωση της υπαίθρου. Η ρύθμιση αυτή είναι επίσης υπόλογος της ανεξέλεγκτης συγκέντρωσης δυσανάλογα μεγάλων πληθυσμιακών μεγεθών σε περιορισμένους αστικούς χώρους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Να υποθέσουμε άραγε ότι η ελληνική χώρα πριν από τον πόλεμο υπέφερε από την έλλειψη επαρκούς δασικού πλούτου ή από υποβάθμιση του περιβάλλοντος;

Οπωσδήποτε, τα ανωτέρω ολίγα συνομολογούν και αναδεικνύουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έχει τεθεί σε διαχρονική ομηρία, με όχημα το δικαίωμά της στην ιδιοκτησία και στη ζωή στην πατρίδα της. Δεν αναλογίζεται καν η πολιτική τάξη ότι η χώρα αυτή, που «άδειασε» πολλές φορές στην ιστορία της και «ξαναγέμισε» με κατοίκους, κινδυνεύει, με τη ρύθμιση αυτή, να μεταβληθεί σε απαγορευμένη ζώνη.

Οίκοθεν νοείται ότι οι ρυθμίσεις αυτές εγγράφονται στο ευρύτερο ιδεοληπτικό κλίμα που θέτει εκποδών το «επιχειρείν», ενοχοποιώντας το για τα δεινά της ανθρωπότητας και της Ελλάδας. Η κοινωνία, που εισήγαγε το «επιχειρείν», τη νομισματική οικονομία, ως θεμέλια παράμετρο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και σταδιοδρόμησε με αυτήν μέχρι τους νεότερους χρόνους, υπό το έθνος κράτος την έχει θέσει υπό απαγόρευση….»

Και σε πολλές άλλες παρεμβάσεις μου δεκαετίες πριν



[1] Ανακλήθηκε μπρος στη γενική κατακραυγή και στην προσπάθεια ορισμένων νουνεχών πολιτευτών.