Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Γ.Κοντογιώργης,Το αυταρχικό φαινόμενο. 4η Αυγούστου, 21η Απριλίου. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2003 (Απόσπασμα από το βιβλίο)

3. Το αυταρχικό καθεστώς και το Διεθνές Σύστημα (σελ. 110-119)

Η άλλη σημαίνουσα παράμετρος που απουσιάζει από την προσέγγιση του αυταρχικού φαινομένου είναι η εξωτερική. Η πολιτική επιστήμη, έχοντας προσημειώσει ως αντικείμενό της το κράτος, έχει εκχωρήσει τη δια-κρατική παράμετρο της πολιτικής σε άλλον επιστημονικό κλάδο, τις Διεθνείς Σχέσεις. Από την επιλογή αυτή έχει προκύψει ένας υπερτονισμός της βαρύτητας της εσωτερικής πολιτικής για τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και, αντιστοίχως, μια υποβάθμιση του δια-κρατικού ή, ορθότερα, κοσμοσυστημικού περιβάλλοντος ως συντελεστή της εσωτερικής πολιτικής. Ο υπερτονισμός αυτός, υποδαυλίσθηκε επίσης από την αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, η οποία καλλιέργησε μια αίσθηση αυτάρκειας της ‘εθνικής’ κοινωνίας.
Εντούτοις, η συναρθρωτική σχέση ενδο-κρατικής και δια-κρατικής ή κοσμοσυστημικής πολιτικής, κάνει πρακτικά ανέφικτη κάθε προσπάθεια διαχωρισμού τους. Συγχρόνως όμως η ισορροπία της επιρροής τους, στο συνολικό ισοζύγιο της πολιτικής λειτουργίας, διαφέρει ανάλογα, αφενός, με τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα και, αφετέρου, με τις σχέσεις δύναμης που διαμορφώνεται στον βιούμενο κοσμοσυστημικό χρόνο.
Από τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα προκύπτουν και οι χρήσεις του αυταρχικού καθεστώτος ως μοχλού διαμόρφωσης των δια-κρατικών συσχετισμών ισχύος. Για να περιορισθούμε στην εποχή μας: στη φάση της κρατικής κυριαρχίας, η προσχώρηση ή η συγκράτηση στον κύκλο της επιρροής χωρών με αποκλίνουσες επιλογές, επιτυγχάνεται βασικά με την πρόσκτηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους ή, σε ακραίες περιπτώσεις, με εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Αντιθέτως, στην εποχή της απομείωσης της κρατικής κυριαρχίας – του ανεξάρτητου μεν όχι όμως και εξουσιαστικά κυρίαρχου κράτους –, η προσφυγή στο αυταρχικό καθεστώς υποχωρεί καθώς το ηγεμονικό σύμπλεγμα εγκαθίσταται οργανικά στο περιβάλλον της εσωτερικής πολιτικής. Το επικοινωνιακό σύστημα, που υποστηρίζει την εξέλιξη αυτή, κάνει ολοένα λιγότερο ορατή τη διάκριση εσωτερικής και δια-κρατικής ή, καλύτερα, κοσμοσυστημικής πολιτικής.
Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Στη φάση της κρατοκεντρικής κυριαρχίας, το ουσιώδες της πολιτικής κατέχεται από την πολιτική εξουσία του κράτους και, ως εκ τούτου, η αναίρεση των επιλογών μιας νομιμοποιημένης εκλογικά πολιτικής μπορεί να γίνει εναλλακτικά μόνον μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η μετάβαση στη σχετική κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας, καθώς συνάδει με την ανάπτυξη ενός πολυσήμαντου επικοινωνιακού συστήματος και μιας εξαιρετικά ισχυρής διαμεσολαβητικής λειτουργίας που εισάγουν οι ομάδες συμφερόντων, μετακινεί το πεδίο της πολιτικής πέραν της κρατικής εξουσίας, στον χώρο της ιδιωτικής κοινωνίας και οικονομίας. Η συνάρθρωση όμως, που παρατηρείται στον χώρο αυτόν, μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών συντελεστών της πολιτικής δυναμικής, προσφέρει ουσιαστικά απεριόριστες δυνατότητες νομιμοποιημένης εναρμόνισης της πολιτικής βούλησης του κράτους με το συμφέρον του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στη φάση αυτή, που συμπίπτει με την περίοδο της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’, το αυταρχικό καθεστώς το επικαλούνται ολοένα και περισσότερο οι δυνάμεις που εμμένουν στην πολιτική κυριαρχία του κράτους, καθώς πιστεύουν ότι έτσι θα θωρακίσουν την ανεξαρτησία του από τις εξωτερικές υπονομεύσεις και, εντέλει, τη μη νόθευση της εσωτερικής του αυτάρκειας.
Οι περιπτώσεις των δικτατοριών της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, ανήκουν στην εποχή της κρατικής κυριαρχίας κατά την οποία το πολιτικό διακύβευμα εστιαζόταν ακόμη στο είδος του κοινωνικού συστήματος που θα διαδεχόταν τη μακρινή ωστόσο φεουδαρχία ή, με διαφορετική διατύπωση, στο δρόμο προς την ανθρωποκεντρική οικοδόμηση. Η αντιπαράθεση αυτή των δύο ιδεολογιών της μετάβασης – του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού – αποκρυσταλλώθηκε και στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος με τη διαμόρφωση δύο ομόλογων στρατοπέδων, τα οποία αποτέλεσαν συνάμα τους δύο μέγιστους πόλους στρατηγικών συμφερόντων στον πλανήτη1.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε πολιτική εναλλαγή στο εσωτερικό του κράτους, η οποία θα πρότασσε τη μεταρρύθμιση ή τη μεταβολή του κοινωνικού συστήματος, συνεπαγόταν δυνάμει της μετατόπιση του κράτους αυτού στο αντίπαλο στρατόπεδο ή, σε κάθε περίπτωση, τη διεύρυνση της επιρροής του αντιπάλου. Υπό το κράτος της πόλωσης αυτής, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που θα διατάραζε την αυστηρή οριοθέτηση των δύο στρατοπέδων, εκρίνετο ως απολύτως απαγορευτική.
Η πραγματικότητα αυτή, έθεσε αναπόφευκτα το ερώτημα του επιτρεπτού ή μη της συμμετοχής των κομμάτων, που επαγγέλονταν ένα μη απολύτως συμβατό προς το σύστημα ή τον διατεταγμένο διπολισμό, ιδεολογικο–κοινωνικό ή πολιτικό πρόταγμα, στην εξουσία. Διότι, αφού η όποια διαφοροποίηση του κοινωνικού συστήματος ή, έστω, της εξωτερικής πολιτικής ήταν αδιανόητη, εξίσου δυσάρεστη ήταν και η ύπαρξη ή, ακόμη, η άνοδος στην εξουσία κομμάτων που την εξέφραζαν.
Ο σοσιαλιστικός συνασπισμός έλυσε το ζήτημα αυτό με την ολοκληρωτική κατάλυση του κοινωνικού συστήματος που αποστασιοποιούσε τον αντίπαλο και, πολιτικά, με την επίκληση της αρχής της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’, η οποία έθετε εκτός νομιμότητας τον κομματικό πλουραλισμό. Στον φιλελεύθερο συνασπισμό, το ζήτημα ετέθη ως προς τα κόμματα που εξέφραζαν την εναλλαγή πολιτικής. Διεσώζετο έτσι ο κομματικός πλουραλισμός, πλην ορισμένων περιπτώσεων όπου απαγορευόταν η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, ετίθετο όμως εκτός νομιμότητας η κοινωνική βούληση που θα επέλεγε την εναλλαγή πολιτικής. Καθόλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η άνοδος των σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία ήταν απολύτως απαγορευμένη2.
Οι δικτατορίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν υπαγορεύθηκαν από την προβληματική αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της αντιπαράθεσης που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη και ιδίως, της σύγκρουσης μεταξύ υπαρκτού σοσιαλισμού, φασιστικού ολοκληρωτισμού και κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού. Ως κατάλοιπα, όμως, του προγενέστερου διεθνούς συστήματος εντάχθηκαν στο κλίμα του μεταπολεμικού διπολισμού επειδή μεγιστοποιούσαν την ασφαλή πρόσδεση των ‘αιρετικών’ αυτών χωρών στο δυτικό στρατόπεδο.
Η περίπτωση της Ιταλίας υπήρξε έντονα προβληματική, αφού η εγγραφή της σε μια διαφορετικής φύσεως ιστορικο-πολιτική κουλτούρα από εκείνη του αγγλοσαξονικού κόσμου δεν ευνοούσε τη μονοσήμαντη εστίαση της πολιτικής στο επιχειρησιακό της σκέλος και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα του οικονομικο-κοινωνικού της γίγνεσθαι3. Η επιβολή του αυταρχικού καθεστώτος στην Ιταλία απεφεύχθη για συγκυριακούς λόγους4, μολονότι έχει ομολογηθεί ότι ήταν πλήρως στους σχεδιασμούς του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης.
Η περίπτωση της Ελλάδας προσομοιάζει με εκείνη της Ιταλίας, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις διεγράφοντο απειλητικές σε μια περιοχή που εθεωρείτο στρατηγικός προμαχώνας στο υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης και, συγχρόνως, η χώρα δεν εκρίνετο ότι θα μπορούσε να «προσημειώσει» αρνητικά την πολιτική ταυτότητα του δυτικού στρατοπέδου. Γι΄ αυτό και η ελληνική περίπτωση ταξινομήθηκε στις προτεραιότητες του δυτικού ηγεμονικού συμπλέγματος με γνώμονα τη γεωπολιτική της θέση, στην οποία όφειλε να εναρμονισθεί απαρέγκλιτα η πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας. Η αυξημένη ετοιμότητα του ηγεμονικού συμπλέγματος, ως προς αυτό, συνήδε, όπως θα δούμε, με μια μακρά παράδοση δεδηλωμένης ανυπακοής της κοινωνίας στις επιλογές του.
Η διασφάλιση της μη εναλλαγής στην εξουσία και, κατ΄ επέκταση, η αποτροπή μιας μη επιθυμητής εκλογικά κοινωνικής πλειοψηφίας, αντιμετωπίσθηκε καταρχήν προληπτικά με την ‘καθοδήγηση’ των εντεταλμένων μηχανισμών αλλά και κατασταλτικά, με την οικοδόμηση πολυώνυμων θυλάκων επαγρύπνησης και χειραγώγησης της ατομικής και συλλογικής αμφισβήτησης. Η ισορροπία μεταξύ ελευθερίας ή δικαιωμάτων και καταστολής συναρτήθηκε ευθέως από την ένταση της αμφισβήτησης, δηλαδή από το ειδικό βάρος που κατέγραφαν, κάθε φορά, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης στην κοινωνία και στην πολιτική.
Από τη λογική αυτή του διπολισμού δεν διέφυγε καμία χώρα του δυτικού στρατοπέδου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το επιχείρημα του «εσωτερικού εχθρού» έθεσε τη θεμελιώδη αρχή του συστήματος, τον κομματικό πλουραλισμό, υπό την αίρεση της αρμονίας του με το φιλελεύθερο διατακτικό του και την κοινωνική βούληση, υπό καθεστώς χειραγώγησης. Οι ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προσλαμβάνονταν ως κεκτημένο του συστήματος αλλά, εντέλει, μόνον των οπαδών του.
Οίκοθεν νοείται ότι στο κλίμα αυτό, η ποσόστωση της καταστολής δεν συνάδει με την ασθενή παρουσία της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’, όπως διατείνεται η νεοτερική κοινωνική επιστήμη, και κατ΄ ακολουθίαν, με την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας του δυτικο-ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Όντως, η διαφοροποίηση στις ‘διαμεσολαβημένες κοινωνίες’, μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι ουσιαστικά αμελητέα5, πράγμα που σημαίνει ότι αλλού οφείλουν να αναζητηθούν τα αίτια της αμφισβήτησης και, συγκεκριμένα, στον πυρήνα του πολιτικού προβλήματος. Αναφέρομαι ακριβώς στον δείκτη της πολιτικής ανάπτυξης και, συνεπώς, της ετοιμότητας του κοινωνικού σώματος και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης να συμμορφωθούν με το δημοκρατικό έλλειμμα που υπαγορεύει ο διεθνής κανόνας. Οι εξελίξεις που σημειώνονται στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και, ιδίως, με την είσοδο στην εποχή της σχετικής κρατοκεντρικής κυριαρχίας (της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’), επιβεβαιώνουν με διαύγεια την καταλυτική βαρύτητα του εξωτερικού παράγοντα στην εσωτερική πολιτική.
Με άλλα λόγια, το δημοκρατικό έλλειμμα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου δεν απεικονίζει, ιδίως για τις ευρωπαϊκές χώρες, ένα τυπικό εσωτερικό πρόβλημα, αλλά μια εγγενή αδυναμία συνάδουσα προς τη φάση που διερχόταν η ανθρωπότητα και της οποίας τη διαχείριση ανέλαβαν οι Δυνάμεις που συγκροτούσαν το ηγεμονικό σύμπλεγμα. Η περίπτωση της Χιλής του Σαλβατόρ Αλλιέντε είναι απλώς ενδεικτική. Η άρχουσα κοινωνική επιστήμη, προκειμένου να συνδράμει τη νομιμοποίηση των στρατηγικών επιλογών του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης, χρέωσε τη χιλιανή κοινωνία με δημοκρατικό έλλειμμα, καθώς την είχε ήδη ταξινομήσει στις χώρες της ημι-περιφέρειας. Το αυταρχικό καθεστώς στις χώρες αυτές ερμηνεύεται προφανώς από ενδογενή και όχι εξωγενή αιτία, λόγω της αδυναμίας της σύνολης κοινωνίας να υποστηρίξει τη δημοκρατία.
Το ελληνικό παράδειγμα εμφανίζει, από την άποψη αυτή, ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που επισημαίνονται στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 5.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η οργισμένη διαμαρτυρία των νέων έφερε στην επιφάνεια έναν ενδιαφέροντα δυισμό που έχει εγκατασταθεί από την αρχή της βαυαροκρατίας στο νεοελληνικό κράτος. Ανάμεσα στην πολιτισμένη εκδοχή της ελληνικής κοινωνίας που δημιουργεί συμμετέχοντας ανταγωνιστικά στα δρώμενα του κόσμου. Και στην Ελλάδα που συνωστίζεται μέσα ή στην περίμετρο του πολιτειακού μορφώματος του κράτους και συμπεριφέρεται ως κατακτητής στο σώμα της κοινωνίας. Ανάμεσα στην Ελλάδα της αισθητικής και στην Ελλάδα της ασχήμιας. Η Ελλάδα της αισθητικής είναι αυτή που ιδιωτεύει επειδή έχει επιλέξει να μην συναινεί στην ιδιοποίηση και, ως εκ τούτου, η αποχή της συνιστά, γι’αυτό και μόνο, μια βαθιά πολιτική πράξη. Είναι η Ελλάδα που απορρίπτεται από το σύστημα στο μέτρο που δεν του μοιάζει και, προφανώς, δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του. Η Ελλάδα αυτή, αρνείται την «απεικόνισή» της από τα ΜΜΕ, την πολιτική τάξη, το βαθύ κράτος, τους νομείς και τους συγκατανευσιφάγους του δημόσιου αγαθού.
Για να καταδειχθεί η απέχθεια της πολιτισμένης Ελλάδας στην Ελλάδα του «δημοσίου χώρου» αρκεί να υποβάλλει κανείς στην ελληνική κοινωνία το ερώτημα: πόσα από τα μέλη της θα επέλεγαν να ζήσουν σε άλλη χώρα αντί της πατρίδας τους εάν είχαν τη σχετική δυνατότητα; Ή επίσης, πόσοι από τους νέους θα ήσαν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για να υπερασπισθούν το αγαθό της εθνικής ελευθερίας; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή στην ευθεία ερώτηση για το μέτρο της απογοήτευσης της ελληνικής κοινωνίας από τους επιμέρους φορείς της άρχουσας τάξης θα οδηγούσε νομίζω σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το βαθμό νομιμοποίησης του συστήματος. Εντούτοις, οι δημοσκόποι, συνακόλουθοι με τους εντολείς τους, εμμένουν σταθερά σε ερωτήματα που απαντούν κυρίως στις αγωνίες των νομέων της εξουσίας και των διατακτών τους, όχι της κοινωνίας. Τα ερωτήματα αυτά αντιπαρέρχονται εντούτοις την ουσία του προβλήματος που δημιουργεί την αμφισβήτηση, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της κοινωνίας στο ποιος από τους μονομάχους θα κερδίσει τις εκλογές.
Από την άλλη, το επιχείρημα που επανέρχεται ως απάντηση στην αμφισβήτηση και κατατείνει στην εξομοίωση του σώματος της κοινωνίας με την ηγεσία του, προκαλεί καταφανώς την αισθητική της Ελλάδας του πολιτισμού. Διότι πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι Έλληνες σταδιοδρομούν ευδόκιμα σε άλλα κράτη υπό ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον και χωρίς να έχουν εκεί προφανώς προβληματική σχέση με τη νομιμότητα; Τι είναι αυτό που «αλλοιώνει» τον χαρακτήρα του Έλληνα όταν κατοικεί στη χώρα του, πέραν της υποχρεωτικότητας να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος για να επιβιώσει ή και να επιπλεύσει;
Χωρίς αμφιβολία, το διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία επικεντρώνεται στην απελευθέρωσή της από το κράτος, δηλαδή από την λογική της κομματοκρατίας που το κατέχει και όχι στην περαιτέρω διεύρυνση της ομηρίας της, υπό οποιονδήποτε (αριστερό ή δεξιό) μανδύα. Απελευθέρωση που δεν είναι εφικτή παρά μόνο με την πολιτειακή θέσμιση της κοινωνίας.
Η σταθερή αυτή ασυμβατότητα του κράτους με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως η αιτιολογία της, συναντάται εφεξής, καθόλες τις ενδείξεις, στο σύνολο των κοινωνιών του κοσμοσυστήματος της εποχής μας. Η ασυμβατότητα αυτή, που πρέπει να αποδοθεί στη θητεία των κοινωνιών της νεοτερικότητας στην ανθρωποκεντρική ζωή (τη ζωή εν ελευθερία), μέλλεται να έχει, στην πρώτη φάση, ως κοινό παρονομαστή την αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Η χρηματοπιστωτική κρίση που διατρέχει σήμερα τον πλανήτη συνομολογεί το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής στο οποίο οδήγησε η ολοκληρωτική πολιτική και όχι μόνο οικονομική κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς. Κυριαρχία η οποία, εν προκειμένω, οφείλεται ουσιωδώς στην ανατροπή των συσχετισμών που συνείχε στο παρελθόν την (εξωθεσμική) σχέση του πολιτικού προσωπικού με το σώμα της κοινωνίας. Αν και η ανατροπή αυτή επικεντρώνει την προβληματική της πολιτικής σκέψης στη διαφύλαξη του κοινωνικοοικονομικού κεκτημένου ιδίως των ασθενέστερων στρωμάτων, το ερώτημα του αναστοχασμού της έννοιας της πολιτικής συμμετοχής φαίνεται, καθόλες τις ενδείξεις, ότι δεν θα αργήσει να τεθεί με συγκεκριμένο τρόπο. Γεγονός που υποδηλώνει ότι οι παρούσες αναταράξεις, στο μέτρο που συμβαδίζουν με το ανέφικτο της ανάταξης της εξωπολιτειακής συνάντησης της κοινωνίας με την πολιτική, θα μπορούσαν να επισπεύσουν την μετατόπιση του πολιτικού ενδιαφέροντος της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό της πολιτείας.
Οπωσδήποτε, η αποτροπή της πολιτικής κυριαρχίας της αγοράς δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάκληση της εν λευκώ εκχωρημένης πολιτικής κυριαρχίας του κράτους από την πλευρά της κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι οι νέες πραγματολογικές συνθήκες που σηματοδοτούν τις εξελίξεις στην παρούσα φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος θα εξωθήσουν προς τη μετάλλαξη της κοινωνίας των πολιτών σε δήμο-εντολέα. Αν και υπό τις παρούσες συνθήκες η προοπτική αυτή ανάγεται, προφανώς, στη σφαίρα της “ουτοπίας”, μπορεί να ειπωθεί ότι η δυναμική της ανάσχεσης της ιδιοποίησης του κράτους και της επαναπροσέγγισης του κοινού συμφέροντος από την πλευρά της πολιτικής θα την φέρει στην επικαιρότητα. Και τούτο διότι, αν μη τι άλλο, το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό σύστημα θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί με την κοινωνία τη συναίνεσή της, η οποία για να του δοθεί θα κληθεί να καταβάλει το αντίτιμο μιας νέας ισορροπίας και, περαιτέρω, να διασφαλίσει την εφαρμογή της. Ώστε, η διασφάλιση αυτή προϋποθέτει εφεξής την επινόηση μιας συνάντησης του κοινωνικού με το πολιτικό που θα συντελείται εντός και όχι εκτός της πολιτείας.
Στο νέο αυτό κοσμοσυστημικό περιβάλλον οι νέοι καλούνται να μην εκχωρούν τη σκέψη τους, την κοινωνική ή την πολιτική τους λειτουργία, να μην συναινούν αδαπάνως σε λογικές νομιμοποίησης, αλλά να επιζητούν την οικοδόμηση του βίου τους με πρόσημο την αυτονομία. Η αυτονομία επαγγέλλεται πρωταρχικά την αποστασιοποίηση του πολίτη από την αντίληψη της αγελαίας/μαζικής κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία συνεπάγεται τον εγκιβωτισμό του στο καθεστώς του ιδιώτη. Αξιώνει επίσης την απόρριψη της λογικής της διαμεσολάβησης, καθώς αυτή προσιδιάζει αποκλειστικά σε μη ή προ-αντιπροσωπευτικά συστήματα. Ώστε, το σύνολο των θεσμών που επαγγέλλεται η νεοτερικότητα, από τα κόμματα έως τις ομάδες διαμεσολάβησης, αρνούνται στο άτομο την αυτονομία πέραν του ιδιωτικού του βίου. Του επιφυλάσσουν δηλαδή ένα καθεστώς ετερονομίας στο κοινωνικο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, με αντίτιμο τη δυνατότητα μιας κατά το μάλλον ή ήττον περιορισμένης εξωθεσμικής προσέγγισης του συστήματος.
Η ψευδαίσθηση αυτή της ελευθερίας ακούει προφανώς στο όνομα του «δικαιώματος». Ενόσω όμως το άτομο απολαμβάνει «δικαιωμάτων» και όχι «αυτονομίας», το (οικονομικό ή το πολιτικό) σύστημα θα ανήκει στη διαφοροποιημένη ιδιοκτησία (π.χ. στον ιδιοκτήτη του κεφαλαίου ή στο κράτος). Οπότε το άτομο-μέλος της κοινωνίας θα παραμένει εκτός συστήματος, δηλαδή εξαρτημένο και, συνεπώς, ετερόνομο. Με άλλα λόγια, η εμπραγμάτωση της αυτονομίας του ατόμου/πολίτη είναι εφικτή μόνο υπό τον όρο της μεταβολής του σε θεσμικό υποκείμενο του (οικονομικού ή του πολιτικού) συστήματος. Η ελευθερία προϋποθέτει είτε την απομάκρυνση του ατόμου από το ιδιοκτησιακά διατεταγμένο σύστημα είτε την συμμετοχή στη συγκρότησή του. Δεν συνέχεται επομένως με την κατάργηση του κεφαλαίου, της ιδιοκτησίας ή του πολιτικού συστήματος, όπως διδάσκει σύσσωμη η νεοτερικότητα.
Οι επισημάνσεις αυτές αναδεικνύουν το γνωσιολογικό ζήτημα σε καταστατικό διακύβευμα της εποχής μας. Ολοένα και περισσότερο επιτακτική γίνεται για τους νέους η ανάγκη μιας εκ βάθρων ανοικοδόμησης του συνόλου των θεμελιωδών εννοιών που συνέχονται με την ελευθερία. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά έννοιες όπως της ίδιας της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του οικονομικού και πολιτικού συστήματος, του κράτους. Η νεοτερικότητα, έχοντας αναγάγει τον εαυτό της σε αρχέτυπο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να οδηγήσει στην ολοκληρωτική παραμόρφωση της ανθρωποκεντρικής γνωσιολογίας. Κατά τούτο, ενώ η επιστροφή στο δεσποτικό παρελθόν της νεοτερικότητας αποτελεί ένα κατεξοχήν αντιδραστικό διάβημα, η αναδίφηση στο ανθρωποκεντρικό ολοκλήρωμα του ελληνικού κοσμοσυστήματος αξιολογείται ως μια εξέχουσα πράξη πρόοδου, καθώς αναμένεται να αντλήσει κανείς από αυτό τα αναγκαία στοιχεία που θα τον απαλλάξουν από το άγος του γνωσιολογικού αδιεξόδου και της συντήρησης που διακινεί στις μέρες μας σύσσωμη η άρχουσα τάξη.
Η ελληνική νεοτερική διανόηση, έχοντας να αντιμετωπίσει, συμπληρωματικά, την αξίωση της κοινωνίας «να έχει λόγο» στην πολιτική, διακίνησε ως σταθερά το επιχείρημα ότι για να «εκσυγχρονισθεί» η χώρα πρέπει ο πολιτικός να απελευθερωθεί του πολίτη. Έναν αιώνα μετά τη διατύπωση του δόγματος αυτού από τον Χαρίλαο Τρικούπη οι εξελίξεις ωστόσο συνομολογούν ότι για να εκσυγχρονισθεί η χώρα απαιτείται ο πολιτικός να περιορισθεί κατ’ελάχιστον στην ιδιότητα του εντολοδόχου, ώστε να αποκοπεί η αυτονομία του. Ο πολίτης, με την μετάλλαξή του σε συλλογικό υποκείμενο (σε δήμο) και την ανάληψη από αυτόν της ιδιότητας του εντολέα, θα απελευθερωθεί ουσιαστικά από το απαξιωτικό καθεστώς του ατομικού πελάτη του πολιτικού, για να λειτουργήσει ως συλλογικός αυθέντης της πολιτείας του.
Τουλάχιστον με τον τρόπο αυτό η κοινωνία θα γίνει υπεύθυνη της μοίρας της, χωρίς να απαιτείται να υφίσταται την «σωτηριακή» ευεργεσία αυτών που, διατεινόμενοι ότι κατέχουν το τεκμήριο της αρμοδιότητας και της ευφυΐας, προστρέχουν αυτόκλητοι να την βγάλουν από το τέλμα στο οποίο οι ίδιοι την έριξαν. Στο τέλος-τέλος η κοινωνία, επειδή στοιχειοθετεί εξορισμού τον λόγο ύπαρξης και της αγοράς και του κράτους, είναι η μόνη που δικαιούται να διαπράττει λάθη ατιμωρητί ή να ζητάει ευθύνες για τη βλάβη που της προκαλούν οι φερόμενοι ως εκπρόσωποί της. Εν προκειμένω, η έννοια της πολιτικής ευθύνης ανάγεται ευθέως στη δικαιοσύνη, δεν λειτουργεί ως πλυντήριο, όπως στο σύστημα της νεοτερικότητας, για την απάλειψη των εγκλημάτων της πολιτικής.
Οπωσδήποτε, περισσότερο από ποτέ γίνεται σήμερα εμφανές ότι το κοινωνικό πρόβλημα και, κατ’ επέκταση, η εκμετάλλευση, είναι το αποτέλεσμα της αποβολής της κοινωνίας από το (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα, και όχι όπως διδάσκεται της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και της αγοράς.
Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, ιδίως από τη γενιά των νέων, θα σηματοδοτήσει, οπωσδήποτε, το τέλος της νεοτερικότητας που ανέδειξε η εποχή του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κόσμος μετά την κρίση, που τον υπέβαλε η αποξένωση της κοινωνίας από το κράτος και την αγορά, δεν θα είναι πια ο ίδιος με αυτόν που γνωρίζαμε πριν από αυτήν.

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 4.

α. Το διακύβευμα της προόδου και το κράτος κατοχής

Το αδιέξοδο αυτό εγείρει αυτομάτως το ζήτημα μιας προβληματικής που θα τοποθετεί την κοινωνία στη θέση του πολιτικού συντελεστή της ιστορίας στο καθημερινό της γίγνεσθαι και όχι απλώς σε στιγμές απόγνωσης ή οργής. Εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Όμως, οποιαδήποτε συζήτηση για την πολιτική ή για την οικονομία εγείρει ως προκριματικό ζητούμενο το ξεκαθάρισμα της σχέσης τους με την πρόοδο.
Τι είναι λοιπόν πρόοδος και τι συντήρηση; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του κράτους ή της οικονομίας εγγράφεται αντικειμενικά στην περιοχή της προόδου. Το ζήτημα εντούτοις δεν κλείνει εδώ, καθώς δεν αρκεί να συνομολογήσουμε ότι το κράτος λειτουργεί ικανοποιητικά ή ότι η οικονομία έχει να επιδείξει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του κράτους ή της οικονομίας συνέχεται ευθέως με τον λόγο της ύπαρξής τους, δηλαδή με την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, μέτρο της προόδου, ενγένει στις ανθρώπινες κοινωνίες, είναι η ευημερία και η ελευθερία των μελών τους. Η ελευθερία μας δένει πρωταρχικά με το χώρο, με την πολιτειακή κοινωνία που συγκροτεί το συλλογικό υποκείμενο. Σήμερα το συλλογικό υποκείμενο που υποστασιοποιεί την ελευθερία αποκαλείται έθνος. Η πολιτική συγκρότηση του έθνους προσφέρει το πλαίσιο της ελευθερίας, την αυτοκαθοριστική δυνατότητα της κοινωνίας έναντι του συλλογικού «άλλου». Συγχρόνως όμως η εθνική ελευθερία στεγάζει και τις λοιπές ελευθερίες, οι οποίες είτε εκλείπουν είτε απομειώνονται χωρίς αυτήν. Αναφέρομαι στις ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία και, φυσικά, στην ελευθερία που συνάπτεται με την εσωτερική πολυσημία του έθνους.
Το ενδιαφέρον ωστόσο έγκειται στο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες συναντώνται μόνο με την εθνική και την ατομική ελευθερία. Οι κοινωνίες της νεοτερικότητας πολύ απέχουν από την κατάκτηση της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, καθώς και της πολυσημίας του πολιτειακού τους περιβάλλοντος. Στα πεδία αυτά, στη θέση της ελευθερίας παρεισάγουν τα δικαιώματα έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η βίωση της ατομικής ελευθερίας χωρίς σημαίνοντες περιορισμούς από το περιβάλλον της εξουσιαστικής εξάρτησης, που επιβάλλει το ιδιοκτησιακά διατεταγμένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Η νεοτερικότητα δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι την εκμετάλλευση δεν την παράγει το κεφάλαιο αυτό καθεαυτό, αλλά η πρωτο-ανθρωποκεντρική ταυτολογία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής με την ιδιοκτησία επί του συστήματος της οικονομίας. Ο μαρξισμός, και ο σοσιαλισμός στο σύνολό του, επιχείρησε να λύσει τον γρίφο αυτό με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή με την επιφύλαξη σ’αυτήν μιας περιορισμένης θέσης και, περαιτέρω, με την ηγεμονία της κρατικής ιδιοκτησίας. Έτσι όμως περιέπεσε στην παγίδα της κρατικής δεσποτείας –και, κατ’ελάχιστον, του ολοκληρωτισμού- καθώς δεν αντελήφθη ότι η ιδιοκτησία επί του συστήματος δεν διακρίνει μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού τομέα. Και ότι εντέλει η περιέλευση στο κράτος της ιδιοκτησίας επί του συστήματος της οικονομίας αποτελεί την κατακλείδα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος.
Με άλλα λόγια, η νεοτερικότητα αγνοεί την αιτιολογική βάση της εκμετάλλευσης, που είναι η ταύτιση της ιδιοκτησίας επί του κεφαλαίου με την ιδιοκτησία επί του οικονομικού συστήματος. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έχει διδαχθεί και από τη θέση που επιφύλαξαν οι τελευταίες δεκαετίες στα ιδεολογικά και συστημικά της στερεότυπα. Όπως έχω επισημάνει αλλού, τα ιδεολογικά αυτά σχήματα της νεοτερικότητας αντιπροσωπεύουν απλώς τις δυο εναλλακτικές φάσεις της μετάβασής της, από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, και όχι τα ανώτερα και, μάλιστα, διαδοχικά στάδια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Κατά τούτο, δεν είναι τυχαίο ότι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνέπεσε με την υπέρβαση επίσης του φιλελεύθερου προτάγματος που εμπραγματώνεται στο πλαίσιο του πολιτικά κυρίαρχου κράτους. Η μη συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού ενθάρρυνε τις δυνάμεις της αγοράς να διακηρύξουν την οριστική τους ηγεμονία επί του κράτους, κυρίως όμως να ισχυρισθούν ότι αυτές είναι αρμόδιες να ενσαρκώσουν το συμφέρον της κοινωνίας. Συνακόλουθα με τον ισχυρισμό αυτόν οφείλουμε να δεχθούμε ότι ό,τι είναι καλό για την αγορά είναι καλό και για την κοινωνία. Ακραία εκδήλωση της άποψης αυτής αποτέλεσε η αξίωση της εισαγωγής της αρχής της αυτορύθμισης, δηλαδή της τοποθέτησης των «νόμων της αγοράς» υπεράνω των νόμων της κοινωνίας. Με αντάλλαγμα την ανέγερση ορισμένων αναχωμάτων (ή δικαιωμάτων) έναντι της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας, η κοινωνία εκαλείτο να συναινέσει τελικά στην αποξένωσή της από το συλλογικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Με τον τρόπο αυτόν όμως, συνέβη ό,τι και στον υπαρκτό σοσιαλισμό: όπως ακριβώς εκεί οι δυνάμεις της πολιτικής που κατείχαν το κράτος οδηγήθηκαν στην επιβολή ενός τυπικού ολοκληρωτισμού, έτσι και οι φορείς της αγοράς απέληξαν σε ένα ιδιότυπο σύστημα, το οποίο ανέδειξε σε υπέρτατη αρχή την αλαζονεία, την πλεονεξία, την κατάχρηση ισχύος και, εντέλει, την ολοκληρωτική ιδιοποίηση. Και στις δυο περιπτώσεις η κοινωνία, από λόγος ύπαρξης του κράτους ή της αγοράς, μεταβλήθηκε σε υποκείμενο μιας ανομικής ιδιοποίησης. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι το φιλελεύθερο κράτος, που είδαμε να το υπερβαίνει η δυναμική της κοσμοσυστημικής ακτίνωσης των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, επανήλθε στο προσκήνιο επειδή εκτιμήθηκε ότι ήταν το μόνο ικανό να λάβει πολιτικές αποφάσεις για την αποκατάσταση του κανονιστικού περιβάλλοντος της αγοράς. Διαφεύγει, εντούτοις, της προσοχής ότι το πρόβλημα δεν είναι η ανατροπή της κοσμοσυστημικής εξέλιξης, αλλά η αποκατάσταση της ανταποκρισιμότητας του κράτους και, στο πλαίσιο αυτό, της αγοράς με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Πράγμα που διαπιστώσαμε ότι είχε ήδη απολεσθεί αρκετά πριν αμφισβητηθεί η πολιτική του κυριαρχία, επειδή ακριβώς είχαν εκλείψει οι όροι της εξωθεσμικής συνάντησης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η επισήμανση αυτή δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Ακόμη και αν παραθεωρήσουμε το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό η κοινωνία εγκιβωτίζεται σε ένα καθεστώς ετερονομίας σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, η συναίνεση στην εκχώρηση του πολιτικού συστήματος στο κράτος και στους φορείς του έχει καταστατική σημασία για τα μέλη της. Έτσι, διαφορετικό -και προφανώς πιο περιορισμένο- θα είναι το εύρος της βιούμενης ατομικής ελευθερίας και των παραμέτρων που την συγκροτούν εάν η κοινωνία συναινεί να εξουσιάζεται (η έννοια της ετερονομίας), απ’ ό,τι εάν αυτή κατέχει για παράδειγμα το πολιτικό σύστημα. Αρκεί να αναλογισθούμε πώς θα γινόταν η αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος εάν, αντί να αποφασίζουν μονοσήμαντα η αγορά και το κράτος, το σώμα της κοινωνίας των πολιτών ήταν συγκροτημένο σε δήμο και λειτουργούσε ως απλός έστω αλλά πραγματικός εντολέας. Διότι αυτό πια θα υπαγόρευε τους όρους της αναδιανομής χωρίς να απαιτείται να διαδηλώσει για τα χρειώδη.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οπτική υπό την οποία προσεγγίζεται το συλλογικό υποκείμενο και, κατ’ επέκταση, το έθνος έχει κεφαλαιώδη σημασία για το καθεστώς ύπαρξης ενός εκάστου μέλους της κοινωνίας και, στο πλαίσιο αυτό, για τις ελευθερίες του. Κατά τούτο, και η απόφαση για τα στοιχεία που το συγκροτούν, για το ποιος έχει την ευθύνη του και την αρμοδιότητα για τη διαχείριση του συμφέροντός του, για το ιστορικό του βάθος και το μέλλον του, αποκτούν αντικειμενικά καταστατική σημασία.
Οι επισημάνσεις αυτές εξηγούν γιατί ενώ η ευρωπαϊκή μετάβαση από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό αξιολογείται ως το αποτέλεσμα της μετακένωσης των παραμέτρων του ελληνικού κοσμοσυστήματος στην Εσπερία, στο τέλος η νομιμοποίηση της νέας αφετηριακά πρωτο-ανθρωποκεντρικής κοσμοσυστημικής τάξης και της αποδόμησης του ελληνικού παραδείγματος θα γίνει με το επιχείρημα της προόδου. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι στις μέρες μας, αντί η νεοτερικότητα να αναστοχασθεί το ελληνικό παρελθόν υπό το πρίσμα μιας προοδευτικής σήμανσης του δικού της μέλλοντος, αναλώνεται σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί αυτό είναι ανέφικτο. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν θα διστάσει να επικαλεσθεί ισχυρισμούς όπως η πολυπλοκότητα, η «εγωιστική» προδιάθεση της κοινωνίας, ο καταμερισμός των έργων και πολλούς άλλους οι οποίοι την φέρνουν αντιμέτωπη με την ίδια την ιδέα μιας εξέλιξης που θα υπερβαίνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική της φάση και θα παρεισάγει έναν προβληματισμό συναφή με την καθολική ελευθερία.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημειολογία της συναίνεσης στην συντηρητική αυτή περιχαράκωση των δυνάμεων που στο παρελθόν είχαν ταξινομηθεί στην πρωτοπορία της προόδου. Αναφέρομαι ιδίως στις δυνάμεις της Αριστεράς οι οποίες, έχοντας απολέσει το ιδεολογικό τους στίγμα, αναπαράγουν τις προταγματικές μεταλλάξεις των δυνάμεων της αγοράς. Η επισήμανση αυτή αφορά πρωταρχικά τις δυνάμεις της «σοσιαλδημοκρατίας» και της λεγόμενης «ανανεωτικής» αριστεράς, οι οποίες όχι μόνο αδυνατούν να επεξεργασθούν μια έστω υποτυπώδη πρόταση εναλλακτικής αναδόμησης του συστήματος, αλλά και εμφανίζονται να προκρίνουν ένα ρόλο ομάδων διαμαρτυρίας με μέγιστο ζητούμενο την ανάκτηση των μέχρι πρότινος κεκτημένων στο πεδίο της εργασίας. Τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όταν οι δυνάμεις της εργασίας τα βίωναν, οι πολιτικοί ταγοί τους τα απέρριπταν ως ανάξια λόγου. Εξού και οι μεν δυνάμεις της «σοσιαλδημοκρατίας» υιοθέτησαν ως κεντρικό πολιτικό στόχο τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της «νέας οικονομικής τάξης», οι δε δυνάμεις της «ανανεωτικής αριστεράς» επιχειρούν να «διεμβολίσουν» το σύστημα υπό ένα πρίσμα που δεν διακρίνει εμφανώς τις διαφορές του με το «αντιεξουσιαστικό» πρόσημο. Οπωσδήποτε, το διακύβευμα του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων παραμένει τελικά η διατήρηση της ηγεμονίας τους επί της κοινωνίας των πολιτών και, κατ’ επέκταση, ο εγκιβωτισμός της στο πολιτειακό περιθώριο.
Το γεγονός ακριβώς αυτό εξηγεί γιατί η Αριστερά προβάλλει τα (ετερονομικά) δικαιώματα ως κατακλείδα της ελευθερίας και την ιδέα της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών» ως θεμέλιο της πολιτικής συμμετοχής. Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει, η κοινωνία των πολιτών και, προοπτικά, η κοινωνική και ιδίως η πολιτική ελευθερία αποτελούν τελικά τον θεμελιώδη αντίπαλο της Αριστεράς. Εύλογα αφού η υπεισέλευση της κοινωνίας στο σύστημα της οικονομίας και της πολιτικής, θα μετέβαλε την ιστορική της θέση, από κυρίαρχη και σωτηριακή σε απλώς θεραπεύουσα της κοινωνικής βούλησης.
Στο πολιτικό πεδίο, η Αριστερά εγκιβωτισμένη ανάμεσα στο παρελθόν -που διέκρινε στην υπεροχή της ιδιοκτησίας του κράτους επί της ιδιοκτησίας του ιδιωτικού κεφαλαίου την επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και, εντέλει, την πολιτική της ηγεμονία- και στο παρόν του διλήμματος περιθωριοποίηση ή ένταξη στη λογική της κριτικής διαχείρισης της αγοράς, έχει ουσιαστικά εναποθέσει τις ελπίδες της να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο στον εκλογικό νόμο. Η «απλή αναλογική» και η καταγγελία του «δικομματισμού» προβάλουν έτσι ως η πεμπτουσία της ρήξης με το πολιτικό κατεστημένο και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό αναμένεται να δώσει τη δυνατότητα στην Αριστερά να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή της στην πολιτική εξουσία. Από τη φύση του όμως οδηγεί στην ενίσχυση του παρασκηνίου και, κατ’ επέκταση, στην περαιτέρω αυτονόμηση του κομματικού κατεστημένου, με αποτέλεσμα οι πολιτικές του κράτους να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αναφέρεται.
Το μείζον εντούτοις με την Αριστερά έγκειται στο ότι δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το διακύβευμα της επόμενης μέρας. Ότι δηλαδή το επίκεντρο της πολιτικής ζωής και του κοινωνικού προτάγματος έχει μετατοπισθεί, από τα ζητήματα της κατοχής της πολιτικής εξουσίας και του καθεστώτος της ιδιοκτησίας/συστήματος, στο διακύβευμα της ανασύνταξης της σχέσης μεταξύ της κοινωνίας αφενός, του κράτους και της αγοράς αφετέρου. Από την αντίθεση μεταξύ κράτους και αγοράς που τοποθετεί την κοινωνία πέραν του συστήματος στην ιδιωτική σφαίρα, στην αντίθεση της κοινωνίας προς τις δυνάμεις που κατέχουν την ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος (δια του κράτους) και εκείνη του συστήματος της οικονομίας.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η ιδεολογία της καταστροφής -όπως και εκείνη της αποδόμησης- δεν οδηγεί στην επανάσταση ούτε στο μετασχηματισμό της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Δεν συνάδει με την επανάσταση για τον απλό λόγο ότι υιοθετείται ως μορφή δράσης από κοινωνικούς διατάκτες και, ενδεχομένως, από κοινωνικά στρώματα που δεν διαθέτουν θετικό κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα για το μέλλον. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να καταγραφεί ως στάση ή ως εξέγερση, της οποίας όμως το κίνητρο ανάγεται στην απελπισία και, κατά τούτο, στοχεύει, από την πλευρά των απελπισμένων, στην ενσωμάτωσή τους στο σύστημα με καλύτερους όρους όχι όμως στη μετάλλαξή του. Αντιθέτως, η επανάσταση αποβλέπει είτε στην ανασύνταξη των παραμέτρων (της οικονομίας, της πολιτικής κ.λπ.) της κοινωνίας σε μια βάση που θα διασφαλίσει την ηγεμονία τους είτε στη μεταβολή της σύνολης (κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής) πολιτείας ώστε η κοινωνία να συμμετάσχει με εταιρικούς όρους στη λειτουργία της. Η καταστροφή, στο πλαίσιο αυτό, στοχοποιεί μόνο ότι εμποδίζει τη δράση ή εγγράφεται ως αναπόφευκτη για την οικοδόμηση της επόμενης μέρας. Δεν καταγράφεται ως αυτοσκοπός ούτε ως μέσον εξαθλίωσης των μαζών προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική τους προσχώρηση στο «πελατειολόγιο» των φορέων της. Ώστε, η καταστροφή ως αυτοσκοπός ή ως πεδίο της «επανάστασης» αποτελεί μια κατεξοχήν αντικοινωνική και, γι’ αυτό, αντεπαναστατική και αντιδραστική πρακτική που αποβλέπει αποκλειστικά στην πελατειακή πύκνωση των τάξεων των αυτουργών της. Κατά τούτο, όχι μόνο δεν συνδέθηκε ποτέ με μια προοδευτική προοπτική της εξέλιξης, αλλά και συνέβαλλε σταθερά στην επιτάχυνση της επιστροφής των δυσαρεστημένων κοινωνικών στρωμάτων στη θαλπωρή της κατεστημένης εξουσίας και στην ασφάλεια του συστήματος της πολιτικής κυριαρχίας, ενισχύοντας τη νομιμοποίησή του.
Η επανάσταση, από την πλευρά της, δεν καταστρέφει τα οικονομικά, πολιτισμικά ή άλλα θεμέλια της κοινωνίας. Οικειοποιείται το σύστημα, μετασχηματίζοντάς το προς την κατεύθυνση που επαγγέλλεται, ώστε δι’ αυτού να καρπωθεί το γινόμενό του. Η επανάσταση απελευθερώνει την κοινωνία, δεν στρέφεται εναντίον της, δεν την ποδηγετεί ούτε δυσπιστεί προς αυτήν. Οι επαναστάσεις που ιδιοποιήθηκαν την εξουσία και χρησιμοποίησαν την κοινωνία ως υποστύλωμα της πολιτικής κυριαρχίας των φορέων τους, μετήλθαν την τρομοκρατία και μεταβλήθηκαν εντέλει σε αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Η ιδεολογία της καταστροφής, εξίσου με την ιδεολογία της αποδόμησης, διαλογίζεται προφανώς με τις προϋποθέσεις του 19ου και υπό μια έννοια του 20ου αιώνα, όταν το κοινωνικό πρόβλημα ετίθετο κατά τρόπο μονοσήμαντο και αποκλειστικά με όρους εξουσιαστικής διαμεσολάβησης των φορέων της πολιτικής. Στις μέρες μας το κοινωνικό πρόβλημα συνδυάζεται αφενός με τη διαπίστωση ότι η διαμεσολάβηση ως τρόπος πολιτικής «εκπροσώπησης» έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της βίο και αφετέρου με το αίτημα της κοινωνίας των πολιτών να αναλάβει η ίδια έναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική λειτουργία. Αν και το ζήτημα της πολιτειακής χειραφέτησης της κοινωνίας τίθεται για την ώρα σε ηθικές βάσεις, η αμφισβήτηση της λογικής της διαμεσολάβησης υπό το πρίσμα της οποίας εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν οι αυτόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι δεδομένη. Και τούτο διότι γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι η έννοια της διαμεσολάβησης όχι μόνο δεν έχει αντιπροσωπευτικό πρόσημο, αλλά και ακυρώνει την αντιπροσωπευτική αρχή στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η διαμεσολάβηση προσεγγίζεται εφεξής μάλλον υπό το πρίσμα της χειραγώγησης ενώ οι θεμιτές άλλοτε πρακτικές που νομιμοποιούσαν τις σχέσεις δύναμης και αντιμετώπιζαν το κανονιστικό περιβάλλον του συστήματος ως απλό «μέσον» για την πραγμάτωση του κοινωνικού σκοπού, ορίζονται ως συμπεριφορές που τρομοκρατούν τη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση και τη δημόσια λειτουργία του πολίτη. Όσο η αμφισβήτηση της «αυθεντίας» της ηγεσίας και της διαμεσολάβησης διογκώνεται τόσο εκδηλώσεις που υπαγορεύει ο φόβος της απώλειας ρόλων πολλαπλασιάζονται. Η ιδεολογία της καταστροφής απεχθάνεται εξίσου με την ιδεολογία της εξουσίας τη λαϊκή χειραφέτηση και, κατ’ επέκταση, την πολιτειακή αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Και οι δύο θεωρούν ότι η «καθοδήγηση» αποτελεί αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στο οποίο η κοινωνία οφείλει να συγκατανεύσει. Η «απαλλοτρίωση», η «κατάληψη», η «διαρπαγή» συνιστούν εκφορές αυτού του δικαιώματος, το οποίο λειτουργεί ως αντίβαρο στην εξουσιαστική ιδιοποίηση των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων. Στην αντιπαράθεση αυτή, το κοινωνικό ή το δημόσιο αγαθό αποτελεί το λάφυρο όχι το διακύβευμα της ελευθερίας. Υπό την έννοια αυτή, η «κατάληψη» του δημοσίου χώρου, που έχει καθιερωθεί στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτειακού περιβάλλοντος ως τρέχουσα και, μάλιστα, ως αυτονόητη πολιτική πρακτική των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ακραία εκδήλωση ιδιοποίησης ενός κοινωνικού αγαθού, που οδηγεί με ακρίβεια στην ομηρία της κοινωνίας.
Η θυματοποίηση της κοινωνίας ως μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, υποδηλώνει την πρόταξη του ιδίου συμφέροντος ως τελικού σκοπού της πολιτικής, δηλαδή ως υπέρτερου του συμφέροντος του συνόλου. Εξού και οι φορείς της λογικής των «καταλήψεων» (για παράδειγμα οι παραταξιάρχες του πανεπιστημιακού χώρου), αρνούνται με βδελυγμία την όποια εκχώρηση του δικαιώματος του εντολέα στο σώμα της (εν προκειμένω φοιτητικής) κοινωνίας και, μάλιστα, του καθόλα δημοκρατικού δικαιώματος της κλήρωσης από τα μέλη της των εκπροσώπων στους θεσμούς. Από μια άλλη άποψη, η «κατάληψη» εμφανίζει μια εκλεκτική συγγένεια με την ιδεολογία της καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή ως μορφή δράσης, σε συνάφεια με τις προεκτάσεις της, ανάγεται στις πηγές της δεσποτικής λογικής της πολιτικής εξουσίας. Κατά τούτο, αποτελεί μια κατεξοχήν αντιδημοκρατική πρακτική με σαφείς αυταρχικές προεκτάσεις.
Υπάρχει λύση; Καθόλες τις ενδείξεις, η δυναμική της εξέλιξης προαναγγέλλει τη μετάβαση σε ένα σύστημα όπου το σώμα της κοινωνίας των πολιτών θα διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ρόλο εντολέα της πολιτικής εκπροσώπησης. Οι δυνάμεις που εξέχουν της κοινωνίας και διαμεσολαβούν το πολιτικό της διακύβευμα, θα υποχρεωθούν έτσι να λειτουργήσουν ως συνομιλητές της και όχι ως υφαντές ή εταίροι της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, αντί οι κάτοχοι του συστήματος και, ουσιαστικά, οι γενεσιουργοί συντελεστές των προβλημάτων της κοινωνίας, να εμφανίζονται ως οι ειδικοί που θα την σώσουν από την άβυσσο στην οποία την ρίχνουν κάθε φορά, θα υποχρεωθούν να αναλάβουν την ευθύνη τους ως αντιπρόσωποι και ιδίως να λογοδοτήσουν.
Η δυναμική της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» αναδεικνύει ακριβώς την αιτιολογία του προβλήματος: ότι δηλαδή το κοσμοσυστημικό ανάπτυγμα των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι (της χρηματιστικής οικονομίας κ.λπ.) κάνει ανέφικτη εφεξής την εγκατάσταση μιας στοιχειώδους ισορροπίας μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής που θα αποτρέπει την ολοκληρωτική ιδιοποίηση της τελευταίας, στο πλαίσιο του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος της νεοτερικότητας. Εάν, με άλλα λόγια, η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική παραμείνει ευκαιριακή και δεν αποκατασταθεί μια διαρκής θεσμική σχέση μεταξύ τους, η ανατροπή των συσχετισμών θα επιβαρύνει κατά τρόπο δραματικό το ισοζύγιο σε βάρος της κοινωνίας. Με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την εθνική συνοχή και τη νομιμοποίηση του συστήματος.
Η θεμελιώδης αυτή επισήμανση αναγγέλλει ήδη ότι το διακύβευμα του μέλλοντος θα εστιάζεται ολοένα και περισσότερο στην «κοινωνικοποίηση» του συστήματος της πολιτείας και όχι, όπως στις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, στη διελκυστίνδα για τον έλεγχο του κράτους που το ενσαρκώνει. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος σήμερα θα είχε νομίζω πολλά να διδαχθεί από τη διαλεκτική της σχέσης ανάμεσα στην εξελικτική μεταβολή -που θα προδίκαζε την εγκατάσταση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία- και στη νεοτερική εκδοχή της επανάστασης, η οποία θα επανέφερε ουσιαστικά το διακύβευμα του κοινωνικού ή του πολιτικού προτάγματος, στις απαρχές της πρωτο-ανθρωποκεντρικής μετάβασης, δηλαδή στην περίοδο μεταξύ του 18ου και του 20ου αιώνα.

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 3.

δ. Η διαχείριση της αμφισβήτησης

Έχει ενδιαφέρον να σταθεί κανείς για λίγο στο σκεπτικό της αντιμετώπισης των γεγονότων του Δεκεμβρίου. Η κυβέρνηση προέκρινε το δόγμα της «αμυντικής», όπως τη χαρακτήρισε, διαχείρισης των διαδηλωτών. Το δόγμα αυτό δημιουργούσε μια ουσιώδη ταύτιση των νέων που διαδήλωναν την οργή τους με τους «κουκουλοφόρους», οι οποίοι έθεσαν σε εφαρμογή την ιδεολογία της «καταστροφής». Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι θα εδικαιολογείτο η επιλογή της να μην προστατεύσει τη δημόσια και την ιδιωτική περιουσία καθώς και την ασφάλεια των πολιτών, αφού δεν διαχωριζόταν με σαφήνεια εάν η καταστροφή του κέντρου της Αθήνας (και πολλών άλλων πόλεων) οφειλόταν στους μεν ή στους δε. Αποσιωπείτο έτσι ότι τελικά το δίλημμα δεν ήταν η υιοθέτηση μιας «επιθετικής» συλλήβδην (η έννοια του κράτους τιμωρού) τακτικής έναντι των διαδηλωτών ή της «αποχής» από την εκπλήρωση του σκοπού του, η οποία το καθιστούσε ουσιαστικά συνένοχο, εξίσου με τους φορείς της καταστροφής, έναντι της κοινωνίας. Το διακύβευμα του κράτους ήταν, πολύ απλά, να αναλάβει τις ευθύνες του σε ό,τι αφορά στην εκτροπή της αστυνομικής δύναμης από το σκοπό της (που ενοχοποιείται για τον θάνατο του ατυχούς εφήβου) και, εντέλει, για την απαξίωσή της. Συγχρόνως εκαλείτο να εκπληρώσει την αποστολή του ως φορέας του δημόσιου συμφέροντος. Αποστολή, η οποία συνίστατο αφενός στη διασφάλιση των όρων της πολιτικής αμφισβήτησης των νέων και αφετέρου στη δημιουργία μιας πλήρους ομπρέλας για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και, εννοείται, του χώρου τον οποίον ενσαρκώνει. Αντί γι’αυτό, εμφανίσθηκε να παρακολουθεί ως θεατής, να επιτρέπει την αλόγιστη καταστροφή και, στη συνέχεια, να θεωρεί αυτονόητη την κάλυψη της ζημιάς από την κοινωνία (από τους φορολογουμένους). Ωστόσο, θα είχε ενδιαφέρον να διερωτηθεί κανείς πώς θα αντιδρούσε ο πολιτικός ή ο κουκουλοφόρος «αντιεξουσιαστής» εάν η κοινωνία αποφάσιζε να αναλάβει η ίδια, έστω προς στιγμήν, την αρμοδιότητα του «κυρίαρχου λαού» που της έχει απαλλοτριώσει το κράτος, και ανταπέδιδε, δίκην απονομής δικαιοσύνης για τη βλάβη που υπέστησαν τα μέλη της, επιβάλλοντας ποινή ανάλογη στους καταστροφείς ή στους παραβάτες της αποστολής τους. Διότι είναι προφανές ότι όπως ο πολιτικός μεριμνά πρωταρχικά για τη διαφύλαξη των ιδίων του αγαθών, έτσι και ο «αντιεξουσιαστής» φροντίζει να εμπραγματώνει την ιδεολογία του, καταστρέφοντας ή «απαλλοτριώνοντας» τις ζωές ή τα περιουσιακά αντικείμενα των άλλων. Όχι τα δικά του.
Το ερώτημα, ωστόσο, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στο ρόλο της αστυνομίας έχει να κάμει με το σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Διότι διαφορετικά θα εκπαιδευθεί και θα λειτουργήσει εάν προέχει η εκπλήρωση του δημοσίου συμφέροντος (η υπεράσπιση του πολίτη κ.λπ.) ή η εξυπηρέτηση των νομέων του κράτους. Για την πρώτη αποστολή απαιτείται η ανάλογη εκπαίδευση της αστυνομίας, όπως για παράδειγμα για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των ανθρώπων, για την παροχή συνδρομής στους έχοντες ανάγκη, για την φύλαξη των νόμων, για την σύλληψη της παραβατικής συμπεριφοράς και άλλα παρόμοια. Για την άλλη αποστολή δεν χρειάζεται η εκπαίδευση της αστυνομίας για να ανταποκριθεί στις αποστολές αυτές. Αντιθέτως ο αστυνομικός εκπαιδεύεται να είναι προσηνής στους νομείς του κράτους που εντέλλεται να υπηρετήσει, όπως για παράδειγμα να εκτελεί δουλειές (λ.χ. να πληρώνει τους λογαριασμούς, να φροντίζει τον κήπο, να ψωνίζει κ.λπ.) του σπιτιού, να εκπληρώνει χρέη οδηγού, καφετζή ή τηλεφωνητή, να πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο ή την σύζυγο στα μαγαζιά και στο πλαίσιο αυτό να ανταποκρίνεται στις πλείστες όσες κομματικές εργασίες.
Είναι φυσικό ότι η αποστολή αυτή των «σωμάτων ασφαλείας» αφήνει μεγάλα περιθώρια αυτονόμησης του προσωπικού τους και, συνακόλουθα, εξυπηρέτησης του ιδίου συμφέροντος. Η διάσταση αυτή της λειτουργίας του αστυνομικού μπορεί να περιλαμβάνει τη συμμετοχή του στο οργανωμένο έγκλημα, την παροχή προστασίας ή υπηρεσιών ασφάλειας σε ιδιώτες, την επιλεκτική ασφάλεια των πολιτών που προστρέχουν στη βοήθειά του, την προσποίηση άσκησης του υπηρεσιακού του καθήκοντος κ.λπ.
Στην επιλογή της ιδιοποίησης και, κατ’ επέκταση, της εκτροπής του αστυνομικού έργου από τον δημόσιο σκοπό του, πρέπει να ειπωθεί ότι διαπιστώνεται μια πλήρης διακομματική συμφωνία. Στο κλίμα αυτό εγγράφεται και η ομολογημένη «συγκατάνευση» του πολιτικού προσωπικού σε διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος, με αντάλλαγμα την ενίσχυση της εκλογικής του πελατείας (π.χ. η υπόθεση των Ζωνιανών) ή στη διαιώνιση της δυναμικής αμφισβήτησης του συστήματος (η περίπτωση της τρομοκρατίας ή των «αντιεξουσαστών» φορέων της καταστροφής), μεταβάλλοντάς τους τελικά σε συνομιλητές και, ουσιαστικά, σε αντικειμενικούς συμμάχους στη νομιμοποίησή του.
Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός της ιδιοποίησης του κράτους με την απαξίωση και την ουσιαστική διάλυση σημαντικών τομέων του, εξηγεί γιατί η παραβατική συμπεριφορά βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, οι δε συντελεστές της έχουν επιλέξει τη συμμετοχή τους στο δημόσιο χώρο ως όχημα για την απόδοσή τους στην κοινωνία, καθαγιασμένους και ευυπόληπτους. Κατά τούτο, μπορεί να θεωρηθεί ότι το κράτος αυτό λειτουργεί ως ένα δυνάμει λεηλατικό εκτροφείο, με το οποίο ανατροφοδοτείται η ανομία, η διαφθορά, το έγκλημα, η τρομοκρατία και η ιδεολογία της καταστροφής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ευτελισμό του ιδίου, κυρίως όμως για την συνεπαγωγή της κοινωνίας σε κατάσταση ασφυξίας, για την ομηρία της χώρας και για την ύφανση καταλυτικών για το μέλλον της εξωτερικών εξαρτήσεων.

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 2.

Οι «ελληνικές» σταθερές του κράτους της μεταπολίτευσης

Πώς εκδηλώνεται κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο η δυσμορφία αυτή του ελληνικού κράτους; Καταρχήν επιβεβαιώνονται όλα τα γνωρίσματα που κατέγραψα προηγουμένως ως σταθερές του: ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα και η μονοπώληση του πολιτικού συστήματος από το κράτος. Και περαιτέρω, η μη ανταποκρισιμότητά του προς τις θεμελιώδεις προσδοκίες της κοινωνίας.
Η τελευταία αυτή διάσταση, εάν έλειπε, θα ελάφρυνε σαφώς την αμφισβήτηση της πολιτικής τάξης από την κοινωνία. Συνδυάζεται όμως με μια προβληματική επιχειρησιακή λειτουργία του κράτους, η οποία μεταβάλλει τους πολίτες σε όμηρους και, μάλιστα, σε παράκλητους των δικαιωμάτων τους. Ώστε, η συνύπαρξη αυτή της αναντιστοιχίας του κράτους με την πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας βρίσκεται εντέλει στη βάση της απουσίας μιας θεμέλιας επιχειρησιακής λογικής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, απολύτως αποτρεπτικός για την αποκατάσταση μιας σχετικής έστω ανταπόκρισης της πολιτικής προς την κοινωνική βούληση. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιταγή της πολιτικής εξυγίανσης του κράτους, της διοικητικής μεταρρύθμισης και της πάταξης της διαφθοράς, εμφανίζονται ως αξίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανθίστανται σταθερά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Να υποθέσουμε άραγε ότι το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον συμβατό με εκείνο της ελληνικής κοινωνίας ενάντια στις ιδιοτέλειες των κατόχων του κράτους;
Σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση ότι στο ελληνικό κράτος απουσιάζει πράγματι η έννοια της κύρωσης, επιβεβαιώνει ακριβώς την υψηλή ιδιοποίηση στην οποία έχει υποβληθεί ο δημόσιος χώρος και ο σκοπός που υποτίθεται ότι καλείται να υπηρετήσει. Απουσία που συνδυάζεται με τη διάχυτη ανομία η οποία διευκολύνει τη συναλλαγή και, μάλιστα, τη διαμόρφωση θυλάκων ιδιωτείας στο εσωτερικό του κράτους και το σφετερισμό των λειτουργιών του. Η ιδιοποίηση αυτή δεν αφορά μόνο στα κλιμάκια της πολιτικής ιεραρχίας, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Εξακολουθεί να καλύπτει ευρείες περιοχές του διοικητικού μηχανισμού συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της αυτοδιοίκησης. Οι φορείς του κράτους, για να παράσχουν τελικά τις υπηρεσίες τις οποίες αυτό οφείλει στους πολίτες ή στους συναλλασσόμενους μαζί του, αξιώνουν είτε να λειτουργήσει η πελατειακή διαμεσολάβηση είτε να τους καταβληθεί πρόσθετη οικονομική ιδίως «ανταμοιβή». Η επισήμανση αυτή κάνει φανερό ότι στο κράτος της μεταπολίτευσης η διάρρηξη της ισορροπίας ανάμεσα στην επιχειρησιακή του ανταποκρισιμότητα προς την κοινωνία και στην ιδιοποίηση παραμένει η διαρκής σταθερά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διασκέδαση της τελευταίας μέσω μιας μερικής έστω ικανοποίησης της κοινωνικής προσδοκίας.
Θεμελιώδης μηχανισμός της ιδιοποίησης εξακολουθεί να είναι βασικά το κόμμα. Η ιδιοποίηση και, ως εκ τούτου, η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν διακομματικές παραμέτρους. Διαπιστώνεται μάλιστα ότι έχει υφανθεί ένας άτυπος αλλά ισχυρός και συνεκτικός κώδικας συνενοχών, στον οποίο υπακούει το σύνολο των λειτουργών της κομματοκρατίας. Εξόχως χαρακτηριστική είναι η συστηματική διακομματική συναίνεση στην «ασυλία» του πολιτικού προσωπικού, δυνάμει της οποίας γίνεται μεν επίκληση της ιδιοποίησης (λ.χ. των σκανδάλων που προσημειώνουν το δημόσιο ταμείο) για να πληγεί πολιτικά ο αντίπαλος, ουδέποτε όμως για να εκτεθεί στη δικαιοσύνη. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να μην ανέχεται την τιμωρία ούτε των μικρών πολιτικών αξιωματούχων για κατάχρηση της θέσης του. Η πολιτική διαπάλη επικεντρώνει την προσοχή της στην ποσόστωση της «συμμετοχής» ενός εκάστου κόμματος στην ιδιοποίηση, όχι σε μια ενδεχόμενη εναλλακτική πρόταση για την ανασυγκρότηση του κράτους ή τη μεταβολή της προσέγγισης του δημοσίου χώρου και της σχέσης του με την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, είναι προφανές ότι η αναποτελεσματικότητα του κράτους συνδέεται με την εκτροπή του από τη δημόσια λειτουργία που καλείται να εκπληρώσει. Δεν είναι γενική. Το κράτος είναι απολύτως αποτελεσματικό όταν πρόκειται για την εξυπηρέτηση του κομματικού σκοπού και της συνακόλουθης διαπλοκής με το ιδιωτικό οικονομικό και επικοινωνιακό παρασιτικό κατεστημένο. Για να γίνει αντιληπτή η πτυχή αυτή του μεταπολιτευτικού κράτους αρκεί να συγκρίνει κανείς την αποτελεσματικότητά του κατά τη διετία πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 με τον παρελθόντα χρόνο από την ανάληψή τους ή με τη διαχείριση των εκκρεμοτήτων τους κατά την μετα-ολυμπιακή περίοδο. Δεν έχει, επίσης, παρά να αναδιφήσει στην υπόθεση του Βατοπεδίου ή στη «διαχείριση» του κεφαλαίου Μέγαρο Μουσικής. Οι δυο αυτές υποθέσεις είναι νομίζω πέραν από κάθε αμφιβολία αποκαλυπτικές της αποτελεσματικότητας του κράτους, εκεί που το επιβάλλει ο κομματικός σκοπός ή ο σκοπός της ιδιοποίησης.
Η ιδιοποίηση και εντέλει η απονεύρωση του κράτους οδηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία αυτόνομων θυλάκων εξουσίας που ενεργούν δι’ ίδιον όφελος ως είδος «κράτους εν κράτει» επί του δημοσίου χώρου ή επί της κοινωνίας. Η ύπαρξη μιας συντεταγμένης πολιτείας δεν θα άφηνε περιθώρια εκδήλωσης φαινομένων όπως η περίπτωση της συμπεριφοράς του αστυνομικού την 6η Δεκεμβρίου. Η ειδική δεσπόζουσα θέση που κατέλαβαν τα ΜΜΕ στην ελληνική πολιτική σκηνή, στο όνομα της λεγόμενης αυτορύθμισης, εξηγεί εξάλλου τη σύγχυση που υπάρχει στην παρούσα φάση της νεοτερικότητας, η οποία αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ (κανονιστικής) εξουσίας και ισχύος ή, ακόμη χειρότερα, μεταξύ μέσων παραγωγής και συστήματος. Η αρχή της αυτορύθμισης (όπως στην αγορά έτσι και στα ΜΜΕ) αποτελεί απόρροια της ιδιοποίησης της πολιτικής από τους συντελεστές των «μέσων», οι οποίοι επικαλούμενοι τη δεοντολογία της ενημέρωσης και, ουσιαστικά, την υπεροχή του ιδιωτικού (της ιδιοκτησίας) επί του δημοσίου χώρου, διαφεύγουν από την κανονιστική αρμοδιότητα της πολιτειακά συντεταγμένης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική λειτουργία, αντί να ανήκει στο συλλογικό υποκείμενο ή, τουλάχιστον, στον εντολέα του, περιέρχεται στον συντελεστή/ιδιοκτήτη του «μέσου», ο οποίος με τη σειρά του μετέρχεται τη δύναμη ή τη διαχειρίζεται κατά το ίδιον αυτού συμφέρον και, πάντως, αναλαμβάνει να καθορίζει την πολιτική θεματική, τα πρόσωπα της εκπροσώπησης κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό, ο τηλεκράτορας υποκαθίσταται στη θέση του νομίμου φορέα της πολιτικής λειτουργίας και, σε κάθε περίπτωση, της κοινωνίας. Έτσι διασφαλίζει για τον εαυτό του την ελευθερία στην ιδιοποίηση της πολιτικής που διέρχεται από τα ΜΜΕ, αντί της ελευθερίας της κοινωνίας. Τέλος η παρείσφρηση του νέου τηλεοπτικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, συνέβαλε τα μέγιστα στην ακύρωση της μυθολογίας που υφάνθηκε γύρω από την ιδέα της λεγόμενης χαρισματικής ηγεσίας, αναδεικνύοντας παράλληλα το μέτρο και, ιδίως, το ρόλο του πολιτικού προσωπικού στην ιδιοποίηση του δημοσίου χώρου.
Η περίπτωση των πανεπιστημίων στην Ελλάδα είναι εξόχως αποδεικτική της μεταβολής ενός κατεξοχήν ευαίσθητου δημοσίου θεσμού σε ιδιωτικό χώρο. Απαιτήθηκε περισσότερο από μια δεκαετία για να αφεθεί η δικαιοσύνη να ασχοληθεί με το σκάνδαλο του Παντείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια αυτή οι πολιτικές δυνάμεις, οι προσκείμενες σ’αυτές φοιτητικές παρατάξεις και πανεπιστημιακοί καθηγητές, διαγκωνίζονταν για να «προσεταιρισθούν» τους συντελεστές του. Και όταν η δικαιοσύνη ανέλαβε επιτέλους να ασχοληθεί με την υπόθεση, πλήθος από υψηλόβαθμους πολιτικούς αξιωματούχους όλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος και εξέχοντα μέλη της διανόησης προσέτρεξαν ως μάρτυρες να υπερασπισθούν τους πρωταιτίους ή προσκλαίοντες στα ΜΜΕ για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους για την «αυστηρότητα» των ποινών. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ του Παντείου παρεμπόδισε τη λήψη μιας απόφασης που θα αναφερόταν στοιχειωδώς αποδοκιμαστικά στο σκάνδαλο, ενώ και οι παραταξιάρχες φοιτητές περιέβαλαν με απροσχημάτιστη συγκάλυψη την υπόθεση. Το πλέον ενδιαφέρον, ωστόσο, στο σκάνδαλο αυτό είναι ότι αποτέλεσε το μοναδικό, απ’ ότι γνωρίζω, μεταπολεμικό παράδειγμα καταδίκης κρατικών αξιωματούχων για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας.
Από τα ανωτέρω ολίγα συνάγεται νομίζω αβίαστα ότι η ενδιάθετη «αντικρατική» ψυχολογία της κοινωνίας των πολιτών που εκδηλώνεται στην καθημερινότητά της, ιδίως δε σε περιόδους κρίσης, τροφοδοτείται σταθερά από την αποξένωσή της από την πολιτεία και την μη ανταποκρισιμότητα της τελευταίας προς το κοινό συμφέρον. Εξηγεί, από την άλλη, τη «συμπαθητική» προσήνεια την οποία η κοινωνία επιδεικνύει συχνά έναντι του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού» χώρου και, μάλιστα, στον λόγο της τρομοκρατίας. Όπως ήδη διαπιστώσαμε, το πρόταγμα των νέων δεν εξήλθε του πλαισίου που οριοθέτησε το συμβάν της 6ης Δεκεμβρίου. Εντούτοις, στο πρώτο τουλάχιστον στάδιο, την οργή τους καρπώθηκαν με άνεση οι φορείς του «αντιεξουσιαστικού» χώρου, πετυχαίνοντας έτσι να αναβαθμίσουν το πεδίο της αμφισβήτησης και να προσδώσουν στο διάβημά τους χαρακτήρα εξέγερσης.
Με άλλα λόγια, η συνάντηση των νέων με τον λεγόμενο «αντιεξουσιαστικό» χώρο στο επίπεδο της αντικρατικής συμπεριφοράς δεν υποδηλώνει ότι συναντώνται εξίσου και στο πεδίο της αιτιολογίας, του κινήτρου δηλαδή που την προκάλεσε. Στο δεύτερο στάδιο, τα κόμματα και οι επαγγελματίες της διαμεσολάβησης που τρέφονται από τις «κινητοποιήσεις» (οι επικαρπωτές της ΠΟΣΔΕΠ και ποικίλων άλλων οργανώσεων), περικύκλωσαν με «στοργή» την αμφισβήτηση των νέων και την ενέταξαν στον πολιτικό τους λόγο, προκειμένου να την εκτονώσουν και να την επενδύσουν εκλογικά. Οι νέοι, από συντελεστές του συγκυριακού έστω διακυβεύματος της ιστορίας και, υπό μια έννοια, εκφραστές της γενικότερης δυσαρέσκειας της κοινωνίας, θα μεταβληθούν, για μια ακόμη φορά, σε αγελαίο/μαζικό υποκείμενο της αντιπαράθεσης για την οικειοποίησή της και τελικά σε τροφοδότη μηχανισμό για τη διαιώνιση της ιδιοποίησης του κράτους.

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 1.

α. Η πολιτική διάσταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης ή η ομηρία του κράτους


Η συμπεριφορά των νέων στοχοποιούσε συνολικά το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο της νεοτερικότητας, μακριά από ταξικό/ιδεολογικές ή κομματικές αφετηρίες. Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η στοχοποίηση αυτή δεν εμπεριείχε ως γινόμενο την αμφισβήτηση των θεμελίων του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού συστήματος, αλλά τις πολιτικές του. Μάλιστα, οι αιτιάσεις τους εστιάζονταν σε συγκεκριμένες εφαρμογές των πολιτικών του κράτους και, υπό μια έννοια, στις επιπτώσεις της γενικότερης κρίσης, όπως αυτές εξειδικεύονται στην ελληνική συγκυρία, τις οποίες προφανώς χρεώθηκε η πολιτική τάξη.
Διαπιστώνουμε εντούτοις ότι δεν προβλήθηκε εμφανώς ένα εναλλακτικό προταγματικό αίτημα. Παρόλο τον ισχυρισμό των νέων ότι έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη τους στα θεμέλια και στις αξίες του κρατούντος συστήματος, η προβληματική τους παραμένει αναφορική αποκλειστικά στις δυσλειτουργίες του και, υπό μια άλλη έννοια, στοχαστική με πρόσημο τη βελτίωσή του. Το θέλουν πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο ανεκτικό, πιο «δημοκρατικό», δηλαδή εγγύτερα σ’ αυτούς και στην κοινωνία. Ακόμη και αυτή η συνάντηση της οργής τους με την ιδεολογία της καταστροφής ή της ιδιοποίησης που συνιστούν οι «καταλήψεις», αναπέμπει στην τιμωρία των συντελεστών του, δεν συνοδεύεται από την ιδέα ενός άλλου συστήματος που θα εγκαθίστατο στη θέση του.
Στον αντίποδα, οι ιστορικές ιδεολογίες με τις οποίες «ανδρώθηκε» ο νεότερος κόσμος, παρακάμπτονται κατά τρόπο εντυπωσιακό. Ο καταγγελτικός λόγος εναντίον του (νεο-)φιλελευθερισμού συνοδεύεται από μια εντυπωσιακή αποστασιοποίηση της νέας γενιάς από τις κατεστημένες ιδεολογίες της Αριστεράς. Μολονότι η διεθνής αλλά και η εσωτερική πολιτική συγκυρία στρέφει τη συμπάθεια των νέων μάλλον προς αυτές, η αποστασιοποίησή τους είναι προφανής, τόσο σε ό,τι αφορά στο παραδοσιακό τους πρόταγμα όσο και ως προς τις πολιτικές τους πρακτικές και συμπεριφορές. Οι νέοι δεν λειτούργησαν ως οπαδοί του κομματικού, του συνδικαλιστικού ή όποιου άλλου (π.χ. των «ομάδων» διαμεσολάβησης) κατεστημένου, το οποίο θα έλεγα ότι υπερέβησαν με θεαματικό τρόπο. Ως προς αυτό αξίζει, νομίζω, να επισημανθεί η απόσταση που διαπιστώνεται μεταξύ της πολιτικής πράξης που διακίνησαν οι νέοι και του «μιντιατικού» πολιτικού λόγου που μονοπώλησαν οι «ειδικοί», οι οποίοι έσπευσαν αυτόκλητοι να «εκπροσωπήσουν» τους νέους ή να μεθερμηνεύσουν την οργή τους.
Η απουσία, ακριβώς, του σοσιαλιστικού αιτήματος στην πολιτική διαλεκτική των νέων και η εστίαση του ενδιαφέροντός τους στη βελτίωση του παρόντος και του μέλλοντος, επιβεβαιώνουν ότι οι νέοι έχουν εγκατασταθεί ουσιωδώς στο πεδίο του λεγόμενου «φιλελευθερισμού» με ορίζοντα ένα πιο ανοιχτό ή, μάλλον, φιλικό κοινωνικό πρόσωπο και περιβάλλον δικαιοσύνης. Από την άποψη αυτή, εκείνο που μπορεί να συγκρατήσει κανείς από την συμπεριφορά των νέων είναι ότι διαφοροποιήθηκαν πλήρως από το κομματικό κατεστημένο και το ιδεολογικό του πρόταγμα, επικυρώνοντας με τον τρόπο αυτό την ολοσχερή κατάρρευση του κύκλου τους.
Το κενό αυτό, που καλύπτει το σύνολο του πολιτικού φάσματος, μπορεί να εξηγήσει, από μια άλλη άποψη, τη συμπάθεια των νέων προς τους «αντιεξουσιαστές». Συμπάθεια, η οποία όμως πρέπει να αποδοθεί στην απέχθεια που εκδηλώνει σύσσωμη η ελληνική κοινωνία έναντι της «κατακτητικής» λογικής του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος.
Ώστε τα αιτήματα των νέων παρέμειναν, καταρχήν, αυστηρά ενδοσυστημικά. Εστιάσθηκαν στην παθογένεια του νεοελληνικού κράτους, που ανέδειξε η συγκυρία του φόνου του συνομηλίκου τους, σε συνδυασμό με την ψυχολογία της κρίσης, η οποία ενδυνάμωσε την ήδη οριακή, λόγω της αλλαγής των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου (το ζήτημα της γενιάς των 600 ή των 700 ευρώ κ.λπ.), ανασφάλεια της κοινωνίας.
Προφανώς δεν διατυπώνεται μια γενική κατηγορία που να ενοχοποιεί το κράτος ως φορέα ενός τυπικά αυταρχικού καθεστώτος. Συλλαμβάνεται ως εχθρός της κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, η αστυνομία ως μηχανισμός επιβολής του συμφέροντός του στο συλλογικό υποκείμενο. Το κράτος αυτό επομένως εμφανίζεται στα μάτια των νέων ως εξολοκλήρου υπόλογο για την μη συνάντησή του με την κοινωνική προσδοκία και, ειδικότερα, για την απαξία του συλλογικού, για την ανομία και την ασυλία με την οποία περιβάλλει τους πολιτικούς θιασώτες της ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου και της εκχώρησής του στους ποικίλους όσους συγκατανευσιφάγους της (οικονομικής και της επικοινωνιακής) διαπλοκής και, εντέλει, της διαφθοράς. Με δεδομένο ότι οι οργισμένοι διαδηλωτές ήσαν νέοι μαθητές ή σπουδαστές, η εναντίωση αυτή στο κράτος εξειδικεύθηκε στο ζήτημα της κρίσης που διέρχεται η παιδεία στη χώρα, η υποχρηματοδότησή της κ.λπ.
Περισσότερο από τα διατυπούμενα αιτήματα σημασία έχει η αιτιολογία της αντίδρασης. Αντιδρούμε, θα πουν, γιατί δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε μέλλον. Θα σπουδάσουμε γνωρίζοντας από πριν ότι το πτυχίο μας δεν θα έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, ότι μας περιμένει η ανεργία και, στην καλύτερη περίπτωση, μια θέση που δεν θα αντιστοιχείται με το αντικείμενο των σπουδών μας. Το ένστικτο τούς ψιθυρίζει στο υποσυνείδητο ότι δεν υπάρχει διέξοδος, πως τελικά ο κόσμος που ζουν τους απορρίπτει οδηγώντας τους στο περιθώριο. Το πανεπιστήμιο αποβαίνει η θεμέλια βάση του προβληματισμού αυτού, καθώς πέραν της εγγενούς απαξίας που κατατρύχει την ελληνική εκδοχή του, η νεοτερικότητα δεν θέλει να αποδεχθεί ότι και αυτό, όπως και το σύνολο των θεσμών της, εξακολουθεί να λειτουργεί με τους όρους και τους στόχους της εποχής της Αναγέννησης, χωρίς ουσιαστική επαφή με τις πραγματικότητες της εποχής μας. Η αποξένωσή του από τη διαδικασία της παραγωγής και της διακίνησης της γνώσης, η αποσυσχέτισή του από το κοινωνικό διακύβευμα, θεμελιώνει έτσι καταγωγικά το κλίμα του αδιεξόδου που διακατέχει τους νέους. Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία να ειπωθεί ότι οι νέοι έφηβοι που διαδήλωσαν την οργή τους στους δρόμους των μεγάλων πόλεων δεν ανήκουν εξ αντικειμένου στην κατηγορία των αποκλεισμένων ούτε και συνάγεται ότι οι οικογένειες τους, ιδίως αυτών που εκδήλωσαν τη συμπάθειά τους στον «αντιεξουσιαστικό» χώρο, ταξινομούνται μεταξύ των μελών της κοινωνίας που έχουν διέλθει το κατώφλι της φτώχειας. Προφανώς δεν μπορούν να αναλύσουν ή να διεισδύσουν στην αιτία της κρίσης, εισπράττουν όμως τις συνέπειες.
Η ανωτέρω αιτιολογία, ωστόσο, δεν είναι από μόνη της επαρκής για να εξηγήσει την έκταση και την ένταση του φαινομένου της διαμαρτυρίας ούτε ιδίως την πρωτοφανή συμπάθεια της κοινωνίας προς την «εξέγερση» των νέων. Τη συμπάθεια αυτή ορισμένοι την απέδωσαν στην προβληματική σχέση που διακατέχει την κοινωνία έναντι της νομιμότητας ενγένει. Η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε, υπό μια έννοια, να ενισχυθεί από το γεγονός ότι από τον πολιτικό λόγο των νέων (και της κοινωνίας) αναδύεται κατά τρόπο σταθερό μια ενδιάθετη όσο και γενικευμένη αμφισβήτηση, που συχνά επενδύεται ένα «στασιαστικό» περιεχόμενο, και επικεντρώνεται ιδίως στο κράτος, στην αγορά και τις τελευταίες δεκαετίες στα ΜΜΕ.
Η ενδιάθετη αυτή αμφισβήτηση, δεν αποκλείεται να επανήλθε εντονότερη τον τελευταίο καιρό, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης της οποίας οι επιπτώσεις προαναγγέλθηκαν ή, ενδεχομένως, τα ίχνη έγιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αισθητά σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής ζωής. Για να αξιολογηθεί όμως η συμβολή της οικονομικής κρίσης στην ενδιάθετη αμφισβήτηση της κοινωνίας προς το κράτος, όπως και η γενικότερη υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων, του κράτους πρόνοιας, ακόμη και του κράτους δικαίου και βεβαίως η ανεργία που πλήττει τους νέους, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι επιπτώσεις τους έγιναν περισσότερο αισθητές στην Ελλάδα απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός ακριβώς αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Επιπλέον, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον αποτελεί σήμερα ένα φαινόμενο το οποίο επιτείνεται από την επελθούσα οικονομική κρίση, άρχισε ωστόσο να δημιουργείται προ πολλού, συντοχρόνω με την ανατροπή των παραδοσιακών ισορροπιών που επήλθε ως απόρροια της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Με μια επισήμανση: δεν είναι η πλανητική ακτίνωση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και των παραμέτρων (της οικονομίας κ.λπ.) του, υπόλογες της δημιουργίας μιας μεγάλης στρατιάς αποκλεισμένων (που ανάγονται στην εργασία κ.λπ.), αλλά η ανατροπή των συσχετισμών μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Ανατροπή που οδήγησε στην πολιτική -και όχι μόνο οικονομική- κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς, με αποτέλεσμα την ανάδειξη της απληστίας, της κατάχρησης ισχύος και της προβολής του συμφέροντος της αγοράς σε υπέρτατη αρχή. Ανατροπή, επομένως, που συνέβη επειδή η πολιτική δεν παρακολούθησε την κοσμοσυστημική ακτίνωση των λοιπών ανθρωποκεντρικών παραμέτρων, όπως της οικονομίας, της επικοινωνίας, της κινητικότητας της εργασίας κ.λπ., ούτε ιδίως ανασυντάχθηκε το μέτωπο της σχέσης του κοινωνικού με το πολιτικό στο εσωτερικό πεδίο, ώστε να ξανασυναντηθούν η κοινωνία με τους φορείς του πολιτικού συστήματος.
Τι είναι λοιπόν αυτό που στην ελληνική περίπτωση συνετέλεσε ώστε ο φόνος του εφήβου και δι’ αυτού το ζήτημα της οικονομικής κρίσης και, γενικότερα, της επιβάρυνσης των εργασιακών συνθηκών και της αβεβαιότητας για το μέλλον, να μεταβληθεί τόσο εμφατικά σε πολιτικό πρόβλημα; Η διερώτηση αυτή συνέχεται, από την άλλη, με την επισήμανση ότι το ελληνικό πρόβλημα (η πολιτική διατύπωση της οργής των νέων) έγινε αντιληπτό ως εκδήλωση ενός ευρύτερου, με παγκόσμιες διαστάσεις, φαινομένου που ήταν δεκτικό να πυροδοτήσει αντίστοιχες πολιτικές εκδηλώσεις και σε άλλες χώρες. Παρόλες όμως τις περιορισμένες οπωσδήποτε στιγμές αλληλεγγύης που τροφοδότησε, αν κρίνει κανείς από το αποτέλεσμα, αλλά και τις περαιτέρω αντιδράσεις που κινητοποίησε μέχρι τη στιγμή αυτή η οικονομική κρίση, συνάγεται ότι αποτέλεσε εντέλει μια καθόλα ελληνική ιδιαιτερότητα.
Για να εξηγηθεί το συγκεκριμένο φαινόμενο οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, να εστιάσουμε την προσοχή μας σε ορισμένες παραμέτρους της κρίσης οι οποίες διαφεύγουν συνήθως από την τρέχουσα προβληματική, συγκροτούν όμως αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «ελληνική ιδιαιτερότητα». Η ιδιαιτερότητα αυτή συνδυάζει την ασυμβατότητα του κρατικού μορφώματος, με το οποίο ενδύθηκε η νεοτερικότητα κατά την έξοδό της από τον φεουδαλικό Μεσαίωνα, με την ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας. Θεμελιώδης εκδήλωση της ασυμβατότητας αυτής αποτέλεσε η μη ανταποκρισιμότητά του στις προτεραιότητες και, κατ’ επέκταση, στις προσδοκίες της. Από την πλευρά της κοινωνίας, η αποξένωσή της από την πολιτεία προκάλεσε μια ενδιάθετη στάση διαρκούς αμφισβήτησης του κράτους που την ενσάρκωσε και των φορέων του, η οποία αποκρυσταλλώθηκε είτε ως έλλειψη σεβασμού προς ό,τι ορίζεται ως «δημόσιος» χώρος είτε σε εμφανή εχθρότητα, κυρίως σε περιόδους κρίσης. Το κράτος θα αντιμετωπισθεί ευρέως ως «ξένο σώμα» από την ελληνική κοινωνία.
Στο νέο αυτό περιβάλλον ο μετασχηματισμός της πελατειακής παρέκκλισης σε σύστημα που ορίζει τη φύση της πολιτείας και επιτρέπει στο κόμμα να το ενσαρκώσει, οδήγησε εντέλει την ελληνική κοινωνία να μεταστεγασθεί από ένα κράτος εθνικής κατοχής (το οθωμανικό) σε ένα εθνικό κράτος εσωτερικής πολιτικής κατοχής. Η έννοια της πολιτικής κατοχής ορίζεται, όπως έχω διευκρινίσει αλλού, σε συνάρτηση με το γεγονός της πολιτικής κυριαρχίας, το οποίο δεν συνεκτιμά το ανάπτυγμα της κοινωνίας στο πεδίο της ελευθερίας. Το νεοελληνικό κράτος, μην έχοντας ως αντικείμενο την κοινωνική απελευθέρωση και σε προφανή αντίθεση με το διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης, λειτούργησε σε ένα κλίμα καταφανούς ανισορροπίας στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής και, κατ’ επέκταση, μη συνάντησή του με το κοινό συμφέρον και τη συλλογική προσδοκία.
Το γεγονός αυτό είναι αποκαλυπτικό της ιδιαιτερότητας του ελληνικού κράτους: Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό για το σκοπό της «εξατομίκευσης» του συλλογικού διακυβεύματος της κοινωνίας ώστε η πολιτική τάξη απερίσπαστη να κυριαρχεί, να το ιδιοποιείται και να διαπλέκεται με τα συμφέροντα που το περιβάλλουν. Η διαφθορά που στον ομόλογο νεοτερικό κόσμο αποτέλεσε πάντοτε μια μη ομολογημένη σταθερά της πολιτικής τάξης, αποτελεί σ’ αυτό ένα διάχυτο φαινόμενο, που καλύπτει το σύνολο του ιστού της πολιτείας και της διοίκησης. Το ελληνικό κράτος, αποκομμένο θεσμικά και πραγματικά από το συλλογικό γίγνεσθαι της κοινωνίας, θεωρεί ότι ο ρόλος του τελειώνει εκεί από όπου όφειλε να αρχίζει. Ψηφίζει με άνεση νόμους (λ.χ. για την οδική ασφάλεια), εναποθέτει όμως στον «πατριωτισμό» των πολιτών την εφαρμογή τους. Αποφασίζει την πραγματοποίηση δημοσίων έργων, ουδέποτε όμως ελέγχει την ακρίβεια της υλοποίησής τους. Οι οργανισμοί και οι ενγένει θεσμοί του κράτους καλούνται σταθερά να υπηρετήσουν το κομματικό συμφέρον, το οποίο συμπίπτει προφανώς με το κρατικό/δημόσιο συμφέρον. Εξού και η θητεία του πολιτικού και του διοικητικού προσωπικού αξιολογείται με γνώμονα τη νομιμοφροσύνη στην κομματική ηγεσία και την προσήνειά του στο σκοπό του κόμματος. Ο σκοπός αυτός εξηγεί άλλωστε την προσέγγιση της στελέχωσης των δημοσίων θεσμών υπό το πρίσμα της «προσφοράς» στο κόμμα και όχι της «αρμοδιότητας» ή της ικανότητας και της αφοσίωσης στο κοινωνικό σύνολο. Η ενσάρκωση του κράτους από το κόμμα βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη διαπίστωση ότι ουσιαστικά η έννοια της «κύρωσης», σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής και της διοίκησης, είναι ανύπαρκτη. Με διαφορετική διατύπωση, όχι μόνο η πολιτική τάξη τοποθετείται, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του νεοτερικού συστήματος, υπεράνω του νόμου, αλλά και η διοίκηση μέχρι τον τελευταίο θυρωρό, καλύπτεται από νομική ή λειτουργική ασυλία. Ούτως ή άλλως, διαπιστώνεται μια πλήρης σύγχυση μεταξύ ελέγχοντος και ελεγχομένου.
Συγχρόνως, επιχειρείται συστηματικά η μετάθεση στην κοινωνία της ευθύνης για την ανομία, για την ανεπάρκεια ή την απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, για τη διάλυση και τη διαφθορά. Η θεμελιώδης αρχή που διέπει τη λειτουργία της ελληνικής πολιτείας συμπυκνώνεται στην απουσία επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας του κράτους, πνεύματος ευθύνης, εποπτείας, κύρωσης, δηλαδή συνάφειας με το σκοπό της. Η έννοια της μεταρρύθμισης για το πολιτικό προσωπικό εξομοιώνεται όχι με την εφαρμογή του νόμου και, ενδεχομένως με τη διόρθωση των τομέων του κράτους που χωλαίνουν ή με την αλλαγή πολιτικής πορείας, αλλά με την ψήφιση ενός νέου νόμου, ο οποίος γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι δεν θα εφαρμοσθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, η ιδέα της έννομα συγκροτημένης πολιτείας, που μεριμνά για τον έλεγχο της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, προκειμένου να διασφαλισθεί η ισότητα και η ασφάλεια των πολιτών, είναι ξένη προς τον πολιτικό πολιτισμό της πολιτικής τάξης. Το ίδιο ξένη είναι και η γενικά παραδεδεγμένη αντίληψη ότι η εφαρμογή ή η μη εφαρμογή του νόμου εκπληρώνει επίσης μια καίρια παιδευτική λειτουργία: εμποτίζει με το ήθος του κανόνα την κοινωνία. Ο εθισμός, για παράδειγμα, στην έννομη οδηγική συμπεριφορά ή στην επαγγελματική παράσταση της αγοράς δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των ολίγων που εγκολπώνονται τον κανόνα. Δημιουργείται κατά μικρόν με την εφαρμογή του κανόνα ή με τη βεβαιότητα της «σύλληψης» της παρέκκλισης. Στην ελληνική πολιτεία, ωστόσο, ο πολίτης διδάσκεται ότι οι νόμοι ισχύουν για τους άλλους, γι’ αυτούς που δεν έχουν «μέσον» στην πολιτική ή γενικότερα στην κρατική σφαίρα. Ο νέος που έχει «μέσον» δεν θα πάει στρατιώτης στον Έβρο, θα μείνει στο Επιτελείο ή θα υπηρετήσει σε προνομιούχες μονάδες. Ο παραβάτης του ΚΟΚ που είναι στα πράγματα θα «σβήσει» την κλήση, ο έχων πρόσβαση στις αρχές θα αποκτήσει άδεια εισόδου στον δακτύλιο κ.λπ. Η αντίληψη αυτή είναι προφανώς δεδομένη στο σύνολο του δημόσιου τομέα και, επίσης, διάχυτη σε ό,τι αφορά στη δικαιοσύνη και, βεβαίως, στην άσκηση των πολιτικών (συναλλαγές με τον ιδιωτικό τομέα κ.λπ.) του κράτους.
Για την παραβατικότητα του κράτους ο πολιτικός θα αντιτείνει ότι η κοινωνία είναι τελικά υπεύθυνη, δηλαδή όλοι εκείνοι που επιδιώκουν να ταξινομηθούν στη χορεία των προνομιούχων. Όχι αυτός που εισάγει τις εξαιρέσεις, που καταχράται της θέσης του ή που παραβιάζει τον κανόνα για πελατειακούς λόγους. Ο κοινός νους όμως διερωτάται εάν θα διανοηθεί κανείς να ζητήσει την ένταξή του στη στρατιά των εξαιρέσεων -να βάλει «μέσον»- αν γνωρίζει ότι τελικά αυτό δεν είναι εφικτό για κανένα. Συγχρόνως δεν συνεκτιμάται ότι η έννοια της κοινωνίας των πολιτών διαφέρει ουσιωδώς από την έννοια του πολίτη ως ατομικότητας. Ο πολίτης που επιδιώκει να ικανοποιήσει το προσωπικό του συμφέρον (π.χ. να καταλάβει μια θέση εργασίας στο δημόσιο) δεν θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο εάν κληθεί να λειτουργήσει ως φορέας της πολιτικής. Στην πρώτη περίπτωση για να επιτύχει τον στόχο του οφείλει να μετέλθει τις πρακτικές που επιβάλλει το σύστημα ειδάλλως θα αποτύχει προς όφελος όχι του κανόνα αλλά κάποιου τρίτου. Στη δεύτερη περίπτωση, η απομάκρυνσή του από το άμεσο προσωπικό του πρόβλημα, η λειτουργία του δηλαδή ως συλλογικό υποκείμενο μεταθέτει τη σκέψη του στο πεδίο της πολιτικής ορθοπραγίας που υπαγορεύει η αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος. Αρκεί να σταθεί κανείς στο αποτέλεσμα των δημοσκοπήσεων και, θα έλεγα, να συγκρίνει τις απαντήσεις της «κοινής γνώμης» με τις πολιτικές επιλογές της πολιτικής τάξης. Η έκπληξη που θα δοκιμάσει θα είναι όντως εντυπωσιακή. Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι η ευθύνη συνοδεύει τον κατά το Σύνταγμα υπεύθυνο ηγήτορα, όχι τον παραβάτη που σπεύδει να επωφεληθεί από τις διαφυγές του συστήματος.
Η διάχυτη ανομία που διέπει το ελληνικό κράτος συνάδει με τον τρόπο που η πολιτική τάξη αντιλαμβάνεται την έννοια της πολιτικής ευθύνης. Είναι γνωστό πως στο κράτος της νεοτερικότητας η πολιτική πράξη δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη, για τον απλό λόγο ότι εφαρμόζεται και, εν προκειμένω, η αρχή της εξαίρεσης από αυτήν του κατόχου της πολιτικής κυριαρχίας. Συμβαίνει όμως την αρχή αυτή, η ελληνική πολιτική τάξη να τη διευρύνει στο ακραίο της όριο, εισάγοντας αφενός το δόγμα της ασυλίας και αφετέρου την αυτοεξαίρεσή της από αδικήματα που αφορούν στην καταχρηστική άσκηση της εξουσίας ή στην καταδολίευση του δημόσιου χώρου/αγαθού. Η ασυλία καλύπτει ουσιαστικά τον ιδιωτικό βίο του πολιτικού, ο οποίος επιπλέον δύναται να καθυβρίσει τον πολίτη, να του φερθεί καταφρονητικά ή να αρνηθεί να του παράσχει την δικαιουμένη συνδρομή, χωρίς συνέπειες. Θεωρεί επίσης αυτονόητο ότι μπορεί να παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη και στη διοίκηση υπέρ της κομματικής του πελατείας, να εφαρμόζει επιλεκτικά το νόμο, να μοιράζει εύνοιες, να διορίζει «από το παράθυρο», να κατανέμει τα δημόσια έργα ανάλογα με τις κομματικές ή προσωπικές του προτεραιότητες, να καταλύει την έννομη τάξη με τους πραιτωριανούς του, όπως στα πανεπιστήμια, και να μεταβάλει ενγένει το κράτος σε κομματικό ή προσωπικό του φέουδο.
Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της πολιτικής ευθύνης προβάλλει ως άλλοθι για την εξαίρεση του πολιτικού από το νόμο. Η παραβατική συμπεριφορά του πολιτικού αποτελεί δικαίωμα. Οσάκις, μάλιστα, τίθεται ζήτημα ευθύνης του πολιτικού προσωπικού για συγκεκριμένες έκνομες πράξεις, η συνήθης επωδός που επαναλαμβάνεται συνάπτεται με την κατηγορία ότι «ποινικοποιείται η πολιτική ζωή». Με άλλα λόγια, η δίωξη των πολιτικών κακοποιών, από τους οποίους βρίθει η ελληνική πολιτική ζωή, θεωρείται απαράδεκτη. Εξού και καλύπτεται από σύντομο χρόνο παραγραφής, ο δε πολίτης δεν δικαιούται να τους ελέγξει. Στον πολίτη δεν αναγνωρίζεται ότι έχει έννομο συμφέρον να ελέγχει τον πολιτικό για τις πράξεις ή τις παραλήψεις του ή να ζητήσει από αυτόν αποκατάσταση της ζημίας που θα υποστεί συνεπεία των πολιτικών του αποφάσεων.
Θα είχε ενδιαφέρον εντούτοις να συνδέσει κανείς το μείζον αυτό ζήτημα με το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς ότι είναι αντιπρόσωπος άλλου τινός και να αρνείται στον εντολέα τον έλεγχο των πεπραγμένων του; Το ερώτημα αυτό συνδέεται με μια αλληλουχία άλλων ερωτημάτων που εκπορεύονται από την έννοια της αντιπροσώπευσης και αποκαλύπτουν την κυνική υποκρισία που υποκρύπτει ο ισχυρισμός ότι το νεοτερικό πολιτικό σύστημα έχει αντιπροσωπευτική θεμελίωση.
Το φαινόμενο της ιδιοποίησης δεν είναι νέο και, μάλιστα, της περιόδου της μεταπολίτευσης. Εμφανίζεται ως μια κατεξοχήν σταθερά του νεοελληνικού κράτους από την πρώτη στιγμή της εγκαθίδρυσης της κρατικής δεσποτείας (της βαυαρικής απολυταρχίας). Το κράτος αυτό συνέβαλε τα μέγιστα στην αποδόμηση του ελληνισμού, της αστικής και της πνευματικής του τάξης, μεταβάλλοντας την κοινωνία σε πελατειακό όμηρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, 12/2008.Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Σελίδες: 232 .Τιμή: 19€ ISBN: 978-960-6882-03-6

Από τις εκδόσεις IANOS κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη «12/2008, Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος», στο οποίο ανατέμνει την κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τον χαρακτήρα του αδιεξόδου της νεοτερικότητας με αφορμή την πρόσφατη εξέγερση της νεολαίας και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική αναταραχή. Συγχρόνως διαλογίζεται για την κατεύθυνση της εξέλιξης που αναμένεται να λάβει ο κόσμος στο περιβάλλον του 21ου αιώνα.
Όντως ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η στασιαστική έκφραση της οργής των νέων του περασμένου Δεκεμβρίου, ανεξαρτήτως της αφορμής που την προκάλεσε και της άμεσης αιτιολογίας της, ανέδειξε με μεγάλη καθαρότητα το αδιέξοδο της εποχής μας. Αδιέξοδο που οφείλεται στην ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, υπέρ της πολιτικής κυριαρχίας της τελευταίας. Αδιέξοδο με ειδικότερα ελληνικά χαρακτηριστικά, τα οποία τη φορά αυτή προέβαλαν στην παγκόσμια σκηνή ως προάγγελος γενικότερων εξελίξεων που δεν εγγράφονται στην περιοχή της παραδοσιακής αμφισβήτησης. Το γεγονός αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις παρακάμφθηκαν με τόση ευκολία από τους νέους, στα συναισθήματα των οποίων οι διακινητές της ιδεολογίας της καταστροφής επικράτησαν κατά κράτος και καρπώθηκαν εξ ολοκλήρου την οργή τους, δίδοντάς της διαστάσεις τυπικής εξέγερσης. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου, που έγινε εμφανής στο πρόταγμα της ελληνικής νεολαίας, είναι όμως εξίσου κατάδηλη στο σύνολο της νεοτερικής σκέψης, ο συγγραφέας επέλεξε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη διερώτηση για τη σημειολογία της κρίσης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μιας προβληματικής για την κατεύθυνση της εξέλιξης. Στο πλαίσιο αυτό, διεξάγει ένα γόνιμο διάλογο με θεμελιώδεις έννοιες της εποχής μας, όπως της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης, της αγοράς και του οικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, της αναρχίας και της ιδεολογίας της καταστροφής, της συλλογικής ταυτότητας και της κοσμο-πολιτειότητας, προκειμένου να αναδείξει το βάθος του γνωσιολογικού αδιεξόδου και του συντηρητικού εγκιβωτισμού της νεοτερικότητας. Πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να κατευθύνει τη σκέψη των νέων, αλλά να συμβάλλει στην αποδέσμευσή της από τα απολιθωμένα στερεότυπα της νεοτερικής γνωσιολογίας που την κρατούν δέσμια ποικίλλων όσων αναχρονισμών και προκαταλήψεων.






Ακολουθεί το κείμενο της προδημοσίευσης του βιβλίου
στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,
Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Ο Δεκέμβρης και η διαφθορά
Του ΤΑΣΟΥ ΠΑΠΠΑ

Στο νέο βιβλίο του με τίτλο «12/2008: Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος» (εκδόσεις «Ιανός»), ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης παίρνει ως αφορμή την έκρηξη της νεολαίας το Δεκέμβριο προκειμένου να μιλήσει για την κρίση του πολιτικού συστήματος, την αδυναμία των κομμάτων να ανταποκριθούν στα αιτήματα των καιρών και για τη σταθερή ασυμβατότητα του κράτους με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα (πρώην πρύτανη του Παντείου) «το διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία επικεντρώνεται στην απελευθέρωσή της από το κράτος, δηλαδή από τη λογική της κομματοκρατίας, και όχι στην περαιτέρω διεύρυνση της ομηρίας της, υπό οποιονδήποτε (αριστερό ή δεξιό) μανδύα».
*Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η δυσμορφία του ελληνικού κράτους, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, εκδηλώνεται με τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα, τη μονοπώληση του πολιτικού συστήματος από το κράτος και τη μη ανταποκρισιμότητά τους προς τις θεμελιώδεις προσδοκίες της κοινωνίας: «Στο ελληνικό κράτος απουσιάζει η έννοια της κύρωσης... Απουσία που συνδυάζεται με τη διάχυτη ανομία, η οποία διευκολύνει τη συναλλαγή και, μάλιστα, τη διαμόρφωση θυλάκων ιδιωτείας στο εσωτερικό του κράτους και το σφετερισμό των λειτουργιών του».
*Βασικός μηχανισμός της ιδιοποίησης είναι το κόμμα. Κι αυτό προκύπτει σε όλα τα επίπεδα. Παράδειγμα το θέμα της διαφθοράς στην κορυφή.
Για τον Γ. Κοντογιώργη υπάρχει ένα κλίμα διακομματικής συναίνεσης σε ό,τι αφορά την ασυλία του πολιτικού προσωπικού. Η άποψή του είναι ότι η σκανδαλολογία έχει στόχο «να πληγεί πολιτικά ο αντίπαλος, ουδέποτε όμως για να εκτεθεί στη Δικαιοσύνη. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να μην ανέχεται την τιμωρία ούτε των μικρών πολιτικών αξιωματούχων για κατάχρηση της θέσης τους».
Αυτά και πολλά άλλα συγκροτούν το σώμα της κρίσης και τροφοδοτούν την «αντικρατική ψυχολογία» της κοινωνίας των πολιτών και παραλλήλως εξηγούν τη «συμπαθητική» προσήνεια την οποία η κοινωνία επιδεικνύει συχνά έναντι του λεγόμενου «αντιεξουσιαστικού» χώρου και, μάλιστα, στο λόγο της τρομοκρατίας.
Στις συνθήκες αυτές οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της ανανεωτικής αριστεράς αδυνατούν να επεξεργασθούν μια έστω υποτυπώδη πρόταση εναλλακτικής αναδόμησης, αλλά εμφανίζονται να προκρίνουν ένα ρόλο ομάδων διαμαρτυρίας: «Οι μεν δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας υιοθέτησαν ως κεντρικό πολιτικό στόχο τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της "νέας οικονομικής τάξης", οι δε δυνάμεις της ανανεωτικής αριστεράς επιχειρούν να διεμβολίσουν το σύστημα υπό ένα πρίσμα που δεν διακρίνει εμφανώς τις διαφορές του με το "αντιεξουσιαστικό πρόσημο"».
Ας δούμε απόσπασμα του βιβλίου, που αναφέρεται στην «ιδεολογία της καταστροφής»:
«Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η ιδεολογία της καταστροφής -όπως και εκείνη της αποδόμησης- δεν οδηγεί στην επανάσταση, ούτε στο μετασχηματισμό της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Δεν συνάδει με την επανάσταση για τον απλό λόγο ότι υιοθετείται ως μορφή δράσης από κοινωνικούς διατάκτες και, ενδεχομένως, από κοινωνικά στρώματα που δεν διαθέτουν θετικό κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα για το μέλλον.
»Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να καταγραφεί ως στάση ή ως εξέγερση, της οποίας όμως το κίνητρο ανάγεται στην απελπισία και, κατά τούτο, στοχεύει, από την πλευρά των απελπισμένων, στην ενσωμάτωσή τους στο σύστημα με καλύτερους όρους, όχι όμως στη μετάλλαξή του.
»Αντιθέτως, η επανάσταση αποβλέπει είτε στην ανασύνταξη των παραμέτρων (της οικονομίας, της πολιτικής κ.λπ.) της κοινωνίας σε μια βάση που θα διασφαλίσει την ηγεμονία τους είτε στη μεταβολή της σύνολης (κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής) πολιτείας ώστε η κοινωνία να συμμετάσχει με εταιρικούς όρους στη λειτουργία της.
»Η καταστροφή, στο πλαίσιο αυτό, στοχοποιεί μόνο ό,τι εμποδίζει τη δράση ή εγγράφεται ως αναπόφευκτη για την οικοδόμηση της επόμενης μέρας. Δεν καταγράφεται ως αυτοσκοπός, ούτε ως μέσο εξαθλίωσης των μαζών προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική τους προσχώρηση στο "πελατειολόγιο" των φορέων της. Ωστε, η καταστρροφή ως αυτοσκοπός ή ως πεδίο της "επανάστασης" αποτελεί μια κατ' εξοχήν αντικοινωνική και, γι' αυτό, αντεπαναστατική και αντιδραστική πρακτική που αποβλέπει αποκλειστικά στην πελατειακή πύκνωση των τάξεων των αυτουργών της.
»Κατά τούτο, όχι μόνο δεν συνδέθηκε ποτέ με μια προοδευτική προοπτική της εξέλιξης αλλά και συνέβαλε σταθερά στην επιτάχυνση της επιστροφής των δυσαρεστημένων κοινωνικών στρωμάτων στη θαλπωρή της κατεστημένης εξουσίας και στην ασφάλεια του συστήματος της πολιτικής κυριαρχίας, ενισχύοντας τη νομιμοποίησή του.
»Η επανάσταση, από την πλευρά της, δεν καταστρέφει τα οικονομικά, πολιτισμικά ή άλλα θεμέλια της κοινωνίας. Οικειοποιείται το σύστημα, μετασχηματίζοντάς το προς την κατεύθυνση που επαγγέλλεται, ώστε δι' αυτού να καρπωθεί το γινόμενό του. Η επανάσταση απελευθερώνει την κοινωνία, δεν στρέφεται εναντίον της, δεν την ποδηγετεί, ούτε δυσπιστεί προς αυτήν.
»Οι επαναστάσεις που ιδιοποιήθηκαν την εξουσία και χρησιμοποίησαν την κοινωνία ως υποστύλωμα της πολιτικής κυριαρχίας των φορέων τους μετήλθαν την τρομοκρατία και μεταβλήθηκαν εντέλει σε αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
»Η ιδεολογία της καταστροφής, εξίσου με την ιδεολογία της αποδόμησης, διαλογίζεται προφανώς με τις προϋποθέσεις του 19ου και υπό μία έννοια του 20ού αιώνα, όταν το κοινωνικό πρόβλημα ετίθετο κατά τρόπο μονοσήμαντο και αποκλειστικά με όρους εξουσιαστικής διαμεσολάβησης των φορέων της πολιτικής. Στις μέρες μας το κοινωνικό πρόβλημα συνδυάζεται αφενός με τη διαπίστωση ότι η διαμεσολάβηση ως τρόπος πολιτικής "εκπροσώπησης" έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της βίο και αφετέρου με το αίτημα της κοινωνίας των πολιτών να αναλάβει η ίδια έναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική λειτουργία. Αν και το ζήτημα της πολιτειακής χειραφέτησης της κοινωνίας τίθεται για την ώρα σε ηθικές βάσεις, η αμφισβήτηση της λογικής της διαμεσολάβησης υπό το πρίσμα της οποίας εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν οι αυτόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι δεδομένη.
»Και τούτο διότι γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι η έννοια της διαμεσολάβησης όχι μόνο δεν έχει αντιπροσωπευτικό πρόσημο αλλά και ακυρώνει την αντιπροσωπευτική αρχή στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η διαμεσολάβηση προσεγγίζεται εφεξής μάλλον υπό το πρίσμα της χειραγώγησης, ενώ οι θεμιτές, άλλοτε, πρακτικές που νομιμοποιούσαν τις σχέσεις δύναμης και αντιμετώπιζαν το κανονιστικό περιβάλλον του συστήματος ως απλό "μέσον" για την πραγμάτωση του κοινωνικού σκοπού ορίζονται ως συμπεριφορές που τρομοκρατούν τη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση και τη δημόσια λειτουργία του πολίτη.
»Οσο η αμφισβήτηση της "αυθεντίας" της ηγεσίας και της διαμεσολάβησης διογκώνεται, τόσο εκδηλώσεις που υπαγορεύει ο φόβος της απώλειας ρόλων πολλαπλασιάζονται.
»Η ιδεολογία της καταστροφής απεχθάνεται εξίσου με την ιδεολογία της εξουσίας τη λαϊκή χειραφέτηση και, κατ' επέκταση, την πολιτειακή αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Και οι δύο θεωρούν ότι η "καθοδήγηση" αποτελεί αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, στο οποίο η κοινωνία οφείλει να συγκατανεύσει. Η "απαλλοτρίωση", η "κατάληψη", η "διαρπαγή" συνιστούν εκφορές αυτού του δικαιώματος, το οποίο λειτουργεί ως αντίβαρο στην εξουσιαστική ιδιοποίηση των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων.
»Στην αντιπαράθεση αυτή το κοινωνικό ή το δημόσιο αγαθό αποτελεί το λάφυρο, όχι το διακύβευμα της ελευθερίας. Υπό την έννοια αυτή η "κατάληψη" του δημόσιου χώρου, που έχει καθιερωθεί στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτειακού περιβάλλοντος ως τρέχουσα, και, μάλιστα, ως αυτονόητη πολιτική πρακτική των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ακραία εκδήλωση ιδιοποίηση ενός κοινωνικού αγαθού που οδηγεί με ακρίβεια στην ομηρία της κοινωνίας.
»Η θυματοποίηση της κοινωνίας ως μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ των δυνάμεων της διαμεσολάβησης υποδηλώνει την πρόταξη του ιδίου συμφέροντος ως τελικού σκοπού της πολιτικής, δηλαδή ως υπέρτερου του συμφέροντος του συνόλου. Εξ ου και οι φορείς της λογικής των "καταλήψεων" (για παράδειγμα οι παραταξιάρχες του πανεπιστημιακού χώρου), αρνούνται με βδελυγμία την όποια εκχώρηση του δικαιώματος του εντολέα στο σώμα τής (εν προκειμένω φοιτητικής) κοινωνίας και, μάλιστα, του καθ' όλα δημοκρατικού δικαιώματος της κλήρωσης από τα μέλη της των εκπροσώπων στους θεσμούς. Από μια άλλη άποψη, η "κατάληψη" εμφανίζει μια εκλεκτική συγγένεια με την ιδεολογία της καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή, ως μορφή δράσης, σε συνάφεια με τις προεκτάσεις της, ανάγεται στις πηγές της δεσποτικής λογικής της πολιτικής εξουσίας. Κατά τούτο αποτελεί μια κατ' εξοχήν αντιδημοκρατική πρακτική, με σαφείς αυταρχικές προεκτάσεις».
http://vp.video.google.com/videodownload?version=0&secureurl=TwAAAMQHt0GHPr7tjNGHqWJiJyaZzcccnfyVWGAyegF4bRtaLVlUctR0TgnN-SE1hNOqx1YdXCIPIVtv7EK_BQ40v4KqI8utnpcfPJPWQOphy8o5&sigh=vOgBY69BqDcN8JaguKioKmce7AA

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Η επιστημονική δεοντολογία και τα εθνικά θέματα

(Το κείμενο αυτό απαντά στο ζήτημα του ακαδημαϊκά και θεσμικά απαράδεκτου της επιλογής θέματος διδακτορικής διατριβής στο οποίο η "Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας" αποκαλείται "Δημοκρατία της Μακεδονίας" και μάλιστα της αξίωσης των καθηγητών του τμήματος πολιτικής επιστήμης και ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου να χρηματοδοτηθεί από το ελληνικό κράτος).

“Κατά τη σχετική συνεδρία της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου οι συνάδελφοι (όλοι πλην ενός) υποστήριξαν ότι αποτελεί στοιχείο της επιστημονικής ελευθερίας να αποκαλούν μια χώρα όπως αυτοί κρίνουν ή να επιλέγουν γι'αυτήν το όνομα που τους αρέσει. Λογικά ως καθηγητές πανεπιστημίου θα έπρεπε να είχαν αντιληφθεί ότι υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ επιστημονικής ελευθερίας και ιδεολογικής ή πολιτικής επιλογής που ο καθένας μπορεί να έχει ως πολίτης. Εάν το θέμα της διατριβής ήταν η σπουδή της άποψης που θέλει η συγκεκριμένη χώρα να ονομάζεται Δημοκρατία της Μακεδονίας, ουδείς θα είχε αντίρρηση. Το θέμα όμως της διδακτορικής διατριβής αφορά στις εθνοτικές διαιρέσεις στη χώρα αυτή και όχι στο όνομα. Επομένως το όνομα της χώρας δεν εμπεριέχεται στην επιστημονική διερεύνηση, λαμβάνεται ως δεδομένο. Συμβαίνει λοιπόν η ενλόγω χώρα να έχει όνομα που το συμφώνησε ομόφωνα ο ΟΗΕ (και η ίδια) και να βρίσκεται σε εξέλιξη διαπραγμάτευση για τη οριστική ονομασία της. Η παράκαμψη του ΟΗΕ και η υιοθέτηση του επιχειρήματος της μιας ή της άλλης πλευράς (“Δημοκρατία της Μακεδονίας” ή “Δημοκρατία των Σκοπίων”) αποτελεί πολιτική πράξη και, ως εκ τούτου, είναι επιστημονικά και ακαδημαϊκά απαράδεκτη.
Μάλιστα, στο μέτρο που το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” εμπλέκεται υπό τις παρούσες συνθήκες στον λόγο του εθνικισμού της γειτονικής χώρας, η υιοθέτησή του μεταβάλλει τους συμπαραστάτες σε τυπικούς εθνικιστές. Εθνικιστής δεν είναι ο εκφραστής του εθνικισμού της χώρας που ανήκει, αλλά ο φορέας εθνικιστικών ιδεών, οποιασδήποτε χώρας και μορφής. Αυτά όμως συμβαίνουν όταν η ιδεολογία έχει καταλάβει τη θέση της επιστήμης στο πανεπιστήμιο. Όταν δηλαδή ο καθηγητής δεν διακρίνει ανάμεσα στις επιστημονικές σχολές σκέψης, που εμπεριέχουν αναπόφευκτα και την “επιλογή” επιχειρήματος και στην ιδεολογικο-πολιτική δράση που υπαγορεύει η σκοπιμότητα της πολιτικής. Εξού και ακούστηκε το επιχείρημα ότι αφού πολλές χώρες υιοθέτησαν το “συνταγματικό” όνομα της ενλόγω χώρας είναι εν δικαίω! Να υποθέσω ότι ένας καθηγητής πανεπιστημίου αδυνατεί να διακρίνει ότι οι πολιτικές στις διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται με γνώμονα τους συσχετισμούς δύναμης που υπαγορεύουν οι ηγεμόνες; Γιατί άραγε, αντί να σπεύδουν τόσο πρόθυμα να στεγασθούν στη θαλπωρή του ηγεμόνα και να υπηρετήσουν το συμφέρον του, δεν διερωτώνται τι επέβαλε την παράκαμψη της ψήφου τους στον ΟΗΕ (δηλαδή του κανόνα που αυτοί διαμόρφωσαν) και την παραβίαση της “ενδιάμεσης συμφωνίας”;
Η προσήλωση αυτή των συναδέλφων στο συμφέρον του ηγεμόνα και στην εθνικιστική υστερία της γείτονος, εξηγεί από την άλλη γιατί στο καλάθι της πολιτικής -κι όχι φυσικά της επιστημονικής- τους ευαισθησίας, δεν υπεισέρχεται ένας στοιχειώδης σεβασμός προς την ελληνική κοινωνία που χρηματοδοτεί πλουσιοπάροχα τον βίο τους. Η οποία, καλώς ή κακώς, με συντριπτική πλειοψηφία δεν αποδέχεται την ολοκληρωτική εκχώρηση του ονόματος αυτού στην γείτονα, αφού εκτιμά ότι έτσι θα αποστερήσει από την ίδια ένα μέρος της δικής της ταυτότητας; Για ποιο λόγο η “ευαισθησία” ως προς το δικαίωμα στην ταυτοτική επιλογή να βαραίνει μονοσήμαντα προς την μια πλευρά και όχι, έστω, ισομερώς; Επιπλέον, παρακάμπτουν, προσποιούμενοι την επιστημονική ελευθερία, το γεγονός ότι εργάζονται σε δημόσιο πανεπιστήμιο μιας χώρας που αυτή τη στιγμή διαπραγματεύεται την τελική ονομασία. Μάλιστα δε, παρόλον ότι υπονομεύουν την ομόφωνη ως προς αυτό στρατηγική της χώρας, αξιώνουν να στεγάσουν την πολιτική τους επιλογή σε πρόγραμμα που χρηματοδοτεί η ελληνική πολιτεία δαπάναις της κοινωνίας. Θα ανέμενε κανείς η ευαισθησία τους να τους παρότρυνε να απευθυνθούν στην γειτονική χώρα, της οποίας τον εθνικισμό διακινούν, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ενλόγω διδακτορική διατριβή. Ώστε, η βαθιά αντιδημοκρατική τους συμπεριφορά συνοδεύεται από μια εξίσου υψηλή περιφρόνηση της κοινωνίας που τους στεγάζει. Διότι μήπως δεν είναι η ελληνική κοινωνία που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της χώρας, του κράτους, των πανεπιστημίων, αλλά και αυτών των ιδίων; Έχοντας όμως εθισθεί στο δόγμα της νεοτερικότητας που ορίζει τη δημοκρατία όχι ως το ταυτοτικό ισοδύναμο της κοινωνίας των πολιτών, αλλά ως το κράτος που την κατέχει, αντιλαμβάνονται την τελευταία ως το υποζύγιό τους.
Αλλά γιατί άραγε τόση αγωνία να προκαταλάβουν τις εξελίξεις; Τι θα πράξουν οι συνάδελφοι εάν πριν από την υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής επιτευχθεί μια συμφωνία μεταξύ των μερών; Θα μας πουν ότι έσφαλαν και θα ζητήσουν να αλλάξουμε τον τίτλο της; Δεν αντιλαμβάνονται ότι έτσι ευτελίζουν την επιστήμη, το ελληνικό πανεπιστήμιο, τη χώρα, αλλά και αυτούς τους ιδίους; Επιλέγοντας να διακινήσουν τον λόγο του εθνικισμού της άλλης πλευράς και, ουσιαστικά, τα σχέδια της υπερδύναμης στην περιοχή, μεταβάλλουν το πανεπιστήμιο σε οργανικό μέρος του προβλήματος και την επιστήμη σε πρόσχημα. Κατανοώ την επιλογή αυτή, στο μέτρο που απλώς αποκαλύπτει την σταθερά όσο και βαθιά αντιδημοκρατική λογική που διακρίνει τη συμπεριφορά των κρατούντων στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ακριβώς γι'αυτό, αντί να απαντούν στα ζητήματα που εγείρουν οι επιλογές τους, αντί να απολογηθούν για την προσήλωσή τους στο συμφέρον του ηγεμόνα και στην εθνικιστική υστερία της γείτονος, μετατοπίζουν το επίκεντρο του ερωτήματος στο δικαίωμά τους να διακινούν ελεύθερα τις απόψεις τους. Στην πραγματικότητα, κρύβονται πίσω από ένα ανύπαρκτο ερώτημα (είναι καταφανές ότι ουδείς τους αμφισβητεί το δικαίωμα αυτό) προκειμένου να το καταστρατηγήσουν, όπως ακριβώς πράττουν και με την επίκληση της επιστημονικής ελευθερίας την οποία υποτάσσουν σε πολιτικές σκοπιμότητες.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ίδιοι αυτοί κύκλοι προσέρχονται στις Συνεδρίες των πανεπιστημιακών οργάνων για να νομιμοποιήσουν αποφάσεις που ήδη έχουν “επεξεργασθεί” προηγουμένως και όχι με την πρόθεση να διεξαγάγουν μια αυθεντική δημοκρατική διαβούλευση; Ο δημοκρατικός διάλογος προϋποθέτει επιστημονική επιφάνεια, συνειδησιακή διαφάνεια, προσήλωση σε κανονιστικές αρχές και, μάλιστα, στον λόγο ύπαρξης του θεσμού που είναι, αναντιρρήτως, το συμφέρον της κοινωνίας. Ώστε, η παγίωση του “ετσιθελισμού” της διατεταγμένης πλειοψηφίας των κατόχων του θεσμού δεν αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα, αλλά ιδιοποίηση. Επειδή ακριβώς το γνωρίζουν, διακινούν ανερυθριάστως το επιχείρημα ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί την μείζονα απειλή των δικαιωμάτων και όχι η δική τους αυτόνομη, δηλαδή ολιγαρχική συνιστώσα. Εξού και όπου “δεν τους βγαίνει”, η ανοχή στον λόγο του άλλου υποκαθίσταται από την ύβρη και το επιχείρημα από την συκοφαντία προς όποιον παραμένει πιστός στην ακαδημαϊκή τάξη και στην επιστήμη. Οι ίδιοι αυτοί που επιλέγουν να διακινούν τον τυπικά λαϊκιστικό εθνικισμό της γείτονος, απομεινάρι του σταλινικού ολοκληρωτισμού, και τον νεοφιλελεύθερο ιμπεριαλισμό, που προσημειώνει στο σκοπό του τα ανθρώπινα δικαιώματα, εγκαλούν τον λόγο της ελευθερίας και την επιστήμη για εθνικισμό. Προσποιούμενοι ότι δήθεν έτσι καταπολεμούν τον ελληνικό εθνικισμό, συμπεριφέρονται ως τυπικοί διακινητές της “νέας τάξης”. Χρειάζεται άραγε να υποσημειώσω ότι όταν ολίγοι από εμάς παλεύαμε για έναν συμβιβασμό στο θέμα του ονόματος, πολλοί από αυτούς που τώρα επιλέγουν την “ιδεολογική” αντί της “εθνικής” αλληλεγγύης είτε “διαπραγματεύονταν” στις πλατείες τον οδυρμό τους είτε κρύβονταν πίσω από τη σιωπή τους;
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: καμία χώρα δεν μπορεί να ονειρεύεται το μέλλον εάν η κοινωνία της τελεί υπό ένα κράτος κατοχής. Και η ελληνική κοινωνία κατέχεται κυριολεκτικά από τους νομείς των θεσμών του κράτους.