3. Το αυταρχικό καθεστώς και το Διεθνές Σύστημα (σελ. 110-119)
Η άλλη σημαίνουσα παράμετρος που απουσιάζει από την προσέγγιση του αυταρχικού φαινομένου είναι η εξωτερική. Η πολιτική επιστήμη, έχοντας προσημειώσει ως αντικείμενό της το κράτος, έχει εκχωρήσει τη δια-κρατική παράμετρο της πολιτικής σε άλλον επιστημονικό κλάδο, τις Διεθνείς Σχέσεις. Από την επιλογή αυτή έχει προκύψει ένας υπερτονισμός της βαρύτητας της εσωτερικής πολιτικής για τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και, αντιστοίχως, μια υποβάθμιση του δια-κρατικού ή, ορθότερα, κοσμοσυστημικού περιβάλλοντος ως συντελεστή της εσωτερικής πολιτικής. Ο υπερτονισμός αυτός, υποδαυλίσθηκε επίσης από την αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, η οποία καλλιέργησε μια αίσθηση αυτάρκειας της ‘εθνικής’ κοινωνίας.
Εντούτοις, η συναρθρωτική σχέση ενδο-κρατικής και δια-κρατικής ή κοσμοσυστημικής πολιτικής, κάνει πρακτικά ανέφικτη κάθε προσπάθεια διαχωρισμού τους. Συγχρόνως όμως η ισορροπία της επιρροής τους, στο συνολικό ισοζύγιο της πολιτικής λειτουργίας, διαφέρει ανάλογα, αφενός, με τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα και, αφετέρου, με τις σχέσεις δύναμης που διαμορφώνεται στον βιούμενο κοσμοσυστημικό χρόνο.
Από τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα προκύπτουν και οι χρήσεις του αυταρχικού καθεστώτος ως μοχλού διαμόρφωσης των δια-κρατικών συσχετισμών ισχύος. Για να περιορισθούμε στην εποχή μας: στη φάση της κρατικής κυριαρχίας, η προσχώρηση ή η συγκράτηση στον κύκλο της επιρροής χωρών με αποκλίνουσες επιλογές, επιτυγχάνεται βασικά με την πρόσκτηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους ή, σε ακραίες περιπτώσεις, με εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Αντιθέτως, στην εποχή της απομείωσης της κρατικής κυριαρχίας – του ανεξάρτητου μεν όχι όμως και εξουσιαστικά κυρίαρχου κράτους –, η προσφυγή στο αυταρχικό καθεστώς υποχωρεί καθώς το ηγεμονικό σύμπλεγμα εγκαθίσταται οργανικά στο περιβάλλον της εσωτερικής πολιτικής. Το επικοινωνιακό σύστημα, που υποστηρίζει την εξέλιξη αυτή, κάνει ολοένα λιγότερο ορατή τη διάκριση εσωτερικής και δια-κρατικής ή, καλύτερα, κοσμοσυστημικής πολιτικής.
Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Στη φάση της κρατοκεντρικής κυριαρχίας, το ουσιώδες της πολιτικής κατέχεται από την πολιτική εξουσία του κράτους και, ως εκ τούτου, η αναίρεση των επιλογών μιας νομιμοποιημένης εκλογικά πολιτικής μπορεί να γίνει εναλλακτικά μόνον μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η μετάβαση στη σχετική κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας, καθώς συνάδει με την ανάπτυξη ενός πολυσήμαντου επικοινωνιακού συστήματος και μιας εξαιρετικά ισχυρής διαμεσολαβητικής λειτουργίας που εισάγουν οι ομάδες συμφερόντων, μετακινεί το πεδίο της πολιτικής πέραν της κρατικής εξουσίας, στον χώρο της ιδιωτικής κοινωνίας και οικονομίας. Η συνάρθρωση όμως, που παρατηρείται στον χώρο αυτόν, μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών συντελεστών της πολιτικής δυναμικής, προσφέρει ουσιαστικά απεριόριστες δυνατότητες νομιμοποιημένης εναρμόνισης της πολιτικής βούλησης του κράτους με το συμφέρον του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στη φάση αυτή, που συμπίπτει με την περίοδο της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’, το αυταρχικό καθεστώς το επικαλούνται ολοένα και περισσότερο οι δυνάμεις που εμμένουν στην πολιτική κυριαρχία του κράτους, καθώς πιστεύουν ότι έτσι θα θωρακίσουν την ανεξαρτησία του από τις εξωτερικές υπονομεύσεις και, εντέλει, τη μη νόθευση της εσωτερικής του αυτάρκειας.
Οι περιπτώσεις των δικτατοριών της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, ανήκουν στην εποχή της κρατικής κυριαρχίας κατά την οποία το πολιτικό διακύβευμα εστιαζόταν ακόμη στο είδος του κοινωνικού συστήματος που θα διαδεχόταν τη μακρινή ωστόσο φεουδαρχία ή, με διαφορετική διατύπωση, στο δρόμο προς την ανθρωποκεντρική οικοδόμηση. Η αντιπαράθεση αυτή των δύο ιδεολογιών της μετάβασης – του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού – αποκρυσταλλώθηκε και στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος με τη διαμόρφωση δύο ομόλογων στρατοπέδων, τα οποία αποτέλεσαν συνάμα τους δύο μέγιστους πόλους στρατηγικών συμφερόντων στον πλανήτη1.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε πολιτική εναλλαγή στο εσωτερικό του κράτους, η οποία θα πρότασσε τη μεταρρύθμιση ή τη μεταβολή του κοινωνικού συστήματος, συνεπαγόταν δυνάμει της μετατόπιση του κράτους αυτού στο αντίπαλο στρατόπεδο ή, σε κάθε περίπτωση, τη διεύρυνση της επιρροής του αντιπάλου. Υπό το κράτος της πόλωσης αυτής, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που θα διατάραζε την αυστηρή οριοθέτηση των δύο στρατοπέδων, εκρίνετο ως απολύτως απαγορευτική.
Η πραγματικότητα αυτή, έθεσε αναπόφευκτα το ερώτημα του επιτρεπτού ή μη της συμμετοχής των κομμάτων, που επαγγέλονταν ένα μη απολύτως συμβατό προς το σύστημα ή τον διατεταγμένο διπολισμό, ιδεολογικο–κοινωνικό ή πολιτικό πρόταγμα, στην εξουσία. Διότι, αφού η όποια διαφοροποίηση του κοινωνικού συστήματος ή, έστω, της εξωτερικής πολιτικής ήταν αδιανόητη, εξίσου δυσάρεστη ήταν και η ύπαρξη ή, ακόμη, η άνοδος στην εξουσία κομμάτων που την εξέφραζαν.
Ο σοσιαλιστικός συνασπισμός έλυσε το ζήτημα αυτό με την ολοκληρωτική κατάλυση του κοινωνικού συστήματος που αποστασιοποιούσε τον αντίπαλο και, πολιτικά, με την επίκληση της αρχής της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’, η οποία έθετε εκτός νομιμότητας τον κομματικό πλουραλισμό. Στον φιλελεύθερο συνασπισμό, το ζήτημα ετέθη ως προς τα κόμματα που εξέφραζαν την εναλλαγή πολιτικής. Διεσώζετο έτσι ο κομματικός πλουραλισμός, πλην ορισμένων περιπτώσεων όπου απαγορευόταν η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, ετίθετο όμως εκτός νομιμότητας η κοινωνική βούληση που θα επέλεγε την εναλλαγή πολιτικής. Καθόλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η άνοδος των σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία ήταν απολύτως απαγορευμένη2.
Οι δικτατορίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν υπαγορεύθηκαν από την προβληματική αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της αντιπαράθεσης που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη και ιδίως, της σύγκρουσης μεταξύ υπαρκτού σοσιαλισμού, φασιστικού ολοκληρωτισμού και κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού. Ως κατάλοιπα, όμως, του προγενέστερου διεθνούς συστήματος εντάχθηκαν στο κλίμα του μεταπολεμικού διπολισμού επειδή μεγιστοποιούσαν την ασφαλή πρόσδεση των ‘αιρετικών’ αυτών χωρών στο δυτικό στρατόπεδο.
Η περίπτωση της Ιταλίας υπήρξε έντονα προβληματική, αφού η εγγραφή της σε μια διαφορετικής φύσεως ιστορικο-πολιτική κουλτούρα από εκείνη του αγγλοσαξονικού κόσμου δεν ευνοούσε τη μονοσήμαντη εστίαση της πολιτικής στο επιχειρησιακό της σκέλος και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα του οικονομικο-κοινωνικού της γίγνεσθαι3. Η επιβολή του αυταρχικού καθεστώτος στην Ιταλία απεφεύχθη για συγκυριακούς λόγους4, μολονότι έχει ομολογηθεί ότι ήταν πλήρως στους σχεδιασμούς του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης.
Η περίπτωση της Ελλάδας προσομοιάζει με εκείνη της Ιταλίας, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις διεγράφοντο απειλητικές σε μια περιοχή που εθεωρείτο στρατηγικός προμαχώνας στο υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης και, συγχρόνως, η χώρα δεν εκρίνετο ότι θα μπορούσε να «προσημειώσει» αρνητικά την πολιτική ταυτότητα του δυτικού στρατοπέδου. Γι΄ αυτό και η ελληνική περίπτωση ταξινομήθηκε στις προτεραιότητες του δυτικού ηγεμονικού συμπλέγματος με γνώμονα τη γεωπολιτική της θέση, στην οποία όφειλε να εναρμονισθεί απαρέγκλιτα η πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας. Η αυξημένη ετοιμότητα του ηγεμονικού συμπλέγματος, ως προς αυτό, συνήδε, όπως θα δούμε, με μια μακρά παράδοση δεδηλωμένης ανυπακοής της κοινωνίας στις επιλογές του.
Η διασφάλιση της μη εναλλαγής στην εξουσία και, κατ΄ επέκταση, η αποτροπή μιας μη επιθυμητής εκλογικά κοινωνικής πλειοψηφίας, αντιμετωπίσθηκε καταρχήν προληπτικά με την ‘καθοδήγηση’ των εντεταλμένων μηχανισμών αλλά και κατασταλτικά, με την οικοδόμηση πολυώνυμων θυλάκων επαγρύπνησης και χειραγώγησης της ατομικής και συλλογικής αμφισβήτησης. Η ισορροπία μεταξύ ελευθερίας ή δικαιωμάτων και καταστολής συναρτήθηκε ευθέως από την ένταση της αμφισβήτησης, δηλαδή από το ειδικό βάρος που κατέγραφαν, κάθε φορά, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης στην κοινωνία και στην πολιτική.
Από τη λογική αυτή του διπολισμού δεν διέφυγε καμία χώρα του δυτικού στρατοπέδου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το επιχείρημα του «εσωτερικού εχθρού» έθεσε τη θεμελιώδη αρχή του συστήματος, τον κομματικό πλουραλισμό, υπό την αίρεση της αρμονίας του με το φιλελεύθερο διατακτικό του και την κοινωνική βούληση, υπό καθεστώς χειραγώγησης. Οι ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προσλαμβάνονταν ως κεκτημένο του συστήματος αλλά, εντέλει, μόνον των οπαδών του.
Οίκοθεν νοείται ότι στο κλίμα αυτό, η ποσόστωση της καταστολής δεν συνάδει με την ασθενή παρουσία της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’, όπως διατείνεται η νεοτερική κοινωνική επιστήμη, και κατ΄ ακολουθίαν, με την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας του δυτικο-ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Όντως, η διαφοροποίηση στις ‘διαμεσολαβημένες κοινωνίες’, μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι ουσιαστικά αμελητέα5, πράγμα που σημαίνει ότι αλλού οφείλουν να αναζητηθούν τα αίτια της αμφισβήτησης και, συγκεκριμένα, στον πυρήνα του πολιτικού προβλήματος. Αναφέρομαι ακριβώς στον δείκτη της πολιτικής ανάπτυξης και, συνεπώς, της ετοιμότητας του κοινωνικού σώματος και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης να συμμορφωθούν με το δημοκρατικό έλλειμμα που υπαγορεύει ο διεθνής κανόνας. Οι εξελίξεις που σημειώνονται στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και, ιδίως, με την είσοδο στην εποχή της σχετικής κρατοκεντρικής κυριαρχίας (της λεγόμενης ‘παγκοσμιοποίησης’), επιβεβαιώνουν με διαύγεια την καταλυτική βαρύτητα του εξωτερικού παράγοντα στην εσωτερική πολιτική.
Με άλλα λόγια, το δημοκρατικό έλλειμμα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου δεν απεικονίζει, ιδίως για τις ευρωπαϊκές χώρες, ένα τυπικό εσωτερικό πρόβλημα, αλλά μια εγγενή αδυναμία συνάδουσα προς τη φάση που διερχόταν η ανθρωπότητα και της οποίας τη διαχείριση ανέλαβαν οι Δυνάμεις που συγκροτούσαν το ηγεμονικό σύμπλεγμα. Η περίπτωση της Χιλής του Σαλβατόρ Αλλιέντε είναι απλώς ενδεικτική. Η άρχουσα κοινωνική επιστήμη, προκειμένου να συνδράμει τη νομιμοποίηση των στρατηγικών επιλογών του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης, χρέωσε τη χιλιανή κοινωνία με δημοκρατικό έλλειμμα, καθώς την είχε ήδη ταξινομήσει στις χώρες της ημι-περιφέρειας. Το αυταρχικό καθεστώς στις χώρες αυτές ερμηνεύεται προφανώς από ενδογενή και όχι εξωγενή αιτία, λόγω της αδυναμίας της σύνολης κοινωνίας να υποστηρίξει τη δημοκρατία.
Το ελληνικό παράδειγμα εμφανίζει, από την άποψη αυτή, ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που επισημαίνονται στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου