Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Γιώργος Κοντογιώργης,Το κράτος του Καποδίστρια



Γιώργος Κοντογιώργης,

Το κράτος του Καποδίστρια[1]


1. Από τις πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια μόλις ήρθε στην Ελλάδα, στις 8.1.1828, ήταν να ζητήσει από τη Βουλή -που προήλθε από την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζίνας (19.3 - 5.5. 1827) και η οποία τον εξέλεξε με επταετή θητεία-, την αναστολή του Πολιτικού Συντάγματος, επειδή "αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν" αυτού, ως περιέχοντος, όπως θα πει σε άλλη περίσταση, "απάσας τας δημοκρατικάς αρχάς των επαναστατών του 1793".
Στην πραγματικότητα το Σύνταγμα της Τροιζίνας ελάχιστη σχέση είχε με το Σύνταγμα των Γάλλων επαναστατών, υπό την έννοια ότι εδραζόταν στην πολιτική κυριαρχία των πόλεων/κοινών (προνοούσε μόνον για μια σκιώδη κεντρική κυβέρνηση, η οποία επιπλέον τελούσε υπό την πλήρη εξουσία της βουλής), και όχι στο πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος του Συντάγματος του 1793. Σημασία έχει, εντούτοις, να συγκρατήσουμε εξαρχής ότι ο Καποδίστριας δεν δηλώνει αντίθετος επί της αρχής στα συντάγματα αυτά, αλλά στην εφαρμογή τους, σε μια στιγμή που η επανάσταση διαρκεί ακόμη, που ούτε κράτος υπάρχει ούτε και η ελληνική υπόθεση της ανεξαρτησίας έχει κριθεί και οι Δυνάμεις της εποχής εχθρεύονται απολύτως τις ιδέες τους. Σημειώνουμε, επίσης, ότι η αντίρρηση του Καποδίστρια συνοδεύεται από την επισήμανση πως η ενέργειά του αυτή είναι προσωρινή, "έως της συγκροτήσεως της (νέας) Εθνικής Συνελεύσεως" που ορίσθηκε να συνέλθει 2,5 μήνες αργότερα, τον Απρίλιο 1828.
Το προσωρινό πολιτειακό σχήμα που ενέκρινε η Βουλή, με εισήγηση του Καποδίστρια, προέβλεπε την κατάργησή της και την σύσταση ενός κεντρικού εξουσιαστικού συμβουλίου από 27 μέλη, του Πανελληνίου, που θα συμπαρίσταται στον Κυβερνήτη, με γνωμοδοτική βασικά και νομοπαρασκευαστική αρμοδιότητα. Οι πράξεις του Κυβερνήτη για να είναι έγκυρες, έπρεπε να είναι "θεμελιωμένες επάνω εις τας εγγράφους αναφοράς του Πανελληνίου ή των τμημάτων του".
Παράλληλα ο Καποδίστριας οργάνωσε διοικητικά την χώρα σε (επάλληλα) τμήματα, που εδραζόταν στο σύστημα των κοινών: Κάθε τμήμα διαιρείται "εις τας εξ ων σύγκειται επαρχίας και αύται πάλιν εις πόλεις, κώμας και χωρία".
Τούτο δηλώνει ότι επιλέγεται η αρχή της τοπικής και περιφερειακής πολιτειακής αυτονομίας, που ανάγεται στο ελληνικό παρελθόν της κοσμόπολης, όχι της διοικητικής αποκέντρωσης ή αυτοδιοίκησης, που αναπέμπει στο εξερχόμενο από τη φεουδαρχία πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος. Καθεμία από τις βαθμίδες αυτές της πολεοτικής αυτονομίας διαθέτει ίδιον σύστημα διακυβέρνησης: οι δημογέροντες, στα πρωτοβάθμια κοινά, εκλέγονται με καθολική ψήφο, από τους πολίτες άνω των 25 ετών, ενώ στο επίπεδο της επαρχίας, η διοίκηση ασκείται από συλλογικό σώμα αντιπροσώπων των κοινών. Τα κοινά, "εξακολουθούν την ενέργειαν των χρεών των, ως και πρότερον" -διαθέτουν τις ίδιες αρμοδιότητες όπως πριν, τις οποίες ασκούν σύμφωνα με τους "άχρι τούδε κανόνας".
Στις αρμοδιότητες αυτές, επομένως, περιλαμβάνονται αφενός οι εσωτερικές υποθέσεις του κοινού και αφετέρου, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που συνάδουν με την κεντρική εξουσία. Ανάμεσα σ'αυτές, η πλέον συμβολική, για την αναγωγή τους στο σύστημα των κοινών, αλλά και ουσιώδης, η οποία κρίνει την φύση του (προσωρινού) πολιτειακού συστήματος που επέλεξε ο Κυβερνήτης, είναι η άσκηση της δημοσιονομικής και, γενικότερα, της δημοσιο-οικονομικής αρμοδιότητας, η οποία δηλώνεται ρητώς ότι ανήκει στα κοινά. Τα κοινά, θα πει, είναι οι φορείς "δι'ών γίνεται η ενέργεια της δημοσίου οικονομίας", υπό την εποπτεία της επαρχιακής δημογεροντίας.
Η κεντρική κυβέρνηση παρίσταται στην επαρχιακή "δημογεροντία" δια του "εκτάκτου επιτρόπου", ο οποίος, στο μεταβατικό στάδιο, είναι επιφορτισμένος με την υποβοήθηση του έργου της ανασυγκρότησης του συστήματος των κοινών και, περαιτέρω, με την άσκηση αρμοδιοτήτων "έννομης επιστασίας" κατά τη λειτουργία τους και την εφαρμογή της νομιμότητας. Στις ειδικότερες πρόνοιες, που θα εισαγάγει ο Καποδίστριας, είναι προφανής η μέριμνά του να επαναφέρει την πολιτειακή ισορροπία στο εσωτερικό των κοινών, που ανέτρεψαν οι συνθήκες της επανάστασης, υπέρ της προεστικής τάξης. Μέριμνα, που κατέτεινε ουσιαστικά, στην επαναφορά του λαού στα πράγματα των κοινών και στην εγγραφή των τελευταίων στο γενικότερο πολιτειακό γίγνεσθαι του κράτους. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε ως επί το πλείστον κατά την προ-επαναστατική περίοδο, η αυτονόμηση της προεστικής τάξης και η ιδιοποίηση της εξουσίας των κοινών από αυτήν, στη διάρκεια επανάστασης, εκδηλώθηκε εφεξής με την άρνησή της να εναρμονισθεί με το διατακτικό της εθνικής πολιτείας. Ακραίες εκδηλώσεις του φαινομένου αυτού αποτελούν οι περιπτώσεις των Υδραίων και των Μανιατών. Η προεστική τάξη θα αντιταχθεί στην απόφαση του Κυβερνήτη να αναλάβει το κέντρο μέρος των δημοσίων προσόδων ή να ελέγξει τον τρόπο της διαχείρισής τους από αυτήν. Ορισμένοι μάλιστα θα φθάσουν μέχρι του σημείου να αξιώσουν αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι η μερίδα της προεστικής αυτής τάξης, που εκπροσωπείτο στο Πανελλήνιο, προκειμένου να εμποδίσει την επανείσοδο του λαού στην πολιτεία των κοινών, θα επικαλεσθεί το επιχείρημα του "εξευρωπαϊσμού" της χώρας, αξιώνοντας από τον Καποδίστρια να καταργήσει την καθολική ψήφο (στην Αγγλία τότε κατείχε το δικαίωμα ψήφου μόλις το 7% των ανδρών). Στην αξίωση αυτή ο Κυβερνήτης θα διακρίνει "μιαν ανίκητον δυσκολίαν", η οποία συνίσταται "εις το ότι δεν έχω την δύναμιν να κάμω ένα νόμον, ο οποίος θέτει όρους εις το δικαίωμα της ψήφου. Δικαίωμα, το οποίον ο ελληνικός λαός δοξάζει, ότι μετεχειρίσθη έως σήμερον χωρίς περιορισμόν".  Όπως θα επισημάνει ο τότε αντι-πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα, "οι κοτζαμπάσηδες αυτοί "χρησιμοποιούντες τα φιλελευθέρας αρχάς ως μέσον διαιωνίσεως της επιρροής των", εστράφησαν με μίσος κατά του Κυβερνήτη, "καθόσον απαγορεύει τας αρπαγάς, τιμωρεί τους ενόχους και προστατεύει τους καταπιεζομένους…".
Η αποτυχία του Καποδίστρια να αντιμετωπίσει τη στασιαστική, συχνά, αντιπολίτευση της προεστικής τάξης, θα τον οδηγήσει στην επιλογή της καθαρής διοικητικής αποκέντρωσης. Μέσω της Δ' Εθνικής Συνέλευσης και στη συνέχεια με Ψήφισμα του 1830, θα αποφασισθεί όπως "μέχρι την έκδοση του (νέου) εκλογικού νόμου, το συμβούλιο των δημογερόντων  "θέλει διορίζεσθαι από την κυβέρνησιν εκλεγόμενο από τον κατάλογο πολιτών, τον οποίον θέλει προβάλει εις αυτήν αι τοπικαί αρχαί, και των οποίων τον αριθμόν θέλει διπλασιάσει η Γερουσία". Συγχρόνως, επιχειρεί να οργανώσει και να ελέγξει τα δημόσια οικονομικά από το κέντρο, πράγμα που έθιγε καταφανώς τα αυθαίρετα ή μη προνόμια της προεστικής τάξης. Εφεξής οι τοπικοί πόροι αποφασίζεται να εισάγονται "εις το εθνικόν ταμείον… και η κυβέρνησις (να) τους δαπανά όταν και όπως εγκρίνει εις τας ανάγκας εκάστης των επαρχιών, χρείας δε τυχούσης, (να) έχει το δικαίωμα να τους εξοδεύει και εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας".
Αξίζει να προσεχθεί η διαδρομή της προεστικής τάξης: από τα συντάγματα που αναπαρήγαν αυθεντικά το σύστημα των κοινών, την πολιτεία των οποίων είχαν οικειοποιηθεί, στη διάρκεια της επανάστασης, θα οδηγηθεί στην άκαμπτη υπεράσπιση μιας εκδοχής τους, αυτής που προέκυψε από την ανατροπή των εσωτερικών τους ισορροπιών στη διάρκεια της επανάστασης. Συγχρόνως, θα θεωρήσει απολύτως συμβατό με τα συμφέροντά της το "συνταγματικό" επιχείρημα της ευρωπαϊκής μετα-φεουδαλικής ορθοταξίας, πριν προσχωρήσει εξολοκλήρου, στο τέλος, στη βαυαρική απολυταρχία. Η τελευταία, ως κρατική δεσποτεία, προέκρινε τον ολοσχερή εγκιβωτισμό της κοινωνίας των πολιτών στην ιδιωτική σφαίρα και την αποκλειστική ιδιοποίηση της πολιτικής από τη νέα, καταφανώς χειρότερη, εκδοχή του "κοτζαμπασιδισμού", τη βουλευτοκρατία.      
    2. Από τα ανωτέρω ολίγα προκύπτει νομίζω αβίαστα ότι ο Καποδίστριας είχε κατά νουν ένα κράτος, το οποίο εγγραφόταν στο ιστορικό κεκτημένο της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης, που συγκέντρωνε άλλωστε την ομοθυμία των προεπαναστατικών Ελλήνων. Ένα κράτος που δεν ενσάρκωνε μονοσήμαντα το πολιτειακό σύστημα, αλλά το επιμέριζε ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και στα κοινά, αφενός και αφετέρου ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών, συγκροτημένη σε δήμο, στο πλαίσιο των κοινών, και στην αναφορική στο κοινό συμφέρον κεντρική πολιτική εξουσία. Στο πρόσωπο του Καποδίστρια παίχθηκε η τελευταία πράξη του διακυβεύματος της οικουμενικής κοσμόπολης, δηλαδή της προοπτικής ενός κράτους που θα ήταν ικανό να ενσαρκώσει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνισμού και να το αντιτείνει στην ανερχόμενη ευρωπαϊκή απολυταρχία και, αργότερα, στο πρωτο-ανθρωποκεντρικό κράτος έθνος.
Τις ιδέες αυτές ο Καποδίστριας, που είδαμε να επιχειρεί να εφαρμόσει κατά μικρόν ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής Ηπείρου, γνώριζε καλώς ότι όφειλε να τις συγκεράσει με το κυρίαρχο ρεύμα της κρατικής δεσποτείας ή απολυταρχίας της εποχής. Γι' αυτό και στα έγγραφά του προς τη Βουλή, το Πανελλήνιο και τους λοιπούς παράγοντες του τόπου, δεν έπαυε να επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονούσε για την Ελλάδα η πρόωρη προώθηση μιας οριστικής πολιτειακής ρύθμισης πριν αποφασισθεί η ανεξαρτησία της από τις Δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεσποτείας: "…χρεωστείτε να θεωρήσετε σπουδαίως την εσωτερικήν διοίκησιν…. ότι αυτή δεν… είναι δυνατόν να κανονισθεί δια συνταγματικών και μονίμων νόμων, ειμή όταν η τύχη της Ελλάδος αποφασισθεί οριστικώς…". Ο Ν.Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματά του γίνεται σαφέστερος όταν λέει ότι "ο Καποδίστριας γνωρίζων τους βασιλείς [της απολυταρχικής Ευρώπης], εξεύρει ότι δεν εμπορεί η Ελλάς να κυβερνάται δημοκρατικώς, ότε [όταν] από αυτούς περιμένει την σωτηρίαν της. Εξεύρει ότι αυτοί δεν θέλουν να υπάρξει εις κανέν μέρος του κόσμου δημοκρατία, και μ'όλον ότι δημοκρατικότατος και τον νουν και την καρδίαν, νομίζει χρέος του ιερόν να δείξει εις τους βασιλείς, …. ότι οι Έλληνες δεν θέλουν κυβερνάσθαι δημοκρατικώς….".
Μια άλλη διάσταση του ελληνικού ζητήματος, που συνέχεται άρρηκτα με το εσωτερικό σύστημα της χώρας, και μαζί με τη μοίρα του Καποδίστρια, συνδέεται με το μέγεθος και, συγκεκριμένα, με τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί και να διαχειρισθεί τη φιλοδοξία του ελληνισμού της εποχής. Ήδη, από πολύ νωρίς, αλλά και μέχρι τέλους η υπόθεση του ελληνισμού συνδέθηκε άρρηκτα με την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος. Η απόρριψη της ελληνικής επανάστασης αρχικά και στη συνέχεια η επιλογή του μικρού, μη αυτάρκους και θεσμικά εξαρτημένου κράτους, από τις Δυνάμεις, ήταν απολύτως συνυφασμένο με τις βλέψεις τους στην Ανατολή. Με πολλή αγωνία οι τοπικοί απεσταλμένοι των Δυνάμεων διέκριναν, ακόμη και στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, τον κίνδυνο ο ελληνισμός να οικειοποιηθεί την οθωμανική αυτοκρατορία και να αποτελέσει ανάχωμα στις επεκτατικές τους βλέψεις. Όπως γράφει ένα από αυτούς, "Ο καταμερισμός της απεράντου [οθωμανικής] αυτοκρατορίας εις πολλά ανεξάρτητα κράτη, θα ήτο προτιμότερον δια την Ευρώπην παρά να αφεθεί η ελληνική φυλή να επεκταθεί, να κυριαρχήσει παντού, και να αποτελέσει απέραντον ελληνικήν αυτοκρατορίαν, πολύ μεγάλην εν σχέσει με τα Δυνάμεις της Ευρώπης. Είναι το όνειρον της φυλής αυτής. [Και] θα το επιτύχωσιν με τον καιρόν διότι μεταξύ αυτών και των τούρκων το μέλλον δεν είναι αμφίβολον. Θα είναι ανυπόμονοι αφότου δεν θα έχωσιν ανάγκην της υποστηρίξεως των Ευρωπαίων…." (Derrasse, Λάρνακα, 1859).
Στην οπτική αυτή της επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος θα προσχωρήσει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και η Ρωσία, η οποία μάλιστα, αργότερα, υπό το σοσιαλιστικό της καθεστώς, θα υπονομεύσει ακόμη και το εγχείρημα που προέκυψε από τη συνθήκη των Σεβρών. Την περίοδο αυτή, που η Ρωσία θα εγκαταλείψει το ελληνικό σχέδιο για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος και θα στραφεί στον Πανσλαβισμό -υποστηρίζοντας τους βαλκανικούς εθνικισμούς-, ο Ντοστογέφσκυ, σε άρθρο του, αφού διαλογίζεται για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία για τον εκσυγχρονισμό της -τον γερμανικό ή τον ελληνικό- αποφαίνεται ότι αυτός που της αρμόζει είναι ο από κάθε άποψη ανώτερος ελληνικός δρόμος. Όμως θα υπογραμμίσει με έμφαση ότι "αργά ή γρήγορα η Κωνσταντινούπολη πρέπει να γίνει δική μας [της Ρωσίας], αφού πέρασε πια ο καιρός όπου οι Γραικοί, λαός απείρως λεπτότερος από τους χοντροκομένους Γερμανούς, λαός με ασυγκρίτως περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι οι εντελώς ανόμιοί μας Γερμανοί, λαός πολυπληθής και αφοσιωμένος, [….θα μπορούσαν να έχουν] επικρατήσει στα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας". Το να αφήσουμε…. ένα τόσο σημαντικό σημείο της οικουμένης [στους Έλληνες]…είναι πλέον αδύνατον".
Κλείνω με μια μόνο διαπίστωση: η στροφή αυτή της ρωσικής πολιτικής και η απομάκρυνσή της από την Ελλάδα, δεν κόστισε απλώς στην ελληνική χώρα. Την πλήρωσε με ασύμμετρο κόστος και η Ρωσία, η οποία όχι μόνον δεν κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, όπως σχεδίαζε ακόμη στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία ενός μείζονος αντιπάλου στο ζωτικό μαλακό της υπογάστριο.
Με την επισήμανση της ιστορικής αυτής μαρτυρίας, που αναδεικνύει το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον, με το οποίο είχε να αντιπαλέψει ο Καποδίστριας, ως κυβερνήτης της Ελλάδας, θέλω να υπαινιχθώ, επ'ευκαιρία, μια εξόχως σημαντική γεωπολιτική παράμετρο της σχέσης μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας, εξίσου επίκαιρη στις ημέρες μας. Η επιλογή ή μη της Ελλάδας από τη Ρωσία ως στρατηγικού εταίρου, εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμης σημασίας διακύβευμα για το μέλλον και των δύο χωρών. Όσες φορές η Ρωσία αποφάσισε να απομακρυνθεί από την Ελλάδα έβλαψε επίσης τα συμφέροντα της. Η Ρωσία, με την Τουρκία ως μεγάλη δύναμη στο μαλακό της υπογάστριο και ουσιαστικά χωρίς την αξιωματική παρουσία της Ελλάδας, θα αναγκασθεί να σμικρύνει σημαντικά τη γεωπολιτική της φιλοδοξία και, ενδεχομένως, θα επανέλθει στην εσωστρέφειά της.        


[1] Ανακοίνωση στη Συνδιάσκεψη με θέμα: "Ι.Καποδίστριας και σύγχρονες ρωσοελληνικές σχέσεις". Με την ευκαιρία της επίσκεψης στην Ελλάδα της ρωσικής αντιπροσωπείας, με τον ΥΠΕΞ Σ.Λαβρόφ. 30/10/2013, στο Ξεν. Κάραβελ

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Τι έγραφε ο καθηγητής Κοντογιώργης το 1992 για το ελληνικό πρόβλημα. "Σαν να μην πέρασε μιά μέρα"!...



Georges Contogeorgis, Histoire de la Grèce, Éditions Hatier, Παρίσι, 1992, σελ. 432-437

"….το ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει να καλύψει το έδαφος που προσιδιάζει σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό πρόταγμα. Αρχικά, θα εξαγγείλει ένα σημαντικό πακέτο κρατικοποιήσεων και "κοινωνικοποιήσεων", μια εξωτερική πολιτική άκαμπτη και συχνά ακραία, συγχρόνως δε την πλήρη διάρρηξη των δεσμών της χώρας με τη "Δύση", το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η πολιτική αυτή τακτική οδηγούσε προφανώς στο άνοιγμα μιας μεγάλης βεντάλιας μεταξύ "δεξιάς" και "αριστεράς", που εμφανιζόταν ως προϋπόθεση για μια σταθερή οριοθέτηση του δικού του ζωτικού πολιτικού χώρου. Γι'αυτό άλλωστε το περιεχόμενο του προτάγματός του περιλάμβανε πολυποίκιλες προσδοκίες και απευθυνόταν σε ένα ευρύτατο φάσμα του κοινωνικού σώματος: στο νεφέλωμα των μη προνομιούχων αφενός, στις τραυματικές δοκιμασίες του ιστορικού βίου μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, από το κέντρο και την άκρα αριστερά, και στα απωθημένα εθνικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου.
Έτσι, ενώ το ΠΑΣΟΚ εστίαζε το ενδιαφέρον του στα μεσαία και στα εργατικά κοινωνικά στρώματα, στο κοινωνικό πεδίο απευθυνόταν επίσης στις ιστορικές γενιές που ανάγονταν στον εμφύλιο και στο πολιτικά κατασταλτικό κράτος που ακολούθησε. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής τέλος, η απόρριψη συνολικά της Δύσης σε καμία περίπτωση δεν υποδήλωνε τη δέσμευσή του σε μια "τριτοκοσμική" επιλογή. Υπαγορευόταν πρωταρχικά από την βούλησή του να επωφεληθεί από το αντιδυτικό σύνδρομο που εγκαταστάθηκε στους Έλληνες από την εποχή της Άλωσης και συντηρήθηκε έκτοτε από θιασώτες της εκκλησίας. Επρόκειτο για ένα σύνδρομο που τα ελληνοτουρκικά, το κυπριακό και το υφέρπον συναίσθημα ενός εθνικού τραύματος του ελληνισμού, έκανε εφικτή την ύφανσή του. Επομένως, το σύνδρομο αυτό, όπως προσδιορίσθηκε από το ΠΑΣΟΚ, αντιβαίνει πλήρως την ίδια την φύση του ελληνικού κόσμου: είδαμε ήδη ότι η σύγκρουση του Βυζαντίου με τη Δύση, συμπύκνωνε την αντιπαράθεση του κόσμου της οικουμενικής νομισματικής οικονομίας, που αντιπροσώπευσε ο ελληνικός κόσμος, με εκείνον της δυτικής Ευρώπης, που κινητοποιούσε ευρέως ο συνδυασμός της λεηλατικής κινητικότητας που ανέδυε η σύνθεση της αναδυόμενης εκεί ανθρωποκεντρικής δυναμικής με την απερχόμενη φεουδαλική κοινωνία. Ο προσανατολισμός που υπονοούσε το αντι-δυτικό διάβημα του ΠΑΣΟΚ, ήταν οφθαλμοφανώς αντίθετο με τη νομισματική οικονομία -που διακινούσε ιστορικά η ελληνική αστική τάξη- και τις πολιτικές, πολιτισμικές και οικουμενικές της παραμέτρους. Διαπιστώνουμε λοιπόν μια αντίθεση μεταξύ του σοσιαλιστικού προτάγματος, που διακινούσε το ΠΑΣΟΚ, και της στήριξης που αντλούσε από τα παλαιά αντι-δυτικά συναισθήματα της (συγκαιρικής) ορθοδοξίας.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, επιβεβαιώνει την εδραία θεμελίωση του πολιτικού συστήματος. Συγχρόνως, ανοίγει μία νέα περίοδος προσαρμογής της πολιτείας, με την οικοδόμηση ενός "συντεχνιακού" συστήματος, σε όλα τα επίπεδα του υπό ευρεία έννοια δημοσίου χώρου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για έναν κομματικό "συντεχνιασμό", με πρόσημο την ενσωμάτωση των ομάδων συμφερόντων/διαμεσολάβησης στα διάφορα επίπεδα της εξουσίας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο έλεγχος των θεσμών του κράτους από το κόμμα και, περαιτέρω, η αναπαραγωγή και η κοινωνικο-πολιτική διείσδυση των στελεχών του. Η λύση αυτή κατέληξε πράγματι στην αναδιανομή του δημόσιου αγαθού όχι προς όφελος του κοινωνικού σώματος, αλλά στην από κοινού νομή του κοινωνικού αγαθού από το κόμμα και από τους νέους συγκατανευσιφάγους εταίρους του, με το μέσον της εξουσίας. Εάν, βραχυπρόθεσμα, η πολιτική αυτή οδηγούσε στην κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση ενός ευρέως κοινωνικού φάσματος, μακροπρόθεσμα έμελλε να επιταχύνει την κοινωνική πίεση και την αμφισβήτηση του συνόλου του συστήματος εξουσίας, πράγμα που θα απολήξει στη σύγκρουση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με το δημιούργημά της.
Η δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) σημαδεύθηκε από αυτή τη διπλή σύγκρουση. Επιχειρεί να ανακτήσει το κράτος, με την εξουδετέρωση των πρώην, συνοδοιπόρων, "συντεχνιαρχών", στην εξουσία. Την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται την εξουσιαστική αυτονομία της πολιτικής τάξης απέναντι στην κοινωνική αμφισβήτηση. Η διπλή αυτή σύγκρουση, θα οδηγήσει την ηγεσία του κυβερνητικού κόμματος, να τοποθετηθεί υπεράνω της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής, επιχειρώντας ολοένα και περισσότερο να εγκιβωτίσει την εκλογική του πελατεία στο "ιστορικό" επιχείρημα (επικαλούμενο λχ τις ευθύνες της δεξιάς για τον εμφύλιο, τον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό που ακολούθησε, την "αποστασία", τη δικτατορία κλπ), να κινητοποιήσει τις απηρχαιωμένες πελατειακές πρακτικές και να ιδιοποιηθεί απροκάλυπτα τους μηχανισμούς και τις προσόδους του κράτους. Εν προκειμένω, συντρέχει μια τυπική περίπτωση "εκτροχιασμού" της εξουσίας (από τον δημόσιο σκοπό της), της οποίας ακραίες εκδηλώσεις αποτελούν η οικοδόμηση ενός διάχυτου συστήματος διαφθοράς, στο επίπεδο τόσο του κράτους όσο και της κυβερνητικής εξουσίας (της οποίας η "συναλλαγή" είναι η κατάληξη), με προεκτάσεις τη συνενοχή της κοινωνίας (με ένα πλήθος από παροχές), δεκάδες χιλιάδες παράνομους διορισμούς κλπ), την ισοπέδωση των κοινωνικο-πολιτικών ηθών, τη βαριά υποθήκευση της χώρας στους ξένους δανειστές, την πολιτική μαζοποίηση της κοινωνίας και την πλήρη κομματική καθυπόταξη των δημοσίων ΜΜΕ.
Η περίοδος που διανοίγεται από το 1985 συμπίπτει πράγματι με την κορύφωση της πολιτικής αντίδρασης στην κοινωνική αμφισβήτηση, που γιγαντωνόταν ολοένα και περισσότερο, εξαιτίας της αυτονόμησης της εξουσίας από τον δημόσιο σκοπό της και της περιχαράκωσής της στην παραδοσιακή της αυτάρκεια. Η αυτονομία αυτή, που χαρακτηρίζει από κάθε άποψη ιστορικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα, θα γνωρίσει μια δυναμική επιστροφή με την ηγετική πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, η οποία στη διάρκεια δεκαετίας του 1960, ανέλαβε την πρωτοβουλία της επιτάχυνσης της διαδικασίας για την επάνοδο της χώρα στην πολιτική ομαλότητα και, μετά τη δικτατορία, συνέβαλε στην ανασυγκρότηση του πολιτικού και ιδεολογικού πεδίου.
Όντως, την περίοδο αυτή, καταγράφεται μια σαφής διάσταση μεταξύ της πολιτικής βούλησης της εξουσίας και της δυναμικής μιας κοινωνίας της οποίας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά συνάδουν με τη νομισματική οικονομία, ιδίως εκείνη της εμπορευματικής και της μεταποιητικής εποχής. Παρά την οικονομική στασιμότητα, που υπέστη η ελληνική κοινωνία (οι βιομηχανικοί δείκτες το 1990 παραμένουν στο επίπεδο του 1980), η θεσμική της ενσωμάτωση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, που συγκεκριμενοποιείται όταν γίνεται αποδεκτή ως η δέκατη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον Ιανουάριο 1981, θα αντισταθμίσει την απώλεια σε δυναμισμό, εξαιτίας των (αναχρονιστικών) αντιστάσεων της πολιτικής τάξης. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μεταβάλλεται, στη φάση αυτή, για την Ελλάδα, σε έναν κεφαλαιώδη παράγοντα εκσυγχρονισμού.
Η αποδοκιμασία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1989 και το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο στο οποίο απολήγουν η ακαμψία του κομματικού συστήματος και ο εκλογικός νόμος, θα οδηγήσει στη μοναδική εμπειρία της συγκυβέρνησης των αντιπάλων του εμφυλίου, της ΝΔ και του Συνασπισμού της Αριστεράς, και στη συνέχεια της οικουμενικής κυβέρνησης. Το 1990 η ΝΔ θα αναδειχθεί νικήτρια στις εκλογές και θα σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση.
Η βαθιά και πολυσήμαντη κρίση, στην οποία βυθίζεται η χώρα προς το τέλος της πρώτης σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, θα γίνει αισθητή ιδίως στην περίοδο του τέλους της δεκαετίας του 1980, στο μέτρο που οι επιπτώσεις της στη διαδικασία της ενσωμάτωσής της στην Ε.Ε., καθώς και στον ρόλο της  στην ευρύτερη περιοχή μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού θα γίνουν εμφανείς. Παρόλον ότι οι επιπτώσεις της κρίσης θα αποτυπωθούν περισσότερο στα πεδία της οικονομίας και στους λοιπούς τομείς της κοινωνικής ζωής, είναι φανερό ότι η πρωτογενής της αιτία συνδέεται με την κρίση του πολιτικού συστήματος και, πιο συγκεκριμένα, με την εγκατεστημένη αναντιστοιχία της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που απορρέει από το κομματικό σύστημα και την πολιτική τάξη. Αν η τελευταία περίοδος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, από το 1985 έως το 1989, συνοδεύθηκε από μια έξαρση αυταρχισμού, δεν είναι λιγότερο προφανές ότι το πρόβλημα είναι καθολικό, και αφορά κατά το μάλλον ή ήττον το σύνολο της ελληνικής πολιτικής τάξης και, υπό μια έννοια, ξεπερνάει το όρια της ελληνικής περίπτωσης.
Η τελευταία δεκαετία που προηγείται του 21ου αιώνα εμφανίζεται ως περίοδος δραστικής προσαρμογής για την Ελλάδα. Μοιάζει να κατευθύνεται προς μια σχετική υπέρβαση των θυλάκων του παλαιού καθεστώτος, στους οποίους έχουν εγκιβωτισθεί τα κόμματα αφενός, και αφετέρου, προς μια ανάδυση στοιχείων μιας δυναμική της μετάβασης σε μια νέα πολιτική περίοδο, συνάδουσα με την είσοδό της στην τεχνολογική εποχή. Η ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα, οι εξελίξεις στις πολιτικές οικογένειες και στο πολιτικό προσωπικό που διαφαίνονται στον ορίζοντα, οι θεμελιώδεις αλλαγές στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, η βαθιά ρήξη με το επώδυνο παρελθόν και, περαιτέρω, η εξάντληση της κομματικής εκμετάλλευσης των "ιστορικών αναφορών", τέλος η αδιαμφισβήτητη συναίνεση που διαμορφώθηκε στο ζήτημα της οργανικής ενσωμάτωσης της χώρας στο ευρωπαϊκό οικονομικό οικοδόμημα (η συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθετήθηκε ομόφωνα από το ελληνικό κοινοβούλιο με εξαίρεση το ΚΚΕ), ενδέχεται να οδηγήσουν το κομματικό σύστημα σε μια κατάσταση ισορροπίας, που θα είναι εν προκειμένω περισσότερο συμβατή με τις νέες κοινωνικές αναπαραστάσεις που έφερε η ανάπτυξη. Η ισορροπία αυτή, εντούτοις,  δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί, στο μέτρο που οι μηχανισμοί οι οποίοι έκαμαν εφικτή την αυτονομία της πολιτικής τάξης, δηλαδή ο ιδιοτελής εναγκαλισμός του κράτους και η ιδιοποίηση της εξουσίας του αφενός και η οργανική στασιμότητα των κομμάτων αφετέρου, παραμένουν ουσιαστικά ανέγγιχτοι…." (σελ. 437)

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Γ. Κοντογιώργης - Ο μονοσήμαντα αντικοινωνικός προσανατολισμός του μνημονίου και των εφαρμογών του - 14.10.2013

Γ. Κοντογιώργης - Ο μονοσήμαντα αντικοινωνικός προσανατολισμός του μνημονίου και των εφαρμογών του - 14.10.2013
Δημοσιεύθηκε στις 15 Οκτ 2013 | LoMak62

Ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης απαντά στα ερωτήματα της εκπομπής του Kontra Channel "Επί του Πιεστηρίου" της 14.10.2013.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Ο αποκλεισμός της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα. Του Γιώργου Κοντογιώργη

 

Ο αποκλεισμός της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα.
Του Γιώργου Κοντογιώργη

09:37, 09 Οκτ 2013 | Κρυσταλία Πατούλη | tvxs.gr/node/140566

Ο αποκλεισμός της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα. Του Γ. Κοντογιώργη
[...] Είναι εμφανές ότι η επιλογή της Χ.Α. από μέρος του εκλογικού σώματος δεν συμβαδίζει με την ιδεολογία του. Συνομολογεί, όμως, ότι η κοινωνία στο σύνολό της δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός της από το πολιτικό σύστημα -από τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων- που αφήνει στους πολιτικούς το έδαφος ελεύθερο να ποδοπατούν και να καταστρέφουν τη χώρα [...] Του Γιώργου Κοντογιώργη, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου

Η στροφή μέρους του εκλογικού σώματος προς τη Χ.Α. έγινε μετά από τριάμισι χρόνια, αφότου εισήλθε η χώρα στην κρίση, και αφού η ελληνική κοινωνία δοκίμασε όλους τους τρόπους (μαζικές διαδηλώσεις, κίνημα αγανακτισμένων, ατομικές αυτοδικίες, κλπ) για να συνετίσει την πολιτική τάξη, να αποκηρύξει το απεχθές παρελθόν της, και να την εξαναγκάσει να εναρμονισθεί με το συμφέρον του τόπου.

Σήμερα, η πολιτική τάξη χρησιμοποιεί το επιχείρημα "Χρυσή Αυγή" για να ανακτήσει νομιμοποίηση και όχι γιατί κόπτεται για τη "δημοκρατία".

Απόδειξη ότι ούτε άλλαξε στο παραμικρό ούτε και προτίθεται να αλλάξει τα διεθνώς προκλητικά προνόμια ασυλίας που έχει οικοδομήσει και προφανώς τις λεηλατικές "πολιτικές" της.

Είναι εμφανές ότι η επιλογή της Χ.Α. από μέρος του εκλογικού σώματος δεν συμβαδίζει με την ιδεολογία του. Συνομολογεί, όμως, ότι η κοινωνία στο σύνολό της δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός της από το πολιτικό σύστημα -από τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων- που αφήνει στους πολιτικούς το έδαφος ελεύθερο να ποδοπατούν και να καταστρέφουν τη χώρα.

Διότι εντέλει η Χ.Α. είναι αυτάδελφο κόμμα, δηλαδή παράγωγο της κομματοκρατίας, που χρησιμοποιεί άλλωστε τα όπλα που η ίδια έχει θεσμοθετήσει. Εάν οι μεν τα χρησιμοποιούν για να αυτοδικούν επί των πολιτών, οι δε για να λεηλατούν και να υποτάσσουν τη χώρα δεν τους κάνει διαφορετικούς.

Η κοινωνία των πολιτών ένα μόνο δρόμο έχει να επιλέξει: να υπερβεί το παρόν πολιτικό σύστημα και να αξιώσει την επέκταση της πολιτείας δικαίου στην πολιτική τάξη και την ανάκτηση μέρους (του αντιπροσωπευτικού μέρους) της πολιτικής της κυριαρχίας. Να γίνει θεσμός της πολιτείας και όχι παράκλητος της κομματοκρατίας και δρομοδιαδηλωτής.

Γιώργος Κοντογιώργης
contogeorgis.blogspot.gr

 

Κρυσταλία Πατούλη

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Γ. Κοντογιώργης - Για το πολιτικό σύστημα και τη Χρυσή Αυγή, Παρέμβαση στην ΕΔΤ - 7.10.2013







Παρέμβαση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη, στις 7.10.2013, στην Ελληνική Δημόσια Τηλεόραση.

Γ. Κοντογιώργης - Σε καθεστώς διαρκούς εκτροπής - 6.10.2013







Παρέμβαση του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη, στις 6.10.2013, στην εκπομπή "Καλημέρα ΣΚΑΪ" και στον δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά.