Γιώργος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, 2007.
Στο νέο βιβλίο του ΓΚ που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες θεμελιώδης υπόθεση εργασίας είναι ότι το σύγχρονο πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε, πολλώ μάλλον, δημοκρατικό. Τούτο δεν θα ήταν άλλωστε εφικτό καθώς τα συστήματα αυτά, η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία, είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους και συνεπώς αδύνατη η σύνθεσή τους σε μια ταυτολογική ενότητα. Σε κάθε περίπτωση, τη σύνθεση αυτή δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει το νεοτερικό πολιτικό σύστημα αφού δεν συγκεντρώνει καν τις προϋποθέσεις της αντιπροσώπευσης. Εξού και ο ΓΚ το ταξινομεί ως προ-αντιπροσωπευτικό. Μέτρο για την διευκρίνιση του χαρακτήρα ενός πολιτικού συστήματος αποτελεί για τον ΓΚ η ελευθερία που εμπραγματώνει, δηλαδή τα πεδία που καλύπτει με το πρόταγμά της. Για να τεκμηριώσει το επιχείρημά του αυτό, αντί να λαμβάνει ως δεδομένο ότι το νεότερο πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατικό, εισέρχεται στον πυρήνα της έννοιας δημοκρατία, της οποίας αναδεικνύει τα συστατικά μέρη και θέτει σε παραλληλία με συναφείς έννοιες και συστήματα. Δημιουργώντας έτσι το γνωσιολογικό πλαίσιο της δημοκρατίας υποβάλει σε κριτική δοκιμασία το σύγχρονο πολιτικό σύστημα προκειμένου να αξιολογήσει τον χαρακτήρα του.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα του έργου του ΓΚ από το σημείο που εγείρει το ζήτημα αυτό.
«Στο εγχείρημά μας αυτό, θα συνομολογήσουμε ότι καταστατικό διακύβευμα της δημοκρατίας είναι η ελευθερία. Οπότε, καλούμαστε να απαντήσουμε σε δύο κεφαλαιώδη ερωτήματα: (α) τι να εννοήσουμε με την έννοια ελευθερία; και (β) ποιο είναι το εύρος της, τα πεδία της εφαρμογής της;
Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ερώτημα, σπεύδουμε να ορίσουμε την ελευθερία ως αυτονομία. Η έννοια της ελευθερίας προσδιορίζει το καθεστώς αυτονομίας του ατόμου «μέσα» στην κοινωνία. Η αυτονομία αντιτείνεται στην ετερονομία, προσδιορίζει δηλαδή το άτομο που αυτοκαθορίζεται, που δεν εξαρτάται από τη βούληση ή την εξουσία κάποιου άλλου, που διαχειρίζεται το ίδιο τα του βίου του.
Ως εκ τούτου, συγκρατούμε ότι, πρώτον, η ελευθερία ως αυτονομία δεν μπορεί να εκχωρηθεί -αυτοβούλως ή οικειοθελώς- χωρίς να τρωθεί, να αλλοιωθεί το περιεχόμενό της. Το άτομο που συναινεί στην ετερονομία –για παράδειγμα, ο δουλοπάροικος στη φεουδαρχία, ο μισθωτός σε μια επιχείρηση, ο πολίτης στο πολιτικό σύστημα- παύει να είναι στο συγκεκριμένο πεδίο ελεύθερο. Η συναίνεση δημιουργεί, οπωσδήποτε, νομιμοποίηση, δεν διασώζει όμως την ελευθερία. Δεύτερον, είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί η καταστατική διαφορά μεταξύ ελευθερίας και δικαιώματος. Η ελευθερία καλύπτει το πεδίο της ανθρώπινης αυτονομίας. Το δικαίωμα οριοθετεί την περίμετρο της ελευθερίας ή, με διαφορετική διατύπωση, τους όρους της ετερονομίας, έτσι ώστε να μην πλήττεται η βιούμενη ελευθερία. Το σώμα των δικαιωμάτων, που συνέχονται με την προστασία της εργασίας, για παράδειγμα, περιγράφουν το πλαίσιο «μέσα» στο οποίο το άτομο εκχωρεί την «κοινωνική» του αυτονομία χωρίς να θιγεί η προσωπική του ελευθερία. Το αυτό ισχύει για την πολιτική. Διεκδικώ το πολιτικό δικαίωμα να διαδηλώνω επειδή δεν κατέχω ο ίδιος την πολιτική ελευθερία, δηλαδή την πολιτική ή αποφασιστική αρμοδιότητα. Ώστε, μπορούμε να δεχθούμε με ασφάλεια ότι το δικαίωμα ευδοκιμεί εκεί όπου δεν συντρέχει ακόμη η ελευθερία. Το δικαίωμα, διευκρινίζοντας την περίμετρο της βιούμενης ελευθερίας, σημαίνει ότι την οροθετεί και την προστατεύει ενώ συγχρόνως, ανάλογα με τις περιστάσεις, διευρύνει το περιεχόμενό της. Διευρύνει τη συγκεκριμένη ελευθερία (π.χ. την ατομική) δεν υπεισέρχεται στο πεδίο μιας άλλης περιοχής της ελευθερίας (π.χ. στην κοινωνική ή στην πολιτική). Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής, η νεοτερική σκέψη ορίζει την μεν ατομική ελευθερία βασικά ως αυτονομία, την δε κοινωνική και πολιτική ελευθερία με όρους δικαιώματος. Η αντίληψη αυτή βρίσκεται, ακριβώς, στη βάση της σύγχυσης, που είναι διάχυτη στους νεοτερικούς στοχαστές, μεταξύ ελευθερίας και δικαιώματος, αλλά και του γενικότερου γνωσιολογικού και μεθοδολογικού της ελλείμματος.
Ερχόμαστε τώρα στο εύρος, δηλαδή στα πεδία της ελευθερίας. Είναι προφανές ότι, στο μέτρο που η δημοκρατία καταγράφεται ως το ανώτερο ή τελειωτικό στάδιο στην ανάπτυξη των κοινωνιών, παραπέμπει στην καθολική ελευθερία. Καλύπτει, επομένως, όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου: την ατομική, την κοινωνική (και οικονομική) και την πολιτική. Η δημοκρατία μπορεί να σηματοδοτείται, σε τελική ανάλυση, από την πολιτική ελευθερία, είναι όμως η πολιτεία της καθολικής ελευθερίας.
Πώς θα εννοήσουμε τις τρεις αυτές πτυχές της ελευθερίας; Η ατομική ελευθερία αφορά στην προσωπική αυτονομία ενός εκάστου στον ιδιωτικό του βίο ή, ακόμη, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όπου αναπτύσσει τις ενεργητικότητές του. Η κοινωνική ελευθερία καλύπτει περιοχές δράσης του ατόμου, όπου αυτό συμβάλλεται με τομεακά υποσυστήματα. Το κυριότερο από αυτά είναι το οικονομικό, που αφορά στη σχέση εργασίας και κεφαλαίου. Η πολιτική ελευθερία, τέλος, ορίζει το καθεστώς αυτονομίας του ατόμου εκεί όπου αυτό συναντάται με σύνολα κοινωνικά μορφώματα και, μάλιστα, με τη συνολική κοινωνία.
Ένα τελευταίο, προκριματικό, ζήτημα αφορά στη σχέση της ισότητας με την ελευθερία. Η νεοτερικότητα νομίζει ότι η ισότητα έχει προκαθορισμένο, δηλαδή τελειωτικό περιεχόμενο, το οποίο, εντέλει, αν το αναλύσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εστιασμένο στις προτεραιότητες της ατομικής ελευθερίας. Ωστόσο, εάν συνομολογήσουμε ότι η καθολική ελευθερία περιέχει επίσης το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο της ανθρώπινης λειτουργίας, πρέπει να δεχθούμε ότι τα ενδιαφέροντα της ισότητας θα μπορούσαν να μεταβληθούν, συνακόλουθα προς τις προτεραιότητες αυτές της ελευθερίας. Ώστε, μόνο όταν επικρατεί η απλώς ατομική ελευθερία, η ισότητα εστιάζει την προσοχή της στα πεδία που την υποστασιοποιούν (στα δικαιώματα, την ιδιοκτησία, το δίκαιο κτλ.). Διαφορετικά, όταν δηλαδή οι θεματικές της εκτείνονται επίσης στην κοινωνική και την πολιτική ελευθερία, τότε και το διατακτικό της μεταβάλλεται ή, μάλλον, εμπλουτίζεται αναλόγως.
Επιπλέον, η ισότητα επιδιώκει να επιτευχθεί με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το εάν το αγαθό είναι ή δεν είναι διαιρετό. Η ισότητα ενώπιον της πολιτικής είναι ιδανική, μπορεί να επιτευχθεί με τη «μοριοποίηση» του πολίτη, όχι της πολιτικής. Ο αναδασμός της πολιτικής θα κατέλυε την έννοια της κοινωνίας, όπως ακριβώς η εξουσιαστική της θέσμιση ακυρώνει την πολιτική ελευθερία.
Θεμελιώδες γνώρισμα των τριών διαστάσεων ελευθερίας είναι ότι αναπτύσσονται σωρευτικά. Η μια προστίθεται στην άλλη, δεν την αναιρεί και, μάλιστα, με απόλυτη τάξη διαδοχής. Η τάξη αυτή, ανταποκρίνεται σε ισάριθμα στάδια ωρίμανσης ή ολοκλήρωσης του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου μιας κοινωνίας. Πρώτη εμπεδώνεται η ατομική ελευθερία, δεύτερη η κοινωνική και τρίτη η πολιτική ελευθερία. Τα δικαιώματα προτρέχουν, τρόπον τινά, προετοιμάζοντας το έδαφος του επόμενου πεδίου της ελευθερίας.
Έχει ενδιαφέρον να σταθούμε ειδικότερα στο ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας. Ο ορισμός της ελευθερίας ως αυτονομίας προδηλώνει, όπως είδαμε, ότι το άτομο ως πολιτικό ον για να είναι ελεύθερο πρέπει να αυτοκαθορίζεται, να μην υπόκειται δηλαδή στην εξουσία τρίτου τινός (εν προκειμένω του κατόχου πολιτικής εξουσίας ή δύναμης). Ώστε, η πολιτική ελευθερία είναι ασύμβατη με κάθε μορφή δομικής αυτονομίας του πολιτικού γεγονότος ή, αλλιώς, με τη συγκρότηση της πολιτικής με όρους εξουσίας ή δύναμης.
Για να αρθεί η ασυμβατότητα αυτή, η πολιτική οφείλει να απορροφηθεί από την κοινωνία έτσι ώστε το σώμα της τελευταίας να αναλάβει την καθολική πολιτική αρμοδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι η αφαίρεση του πολιτικού συστήματος από το κράτος και η προσάρτησή του στο κοινωνικό σώμα. Η κοινωνία, αντί του κράτους, επενδύεται στην περίπτωση αυτή το πολιτικό σύστημα. Για να γίνει όμως αυτό, η κοινωνία καλείται από ιδιώτης, να συγκροτηθεί πολιτικά σε διαρκή θεσμό και, μάλιστα, στον κύριο θεσμό της πολιτείας, δηλαδή σε δήμο.
Η διαφορά μεταξύ της συμμετοχής του πολίτη στην πολιτική δυναμική (δηλαδή ως εξωτικού), προκειμένου να επηρεάσει τους κατόχους του πολιτικού συστήματος και της συγκρότησής του σε πολιτικό σύστημα, είναι χαοτική. Η διαφορά ακριβώς αυτή σηματοδοτεί τη διάκριση μεταξύ δημοκρατίας και προ-δημοκρατικών, ιδίως δε προ-αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις κάνουν, κατά τη γνώμη μας, εμφανές το αδιέξοδο του ισχυρισμού της νεοτερικότητας ότι το πολιτικό της σύστημα είναι δημοκρατικό. Όντως στον ισχυρισμό αυτό έχουν εμφιλοχωρήσει τρεις τουλάχιστον αυθαιρεσίες. Η μια, αφορά στο επιχείρημα ότι η μερική και δη η στοιχειώδης (ατομική) ελευθερία είναι ανώτερη από τη σωρευτικά καθολική ελευθερία. Η άλλη, αναφέρεται στην εμμονή της να ονοματοδοτεί το νεότερο σύστημα με έναν όρο, τη δημοκρατία, του οποίου την ουσία απορρίπτει ως κατώτερη. Η τρίτη, συνέχεται με την ενοχοποίηση της κλίμακας για την πολιτική υστέρηση της νεοτερικότητας. Πέραν του ότι συνομολογείται το ιδεολογικό υπόβαθρο του ισχυρισμού της για την ανωτερότητα της νεότερης «ελευθερίας» και «δημοκρατίας», στην πραγματικότητα αρνείται να αντιμετωπίσει κατάματα το γεγονός ότι δεν είναι η κλίμακα αυτή καθεαυτή αλλά η πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται ο κόσμος σήμερα, στο πλαίσιο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, που κάνει ανέφικτη τη δημοκρατία. Εξού και προβάλλει ως ζητούμενο για την απόδειξη του επιχειρήματός της το ανεφάρμοστο της «αθηναϊκής δημοκρατίας» (της εμπειρίας της δημοκρατίας στη μικρή κλίμακα) στα καθημάς και όχι της δημοκρατικής αρχής. Διότι, εν προκειμένω, θα διαπίστωνε ότι ούτε οι πραγματολογικές προϋποθέσεις της φάσης που διέρχεται ο νεότερος κόσμος την υποστηρίζουν ούτε ο νεοτερικός άνθρωπος την επιθυμεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου