Γιώργος Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τ. Α. Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, Αθήνα, Εκδόσεις Σιδέρη, 2006[1].
Το ζήτημα της προσέγγισης του ελληνισμού διήλθε διάφορα στάδια τα οποία όλα συναρτήθηκαν όχι από τη φύση του, αλλά από τη φάση που διήρχετο κατά καιρούς ο νεότερος κόσμος. Σε όλες τις περιπτώσεις η «εικόνα» του ελληνισμού αναπαριστούσε την αντίληψη της νεοτερικότητας για τον κόσμο. Ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της αντίληψης αυτής, συγκρατούμε το καταληκτικό της συμπέρασμα. Η νεοτερικότητα μπορεί να διεξαγάγει ακόμη έναν σχετικό διάλογο μόνο με την κλασική ελληνική σκέψη. Η αρχαία ελληνική πραγματικότητα δεν είναι πια «νεοτερική», δεν έχει να μας διδάξει το παραμικρό, δεν έχει καμία χρησιμότητα για την εποχή μας. Για την τεκμηρίωση του επιχειρήματός της επικαλείται την «αθηναϊκή» δημοκρατία. Η πολιτεία αυτή, θα ισχυρισθεί, δεν μπορεί να ενδιαφέρει τη νεοτερικότητα, αφού ούτε εφαρμόσιμη είναι στις μέρες μας ούτε παράδειγμα στοιχειοθετεί πια, στο μέτρο που η σύγχρονη δημοκρατία υπερέχει εξ αποστάσεως από την αρχαία δημοκρατία.
Η διαπίστωση αυτή συνομολογεί ότι η νεοτερική κοινωνική επιστήμη ελέγχεται για το γνωσιολογικό και μεθοδολογικό της έλλειμμα. Επιλέγει ως «μέτρο» για την τυπολόγηση ενός κοινωνικού φαινομένου και επέκεινα για την ανάγνωση της εξέλιξης το «παράδειγμά» της, αντί να συγκροτήσει πρώτα ένα καθολικής αξίωσης γνωσιολογικό επιχείρημα, στο οποίο θα υπήγοντο οι εκδηλώσεις του κοινωνικού ανθρώπου του παρελθόντος, του παρόντος και οπωσδήποτε του μέλλοντος. Η δημοκρατία, στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται σε συνάφεια με το σύστημα της νεοτερικότητας κι όχι με γνώμονα τη δημοκρατική αρχή.
Η προσέγγιση την οποία πραγματοποιούμε εδώ λαμβάνει ως αφετηρία την κοσμοσυστημική, όπως την αποκαλούμε, θεώρηση των ανθρωπίνων κοινωνιών. Επιλέξαμε τον δύσβατο δρόμο της επεξεργασίας ενός καθολικού γνωσιολογικού συστήματος (εννοιών, συστημικών κατηγοριών και μεθόδου) με βάση το οποίο προσήλθαμε στην ανάγνωση του ελληνικού φαινομένου. Πρόκειται για ένα γνωσιολογικό διάβημα που εμπνέεται ευρέως από την κοσμοσυστημική ανασυγκρότηση του ελληνικού ανθρωποκεντρικού φαινομένου και, περαιτέρω, από το δεσποτικό ομόλογό του και τις ανθρωποκεντρικές αποσαφηνίσεις της νεότερης εποχής.
Η σημαίνουσα θέση του ελληνικού φαινομένου πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι μόνον αυτό έχει να επιδείξει, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα ολοκληρωμένο, εξ επόψεως εξελικτικής, ανθρωποκεντρικό παράδειγμα με κοσμοσυστημική αξίωση. Η προσέγγιση του ελληνικού φαινομένου με όρους καθολικού - ή αλλιώς κοσμοσυστημικού – παραδείγματος και, οπωσδήποτε, η συσχέτισή του με το σύνολο ιστορικό γίγνεσθαι, μας επιτρέπει να ανασυγκροτήσουμε το γνωσιολογικό υπόβαθρο της κοινωνικής επιστήμης, μακράν από τις βιωματικές δουλείες της συγκυρίας και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που αυτή συνεπάγεται. Για να γίνει κατανοητή η αξία της επιλογής αυτής αρκεί να επανέλθουμε προς στιγμήν στο σημαίνον παράδειγμα της δημοκρατίας. Όπως είδαμε, η νεοτερικότητα είναι απολύτως πεπεισμένη ότι η «αθηναϊκή» δημοκρατία είναι ανέφικτη στο περιβάλλον της, ότι ως σύστημα εγγράφεται σε μια «προ-νεοτερική», δηλαδή «παραδοσιακή» εποχή και ότι τέλος το πολιτικό της σύστημα είναι όχι μόνον δημοκρατικό, αλλά η πεμπτουσία της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης.
Το ερώτημα, ωστόσο, όπως τίθεται, είναι παραπλανητικό. Η δημοκρατία της πόλης-κράτους –κι όχι απλώς η «αθηναϊκή» δημοκρατία- αποτελεί όντως μία εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής στη μικρή κοσμοσυστημική κλίμακα. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι να εφαρμόσουμε τη δημοκρατία της πόλεως στη μεγάλη κλίμακα του έθνους-κράτους, αλλά τη δημοκρατική αρχή. Απαιτείται γι’ αυτό η επεξεργασία του γνωσιολογικού πυρήνα της έννοιας «δημοκρατία» και, στη συνέχεια, η ανάπτυξη της αναγκαίας προβληματικής για την εφικτότητα ή μη της εφαρμογής της στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα. Η μέθοδος αυτή διδάσκει, όπως θα δούμε, ότι το μεν πολιτικό σύστημα της εποχής μας τυπολογείται αβίαστα ως απλώς προ-αντιπροσωπευτικό και, συνακόλουθα, ως μη δημοκρατικό, η δε δημοκρατία ότι είναι όντως σήμερα ανέφικτη όχι λόγω της κλίμακας, αλλά εξ αιτίας της καθόλα πρώιμης φάσης την οποία βιώνει η νεοτερικότητα.
Η ανασυγκρότηση του ελληνικού παραδείγματος υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής θεωρίας διδάσκει συγχρόνως ότι αν η ελληνική γραμματεία διατηρεί την επικαιρότητά της, αυτό οφείλεται στο ότι η ίδια ευρίσκετο σε άμεσο διάλογο και αποδίδει με ακρίβεια τις πραγματικότητες και τις αναζητήσεις τις οποίες προκαλούσε η δυναμική της πόλης. Το κυριότερο όμως είναι ότι η επιλογή αυτή, καθώς εμπεριέχει την πρόταση μιας συνολικής επανεκτίμησης του τρόπου με τον οποίον προσλαμβάνεται ο κοινωνικός άνθρωπος, προκρίνει την απόδοση της νεοτερικότητας στην κοινωνική επιστήμη, κι όχι το αντίθετο.
Η συνεισφορά του ελληνικού παραδείγματος ως προς αυτό είναι ανυπολόγιστη. Και τούτο διότι ο ουσιώδης οφειλέτης του, η κοσμοσυστημική θεώρηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, προβάλει ως μια αναιρετική πρόταση στις νεοτερικές βεβαιότητες, με σημείο αφετηρίας τη συνολική αναμόρφωση του γνωσιολογικού και μεθοδολογικού πυρήνα της κοινωνικής επιστήμης. Θεμελιώδεις έννοιες όπως εκείνες της πολιτικής, της οικονομίας, της εργασίας, του κεφαλαίου, της ιδιοκτησίας, της ταυτότητας, του έθνους, της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, του νόμου, του πολίτη, του πολιτικού και του κοινωνικού συστήματος και της τυπολογίας τους, του δια-κρατικού ή, ορθότερα, του κρατοκεντρικού περιβάλλοντος, της οικουμένης και της κοσμόπολης, της εξέλιξης και της περιοδολόγησης της ιστορίας και πάμπολλες άλλες, ορίζονται εξ υπαρχής σε συνδυασμό με ένα μεθοδολογικό διάβημα που θέτει ως διακύβευμα την αναλογική συγκριτική συνάντηση των ιστορικών κοσμοσυστημικών παραδειγμάτων και εκείνου της εποχής μας. Η μέθοδος αυτή τοποθετείται στον αντίποδα του επιχειρήματος της νεοτερικής ιδεολογίας -που θεωρεί ανέφικτη τη σύγκριση της εποχής μας με το παρελθόν-, εισάγοντας τη σύγκριση με γνώμονα την αναλογία στον πυρήνα της προβληματικής της.
Το μεθοδολογικό αυτό διάβημα θέτει στο επίκεντρο της αναζήτησης, συγχρόνως με το περιεχόμενο, και την τυπολογία του κοινωνικο-πολιτικού φαινομένου, το γιατί και το πώς της γένεσής του και, περαιτέρω, της χωροχρονικής του αλληλουχίας. Υπό το πρίσμα αυτό, ο ελληνισμός ορίζεται ως το ταυτολογικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας (της πόλης) και, ως εκ τούτου, τυπολογείται με γνώμονα τις φάσεις του: την κρατοκεντρική με υπόβαθρο την πόλη και την οικουμενική, η οποία συνδυάζει τις πόλεις με τη μητροπολιτική πολιτεία. Το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας δεσπόζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έως τον 19ο αιώνα, αποτέλεσε δε την «αιτιολογική» βάση της μετάβασης του νεότερου κόσμου από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου