Γιώργος Κοντογιώργης
Η Ευρώπη ενώπιον του κυπριακού προβλήματος
Η πρόσφατη δήλωση της Τουρκίας ότι δεν αναγνωρίζει τη θεσμική οντότητα της κυπριακής πολιτείας αποτελεί την κορύφωση ενός γενικότερου προβλήματος το οποίο από ορισμένους χαρακτηρίσθηκε ως «θεσμικό παράδοξο». Το παράδοξο αυτό είναι εντούτοις διαφορετικής φύσεως και οπωσδήποτε πολύ πιο σύνθετο από ό,τι επιχειρείται να εμφανισθεί.
Με τη συνθήκη του Μάαστριχ η ΕΕ μετεξελίχθηκε από απλή διακρατική οντότητα διεπόμενη από μια διεθνή συνθήκη σε ανεξάρτητο πολιτικό σύστημα. Αν και το νέο αυτό συμπολιτειακό – κι όχι ομοσπονδιακό - μόρφωμα δεν έχει ακόμη, ως προς πολλά, ολοκληρωθεί, εντούτοις η πράξη γένεσής του έχει επιφέρει καίριες αλλαγές στο καθεστώς τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών του. Η ΕΕ έχει αποκτήσει εφεξής ένα καθεστώς διεθνούς υποκειμένου που προσιδιάζει στα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος. Υπό την έννοια αυτή, τα κράτη μέλη έχουν πάψει να αποτελούν απλά υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου. Έχουν μεταλλαχθεί επίσης σε θεσμικά υποκείμενα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Μολονότι το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα εξακολουθεί να είναι ατελές, χαρακτηριζόμενο ως ένα «πολιτειακό σύστημα χωρίς κράτος», τα μέλη του κατέχουν ήδη μια θέση εσωτερικού δικαίου της Ένωσης. Επομένως, κάθε αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος – και μάλιστα της ύπαρξης – ενός κράτους μέλους συνιστά ισάξια αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος.
Εν προκειμένω, η δήλωση της Τουρκίας για την κυπριακή πολιτεία αφορά ευθέως την ευρωπαϊκή συμπολιτεία. Η μη αναγνώριση της κυπριακής πολιτείας μεταφράζεται σε μη αναγνώριση της ΕΕ. Κατά τούτο, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα, σε κάθε διαπραγμάτευση της γείτονος με τους φορείς του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Η μη αναγνώριση συνάδει με πολλά άλλα ερωτήματα που εγείρει η στρατηγική εμπλοκή της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα, τα οποία αφορούν εξίσου άμεσα την ευρωπαϊκή συμπολιτεία. Δυνάμει των συνθηκών, που επανελήφθησαν στο Σχέδιο Ανάν, επιφυλάσσεται στην κυπριακή πολιτεία ένα καθεστώς προτεκτοράτου σύμφωνα με το οποίο οι προστάτιδες χώρες διατηρούν ες αεί στο έδαφός της στρατιωτικές δυνάμεις και διαθέτουν ένα απεριόριστο ουσιαστικά δικαίωμα πολιτικής και στρατιωτικής παρέμβασης στα εσωτερικά της πράγματα.
Επιπλέον, το Σχέδιο Ανάν εισήγαγε στο κυπριακό πολιτικό σύστημα θεμελιώδεις αποκλίσεις από την ομοσπονδιακή αρχή, προκειμένου να εναρμονισθεί στο καθεστώς της προστασίας. Οι παρεκκλίσεις αυτές το προίκιζαν με έναν χαρακτήρα συγχρόνως αντι-δημοκρατικό και επιχειρησιακά αδιέξοδο. Διότι εντέλει η απαγόρευση σε ένα τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας να εμβαθύνει στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της Ένωσης και περαιτέρω στο καθεστώς της «λαϊκής κυριαρχίας» πλήττει καταφανώς τον δημοκρατικό πολιτισμό της.
Οι πρόνοιες αυτές εγείρουν ένα μείζον ζήτημα για την Ευρώπη. Το πολιτικό σύστημα της Ένωσης περιλαμβάνει ήδη στους κόλπους του ως θεσμικό υποκείμενο όχι ένα ανεξάρτητο κράτος αλλά ένα προτεκτοράτο του οποίου η πολιτική βούληση και ύπαρξη εξαρτώνται από τη βούληση και τις στρατηγικές προτεραιότητες τρίτων χωρών, εκ των οποίων μια είναι μη μέλος. Ο στρατός κατοχής επί της Κύπρου αποτελεί στρατό κατοχής εδάφους της Ένωσης. Η διατήρηση των εγγυήσεων για την ύπαρξη του κυπριακού κράτους και του πολιτικών του (συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού αγήματος για το σκοπό αυτό) εξισούται ουσιαστικά με ένα ανάλογο δικαίωμα επί του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος.
Η αποσιώπηση της διάστασης αυτής του κυπριακού ζητήματος αποτελεί υπεκφυγή η οποία δεν αναιρεί την πραγματικότητα. Πώς θα αντιδρούσαν άραγε οι Βρυξέλλες στην περίπτωση που η Τουρκία ασκούσε το απορρέον από τις συνθήκες δικαίωμα επέμβασης; Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του διακυβεύματος αυτού αρκεί στη θέση της Κύπρου να τοποθετήσουμε την Ιταλία και μάλιστα τη Γαλλία ή τη Μεγάλη Βρετανία. Αμεσότερα, η αποδοχή του καθεστώτος προστασίας και βεβαίως οι πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν υποδηλώνουν ότι η ΕΕ αποδέχεται οι αποφάσεις της να μην εφαρμόζονται σε ένα μέρος του εδάφους της. Δεν αναφέρομαι στις μεταβατικές διατάξεις, αλλά σ’αυτές που υποβάλλουν την ΕΕ σε ένα διαρκές καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας σε ό,τι αφορά το κυπριακό έδαφος. Έτσι, διατάξεις του πολιτειακού καθεστώτος (πχ του Συντάγματος) της Ένωσης και κρίσιμες αποφάσεις της που θα θεωρηθούν ότι αντίκεινται στο «ειδικό καθεστώς» της κυπριακής πολιτείας δεν θα εφαρμόζονται στο έδαφός της. Και αν υποθέσουμε ότι η Ένωση προχωρεί στη διαμόρφωση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής πώς οι πρόνοιές της θα γίνουν συμβατές με το καθεστώς της περιορισμένης κυριαρχίας, των εγγυήσεων ή του δικαιώματος επέμβασης μιας τρίτης χώρας στο έδαφός της;
Οι ανωτέρω υποθέσεις υποδεικνύουν νομίζω την κατεύθυνση της λύσης.
(α) Η ΕΕ όφειλε να θέσει το ζήτημα της αναγνώρισης της κυπριακής πολιτείας ως προαπαιτούμενο της έναρξης των διαπραγματεύσεων. Είναι προαπαιτούμενο διότι αφορά στην αναγνώριση του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος με το οποίο η Τουρκία προσέρχεται να διαπραγματευθεί. Δεν νοείται διαπραγμάτευση με κάποιον που δεν αναγνωρίζεις την ύπαρξή του Ο εκδημοκρατισμός, η οικονομική σύγκληση, τα ανθρώπινα δικαιώματα κλπ αποτελούν μέρος του πακέτου της προσαρμογής. Η αναγνώριση όχι. Η κυπριακή πολιτεία οφείλει να αρνηθεί την υπογραφή της σε συμφωνίες επί του «πακέτου» της διαπραγμάτευσης έως ότου η Τουρκία δηλώσει ότι την αναγνωρίζει.
(β) Όλες οι πρόνοιες που υποβάλλουν την κυπριακή πολιτεία σε καθεστώς προτεκτοράτου (εγγυήσεις κλπ) όφειλαν να κηρυχθούν από την Ένωση ως ασύμβατες με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, στο μέτρο που συνεπάγονται γι αυτήν ένα καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας. Για το λόγο αυτό η Ένωση είναι υποχρεωμένη να εγείρει το ζήτημα αυτό κατά τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία και συγχρόνως να εγείρει το ζήτημα έναντι των δυο άλλων κρατών μελών που εμπλέκονται στο καθεστώς της προστασίας.
(γ) Ομοίως, η άρση του καθεστώτος κατοχής ευρωπαϊκού εδάφους από τρίτη χώρα - που επιπλέον επιθυμεί να διαπραγματευθεί την ένταξή της στην Ένωση -, αποτελεί ζήτημα αρχής και θα έλεγα πολιτικής αξιοπρέπειας, στο μέτρο που αποτελεί διεθνές πολιτειακό υποκείμενο.
(δ) Η ΕΕ οφείλει να εισέλθει ως κύριος εταίρος στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού και διαμόρφωσης του πολιτικού συστήματος της κυπριακής πολιτείας. Εν προκειμένω, εμπλεκόμενοι φορείς είναι η Ένωση και η Τουρκία. Η θέση του ΟΗΕ στο κυπριακό έγκειται στην ανάληψη ενός διαμεσολαβητικού ρόλου μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, της ΕΕ και της Τουρκίας. Η Κύπρος καλείται να διαπραγματευθεί υπό την ιδιότητά της ως θεσμικό υποκείμενο της Ένωσης και κατά τούτο δεν δικαιούται να αποδεχθεί ρυθμίσεις που θα υπέβαλαν την τελευταία σε καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας και προστασίας.
(ε) Είναι καθόλα θεμιτό να προβλεφθούν μεταβατικές ρήτρες προκειμένου να κατοχυρωθεί η ομαλή μετάβαση των κατεχομένων εδαφών στο ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφαλείας. Η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας μπορεί και οφείλει να επιδιωχθεί όχι με την υποβολή του ευρωπαϊκού πολιτειακού οικοδομήματος υπό την προστασία της Τουρκίας αλλά με την εναρμόνιση του κυπριακού κράτους (και των ομοσπόνδων «πολιτειών» του) σ’αυτό. Αποτελεί αντίφαση η Τουρκία να διαπραγματεύεται τον εκδημοκρατισμό της και την προστασία των μειονοτήτων της υπό την πίεση της ΕΕ και συγχρόνως να μην της εμπιστεύεται την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας.
Είναι προφανές ότι η τοποθέτηση της αναγνώρισης ως προαπαιτούμενου για την Τουρκία θα έθετε σε άλλη βάση το πλαίσιο και το περιεχόμενο της επίλυσης του κυπριακού. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η υιοθέτηση της προβληματικής αυτής μοιάζει εξαιρετικά απόμακρη. Όχι διότι δεν είναι «υποστηρίξιμη» στο πλαίσιο της ΕΕ¨, αλλά διότι η «εθνική συνεννόηση» που επήλθε τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται στη συμφωνία ότι η μετάθεση του κυπριακού – και ιδίως των ελληνοτουρκικών διαφορών - σε ευθετότερο χρόνο θα αναγκάσει την Τουρκία να προσέλθει στην επίλυσή τους. Καλλιεργείται μάλιστα η εντύπωση ότι μέσω των διαπραγματεύσεων για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ θα επιλυθούν επωφελώς για την Ελλάδα όλα τα προβλήματα μαζί της. Δεν συνεκτιμάται ωστόσο ότι όσο η Τουρκία προχωρεί στη διαπραγμάτευση – και στην επίλυση – των κεφαλαίων της ένταξης που την αφορούν τόσο η θέση της Ελλάδας θα αποδυναμώνεται και συνεπώς θα διολισθαίνει σε λύσεις που θα ικανοποιούν τη γείτονα.
Υπό το πρίσμα της υπεκφυγής προσεγγίζεται και το δίλημμα αν συμφέρει την Ελλάδα μια Τουρκία εντός ή εκτός της ΕΕ. Έτσι όπως τίθεται το ζήτημα, συνάγεται βασικά ότι η Ελλάδα έχει ήδη διολισθήσει στην αντίληψη μιας ήπιας φινλανδοποίησης έναντι της Τουρκίας την οποία μακροχρόνια συνομολογεί ότι θα ήθελε να στεγάσει στο περιβάλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Διότι δυσκολεύομαι όντως να αποδεχθώ ότι η πολιτική τάξη της χώρας δεν αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις της εισόδου της γείτονος στην Ένωση για το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα.
Ώστε η διαχείριση της αναγνώρισης της Κύπρου ως προδικαστικού ζητήματος είναι επιβεβλημένη από τη φύση του ευρωπαϊκού πολιτειακού συστήματος, αφού χωρίς την υπογραφή του θεσμικού υποκειμένου της Ένωσης, της Κύπρου, δεν μπορεί να παραχθεί νομικό αποτέλεσμα. Είναι επίσης εφικτή εξ επόψεως συσχετισμών στο περιβάλλον ιδίως της Ένωσης αλλά και λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών συνθηκών. Η παρούσα συγκυρία προσφέρει στην Ελλάδα μια εξαιρετική ευκαιρία να υποχρεώσει τη γείτονα να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παραιτούμενη από τη βεβαιότητά της ότι έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου μπορεί να επιτύχει το σύνολο των στόχων της χωρίς κόστος. Με διαφορετική διατύπωση, η Ελλάδα σήμερα δεν είναι, αντικειμενικά, περισσότερο «πιέσιμη» από την Τουρκία. Εξ ου και προκαλεί απορία το γεγονός ότι εμφανίζεται δημόσια προδιατεθειμένη γι αυτό. Εκτός εάν υποθέσει κανείς ότι αυτό συνιστά μέρος μιας εσωτερικής διαπραγμάτευσης με την ελληνική κοινή γνώμη με πρόσημο την «εθνική συνεννόηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου