Γιώργος Κοντογιώργης
Η πολιτική επιστήμη και οι επιστήμες της πολιτικής
Η πολιτική, όπως ακριβώς το Δίκαιο, η οικονομία κλπ, αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης από πλείονες της μιας επιστήμες.
Οι επιστήμες που έχουν ως αντικείμενό τους την πολιτική ταξινομούνται στις πολιτικές επιστήμες. Στις πολιτικές επιστήμες συγκαταλέγονται βασικά η πολιτική επιστήμη (στον ενικό), η πολιτική οικονομία, οι Διεθνείς Σχέσεις, η Διοικητική επιστήμη, τα διάφορα πεδία της κοινωνικής επιστήμης, του Δικαίου κλπ.
Καθεμία από τις πολιτικές αυτές επιστήμες ορίζουν ως αντικείμενό τους όχι το σύνολό του πολιτικού φαινομένου, αλλά μια ορισμένη περιοχή του. Οι Διεθνείς Σχέσεις μελετούν την πέραν του κράτους ή μεταξύ των κρατών πολιτική λειτουργία ή δράση. Η πολιτική οικονομία αφορά σε άλλο επιστημονικό πεδίο, σε σχέση με τη Διεθνή Οικονομία, την ιδιωτική οικονομία κλπ. Το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, το Συνταγματικό Δίκαιο, το Διοικητικό Δίκαιο κλπ έχουν, ένα έκαστο, τη δική τους επιστημονική σφαίρα. Οι πολιτικές του κράτους, για την παιδεία, η γεωργική πολιτική, η βιομηχανική πολιτική, η πολιτική της εργασίας, στην πρόνοια κλπ, ανήκουν σε διαφορετικές επιστήμες. Η πολιτική επιστήμη, τις συνεκτιμά για να κατανοήσει την πολιτική εξουσία, δεν ορίζεται όμως από αυτές, ούτε τις θεωρεί κλάδους της.
Υπό την έννοια αυτή, η πολιτική επιστήμη συγκροτεί τον πυρήνα των πολιτικών επιστημών, αφού εστιάζει την προσοχή της στην πολιτειακά συγκροτημένη κοινωνία, το κράτος, που παράγει τις πολιτικές, δηλαδή τα αντικείμενα των άλλων πολιτικών επιστημών. Το κράτος ορίζει την επικράτεια, τη διοίκηση, τους μηχανισμούς ελέγχου και καταστολής και, κυρίως, το πολιτικό σύστημα. Το πολιτικό σύστημα δεν ταυτίζεται με το κράτος παρά μόνο σε πρώιμες ανθρωποκεντρικά εποχές, όπως η εποχή μας. Στο πλαίσιο αυτό το κράτος/πολιτικό σύστημα δομεί την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας, παράγει πολιτικές ή ορίζει τους όρους της παραγωγής τους.
Η πολιτική επιστήμη, λοιπόν, έχει ως αντικείμενο το πολιτικό σύστημα/το κράτος και τις κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες που επενεργούν ώστε να παράγεται η πολιτική, η οποία συνέχει τη δυναμική σχέση μεταξύ κοινωνίας και των φορέων της πολιτικής διαδικασίας. Αντιθέτως, οι πολιτικές που παράγει το κράτος –οι κρατικές πολιτικές- (και, υπό μια έννοια, η κοινωνία) ανήκουν στην αρμοδιότητα των ομολόγων επιστημών: τόσο σε ό,τι αφορά στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης πέραν του κράτους (οι Διεθνείς Σχέσεις, οι Διεθνείς οικονομικές σχέσεις, το Διεθνές Δίκαιο κλπ), όσο και ως προς τις εσωτερικές δράσεις του κράτους (οι επιστήμες του Δικαίου, της οικονομίας, της κοινωνίας, της παιδείας, της πρόνοιας κλπ).
Αναμφίβολα, η διάκριση αυτή δεν είναι στεγανή. Μάλιστα, για την κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας του κράτους ή της κοινωνίας και των ομάδων, είναι αναγκαία η συνεκτίμηση των παραγομένων πολιτικών, και το αντίθετο. Η συνεκτίμηση όμως αυτή των πεδίων της πολιτικής δράσης του κράτους από την πολιτική επιστήμη, δεν μεταβάλει τη λογική που υπαγορεύει την αυτονομία των επιστημονικών πειθαρχιών που τα θεραπεύουν. Όντως, καθεμία από τις πολιτικές επιστήμες έχει το δικό της γνωσιολογικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο/οπλοστάσιο. Η πολιτική που μελετούν οι Διεθνείς Σχέσεις ορίζεται ως δύναμη και οι διεθνείς σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης, δηλαδή σχέσεις που δεν εγγράφονται σε ένα κανονιστικό πολιτειακό πλαίσιο. Η πολιτική που αφορά στη λειτουργία του συστήματος/κράτους ορίζεται ως εξουσία, καθώς συγκροτεί ένα κανονιστικό πλαίσιο (π.χ. το κράτος δικαίου κλπ) που θέτει υπό σχετικό έλεγχο τις σχέσεις δύναμης και γενικότερα τις ανθρώπινες σχέσεις. Το μεθοδολογικό διάβημα της πολιτικής επιστήμης και των λοιπών κοινωνικών/πολιτικών επιστημών (ενοίς και των Διεθνών Σχέσεων), είναι επίσης διαφορετικό. Αλλά και οι θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων δεν συναντώνται ουσιαστικά με τις θεωρίες της πολιτικής επιστήμης (του Δικαίου κλπ).
Η διάκριση αυτή είναι γνωστή από τις απαρχές των πολιτικών κοινωνιών και δεν μετεβλήθη έκτοτε. Ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης, επειδή ακριβώς εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην πόλη/πολιτεία –στα πολιτικά– αφήνουν κατά μέρος τις διακρατικές κλπ σχέσεις, τις οποίες αντιμετώπισε, όμως, ο Θουκυδίδης, ως διαφορετικό επιστημονικό πεδίο, εντάσσοντάς τες μάλιστα όχι στις επιστήμες της πολιτείας (στα πολιτικά) αλλά στις επιστήμες της ιστορίας. Η σύγκριση της μεθοδολογίας που ακολουθεί ο Θουκυδίδης είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του Αριστοτέλη.
Η σαφής αυτή διαφορά μεταξύ της πολιτικής επιστήμης (που ανάγεται στη λειτουργία του κράτους και στη σχέση του με την κοινωνία) και των επιστημών της πολιτικής (που αφορούν στις παραγόμενες πολιτικές του κράτους και στις δράσεις της κοινωνίας) –όπου εντάσσονται και οι Διεθνείς Σχέσεις– δεν πρέπει να συγχέεται με το γεγονός ότι τα προγράμματα σπουδών των τμημάτων πολιτικής επιστήμης συμπεριλαμβάνουν στη διδασκαλία, όχι μόνον το αντικείμενό της, αλλά και στοιχεία των επιστημών που ασχολούνται με τις κρατικές πολιτικές. Το πράττουν, είτε για την κατανόηση του αντικειμένου της (το γιατί του πολιτειακού φαινομένου και της πολιτικής δράσης) είτε και για πιο πρακτικούς λόγους που συνάπτονται με την αγορά εργασίας. Το ίδιο συμβαίνει και στα τμήματα των ΔΣχέσεων/Δσπουδών, όπου όμως παρατηρούμε ότι ο ορισμός της πολιτικής ως φαινομένου, είναι διαφορετικός. Εύλογα, αφού όπως και οι άλλες επιστήμες των πολιτικών του κράτους, διατηρούν τη γνωσιολογική και μεθοδολογική τους αυτονομία.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι Επιθεωρήσεις Πολιτικής Επιστήμης ουδέποτε φιλοξενούν κείμενα Διεθνών Σχέσεων. Η Γαλλική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, δεν έχει δημοσιεύσει στη μακρόχρονη ιστορία της ούτε ένα άρθρο με καθαρό αντικείμενο τις Διεθνείς Σχέσεις. Άλλωστε, η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων έχει τις δικές της εξειδικευμένες Επιθεωρήσεις.
Η θεμελιώδης αυτή διάκριση μεταξύ της πολιτικής επιστήμης, που ασχολείται με το πολιτικό σύστημα και τη λειτουργία του, και των πολιτικών επιστημών, που καταγίνονται με τα πεδία των κρατικών πολιτικών (και των συγγενών κοινωνικών δράσεων), προβάλει επίσης και σε πλέον αρμόδιες προς την πολιτεία περιοχές, όπως εκείνες οι οποίες συνάπτονται με τις μη πολιτικές διαστάσεις του κράτους. Αν λοιπόν η Διοικητική Επιστήμη (αλλά και οι επιστήμες της δικαιοσύνης κλπ), θεωρείται σαφώς διακριτή σε σχέση με την πολιτική επιστήμη, πόσο μάλλον οι Διεθνείς Σχέσεις, που ασχολούνται με τις καθαρά κρατικές –και μάλιστα όχι μόνον– δράσεις.
Η συμπληρωματικότητα, και όχι η ταυτολογία των επιστημών της πολιτικής, εξηγεί τη σύνθεση των Ευρετηρίων που εκδίδουν οι Διεθνείς ή οι Εθνικές Εταιρίες Πολιτικής Επιστήμης. Έτσι, το Directory of European Political Scientists του ECPR περιλαμβάνει και τις εξής, μεταξύ των άλλων, θεματικές: International Relations, New Economic Order, Foreign Policy Making, Foreign Aid, Defence and Security, Arms Control, International Organisations, Multinational Corporations, Peace and Conflict Studies, Energy Studies, Planning, Expenditure, Public Administration and Bureaucracy, Organisational Theory, Welfare State, Policy Making, Politics of Planning and Central Control, Economic, Environmental, Education School Systems, Health, Health Delivery, Administrative, Social Policy, Army, Police, Legal and Judicial Politics, Constitutional, Administrative, Regionalism, Political Geography, Elite Recruitment and Careers, Women’s Studies, Political Economy, Imperialism, Trade Union and Worker Movements, Business Groups, Corporatism, κλπ.
Αν δεχθούμε τα ανωτέρω πεδία, ως μέρος του αντικειμένου της πολιτικής επιστήμης, οφείλουμε να διερωτηθούμε τι απομένει για τις άλλες κοινωνικές/πολιτικές επιστήμες. Ώστε, η ταξινόμησή τους σε ένα Ευρετήριο Πολιτικών Επιστημόνων δεν υποδηλώνει ότι αποτελούν κλάδους της πολιτικής επιστήμης, ότι δηλαδή ο ειδικός στην πολιτική οικονομία, στη δημόσια διοίκηση, στα δημοσιονομικά, στις διεθνείς σχέσεις κλπ είναι εν ταυτώ και πολιτικός επιστήμων. Πρέπει να αποδοθεί στην επιθυμία των ιθυνόντων, τα Ευρετήρια αυτά να αποτελέσουν εστίες συνάντησης των πολιτικών επιστημόνων με τις επιστήμες της πολιτικής, στην προσπάθειά τους να καλλιεργηθεί η διεπιστημονικότητα και η διεπιστημονική συνεργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου