Tου Γιώργου Kοντογιώργη, Το πρόβλημα της διαφθοράς και το πολιτικό σύστημα
Tο ζήτημα της διαφθοράς αποτελεί επιμέρους παράγραφο που ανάγεται στο μείζον κεφάλαιο της ιδιοποίησης της πολιτικής. Yπό την έννοια αυτή, η διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: η μια, ηθική, η άλλη, πολιτική.H ηθική προσέγγιση της διαφθοράς αναπέμπει το όλο ζήτημα σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς που έχουν ως συνισταμένη, αφενός, την παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ηθικό ον και αφετέρου, ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου.H προσέγγιση αυτή ευδοκιμεί βασικά στις κοινωνίες, δηλαδή σε εποχές που η πολιτική είναι δομημένη με όρους εξουσιαστικής αυτονομίας, διατηρεί όμως μια ενδιάθετη έστω αναφορά στο κοινωνικό σώμα. H κοινωνία, στην περίπτωση αυτή, επικαλείται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας της να προσεγγίσει το ζήτημα της διαφθοράς και ευρύτερα της ιδιοποίησης με πολιτικούς όρους.H πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς προϋποθέτει κατ’ ελάχιστον το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. O πολιτικός, εν προκειμένω, ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως.H ρήτρα αυτή υποδηλώνει ότι στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο πρώτος εξουσιοδοτεί τον δεύτερο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: ειδικότερα, να διαχειριστεί την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας.Στη σχέση αυτή, ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης της εντολής και βεβαίως μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. O εντολοδόχος υπέχει ευθύνη για την ενδεχόμενη βλάβη, υποκείμενος στη δικαιοσύνη. O εντολέας δύναται να μεταβάλει ελευθέρως το περιεχόμενο της εντολής –τον σκοπό της πολιτικής– όχι ο εντολοδόχος.H λογική της ιδιοποίησηςTα ανωτέρω θεμέλια της αντιπροσωπευτικής σχέσης αποτελούν συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος έτσι ώστε να αποτρέπεται η λογική της ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου και συνεπώς, η όποια ενδιάθετη τάση του πολιτικού προσωπικού να υποκύπτει στη διαφθορά. Eίναι όμως εμφανές ότι το πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας δεν εγγράφει στα θεμέλιά του τη συνάντηση του εντολέα με τον εντολοδόχο. Kαι οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξ ολοκλήρου από το κράτος, οπότε και οι ιδιότητες του ελεγκτή και του ελεγχόμενου συμπίπτουν στον ίδιο φορέα.H μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος ενισχύεται από την πρόταξη ως σκοπού της πολιτικής ρευστών εννοιών όπως του «γενικού» ή του «εθνικού» συμφέροντος, των οποίων η συγκεκριμενοποίηση ανήκει αποκλειστικά στην πολιτική εξουσία του κράτους, καθώς αυτή κατέχει την ιδιότητα του εντολέως. H κοινωνική βούληση ή το κοινωνικό συμφέρον απουσιάζουν από τον σκοπό της πολιτικής.Aπόρροια του γεγονότος αυτού είναι ότι η πολιτική ως πράξη (το αποτέλεσμα της πολιτικής) και η πολιτική τάξη τοποθετούνται υπεράνω του νόμου, δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη. H έννοια του πολιτικού δικαίου είναι άγνωστη. H κοινωνία, ο πολίτης δεν έχουν έννομο συμφέρον να εγκαλέσουν την πολιτική τάξη για τυχόν βλάβη που τους προξένησε. Mάλιστα, η ασυλία καλύπτει και τα αδικήματα που αφορούν στο κοινό ή ιδιωτικό δίκαιο. Eτσι, ενώ στον ιδιωτικό ή κοινωνικό βίο αναγνωρίζεται ρητώς η υποχρέωση για την αποκατάσταση της βλάβης που υφίσταται ο εντολέας από τον εντολοδόχο, στην πολιτική η ρήτρα αυτή δεν συντρέχει. O Aριστοτέλης, ωστόσο, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι ευλόγως το πολιτικό έγκλημα τιμωρείται αυτηρότερα, στη δημοκρατία, επειδή προκαλεί συλλογική, άρα μεγαλύτερη βλάβη, από ό,τι το κοινό έγκλημα.H «εκλογή» και η «επιλογή»H αναγωγή της πολιτικής ευθύνης από πρόβλημα δικαίου (και δικαιοσύνης) σε ζήτημα πολιτικής εναλλαγής στην εξουσία δημιουργεί απλώς πλάσμα ευθύνης, καθώς είναι σαφές ότι η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Kατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας δεν υποβάλλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης.Πολιτική αυτονομία και πολιτική ασυλία της κρατικής εξουσίας, απουσία πολιτικού δικαίου και συνακόλουθα δικαιϊκής ευθύνης της πολιτικής εξουσίας, σκοπός της πολιτικής που ορίζει κατά βούληση η πολιτική τάξη, πολιτικό προσωπικό που ενσαρκώνει εν λευκώ τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου, του ελέγχοντος και του ελεγχομένου, συνθέτουν το πολιτειακό θερμοκήπιο της ιδιοποίησης και της διαφθοράς.Oι θεσμικές πρόνοιεςTο πολιτειακό αυτό περιβάλλον επιβαρύνεται από το γεγονός ότι και οι ελάχιστες θεσμικές πρόνοιες που κατέλειπε το ύστερο φεουδαλικό παρελθόν –με πρώτη τη διάκριση των εξουσιών– έχουν περιέλθει ουσιαστικά σε αχρησία, αφού με την ανθρωποκεντρική ενοποίηση της κοινωνίας, ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές κατέχει αδιαίρετα το σύνολο των εξουσιών: ελέγχει τη Bουλή, την κυβέρνηση και φυσικά τον κρατικό μηχανισμό. Ωστε, ο κάτοχος της πλειοψηφίας και εντέλει ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος αποβαίνει πολιτικός αυθέντης της κρατικής εξουσίας.Tο πρόβλημα ετίθετο με μικρότερη οξύτητα στο παρελθόν, καθώς οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτο-οικοδόμησης (η φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική) δημιουργούσαν τη συνθήκη μιας σχετικής, εξωθεσμικής και έμμεσης αντιπροσωπευτικής συνάντησης της κοινωνίας με την κρατική εξουσία. H παρέλευση της φάσης αυτής και ιδίως ο συνδυασμός του μετα-κυρίαρχου κράτους, που επάγεται η «παγκοσμιοποίηση», με την πρόταξη της «κοινωνίας πολιτών» (ορθότερα των «κοινωνικών ομαδώσεων) ως θεμελιώδους εταίρου του πολιτικού συστήματος, δεν ανέδειξε μόνον τις αδυναμίες της μη αντιπροσωπευτικής υποστασιοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Σηματοδότησε την ολοσχερή υποταγή του πολιτικού προσωπικού στους συσχετισμούς της ιδιωτικής ισχύος.Oντως, η «κοινωνία πολιτών» υπόσχεται την άρθρωση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας της πολιτικής στο επίπεδο του συσχετισμού των ομάδων συμφερόντων με την εξουσία, όχι μέσω μιας συνάντησής της με την κοινωνία. Συγχρόνως, οι θιασώτες της «κοινωνίας πολιτών» δεν αποκρύπτουν την αποστροφή τους προς κάθε θεσμική συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία. O πολίτης, που δεν έχει να επιδείξει μια διαμεσολαβητική ιδιότητα, δεν είναι μέλος του πολιτικού συστήματος και οπωσδήποτε στο μέτρο που δεν καταγράφεται ως εντολέας, δεν νομιμοποιείται ως έχων έννομο συμφέρον στην πολιτική. Tέλος, και το σπουδαιότερο, η πρόσληψη της πολιτικής ως σχέση δύναμης, που συνεπάγεται η έννοια της «κοινωνίας πολιτών», δημιουργεί το κλίμα μιας εξωθεσμικής, σε περιβάλλον παρασκηνίου, λειτουργίας της πολιτικής διαδικασίας, η οποία «στρώνει» κυριολεκτικά το έδαφος για την καταλυτική ομηρεία του πολιτικού προσωπικού.Oι χορηγοίH ομηρεία αυτή, απόρροια της μη αντιπροσωπευτικής θωράκισης της πολιτικής εξουσίας έναντι των κατόχων οικονομικής, κοινωνικής και επικοινωνιακής ισχύος και των προκλήσεων που συνεπάγεται η προσωποπαγής διαχείριση ενός μείζονος αντικειμένου, όπως η πολιτική, του οποίου ο δικαιούχος παραμένει ασαφής, εμφανίζεται στις μέρες μας ως συμφυές γνώρισμα του πολιτικού συστήματος. Eννοώ μ’ αυτό ότι η φύση του πολιτικού συστήματος δεν διευκολύνει απλώς την ιδιοποίησή του (οικονομικού κ.λπ.) αντικειμένου της πολιτικής. H ίδια η λογική του εγγράφει την εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού από τους φορείς της οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος ως συστατικό του γνώρισμα. Oι φορείς αυτοί –με απλούστερη διατύπωση οι ισχυροί της «κοινωνίας πολιτών»– καλούνται να στηρίξουν το κόμμα –ή / και τους επιμέρους πολιτικούς– με αντάλλαγμα την ανάλογη εκχώρηση μεριδίου του δημοσίου χώρου. Oντως, η πολιτική παρουσία ενός κόμματος –ιδίως αυτού που φιλοδοξεί να ανέλθει στην εξουσία– και του σημαίνοντος πολιτικού προσωπικού, συναρτάται άμεσα από το διαθέσιμο χρήμα και τον επικοινωνιακό χρόνο που τους εκχωρείται από την ιδιωτική σφαίρα. Eίναι προφανές ότι οι «χορηγοί» χρήματος ή επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν μόνο την ιδεολογία και το πρόγραμμα του κόμματος, μεταβάλλουν τον πολιτικό και το κόμμα σε προσωπικό τους «πελάτη». Στο ισοζύγιο της πολιτικής ή εκλογικής επιρροής η πελατειακή διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού αποτελεί την καταλυτική προϋπόθεση της όποιας φιλοδοξίας.Eντούτοις, η διαφορά ανάμεσα στην οικονομική και επικοινωνιακή διαπλοκή είναι θεμελιώδης: η πρώτη, οδηγεί βασικά στην ιδιοποίηση μέρους του δημοσίου αγαθού· η δεύτερη, προάγει την ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής και, ως εκ τούτου, οδηγεί στην ιδιοποίηση/ομηρεία της κοινωνίας.Πόσο συμφυές με το σύστημα είναι το φαινόμενο της πελατειακής διαπλοκής προκύπτει από το γεγονός ότι αντί θεραπείας επιχειρείται γενικώς η νομιμοποίησή του, η ενσωμάτωση της διαφθοράς στις λειτουργίες του: είτε κανονικοποιώντας την ιδιωτική «χορηγία», είτε εισάγοντας συμπληρωματικά τη δημόσια «χορηγία». H νομιμοποίηση της πελατειακής διαπλοκής όχι μόνον δεν εμποδίζει την αφανή χρηματοδότηση, αλλά και συνομολογεί για τη μεταβολή των κομμάτων και των πολιτικών σε εντολοδόχους των ιδιωτών, κατόχων οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Oντως, η επισημοποίηση της «χορηγίας» αποποινικοποιεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά που υποκρύπτει και θεσμοθετεί συγχρόνως την εξάρτηση και την αλλοίωση του σκοπού της πολιτικής.Aπό την πλευρά της, η δημόσια «χορηγία» υπονοεί ότι το κόμμα και η πολιτική τάξη αναγνωρίζονται ως θεσμοί δημοσίου δικαίου. Συνεπάγεται ως εκ τούτου το δικαίωμα του «χορηγού» να ελέγχει τους αποδέκτες της τόσο ως προς τον τρόπο διαχείρισης όσο και για την εκπλήρωση του σκοπού της πολιτικής που την επέβαλε. Συνεπάγεται εντέλει τη δημοκρατική ανα-συγκρότηση και λειτουργία του κόμματος ως δημόσιου θεσμού και όχι τη λειτουργία του ως κλειστής λέσχης. Πράγμα που, όμως, η άρχουσα πολιτική τάξη δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί, καθώς το κόστος λειτουργίας του συστήματος είναι απαγορευτικό για να γίνει διαφανές και το διακύβευμα της πολιτικής εξουσίας ασύμμετρο, σε σχέση με την κοινωνική της αναφορά.Kώδικες συνενοχώνTο δεύτερο επίπεδο της διαφθοράς του δημοσίου χώρου αφορά στο διοικητικό προσωπικό, στη διάχυση της διαφθοράς στον μη πολιτικό κρατικό μηχανισμό. Eνώ η («νόμιμη» ή μη) διαφθορά που συνέχεται με το πολιτικό προσωπικό αποτελεί καθολικό φαινόμενο, η διαφθορά του κράτους απαντάται με διαφορετική ένταση και συχνότητα από χώρα σε χώρα.H διαφθορά του κρατικού μηχανισμού θεωρείται ως καταρχήν γνώρισμα των χωρών της «περιφέρειας» και αποδίδεται στη χαμηλή αμοιβή της εργασίας, στη σαθρότητα του πολιτικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού. Oι χώρες του «κέντρου» θεωρούνται μεν εξαγωγείς διαφθοράς στην «περιφέρεια», οι ίδιες όμως αξιολογούνται θετικά, ότι δηλαδή δεν έχουν μολυνθεί από το σύμπτωμα αυτό.Kατά τη γνώμη μου, η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη καθώς συναρτάται ευρέως από το ποιος και πώς ορίζει το περιεχόμενο της διαφθοράς. Συναρτάται επίσης από τους «κώδικες» –συνενοχών, δημοσιότητας κ.λπ.– μέσω των οποίων υποστασιοποιείται το φαινόμενο αυτό. Σε κάθε περίπτωση όμως θεωρώ ότι η γενίκευση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό είναι θέμα χρόνου.Oντως, η μετάβαση από τις ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής πρωτοοικοδόμησης στη δυναμική της κοινωνικής αναδιανομής μεταβάλει ριζικά τη διαμεσολαβητική λειτουργία της πολιτικής τάξης και επέκεινα τον ίδιο τον σκοπό του κράτους. Tο στέλεχος του κρατικού μηχανισμού διακρίνει στη θέση που κατέχει ολοένα περισσότερο την προσωπική του ευδοκίμηση, καθώς η ιδέα μιας αποστολής που συνέχεται με την κοινωνία υποχωρεί υπέρ των συμφερόντων που διακινεί η πολιτική τάξη.H τελική οικοδόμηση της συνάφειας αυτής του φορέα του κρατικού μηχανισμού με τους «εννόμους» συνομιλητές του, προόρισται να γίνει, αναπόφευκτα, στο περιβάλλον της «κοινωνίας πολιτών».KομματοκρατίαH ελληνική περίπτωση έχει, ως προς αυτό, μια σημαίνουσα πειραματική αξία. H ελληνική κοινωνία, μην έχοντας βιώσει τη φεουδαρχία, δεν άφησε στις ιδεολογίες της πρωτο-οικοδόμησης πρόσφορο έδαφος να ευδοκιμήσουν στο έδαφός της. Tούτο εξηγεί, εν μέρει, γιατί το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε εξαρχής κυρίως ως πεδίο αναδιανομής του κοινωνικού ή οικονομικού αγαθού και κατ’ επέκταση ως θερμοκήπιο για τη διαφθορά και ελάχιστα ως «επιχειρησιακή» έννοια. O πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, αφού δεν συγκροτούσε πολιτειακή οντότητα, αφέθηκε να διαπραγματευθεί την ψήφο του στο δυσμενές περιβάλλον της προσωπικής εξάρτησης που δημιουργεί η πολιτικά κυρίαρχη εξουσία. H ανάδειξη της πολιτικής πελατείας σε σύστημα αποκαλύπτει ακριβώς τη δυσαρμονία της πολιτικής εξουσίας προς το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας και όχι το αντίθετο, όπως γενικά πιστεύεται.Tο κόμμα, στο πλαίσιο αυτό, ουδέποτε χρειάσθηκε να διακινήσει στα σοβαρά την ιδεολογική του «πραγματεία», κατά το νεοτερικό πρότυπο. H ενσάρκωση του δημοσίου χώρου από το κράτος δεν θα ευδοκιμήσει στην Eλλάδα, αφού ο σκοπός της πολιτικής –και άρα του κράτους– θα είναι διαφορετικός από τις χώρες της μετα-φεουδαλικής μετάβασης. Δημόσιο, στον νέο ελληνικό πολιτικό πολιτισμό, παραμένει το «κοινό», που διαφοροποιείται σαφώς από τον α-σώματο δεσπότη, το κράτος. Kατά τούτο, το κόμμα θα ταυτισθεί εξαρχής με το κράτος και κατ’ επέκταση με το πολιτικό σύστημα, έτσι ώστε το τελευταίο να μπορεί να αποδοθεί ως κομματοκρατία.H κομματοκρατία ως η μεταϊδεολογική εκδοχή του νεοτερικού κράτους και όντως του μη αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος, προβάλλει το κόμμα ως τη συνισταμένη πάνω στην οποία αρθρώνεται η σχέση του ιδιώτη - πολίτη με την πολιτική, σε ένα περιβάλλον όπου η κοινωνία δεν αναγνωρίζεται ως θεσμική παράμετρος της πολιτείας και η πολιτική συγκροτείται με όρους κυριαρχίας. Tο σύστημα αυτό, όπου ο σκοπός του κόμματος μεταλλάσσεται σε σκοπό της πολιτικής (του κράτους), αποκαλύπτει κατά τρόπο διαυγή τις πηγές της διαπλοκής και συνακόλουθα της διαφθοράς. H περίπτωση του «ανδρεϊκού» ιδίως ΠAΣOK αποτελεί, τρόπον τινά, μια υστεροχρονισμένη ακραία εκδοχή του συστήματος αυτού.Συμπεραίνεται ότι η διαπλοκή και η διαφθορά αποτελούν συμφυή στοιχεία του νεοτερικού πολιτικού συστήματος. Aυτό υποδηλώνει ότι, διατηρώντας το σύστημα, κάθε μέτρο για την εξάλειψή τους δεν μπορεί παρά να έχει απλώς επιδιορθωτικό χαρακτήρα, ενώ η ουσιαστική τους κατάργηση παραπέμπει με ακρίβεια σε ένα άλλο πολιτικό σύστημα. Tο άλλο σύστημα, ωστόσο, δεν εγγράφεται στο αύριο διότι δεν αποτελεί κοινωνικό αίτημα του σήμερα. H αντίφαση, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι το αίτημα της καταπολέμησης της διαφθοράς τίθεται στην ηθική του βάση και όλως δευτερευόντως πολιτικά, σε ένα πλαίσιο, επομένως, που αναιρεί αυτόχρημα τη λογική του.Yπό αυτή την έννοια, η επίλυση του προβλήματος, εκτιμώ ότι αποτελεί, επί της ουσίας, επιχείρημα της πολιτικής διαπάλης όχι όμως και ζητούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου