Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

"Ωδή-πορείας εγκώμιον" Στ. Ξαρχάκου. Αναφορά στο έργο

Ωδή στην ελληνική ταυτότητα

Το έργο αυτό του Σταύρου Ξαρχάκου είναι όντως μια Ωδή στην ελληνική ταυτότητα που απορρέει από την «ιδιοπροσωπία» της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και, περαιτέρω, από την ανασυγκρότηση της διάρκειάς της. Το ανάπτυγμα του έργου απαντά στο αγωνιώδες ερώτημα: «ποιος είμαι», «ποιοι είμαστε», διότι εν τέλει η συνείδηση της ταυτότητας καθορίζει συμπεριφορές, ανάγεται σε στάσεις ζωής. Κατά τούτο, η ταυτότητα ορίζει την ατομικότητά μας αλλά και το ανήκειν σε μια συλλογική ομάδα.
Ο Σ.Ξαρχάκος μας αποκαλύπτει μέσα από το μουσικό του εγχείρημα ότι η ελληνική ταυτότητα είναι πολυσήμαντη. Αποτελεί σύνθεση πολλών μερικότερων ταυτοτήτων, που αρθρώνονται σε επάλληλα επίπεδα και απολήγουν σε μια καθολική ταυτότητα, την εθνική. Η πολυσημία αυτή της ελληνικής ταυτότητας καλύπτει συγχρόνως το ιστορικό βάθος και το εύρος του άμεσου ζωτικού χώρου του ελληνισμού. Οι μεταλλάξεις της όμως δεν διαθλώνται στο κοινό της υπόβαθρο, το οποίο συγκροτεί την ενοποιό σταθερά της καθολικής της έκφρασης.
Μέσα από την Ωδή, ο Σ.Ξαρχάκος αναδεικνύει τη θεμελιώδη αντίθεση μεταξύ του ελληνικού κόσμου και της νεοτερικότητας. Ο ελληνικός κόσμος υπήρξε καθόλα πολυσήμαντος: πολυ-πολιτειακός, πολυ-γλωσσικός, πολυ-πολιτισμικός εν γένει και, στο πλαίσιο αυτό, όπως μας αποκαλύπτει η Ωδή, πολυ-μουσικός. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε, εντούτοις, να έχει πλήρη συνείδηση της καθολικής του ιδιοσυστασίας, της συγκρότησής του ως «γένους». Η έννοια του «γένους» αποδίδει όντως αυτό που θα μπορούσε διαφορετικά να αποκληθεί «έθνος-κοσμοσύστημα», το οποίο όμως διαστέλλεται σαφώς από την έννοια του «έθνους-κράτους».Το αντίστοιχο του «έθνους-κράτους» είναι η «πόλις-κράτος», η οποία όμως εγγράφεται ως θεμελιώδης πολιτειακή συνιστώσα του ελληνικού «έθνους-κοσμοσυστήματος», εν αντιθέσει προς το «έθνος-κράτος» που συγκροτεί το νεότερο εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα.
Το ελληνικό «έθνος-κοσμοσύστημα» ορίζεται, για πρώτη φορά, από τον Ηρόδοτο με μέτρο την καταγωγή και το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των κοινωνιών της πόλης, εμπλουτίζεται από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη και τους κλασικούς στοχαστές με την (εθνική και την πολιτειακή) ελευθερία για να οριστικοποιηθεί από τον Ισοκράτη και τον Αλέξανδρο, με πρόσημο την (ελληνική ανθρωποκεντρική) παιδεία και την οικουμενική κοσμόπολη. Ο χριστιανισμός θα σταθεί απέναντι στην ελληνική ελευθεριότητα και θα επιχειρήσει, κάποια στιγμή, μετασχηματισμένος σε ιδεολογία της κοσμικής Εκκλησίας, να «οικειοποιηθεί» την ελληνική ταυτότητα. Το μείζον, ωστόσο, δίλημμα που συγκροτεί η αντίθεση ανάμεσα στο «φιλείτε αλλήλους» της ελληνικής γραμματείας («οι φιλούντες αλλήλους…» του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1155β, 10-11) και στο «αγαπάτε αλλήλους» του Χριστού, θα αφεθεί να συμβολίσει τις ελληνικές επιδράσεις στη χριστιανική διδασκαλία και, περαιτέρω, τις αποστάσεις της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού έναντι της Παλαιάς Διαθήκης. Εξ ου και ο χριστιανισμός δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της ανθρωποκεντρικής ιδιοσυστασίας του ελληνισμού. Έχει ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, να προσέξει κανείς την ιδεολογία του Δημοτικού Τραγουδιού, που αποτελεί το προνομιακό πεδίο της συνάντησης του Σ.Ξαρχάκου με το ερώτημα της ταυτότητας. Εκεί, δεσπόζει η «ελληνική» προσέγγιση της ζωής και του θανάτου («γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα»), η πολυ-μορφική ενανθρώπιση του θείου, η συνοίκηση της πολυ-πολιτισμικής αυτο-συγκρότησης με τη συνολική εθνική αναφορά και πολλά άλλα.
Η πρόσληψη του ελληνισμού ως «έθνους-κοσμοσυστήματος» είναι καταστατική, διότι συνδέει άμεσα την έννοια της ταυτότητας με την ελευθερία. Υποδηλώνει ότι ο Έλληνας άνθρωπος συγκροτείται – στο ατομικό και συλλογικό - με πρόσημο την πολυσημία της ταυτότητάς του, σε διάφορα πολιτειακά δομημένα πολιτισμικά σύνολα, τα οποία αναδεικνύουν ισάριθμες περιοχές της ελευθερίας. Επομένως, οι ταυτότητές του αντιστοιχούν σε ισάριθμες πολιτειακές ελευθερίες που συστεγάζονται στο πλαίσιο της καθολικής ταυτότητας του κοσμοσυστημικά συντεταγμένου «έθνους». Αντιθέτως, το «έθνος-κράτος» αποδέχεται μια και μοναδική ταυτότητα, η οποία εναρμονίζεται με τη μία, μονοσήμαντη και περιοριστικά διατεταγμένη, ελευθερία. Το κράτος του έθνους συμπιέζει κάθε διαφοροποίηση στο ζήτημα της ταυτότητας, καθώς γνωρίζει ότι οι ταυτότητες γενούν πατριωτισμούς και, συνεπώς, είναι ασύμβατες με το πρόταγμα της «εθνικά» ομοιογενούς και ενιαίας κοινωνίας. Το δόγμα ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα, ένα μονοκύτταρο έθνος, μια ταυτότητα, μία γλώσσα, μια μουσική έκφραση κ.α., θα αποτελέσει το διατακτικό της νεοτερικότητας, ουσιαστικά μέχρι σήμερα.
Η δυσκολία των χωρών της νεοτερικότητας να εγκολπωθούν τις κατακτήσεις του ελληνικού κόσμου εξηγείται από το γεγονός ότι αυτή διέρχεται μια πρώιμη ακόμη μετά τη φεουδαρχία περίοδο και, ως εκ τούτου, στις προτεραιότητές της είναι η οικοδόμηση των θεμελίων της ανθρωποκεντρικής (δηλαδή ελεύθερης) κοινωνίας. Αντιθέτως, ο ελληνικός κόσμος, ήδη από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής, βιώνει τον ανθρωποκεντρισμό (και ειδικότερα τις ελευθερίες) στις διάφορες – επάλληλες εξ επόψεως ολοκλήρωσης - φάσεις του, με τελευταία εκείνη της μετά την πόλη-κράτος οικουμενικής περιόδου. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω δεν είναι τόσο ότι παρασιωπείται μια καίρια αντίθεση, αλλ’ότι αγνοείται πως το σύστημα των «πόλεων» (ή «κοινών») και οι πολιτείες τους θα συνεχίσουν να αποτελούν την καταστατική παράμετρο της ελληνικής οικουμένης έως τις παρυφές του 20ου αιώνα.
Τούτο εξηγεί γιατί το ελληνικό «έθνος-κοσμοσύστημα» αντιλαμβάνεται την ταυτοτική του πολυσημία ως το αποτέλεσμα της ολοκλήρωσής του, εξ επόψεως ελευθερίας, σε περισσότερα, επάλληλα πολιτειακά επίπεδα. Στο «έθνος-κράτος» χωρεί μία μόνον ελευθερία, η εθνική, τη μοναδικότητα της οποίας εγγυάται η μονο-πολιτειακή συγκρότηση της επικράτειας. Εξ ου και το «έθνος-κοσμοσύστημα» εκφράζεται πολιτικά όχι μέσω ενός ενιαίου κράτους που ενσαρκώνει το έθνος, αλλά με τη συνέργεια των πόλεων-κρατών ή, εν τέλει, ως κοσμόπολις. Τα πεπραγμένα του «έθνους» της νεοτερικότητας είναι εκείνα του κράτους, ενώ στην περίπτωση του ελληνισμού τα πεπραγμένα του ιστορούνται με μέτρο τα πεπραγμένα των ελληνικών κοινωνιών που αυτο-συγκροτούνται σε «πόλεις» («κοινά») ή, αργότερα, ως οικουμενικές κοσμοπόλεις. Η επισήμανση αυτή συνάδει με τη διαπίστωση ότι ενώ στην Ευρώπη το έθνος αποτελεί «κατασκευή» που προορίζεται να χρησιμεύσει ως ανάχωμα απέναντι στο μονάρχη, σε μια περίοδο όπου δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί η ελεύθερη κοινωνία ή ως δεξαμενή άντλησης νομιμοποίησης και συναίνεσης από την πολιτική εξουσία, το ελληνικό έθνος υπήρξε δημιούργημα των ίδιων των κοινωνιών του και ανάγεται στην ανθρωποκεντρική τους ολοκλήρωση, δηλαδή στην ανάγκη που καλλιεργεί η ελευθερία στον άνθρωπο να αναζητήσει την εσωτερική του ταυτότητα και, περαιτέρω, την ατομική και συλλογική του ιδιαιτερότητα έναντι του «άλλου», του διαφορετικού.
Συνάγεται λοιπόν ότι υπόλογη του περιορισμένου ορίζοντα των νεοτερικών προσεγγίσεων για τις ταυτότητες και την ελευθερία δεν είναι η οικοδόμηση του νεότερου κόσμου στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους αλλά η πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση την οποία διέρχεται: αναφέρω ενδεικτικά την αγωνία του να εξαλείψει τους θύλακες του παλαιού (φεουδαλικού) καθεστώτος, να συγκροτήσει τη νέα κοινωνία με όρους ελευθερίας, να αναπτύξει απερίσπαστα τη νομισματική οικονομία κ.α. Η εμμονή της να διαφυλάξει το «εθνικό» και το «κρατικό» μονοπώλιο της πολιτικής συνομολογεί, ωστόσο, ότι το εγχείρημα αυτό συντελείται με γνώμονα το περιορισμένο ανάπτυγμα των κοινωνιών της νεοτερικότητας. Το περιορισμένο αυτό ανάπτυγμα δεν κρίνεται από την κλίμακα που αντιπροσωπεύουν οι νεότερες κοινωνίες. Μαρτυρείται από το γεγονός ότι εστιάζουν το στόχαστρό τους στην απλώς ατομική ελευθερία, αδιαφορώντας επομένως για την κοινωνική και πολιτική ελευθερία.
Στον αντίποδα, οι κοινωνίες του ελληνικού κόσμου, την ίδια ακριβώς εποχή, διακινούν το πρόταγμα της καθολικής ελευθερίας που συνεκτιμά την ατομική, κοινωνική και πολιτική της διάσταση, προκειμένου να συγκροτήσουν εσωτερικά τις πολιτείες τους και, προηγουμένως, τις ελευθερίες που ανάγονται στην πολιτική αυτο-θέσμιση των συνολικών κοινωνιών (της «πόλης», του «έθνους» κλπ). Μόνη της, η ατομική ελευθερία συνεπάγεται ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ενσαρκώνεται από το κράτος, μία αντίληψη της πολιτικής που ταυτίζεται με την εξουσιαστική του κυριαρχία απέναντι σε μια κοινωνία-ιδιώτη. Από τη στιγμή που το κράτος στην Ευρώπη, ανέλαβε να οικοδομήσει το έθνος - το οποίο με τη σειρά του ταυτίσθηκε με το κράτος – το τελευταίο θα χρησιμοποιήσει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα για να εξαλείψει τον «άλλο» σύνοικο ή να τον εξουδετερώσει πολιτικά. Το ελληνικό κοσμοσύστημα προκρίνει την αυτονομία του «άλλου», η νεοτερικότητα επιλέγει την ενσωμάτωση και, στην καλύτερη περίπτωση, τον υποβιβασμό του «άλλου» σε μειονότητα.
Η μετάβαση από το «έθνος-κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» θα συνδεθεί με την απόσειση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Η κατάκτηση όμως της «εθνικής» ελευθερίας στο πλαίσιο του «κράτους έθνους» θα συνδυασθεί επίσης με την αποβολή της προ-επαναστατικής προσέγγισης της «εθνικής» ελευθερίας υπό το πρίσμα του «έθνους-κοσμοσυστήματος». Όντως, πριν από την Επανάσταση, ζητούμενο για τα άρχοντα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ήταν η ανοικοδόμηση, στη θέση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, της οικουμενικής κοσμόπολης στη μεγάλη κλίμακα (π.χ. το πρόταγμα του Ρήγα κ.α.). Ο τρόπος της ‘εθνοκεντρικής’ μετάβασης θα σημάνει για τον ελληνισμό τη δραματική συρρίκνωσή του και, συγχρόνως, την κατάρρευση του σώματος των καθολικών ελευθεριών και των ταυτοτήτων.
Στο πλαίσιο αυτό, το νεοελληνικό κράτος δεν είχε λόγους να χρεωθεί την εξέλιξη αυτή, αφού άλλωστε από την βαυαρική μοναρχία και ύστερα, πρωτοστάτησε για την πραγμάτωσή της. Εξ ου και η μετάβαση στο «έθνος-κράτος» δεν θα κριθεί ως μετεξέλιξη του ελληνισμού, από τη μικρή κλίμακα της κοινωνίας της «πόλης» (ή «κοινού») στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους. Θα ερμηνευθεί ως μια αποκλίνουσα και γι αυτό ατυχής πορεία προς τον εκσυγχρονισμό. Αναμενόμενο ήταν, στο πλαίσιο αυτό, η πρόοδος να προσληφθεί δυνάμει, όχι του περιεχομένου της (ελευθερίες, ευημερία κ.α.), αλλά της προσομοίωσης της ελληνικής κοινωνίας με το ευρωπαϊκό πρότυπο. Όλα όσα αποτελούσαν συστατικά γνωρίσματα της ελληνικής οικουμένης (πολυ-πολιτειακές ταυτότητες, καθολική ελευθερία, «άμεση» δημοκρατία, οικουμενική κοινωνία και οικονομία κλπ) θα ενοχοποιηθούν, ως δείγματα καθυστέρησης, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού. Το νεοελληνικό κράτος θα επικεντρωθεί στην πλήρη «αποσιώπηση» των ανθρωποκεντρικών και κοσμοσυστημικών θεμελίων του ιστορικού ελληνισμού και στην ολοκληρωτική απόρριψη του παρελθόντος. Έτσι, υπόλογος για την αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να εναρμονισθεί με το ίδιο το διατακτικό της νεοτερικότητας ή να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας (εθνική παλιγγενεσία, ελευθερίες, αναπτυξιακό πρόταγμα κ.α.) έγινε η τουρκοκρατία και οι κληρονομημένες συμπεριφορές της κοινωνίας. Η «απροθυμία» της ελληνικής κοινωνίας να παραιτηθεί από το πλούσιο ανθρωποκεντρικό της παρελθόν και να εναρμονισθεί με ένα καθεστώς ομοιογενοποιημένης κοινωνίας-ιδιώτη, όπως αξίωνε το διατακτικό της νεοτερικότητας (δηλαδή το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα και τις συνάδουσες ιδεολογίες που οικοδόμησε) θα χρεωθεί στην ίδια αρνητικά και, συνακόλουθα, στην παρεκκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό κανόνα ιστορική διαδρομή του ελληνισμού. Η «εκσυγχρονιστική» διανόηση θα λυπηθεί σε δόσεις διαρκείας επειδή ο ελληνισμός δεν διήλθε από τις φάσεις της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Τα αδιέξοδά της όμως δεν θα της επιτρέψουν να αναλογισθεί τις συνέπειες του επιχειρήματός της. Ότι δηλαδή εστιάζει τη θεμελιώδη αιτία της κακοδαιμονίας του νεοελληνικού κράτους και των δυσμορφιών του πολιτικού του συστήματος στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία παρέμεινε σταθερά ανθρωποκεντρική (δηλαδή ελεύθερη) με υπόβαθρο την «πόλη» (ή «κοινό») και δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως η δυτική παρειά του ρωμαϊκού κράτους. Ώστε, όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ανακάλυπταν τον λεγόμενο «νέον άνθρωπο», οι ελληνικές κοινωνίες τον βίωναν και, μάλιστα, στη μετα-κρατοκεντρική, δηλαδή οικουμενική του εκδοχή.
Προκειμένου να κατανοηθούν οι συνέπειες του εγκλεισμού της ελληνικής κοινωνίας στο διατακτικό του πρώιμου ανθρωποκεντρικά – και συνεπώς περιοριστικού για τις ελευθερίες - κράτους της νεοτερικότητας, αρκεί να επικαλεστώ το ζήτημα της γλώσσας, καθώς είναι, επίσης, πολύ κοντά στο μουσικό διάβημα του Σ.Ξαρχάκου. Η αντιπαράθεση μεταξύ των οπαδών της δημοτικής και της καθαρεύουσας απέκρυψε μια θεμελιώδης συμφωνία των αντιπάλων: και οι δυο επιδίωκαν την επιβολή του δόγματος της μιας γλώσσας για το κράτος/κοινωνία και, συνεπώς, την κατάλυση του μείζονος γλωσσικού πλούτου που αντιπροσώπευαν οι ζωντανές ελληνικές διάλεκτοι. Το παράδειγμα της ποντιακής διαλέκτου, που διασώθηκε γιατί βρέθηκε εκτός του νεοελληνικού κράτους, αποτελεί μικρό δείγμα της πολιτισμικής αποδόμησης του ελληνικού κόσμου που επιχειρήθηκε στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Ανάλογα όμως θα είχε να επισημάνει κανείς για τη «μουσική γραμματεία» των Ελλήνων, κατά την προσφιλή έκφραση του Ξαρχάκου, για τις κοινωνικές και πολιτικές του ελευθερίες, για την καταστολή της «οικουμενικής» αστικής τάξης στο όνομα ενός κλειστοφοβικού και παρασιτικού «εθνικού» ομοιώματος κλπ. Οι θεράποντες της επιλογής αυτής ισχυρίσθηκαν ότι η ανωτέρω εξέλιξη ήταν νομοτελειακά αναγκαία για τη συγκρότηση της ενιαίας αγοράς στην επικράτεια και, περαιτέρω, για την «κατασκευή» του έθνους που προηγουμένως δεν υπήρχε. Το έθνος, θα δηλώσουν δογματικά, είναι γέννημα του κράτους (και των ιδεών) της νεοτερικότητας. Οι Έλληνες πριν γίνουν προσάρτημά της δεν είχαν συνείδηση της ελληνικότητάς τους!…Αφού αυτό συνέβη στην εξερχόμενη από τη φεουδαρχία δυτική Ευρώπη, οι διαφοροποιήσεις από τον κανόνα είναι ανεπίτρεπτες και όπου διαπιστώνονται οφείλουν να καταγράφονται ως δείγματα καθυστέρησης. Κατά τούτο, ο αντίλογος στο «επιστημονικό» επιχείρημα που εκφέρουν οι μέντορες της νεοτερικής σκέψης – για παράδειγμα ο Έρικ Χομπσμπάουμ – αντιμετωπίζεται με χλευασμό και απαξίωση.
Είναι προφανές ότι ο μηρυκαστικός μανδύας με τον οποίον επενδύεται το επιχείρημα των ηρακλέων της νεοτερικής ορθότητας είναι σαθρός. Ομοίως, και το εφεύρημα της αναγκαιότητας που επικαλέσθηκαν οι ζηλωτές της για το έθνος και την ενότητά του, για την αγορά και για πολλά άλλα, είναι ομολογουμένως ανιστορικές. Ο ελληνισμός που προηγήθηκε του «κράτους-έθνους» σταδιοδρόμησε ως δημιουργός και λειτουργός του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (το οποίο οικοδόμησε το σύστημα των ελευθεριών στην κοινωνία), έως τους νεότερους χρόνους και αποτέλεσε έως το τέλος μια σημαίνουσα εθνική οντότητα και παρουσία στον κόσμο. Η απλή σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους με τον υπόδουλο, επί πλέον, ελληνισμό της περιόδου της οθωμανοκρατίας, που λειτούργησε μέσω του πολιτειακού οχήματος της πόλης (ή «κοινού»), αρκεί για να συναγάγει κανείς τα συμπεράσματά του.
Η συστηματική απαξίωση του παρελθόντος προκειμένου να δικαιολογηθούν οι δυσμορφίες και, κατ’επέκταση, η αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ελληνισμού δικαιολογεί ευρέως την κρίση ταυτότητας και τις ανασφάλειες που διακατέχουν έντονα την ελληνική κοινωνία και ιδίως την άρχουσα τάξη της. Η ελληνική κοινωνία, υπό το «κράτος-έθνος», εκλήθη όχι να μεταστεγάσει την εθνική της ταυτότητα και τις ομόλογες πολιτειακές ελευθερίες (το κεκτημένο του «έθνους-κοσμοσυστήματος») σ’αυτό αλλά να παραιτηθεί από ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα ελευθεριών που ανέπτυξε στο περιβάλλον της «πόλης» (ή «κοινού») και βίωσε συστατικά στο μέσον της οθωμανοκρατίας, προκειμένου να επανέλθει σε μια απλώς πρώιμη αντίληψη της εθνικής και της πολιτειακής ελευθερίας.
Το γεγονός αυτό έμελλε να προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις και, εν τέλει, να αναδείξει την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να εναρμονισθεί με ιδιότητες ή συμπεριφορές μη προσήκουσες στον χαρακτήρα της, αναγκαίες όμως για τη λειτουργία του νεοτερικού κράτους. Αναφέρω την εμμονή της να αντιλαμβάνεται την πολιτική συμμετοχή υπό το πρίσμα της πολιτικής ατομικότητας κι όχι της αγέλης (ως «μάζα»), του εντολέα κι όχι της κοινωνίας ιδιώτη, της πολιτικής διαπραγμάτευσης της ψήφου αντί της στρατευμένης ή λευκής συναίνεσης και, περαιτέρω, τον πελατειακό εκφυλισμό της πολιτικής της συμπεριφοράς. Επικαλούμαι, επίσης, τις αντιστάσεις της στην ιδέα της ταύτισης ιδιοκτησίας και συστήματος στον τομέα της οικονομίας και, ως εκ τούτου, στην εξαρτημένη εργασία, στην απαξίωση των πολυ-πολιτειακών ταυτοτήτων και πατριωτισμών οι οποίοι θα αναζητήσουν στέγη στις ποικίλες όσες εκδηλώσεις «τοπικιστικού» χαρακτήρα και πολλά άλλα.
Η παρέμβαση του Σ.Ξαρχάκου, ως προς αυτό, είναι κρίσιμη. Μέσα από την προσωπική του αγωνία να απαντήσει στο ερώτημα «ποιός είμαι», «ποιοι είμαστε» εισφέρει ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, θα έλεγα ένα θεμελιώδες παράδειγμα για την κατεύθυνση της αναζήτησης. Στα μουσικά παραδείγματα που διασταυρώνονται στο έργο του συναντώνται όλες οι φάσεις του ελληνικού βίου: της πόλης κράτους, της βυζαντινής οικουμένης, της οθωμανοκρατίας, του «κράτους-έθνους». Η μουσική στα χέρια του αναδεικνύεται σε επιχείρημα ιστορικής συνοχής, συνέχειας και ταυτοτικής πολυσημίας, ισότιμο με εκείνο της γλώσσας και του εν γένει πολιτισμού. Ωστόσο, συμπεραίνουμε, η ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας, ορίζει έναν σύνολο πολιτισμό, κοσμοσυστημικά διατεταγμένο, του οποίου το βάθος και η συνέχεια επιβεβαιώνονται με μέτρο την ελευθερία (δηλαδή την ανθρωποκεντρική του ιδιοσυστασία).
Το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της ελληνικής «μουσικής γραμματείας» συνομολογεί ότι η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το «έθνος-κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» στοιχειοθετεί την κεφαλαιώδη διαφορά που τη διακρίνει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η πρώτη, διήλθε από ένα καθεστώς (ολοκληρωμένης ανθρωποκεντρικά) ελευθερίας σε ένα άλλο (εντούτοις, πρωτο-ανθρωποκεντρικό), η δεύτερη συνάντησε για πρώτη φορά την ελευθερία, στο δρόμο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στο ανθρωποκεντρικό «έθνος-κράτος». Η είσοδος όμως αυτή της ελληνικής κοινωνίας στο «κράτος-έθνος» συνδυάσθηκε με την θεσμική της πρόσδεση, εν είδει παραρτήματος, στην ευρωπαϊκή δεσποτεία. Ώστε, παράδοξο εν προκειμένω δεν είναι η εξάρτηση αλλά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κράτος λειτούργησε, εν τέλει, ως υπομόχλιο για την εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας και, ευρέως, για την αποδόμηση των θεμελίων της «ηγεμονίας» της στον άμεσο ιστορικό ζωτικό χώρο του ελληνισμού.
Η επιστροφή στο πρώιμο ανθρωποκεντρικό παρελθόν (με τις πρωτόλειες ελευθερίες), από το οποίο διέφυγε ήδη τον 7ο αιώνα π.Χ, θα έχει επώδυνες συνέπειες για την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Από την οικουμενική εθνική τους ταυτότητα – που σημασιοδοτείται από την ολοκληρωμένη «παιδεία» του «έθνους-κοσμοσυστήματος» – η ελληνική κοινωνία θα εγκλωβισθεί στις «αιματολογικές» και «φυλετικές» αναζητήσεις που θα της υπαγορεύσει η αγωνία των νεοτερικότητας να «κατασκευάσει» εξ υπαρχής το έθνος του κράτους.
Εξ ου και οι επισημάνσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως το σημείο κλειδί για την κατανόηση της κρίσης ταυτότητας που συγκλονίζει ακόμη την ελληνική κοινωνία και ορίζεται από την αμφισημία του βίου της στο πλαίσιο του κράτους έθνους: μια κοινωνία με λογικές και συμπεριφορές ανθρωποκεντρικής οικουμένης και, συνακόλουθα, «ανάρμοστες» με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό διατακτικό του. Μια άρχουσα τάξη που αιωρείται ανάμεσα στη φύση και στο σκοπό του νεοτερικού κράτους και στις ασυμβατότητες που αναδεικνύει η συνάντησή της με την ελληνική κοινωνία.
Η συνέχεια στη «μακρά διάρκεια» της ελληνικής μουσικής γραμματείας και η πολυσημία της αποκαλύπτουν ακριβώς έναν πολιτισμό που εξακολουθεί ακόμη να αντλεί πρωτογενές υλικό και να γονιμοποιείται δημιουργικά από την ιστορία του. Η παρέμβαση, άλλωστε, του Σ.Ξαρχάκου μας επαναφέρει στον πυρήνα του ζητήματος, ότι δηλαδή η ελληνική μουσική δημιουργία είναι προϊόν βασικά της ανώνυμης κοινωνίας, πράγμα που συνάδει μόνον με την ύπαρξη μιας υψηλής λαϊκής ανθρωποκεντρικής κουλτούρας. Αν η παραδοχή αυτή συνδυασθεί με άλλες εκδηλώσεις του πολιτισμού, όπως η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική κλπ γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο αλλά για μια γενικευμένη πραγματικότητα, αποδεικτική της οργανικής και αδιάκοπης ταύτισης της ελληνικής κοινωνίας με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο.
Η αξία του έργου αυτού του Σ.Ξαρχάκου, ξεπερνάει, όπως γίνεται αντιληπτό, την πρωταρχική του φιλοδοξία, καθώς μας εισάγει ευθέως στο πεδίο της εθνικής αυτογνωσίας. Παραμένει όμως ένα έργο πρωτογενές, που αναδεικνύει τις αρετές του μουσικού του ελληνικού μουσικού πολιτισμού και, συγχρόνως, τον ανασυνθέτει σε μια μουσική πανδαισία, που φέρει τη σφραγίδα μιας ιδιοφυούς συνάντησης των πηγών με την πρωτοτυπία του δημιουργού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: