Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης, Ο Ερντογάν και η νέα Τουρκία. Ο πολιτικός τρόπος του Ερντογάν ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του


Γιώργος Κοντογιώργης, Ο Ερντογάν και η νέα Τουρκία. Ο πολιτικός τρόπος του Ερντογάν ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του
Συνέντευξη στην εφημερίδα FREE SUNDAY, στις 30/6/2018
1. Ποιο είναι το πρώτο σχόλιό σας για την επανεκλογή Ερντογάν στη θέση του προέδρου της Τουρκίας;

ΓΚ.  Θεωρώ ότι είναι λάθος να βλέπει κανείς τον Ερντογάν ως μια ιδεολογική και πολιτική εκτροπή από τον κεμαλισμό. Ο Ερντογάν εγγράφεται με ακρίβεια στην κεμαλική κατεύθυνση του «εκσυγχρονισμού» της Τουρκίας την οποία θα έλεγα ολοκληρώνει. Για πολλούς λόγους. Ο πρώτος και κύριος είναι ότι ενσωματώνει και το Ισλάμ στην «εκσυγχρονιστική» προοπτική του κεμαλισμού, το οποίο ο Κεμάλ, υπό τις συνθήκες της εποχής, εκτιμούσε και ορθώς ότι αποτελούσε το πρωταρχικό εμπόδιο στο εγχείρημά του. Ο Ερντογάν έθεσε τη θρησκεία ως τον κατεξοχήν ιδεολογικό μηχανισμό για να οδηγήσει στον «εκσυγχρονισμό» της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την διά χειρός του σημαίνουσα απογείωση της χώρας και την καταχώρησή της ως μείζονος περιφερειακής δύναμης, προκάλεσε μια εθνική συσπείρωση, δηλαδή συναίνεση, άνευ προηγουμένου, η οποία αποτυπώθηκε στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πολιτισμικό υπόβαθρο της εθνικής ιδεολογίας της Τουρκίας είναι η θρησκεία, το Ισλάμ, και όχι μια αντίληψη του έθνους που γνωρίζουμε στη Δύση και ιστορικά στον ελληνικό κόσμο. Ο κοσμικός Κεμάλ σε αυτή τη βάση σφυρηλάτησε την εθνική ιδεολογία της νέας Τουρκίας, ανεξαρτήτως της πολιτικής του θέσης απέναντι στο τότε πολιτικό και πολιτισμικό αρχαϊσμό της θρησκείας αυτής. Το άλλο κοινό στοιχείο του κεμαλισμού και του ερντογανισμού είναι ο πολιτικός αυταρχισμός. Ο οποίος είναι συμφυής με τον χαρακτήρα του εγχειρήματος και την φύση της τουρκικής κοινωνίας. Η Τουρκία έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να φθάσει να ξεριζώσει το αναχρονιστικό της παρελθόν. Ο Ερντογάν θα χρειασθεί ωστόσο να υπερβεί το σκόπελο της μετάβασης από τη θρησκευτική στην κοσμική αντίληψη του έθνους, και συνακόλουθα σε μια πολιτισμική και κοινωνική συναίνεση που θα εδράζεται σε ανθρωποκεντρικές βάσεις. Η μετάβαση αυτή, προοιωνίζεται μια δύσκολη περίοδο για την Τουρκία διότι ως κοινωνία είναι πολυεθνοτική και πολιτισμικά κατακερματισμένη και οποιοδήποτε άνοιγμα με πρόσημο την ελευθερία κινδυνεύει να εκληφθεί ως απειλή για την ενότητα της χώρας. Το Ισλάμ αποτελεί την πλέον ισχυρή πολιτισμική συνιστώσα που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί να υπερβεί η πολιτική ελίτ χωρίς συνέπειες. Με δεδομένο επίσης ότι στους κόλπους της χώρας ενυπάρχει επίσης το κοχλάζον κουρδικό ζήτημα.  

2. Παρά κάποιες περί του αντιθέτου προβλέψεις, ο Ερντογάν «καθάρισε» την επανεκλογή του από τον πρώτο γύρο. Πού αποδίδετε την επιτυχία του;

ΓΚ. Ο Ερντογάν είτε το θέλουμε είτε όχι είναι ένας μεγάλος ηγέτης. Και ό μεγάλος ηγέτης δεν κρίνεται από την αυταρχική ή την μη αυταρχική συμπεριφορά του στο πολιτεύεσθαι, αλλά από το αν οδήγησε τη χώρα του μπροστά από την εποχή του. Ο Ερντογάν παρέλαβε μια Τουρκία ανυπόληπτη εγκατεστημένη στο ΔΝΤ έγκλειστη στα εσωτερικά της προβλήματα και την μετέβαλε σε ελάχιστο χρόνο σε μια περιφερειακή δύναμη. Εάν ο Ερντογάν είχε πολιτευθεί με διαλλακτικούς όρους δεν θα είχε υπερβεί τις αγκυλώσεις που ενδημούν στη χώρα του. Κατηγορείται ότι προέβη σε απηνείς εκκαθαρίσεις παντού μετά το πραξικόπημα. Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατόν να σταθεί στην εξουσία χωρίς αυτές. Δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα των εκκαθαρίσεων. Μετά από ένα πραξικόπημα οι εκκαθαρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό διδάσκει η πολιτική ιστορία του κόσμου. Επαναλαμβάνω ότι την πολιτική πρακτική του Ερντογάν πρέπει να την αξιολογούμε με μέτρο την τουρκική πραγματικότητα και όχι την δυτική οπτική του πράγματος. Ο πολιτικός τρόπος που εφήρμοσε ο Ερντογάν ήταν μονόδρομος για την επιβίωσή του και για να οδηγήσει την Τουρκία στο δρόμο που χάραξε γι’αυτήν. Ο δυτικός δρόμος θα τον είχε καταδικάσει εξ αρχής σε αποτυχία, το σύστημα θα τον είχε εκβράσει. Μην ξεχνάμε ότι η Δύση ευχαρίστως θα έβλεπε την προοπτική μιας μετα-ερντογανικής Τουρκίας. Νομίζω ότι το μυστικό της πολιτικής μονοκρατορίας του Ερντογάν βρίσκεται στο συνδυασμό της φιλοδοξίας που έχει επεξεργασθεί για την Τουρκία, στην επιτυχία του στην εσωτερική ανάταξη της χώρας, στον ίδιο τον τρόπο του πολιτεύεσθαι, που τον διακρίνει σαφώς από τους αντιπάλους του. Η τουρκική κοινωνία πιστώνει στον Ερντογάν την ανάδειξη της Τουρκίας ως μεγάλης  περιφερειακής δύναμης.

3. Πόσο πειστικές κρίνετε τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία στις τουρκικές εκλογές;

ΓΚ. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό για να θεωρήσει κανείς ότι η νίκη του Ερντογάν ήταν αποτέλεσμα νοθείας στις εκλογές. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι νοθεία υπήρξε σε κάποιο βαθμό. Αν όμως ήταν γενικευμένη δεν θα μπορούσε να κρυφθεί ακόμη και στην σημερινή Τουρκία.

4. Τι σημαίνει, κατά την άποψή σας, η επανεκλογή Ερντογάν για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

 ΓΚ. Έχω υποστηρίξει ότι η Τουρκία έχει αναβαθμίσει τη στρατηγική της έναντι της Ελλάδας πολλές κλίμακες έτσι ώστε από την «φινλανδοποίηση» που επιδίωκε τη δεκαετία του 1980 να προβάλει σήμερα ως στρατηγικό στόχο την «ιμιοποίηση» της χώρας μας. Όλα δείχνουν ότι ο Ερντογάν τα προσεχή χρόνια θα επιχειρήσει να υλοποιήσει τη στρατηγική αυτή που εγκαινιάσθηκε με την υπόθεση των Ιμίων, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Πρέπει να πω ωστόσο ότι στη στρατηγική αυτή επιδίωξη του Ερντογάν βασικός του σύμμαχος είναι η ελληνική πολιτική τάξη. Για πολλούς πολύ γνωστούς λόγους: Ο πρώτος, είναι συναφής με το ομολογημένο γεγονός ότι στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και προεχόντως από τη μεταπολίτευση η πολιτική τάξη μερίμνησε ώστε να ανατραπούν συντριπτικά οι συσχετισμοί σε βάρος της Ελλάδας. Η σημερινή κατάπτωση της χώρας είναι το φρέσκο «βούτυρο» που προσέφερε η ελληνική πολιτική τάξη στην Τουρκία για να θέσει σε εφαρμογή την αναθεώρηση της σχέσης της με την Ελλάδα. Ο δεύτερος είναι ιδεολογικός. Η ελληνική πολιτική τάξη έχει αποδυθεί σε έναν συστηματικό αγώνα υπονόμευσης του πολιτισμικού και κοινωνικού ιστού της ελληνικής κοινωνίας. Την κορύφωση του εγχειρήματος αυτού, την συναντάμε στην εποχή Σημίτη και τώρα του Σύριζα. Πυρήνας της είναι η αποδόμηση της εθνικής συνοχής και των ιστορικών/πολιτισμικών της θεμελίων. Η διατύπωση του εγχειρήματος αυτού  Την ιδεολογική διατύπωση του εγχειρήματος αυτού την ακούσαμε στη Βουλή δια στόματος βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ:  «πρόβλημά μας δεν είναι ο εθνικισμός των γειτόνων μας αλλά ο εθνικισμός των Ελλήνων». Με τη διατύπωση αυτή αποδίδεται με ακρίβεια  η αντίληψη της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής πολιτικής τάξης στην Ελλάδα, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να διαμορφώνεται υπό το πρίσμα της εσωτερικής απονομιμοποίησης του εθνικισμού της ελληνικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, ο εθνικισμός με τον οποίο χρεώνεται η ελληνική κοινωνία είναι αναγωγικός όχι σε μια εκτατική εθνική αντίληψη, αλλά στην άρνησή της να λειτουργήσει ως απολιτική μάζα, στην αμφισβήτηση που προβάλλει κατά των ενόχων του εθνικού ξεπεσμού, της εξαθλίωσής της και της αλαζονείας με την οποία διαχειρίζεται το κοινό συμφέρον. Ο τρίτος λόγος, ο και σοβαρότερος, είναι ότι η πολιτική τάξη έχει ήδη στο μυαλό της ενθυλακώσει την ιδέα της συνθηκολόγησης με την Τουρκία. Εάν διατρέξετε την πολιτική διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων από την παρούσα κυβέρνηση θα συνομολογήσετε ότι είναι απολύτως συνεπής με την ιδεολογία της εθελοδουλίας και της υποτέλειας, που την οδηγεί να λειτουργεί ως ο φυσικός ιπποκόμος ξένων συμφερόντων. Η επιλογή της Συριζαίας Αριστεράς, εν προκειμένω, είναι σαφής: εχθρός της είναι η ελληνική κοινωνία διότι λειτουργεί ως «ετερόκλητος όχλος», αρνούμενη να υπακούσει στο μαντρί της κομματοκρατίας. Και όχι οι όποιες απαιτήσεις των γειτόνων ή ενγένει των ξένων. Συνακόλουθα προς την επιλογή αυτή, έχει ήδη αποδεχθεί το καθεστώς των Ιμίων για τα 18 νησιά που ενέταξε η Τουρκία στις γκρίζες ζώνες, έχει κιόλας δρομολογήσει την ολοκλήρωση και την εμβάθυνση του έργου που ξεκίνησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη Θράκη, και προετοιμάζει μια λύση στο κυπριακό που θα είναι συμβατή με τα συμφέροντα της Τουρκίας. Η επιχειρηματολογία με την οποία συνοδεύει την υποστήριξη της καθόλα επαχθούς για τα ελληνικά συμφέροντα συμφωνίας με τα Σκόπια είναι διδακτική. Ο τέταρτος λόγος, είναι ότι η πολιτική τάξη της χώρας, με κορυφαία την Συριζαία Αριστερά, δεν έχει ούτε στην περίοδο της κρίσης συνδέσει την ανάταξη του κράτους με ό,τι αυτή σημαίνει για την ίδια την επιβίωση του ελληνικής εθνικής κοινωνίας. Πολιτεύεται ως εάν η Ελλάδα βρίσκεται στον Ατλαντικό και όχι με βάση το γεγονός ότι κινείται στον ρυθμό του ακρωτηριασμού της και της οριστικής εξάρτησης της από την Τουρκία. Όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα (και η Κύπρος) το προσεχές διάστημα θα κληθούν απλώς να επιβεβαιώσουν την «ιμιοποίησή» τους.

5. Θεωρείτε ότι τώρα που ο Ερντογάν επιβεβαίωσε τη θέση του ως «σουλτάνος» της Τουρκίας θα αλλάξει ρητορική έναντι της Δύσης;

ΓΚ. Η Τουρκία διεκδικεί σημαντικό μερίδιο στην περιφερειακή γεωπολιτική σκηνή σε μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή για τα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι είναι ένας μεγάλος επιτήδειος πολιτικός παίχτης τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και στο εξωτερικό, κατά τη διαχείριση της φιλοδοξίας του με τις Δυνάμεις. Εκτιμώ ότι η προσέγγιση της Ρωσίας είναι συγκυριακή και θα διαρκέσει όσο η Δύση δεν θα του αναγνωρίζει τη στρατηγική θέση του εταίρου στη γεωπολιτική σκηνή. Έως ότου συμβεί αυτό οι τριβές με την Δύση θα συνεχισθούν. Μόλις αυτό συμβεί, και πιστεύω ότι δεν θα αργήσει πολύ, θα επανέλθει ως στρατηγικός  σύμμαχος στη Δύση.

6. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα πώς πιστεύετε ότι θα πρέπει να διαχειριστεί την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Τουρκία;

ΓΚ. Πρώτον πρέπει να ανασυνταχθεί επειγόντως η χώρα στο εσωτερικό της όσο είναι ακόμη καιρός. Δεύτερον να επεξεργασθεί μια στρατηγική με ορίζοντα για τη χώρα, η οποία δεν υπάρχει. Από την πολιτική τάξη απουσιάζει αυτό που θα λέγαμε μία ιδέα για τη χώρα. Θεωρεί ότι η χώρα υπάρχει γι’αυτήν και της οφείλει, όχι το αντίθετο. Τρίτον, να προετοιμασθεί η χώρα ενόψει του αναπόφευκτου κατ’εμέ διλλήματος ή να παραδοθεί αμαχητί ή να διαμορφώσει τους (στρατηγικούς, διπλωματικούς, και στρατιωτικούς) όρους που θα κάνουν την Τουρκία να συνεκτιμήσει τις συνέπειες μιας πολεμικής έντασης με την Ελλάδα. Η Τουρκία έχει πεισθεί, δια χειρός της ελληνικής πολιτικής τάξης, ότι μπορεί να επιτύχει το 100% των επιδιώξεών της προς την Ελλάδα χωρίς να πέσει τουφεκιά. Μεταξύ των στρατηγικών επιλογών που έχει η Ελλάδα είναι: πρώτον, να εγγράψει ως υποθήκη ότι η αποτροπή της Τουρκίας είναι εφικτή μόνον εάν καταστήσει σαφές πώς η όποια δημιουργία τοπικού τετελεσμένου από αυτήν (του λεγόμενου θερμού επεισοδίου) θα σημάνει γενικευμένη σύρραξη. Και δεύτερον, να συνειδητοποιήσει η πολιτική τάξη ότι τα συμφέροντα της χώρας στην περιοχή είναι απολύτως συμβατά με τα συμφέροντα των Δυνάμεων που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη. Η φιλοδοξία της Τουρκίας την περίοδο αυτή είναι μια νέα ευκαιρία για την Ελλάδα.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης, Με ιδεολογική τρομοκρατία απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ στην κριτική


Γιώργος Κοντογιώργης, Με ιδεολογική τρομοκρατία απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ στην κριτική.

Η άρχουσα αριστερή νομενκλατούρα και η φασίζουσα οίηση του πολιτεύεσθαι

Γιώργος Κοντογιώργης
19 Ιουνίου 2018
Με αφορμή την αποστροφή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (και πολλών άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σε άλλες στιγμές) ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες που είχαν συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην εξυφαινόμενη τότε συμφωνία για το «Μακεδονικό» ζήτημα είναι «ετερόκλητος όχλος», είχα πει ότι επιβεβαιώνεται πως η «αριστερή κομματοκρατία αποτελεί την επιτομή της φασιστικής λογικής της πολιτικής».
Με αφορμή την επαχθή για τη χώρα συμφωνία με τα Σκόπια που έφερε η κυβέρνηση, η φασίζουσα λογική του πολιτεύεσθαι ξεδιπλώθηκε σε όλη της την έκταση. Ο πρωθυπουργός δηλώνει με «γκεμπελική» οίηση ότι δεν θα υποβάλει τη συμφωνία στην κρίση του ελληνικού λαού διότι με την απόφασή του θα εκθέσει τη χώρα!… Η επιτομή της ολοκληρωτικής πολιτικής αρχής διδάσκει όντως ότι η αυθεντία του ενός ακυρώνει εξ ολοκλήρου την όποια αντίθετη βούληση μιας ολόκληρης χώρας.
Συγχρόνως σε μια πρωτοφανή ενορχήστρωση εμετικού πολιτικού λόγου, στην οποία συμμετέχουν ο ίδιος ο πρωθυπουργός και σύμπας ο ΣΥΡΙΖΑ επιδόθηκαν και συνεχίζουν να επιδίδονται, αντί επιχειρημάτων, σε ύβρεις και χαρακτηρισμούς χαμαιτυπείου (όποιος αντιλέγει στη συμφωνία είναι ακροδεξιός, εθνικιστής, φασίστας, χρυσαυγίτης, συντηρητικός κλπ) με προφανή σκοπό να ενοχοποιήσουν την αντίθετη άποψη, επιδεικνύοντας μια υψηλή περιφρόνηση προς την βούληση σημαίνοντος μέρους της κοινωνίας.
Το ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι η φασίζουσα λογική της Συριζαίας Αριστεράς, την οποία άλλωστε γνωρίζουμε από τον παρελθόντα βίο της στα πανεπιστήμια και όπου είχε την ευκαιρία να αναλάβει ρόλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ με πρώτον τον πρωθυπουργό, δεν αισθάνεται ότι υπηρετεί τη χώρα, ούτε ότι εκπροσωπεί την βούληση της κοινωνίας. Πιστεύει μάλιστα ότι αυτός και οι οικείοι του εκφράζουν την πεμπτουσία της προόδου, απέναντι στην αγελαία, συντηρητική, ιδιοτελή και προσηλωμένη στις αξιωματικές αρχές ενός αντιδραστικού παρελθόντος κοινωνία.
Η κοινωνία αυτή, δεν έχει άλλο ρόλο από εκείνον του αγελαίου ποιμνίου, δηλαδή της άμορφης μάζας, που οφείλει να ακολουθεί χωρίς αντιρρήσεις τον αφέντη καθοδηγητή. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας του δυτικού διαφωτισμού που διακινούν, και αντιτείνουν στο κεκτημένο της δημοκρατίας, με το οποίο πορεύθηκε ο Ελληνισμός μέχρι τον 19ο αιώνα. Αν η σχέση αυτή μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και πολιτικής τάξης δεν είναι βαθιά αντιδραστική, τότε τι είναι;
Η πολιτική της Συριζαίας Αριστεράς
Σε ότι αφορά ειδικότερα στην εξωτερική πολιτική, το δόγμα της Συριζαίας Αριστεράς ότι εχθρός [τους] «δεν είναι ο εθνικισμός των γειτόνων αλλά ο εθνικισμός της ελληνικής κοινωνίας», δεν χρειαζόταν να περιμένει κανείς την παρούσα συγκυρία για να ξεδιπλωθεί. Το διακήρυξαν πλείστες όσες φορές στο παρελθόν, σε όλες τις πτυχές και ευκαιρίες που προσήλθαν να πάρουν θέση για συγκεκριμένα θέματα. Ο αριστερός εθνικισμός, αυτός που σπεύδει να υπηρετήσει τον εθνικισμό του όποιου άλλου (από τις αγορές έως τον εδαφικό ή πολιτισμικό εθνικισμό των γειτόνων), εγγράφεται ως η πεμπτουσία της ιδεολογίας της.
Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ό,τι ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι εθνικισμός, διότι δεν είναι ούτε εκτατικός στο εξωτερικό πεδίο, ούτε και πολιτειακά αυταρχικός ή φασιστικός. Εξού και η αριστερή πολιτική νομενκλατούρα (και όχι μόνο), όταν δεν εγκαλεί τον κοινό Έλληνα που στοχάζεται το παρελθόν του με όρους συνέχειας ως ακροδεξιό(!), επιλέγει ως συνομιλητή της το γραφικό πολιτικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, το οποίο διατηρούν στην επιφάνεια με τεχνητές αναπνοές για να νομιμοποιούν το δυναστικό καθεστώς της κομματοκρατίας και τις βαθιά αντιδραστικές επιλογές τους.
Το δόγμα αυτό, εκπορεύεται από τη θεμελιώδη και καταφανώς φασίζουσα αρχή ότι μείζων εχθρός της αριστερής εκδοχής της κομματοκρατίας, είναι η κοινωνία και οι κληρονομιές της, ο ελληνικός λαός και η ιστορία του. Αυτόν και αυτήν έχει στοχοποιήσει, μεταξύ άλλων, η Συριζαία Αριστερά, διότι συγκροτούν συμπαγή πολιτισμική οντότητα, πηγή συνοχής και αντίστασης στη λογική της πολιτικής ιδιοποίησης και της συρρίκνωσης της χώρας. Εξού και με κάθε τρόπο επιχειρούν να πλήξουν στον πυρήνα της πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής της χώρας για να είναι ελεύθεροι να ηγεμονεύουν, έχοντας επιλέξει ως πηγή νομιμοποίησης τον «διεθνή» παράγοντα.
Πολύ πριν ανέβουν στη εξουσία οι Δυνάμεις που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη στην περιοχή μελέτησαν τις πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας τους και αποκόμισαν τη βεβαιότητα ότι οι απόψεις τους για τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ζητήματα της χώρας, πηγαίνουν πολύ πιο περά από τις δικές τους στρατηγικές επιδιώξεις: στο Κυπριακό, στο Σκοπιανό, στα ελληνοτουρκικά και στο Αιγαίο, στο μεταναστευτικό, στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, στην εκχώρηση κρισίμων περιοχών του δημοσίου χώρου στις διεθνείς συμμορίες των ΜΚΟ κλπ.
Ο «Μέγας Ιεροεξεταστής»
Το ερώτημα λοιπόν δεν εστιάζεται στην φασίζουσα λογική της Συριζαίας Αριστεράς, η οποία γνωρίζει καλά να διαχειρίζεται τους πολίτες όπως ο «Μέγας Ιεροεξεταστής» που αποτύπωσε ο Γκρέκο με το πινέλο του. Το ερώτημα αφορά στην κοινωνία των πολιτών, η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι θα βρει το δίκιο της, ή ότι θα εισακουσθεί δρώντας στο πλαίσιο του παρόντος πολιτικού συστήματος της εκφυλισμένης εκδοχής της αιρετής μοναρχίας, της κομματοκρατίας. Το οποίο έχει επιπλέον πεισθεί από τους εκδορείς της ότι είναι δημοκρατία.
Εάν δεν αντιληφθεί, όσο είναι ακόμη καιρός, ότι το πολιτικό αυτό σύστημα επιτρέπει στον φασισμό να σταδιοδρομεί πολιτικά χωρίς να χρειάζεται να ενδυθεί εμφανώς το σχήμα του, να καταδολιεύει ή να ιδιοποιείται το δημόσιο συμφέρον και να εκχωρεί «μερίδια» της χώρας στους ποικίλους όσους εξωτερικούς εθνικισμούς, τόσο θα απορεί και θα διερωτάται πώς συνέβη και οι αγώνες της ενταφιάστηκαν στο απέραντο νεκροταφείο της νεοελληνικής ιστορίας.
Σε τελική ανάλυση, η ελληνική κοινωνία οφείλει να αντιληφθεί ότι δεν δικαιούται να μέμφεται την πολιτική αγυρτεία και την καταφρόνηση της βούλησής της, όταν η ίδια συναινεί σε ένα Σύνταγμα το οποίο επιβάλει στους ταγούς της πολιτικής να αποφασίζουν ό,τι θέλουν, για ό,τι θέλουν, όπως θέλουν, εναντίον της καθολικής θέλησης της κοινωνίας, χωρίς να υπόκεινται στον παραμικρό έλεγχο και κύρωση.
Το μη ανέχεσθαι του άλλα λέγοντος
Κατά τούτο το Σκοπιανό είναι το αποτέλεσμα του συστήματος αυτού, αλλά και μια μοναδική ευκαιρία, η αντιστασιακή μήτρα της κοινωνίας να αντιληφθεί την αιτία που οι μεγάλες ήττες του Ελληνισμού υπό το κράτος της δυναστικής κομματοκρατίας οργανώθηκαν δια χειρός της πολιτικής του τάξης στην Αθήνα και όχι στα διεθνή σαλόνια ή στα πολιτικά μέτωπα. Με λίγα λόγια, έως ότου η ελληνική κοινωνία των πολιτών αντιληφθεί ότι αιτία του ελληνικού προβλήματος είναι το πολιτικό σύστημα που καθιερώνει το Σύνταγμα, θα συνεχίσει να συσσωρεύει ερείπια για τον εαυτό της και για τη χώρα.
Επομένως, μόνον εάν αλλάξει το πολιτικό σύστημα θα εξαναγκασθεί η πολιτική τάξη να συνεκτιμά την βούλησή της, να διεξάγει δημόσιες πολιτικές και να στοχάζεται με μέτρο το εθνικό συμφέρον. Διαφορετικά, φαινόμενα φασίζουσας πολιτικής συμπεριφοράς, όπως αυτά που ξεδιπλώνει απέναντί της η νομενκλατούρα γύρω από τον Τσίπρα, θα τα βιώνει ως καθεστώς στην καθημερινότητά της, κάθε φορά που θα αντιλέγει στα πεπραγμένα της. Διότι αρχή της φασίζουσας πολιτικής λογικής είναι «το μη ανέχεσθαι του άλλα λέγοντος», η απαξιωτική ενοχοποίηση του «αντιλέγοντος λόγου».
Σε τελική ανάλυση, το πολιτικό αυτό σύστημα, είναι η αιτία που ο αντιστασιακός της χαρακτήρας, τον οποίο κληρονόμησε από τις ιστορικές της διαδρομές η ελληνική κοινωνία, έχει στην πηγή του υπονομευθεί από τις εσωτερικές δυνάμεις που εμπιστεύθηκε να την υπηρετήσουν. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί ο απλός προϊδεασμός για τις σκοτεινές πολιτικές και ιδεολογικές διαδρομές που οδήγησαν στην εκκόλαψη και στη σταδιοδρομία της άρχουσας Αριστεράς, για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο του πολιτεύεσθαι απέναντι στην κοινωνία και στη χώρα.