(Απόσπασμα από το ανωτέρω έργο του Γ.Κ.σελ. 17-44)
ΤΟ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.
ΤΟ ΑΣΥΜΒΑΤΟ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Το αυταρχικό φαινόμενο ως μεταβατικό γεγονός και ως παρέκβαση
Ήδη από τον Αριστοτέλη και την εν γένει ελληνική γραμματεία της κλασικής εποχής, το αυταρχικό καθεστώς ταξινομήθηκε στις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων, προκειμένου να υποδηλωθεί η ασυμβατότητά του με την καθεστηκυία ‘πολιτειακή’ τάξη. Η άποψη αυτή, εισάγει, εντούτοις, ένα αξιολογικό κριτήριο, το οποίο στην πραγματικότητα ενοχοποιεί το κοινωνικό πρόταγμα, στο μέτρο που αυτό υιοθετεί μια ριζοσπαστική εκδοχή του ζητήματος της ιδιοκτησίας και, κατ’επέκταση, της κοινωνικής ισότητας. Είναι προφανές ότι η παράκαμψη της πολιτειακής τάξης, προβάλει όχι ως αυτοτελές πρόβλημα, αλλ’ ως απόρροια του συνολικού διακυβεύματος, του γεγονότος δηλαδή ότι η ‘κοινωνική επανάσταση’ διέρχεται αναπόφευκτα από μια ανάλογη και, συνακόλουθα, μη συμβατική ‘διαχείριση’ της πολιτικής.
Ο τύραννος που απαντάται στην εποχή της τελικής μετάβασης στον ανθρωποκεντρισμό, στο πλαίσιο της πόλης (7-6ος αιώνες), κατηγορείται ότι καταργεί την ‘πάτριο πολιτεία’, ότι τελικά ακολουθεί μια όχι μετριοπαθή πολιτική, η οποία καταργεί το προγενέστερο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που απέδιδε την πολιτική εξουσία στη γεωκτητική ευγένεια . Η ίδια αναλογικά μομφή απευθύνεται και στην κοινωνική επανάσταση της νεότερης εποχής, στο στάδιο της τελικής μετάβασης στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που συντελείται με την είσοδο στον 20ο αιώνα .
Το αυταρχικό φαινόμενο, ως συνάδον γνώρισμα ενός μεταβατικού σταδίου, ιδίως κατά την περίοδο της οικοδόμησης του πρωτογενούς ανθρωποκεντρισμού, δεν αποτελεί συνεπώς παρέκκλιση. Άλλωστε, κατά την περίοδο αυτή, το πολιτικό πρόβλημα, δηλαδή ο τρόπος νομιμοποίησης της πολιτικής ηγεσίας και, πολλώ μάλλον, η πολιτική ως ελευθερία, αποτελούν όλως χαμηλής προτεραιότητας αιτήματα για την κοινωνία.
Το ερώτημα, κατά λογική ακολουθία, αν το αυταρχικό φαινόμενο αποτελεί παρέκβαση ή μη, συνέχεται συγχρόνως με το ζήτημα της νομιμοποίησής του. Ποιος το θεωρεί ‘τυραννικό’ και γιατί; Συνδέεται όμως επίσης με τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διαμορφώνει και, συγκεκριμένα, με το ζήτημα της ιδιοποίησης.
Η ιδιοποίηση της πολιτικής και, δι αυτής, της κοινωνίας, αντιβαίνει στη φύση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, δεδομένου ότι η ιδιότητα του ατόμου ως θεμελιωδώς ελευθέρου όντος, υπαγορεύει ένα καθεστώς αυτονομίας, το οποίο απαιτεί τη συναίνεσή του στα κοινωνικο-πολιτικά δρώμενα. Η συναίνεση αυτή, δεν προδικάζει την αντιπροσωπευτική ή τη δημοκρατική ταυτότητα της πολιτείας. Σηματοδοτεί, ωστόσο, την αναφορά της πολιτείας σε ένα σκοπό της πολιτικής, που δεν είναι εκείνος του κατόχου της εξουσίας.
Κατά τούτο, το αυταρχικό φαινόμενο που εγγράφεται στην προοπτική αυτή, που ενσωματώνει το γνώρισμα της ιδιοποίησης, αποτελεί παρέκβαση από την ανθρωποκεντρική λογική της κοινωνίας.
Εντούτοις, η ταξινόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος ως παρεκβατικού δεν υποδηλώνει την ύπαρξη μιας ‘παρά φύσιν’ πραγματικότητας. Το αυταρχικό καθεστώς, ως παρέκβαση, αποτελεί βασικά υποπροϊόν των συστημάτων αυστηρής αυτονομίας της εξουσίας, απαντάται συνήθως σε πρώιμες ανθρωποκεντρικά εποχές, όπου η κοινωνία ως όλον εγγράφεται στην ιδιωτική σφαίρα, δεν συγκροτεί οργανικό μέρος της πολιτείας . Εμφανίζεται, άλλοτε ως συνακόλουθο και άλλοτε ως παραφθορά της ριζοσπαστικής κοινωνικής επιλογής (οι προεκτάσεις της πρώιμης ‘τυραννικής’ ή της νεότερης ‘σοσιαλιστικής’ επανάστασης), κυρίως όμως ως παρεπόμενο γεγονός της κυρίαρχης εξουσιαστικά συγκρότησης της πολιτικής, της δυνατότητας δηλαδή που παρέχεται στον κάτοχο της εξουσίας να ιδιοποιείται ολοκληρωτικά την πολιτεία .
Από το άλλο μέρος, η προσπάθεια της πολιτικής επιστήμης να διακρίνει το αυταρχικό από το ολοκληρωτικό φαινόμενο έχει απολήξει τελικά στο να επιτείνει τη σύγχυση ως προς την πραγματική τους φύση. Η έννοια του ολοκληρωτισμού χρησιμοποιήθηκε κατά τη νεότερη εποχή για να προσδιορίσει, στην περίπτωση του ιταλικού φασισμού, τον απόλυτο χαρακτήρα του κράτους, την ολοκληρωτική πολιτική κυριαρχία του κράτους επί της κοινωνίας, το ‘stato totalitario’. Ο γερμανικός ναζισμός θα ορίσει το κράτος του ως ‘απόλυτο κράτος’ ενώ, στο πλαίσιο της αντιπαλότητας του ‘σοσιαλιστικού’ με το ‘καπιταλιστικό’ στρατόπεδο, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η έννοια του ολοκληρωτισμού θα εστιασθεί στο σοβιετικό σύστημα.
Κατά τη γνώμη μου, το αυταρχικό καθεστώς αφορά στην καταχρηστική ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος, το οποίο στη νεοτερικότητα ενσαρκώνει το κράτος, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των μελών του κοινωνικού σώματος. Αντιθέτως, η έννοια του ολοκληρωτισμού αναφέρεται στην καθολική απορρόφηση των παραμέτρων της κοινωνίας από το κράτος, με όρους πραγματικής ή, πληρέστερα, τυπικής ιδιοκτησίας. Ο αυταρχισμός είναι στην καλύτερη περίπτωση καθεστώς, με την έννοια ότι ο φορέας του καταλαμβάνει το κράτος και επιστρατεύει τον κατασταλτικό του μηχανισμό ως τρόπο άσκησης της πολιτικής εξουσίας επί της κοινωνίας.
Ο ολοκληρωτισμός, αντιθέτως, συγκροτεί κοινωνικο-πολιτικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η κοινωνία ως σύνολο και, συνακόλουθα, οι παράμετροι της οικονομίας, της πολιτικής, της επικοινωνίας, της ιδεολογίας κλπ αποτελούν συστατικά στοιχεία του κράτους. Κατά τούτο, ολοκληρωτικό, υπό την καθαρή έννοια του όρου, είναι το δεσποτικό κράτος – η ‘κρατική’ δεσποτεία, στο ομόλογο κοσμοσύστημα – και, στη φάση της ανθρωποκεντρικής μετάβασης, το σοβιετικό σύστημα. Το τελευταίο, στο μέτρο που το κράτος απορροφά εν είδει ιδιοκτησίας, όχι μόνον την πολιτική κλπ, αλλά θεμελιωδώς τα μέσα της παραγωγής, έτσι ώστε να συσσωρεύει στα χέρια του μια καθόλα μονοπωλιακή και, συνακόλουθα, εκρηκτική δύναμη, συντριπτική για την αυτονομία της κοινωνίας. Ο φασισμός και ο ναζισμός, από την πλευρά τους, συνδυάζουν την ολοκληρωτική πολιτική βούληση της ομόλογης ιδεολογίας και μια καθολική ιδιοποίηση του κράτους. Δεν μεταβάλουν όμως τη θεμελιακή υπόσταση της κοινωνίας ούτε θίγουν τον ιδιωτικό χαρακτήρα της οικονομίας.
Συνεπώς, θα ήταν ορθότερο να δεχθούμε ότι ο φασισμός και ο ναζισμός συνδυάζουν στοιχεία του αυταρχικού και του ολοκληρωτικού φαινομένου, στη βάση μιας ‘αχειράφετης’ πολιτικά κοινωνίας που προσφέρεται να εκχωρήσει στο κράτος την πολιτική της ιδιότητα, προκειμένου να διαχειρισθεί αυτό την κοινωνική της προσδοκία. Το ολοκληρωτικό κράτος του φασισμού/ναζισμού επαγγέλλεται την εγκαθίδρυση μιας αδιαμεσολάβητης σχέσης με την κοινωνία, την οποία όμως αντιλαμβάνεται ως προσάρτημά του κι όχι ως συντελεστή του πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και σε αντίθεση με τον τυπικό ολοκληρωτισμό, που καταργεί το υπόβαθρο της διαμεσολάβησης, το φασιστικό/ναζιστικό φαινόμενο επιδιώκει την ακύρωση της διαμεσολαβητικής λειτουργίας των ενδιαμέσων δυνάμεων, με την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα, κι όχι την κατάργησή τους.
Το αυταρχικό φαινόμενο της εποχής μας, ιδίως αυτό που απαντάται με την είσοδο στον 20ο αιώνα, εγγράφεται ακριβώς στην προβληματική αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική περίπτωση αναδεικνύει μια ιδιαιτερότητα, η οποία προκύπτει, όχι τόσο από τον χαρακτήρα του φαινομένου όσο από την αιτιολογία του, ιδίως από το γεγονός της συνάντησης της ελληνικής κοινωνίας – μιας κοινωνίας που ενσάρκωνε το ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της μετακρατοκεντρικής ή οικουμενικής του φάσης - με το πολιτικό σύστημα, που αποδίδει η πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση που διάγει η νεότερη ή εθνοκεντρική εποχή. Εξού και το ελληνικό αυταρχικό καθεστώς, τόσο της 4ης Αυγούστου όσο και της 21ης Απριλίου, χαρακτηρίζεται ως εξωγενές, εκτιμάται δηλαδή ότι απηχεί, όχι τις πραγματικότητες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά τη δυναμική και το κλίμα του γενικότερου κοσμοσυστημικού γίγνεσθαι, στο οποίο εντάχθηκε ως προσάρτημά του.
Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα για την κατανόηση του φαινομένου αυτού αποτελεί η δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Το ελληνικό αυταρχικό φαινόμενο ως παρέκβαση
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου προκάλεσε και εξακολουθεί να κινητοποιεί ανάμικτα συναισθήματα ταπείνωσης και οργής στην ελληνική κοινωνία καθώς θεωρήθηκε ότι προσέβαλε υπέρτατες αξίες, με κυριότερες εκείνες που συνάπτονται με την εθνική αυτοεκτίμηση και τη δημοκρατική της συνείδηση. Τα συναισθήματα αυτά συνδυάζονται με την εμπέδωση της βεβαιότητας ότι το αυταρχικό καθεστώς στην Ελλάδα επεβλήθη από τις ΗΠΑ για γεωστρατηγικούς λόγους. Είναι προφανές ότι η εξωγενής αυτή αιτιολογία λειτουργεί σε πλήρη αρμονία με τη βούληση του ηγεμονικού συμπλέγματος ‘να εναρμονίσει’ την κοινωνική και πολιτική βούληση της χώρας με το διατακτικό του.
Το διατακτικό αυτό αφορούσε προφανώς το θεμελιώδες δόγμα που επέβαλε η πολιτική του Ψυχρού Πόλεμου: την πλήρη και άνευ όρων αποδοχή των πολιτικών ρυθμίσεων που προέκυψαν με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, ως εκ τούτου, την ολοκληρωτική συμμόρφωση του εσωτερικού πολιτικού περιβάλλοντος με αυτές. Πυρήνας του δόγματος αυτού ήταν η απαγόρευση της εναλλαγής στην εξουσία, στα κόμματα που η ιδεολογία τους δεν συμβάδιζε με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα της Δύσης ή που δεν επεδείκνυαν την απαιτούμενη προσήλωση στο διατακτικό του διπολισμού. Η Ανατολή, από την πλευρά της, επέλυσε το ζήτημα αυτό με την εξάλειψη του κοινωνικο-οικονομικού αντιπάλου και όπου χρειάσθηκε ‘δια της σπάθης’.
Είναι προφανές λοιπόν ότι όποιες και αν ήταν οι πολιτικές εντάσεις της ελληνικής πολιτικής, εάν αυτές δεν έθεταν εν αμφιβόλω το γεωπολιτικό πλαίσιο της Δύσης και η παρουσία της καταστολής θα ήταν πιο περιορισμένη ή μάλλον διακριτική, όπως ακριβώς και στις άλλες δυτικές χώρες.
Σε κάθε περίπτωση, η βεβαιότητα της ελληνικής κοινωνίας για την εξωγενή αιτιολογία της 21ης Απριλίου, εξηγεί την επικέντρωση των επετείων που συνδέονται με την 21η Απριλίου στον Αμερικανικό παράγοντα, όπως ακριβώς και τις εξάρσεις του αντι-αμερικανισμού που αναβιώνουν κάθε φορά οι επεμβάσεις των ΗΠΑ στον κόσμο.
Τη βεβαιότητα αυτή της ελληνικής κοινωνίας δεν ασπάζεται ωστόσο η κοινωνική επιστήμη που συνδέει το αυταρχικό καθεστώς με θεμελιώδεις παθογένειες ή μάλλον υστερήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι υστερήσεις αυτές συγκροτούν την πρωτογενή αιτία που επέτρεψαν δευτερογενώς την επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα.
Από την άποψη αυτή, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι το αυταρχικό καθεστώς στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της ιστορικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας, του δημοσίου δικαίου και ευρέως της δημοσιογραφίας, αντιμετωπίσθηκε όμως όλως ακροθιγώς και οπωσδήποτε όχι συστηματικά από την πολιτική επιστήμη. Το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν υπονοεί ότι η πολιτική επιστήμη θα μετέβαλε οπωσδήποτε την οπτική της προσέγγισης. Εγείρει όμως μείζονα ζητήματα γνωσιολογικού και μεθοδολογικού περιεχομένου, αφού ένα κατεξοχήν πολιτικό φαινόμενο εγκαταλείπεται από την ομόλογη επιστήμη, προκειμένου να μελετηθεί από ‘περιφερειακές’ ως προς αυτό επιστήμες.
Εξίσου σημαντική και συνάδουσα προς την ανωτέρω επισήμανση είναι η διαπίστωση ότι η απόδοση του ελληνικού αυταρχικού καθεστώτος σε ενδογενή αίτια συνδυάζεται με ένα γενικότερο εγχείρημα που κατατείνει να ταξινομήσει την Ελλάδα στον κύκλο των χωρών της Νότιας Ευρώπης, όχι γεωγραφικά, όπως όντως συμβαίνει, αλλά, υπό το πρίσμα της αναπτυξιακής της χωροθέτησης, δηλαδή ως ημι-περιφέρειας.
Οδηγός της ταξινόμησης αυτής είναι η διαιρετική τομή που επιχειρείται μεταξύ του ‘Βορρά’ και του ‘Νότου’ – ως ενδοευρωπαϊκή υποκατηγορία -, με την οποία οι κοινωνίες του ευρωπαϊκού Νότου ‘ενοχοποιούνται’ για την εγγενή αδυναμία τους να βιώσουν την κουλτούρα και την πράξη της δημοκρατίας και κατ’επέκταση, για την προδιάθεσή τους στον αυταρχισμό.
Η άποψη αυτή, η οποία θα μπορούσε να βρει έδαφος εφαρμογής στο περιβάλλον κοινωνιών με κοινές ιστορικές καταβολές και κοινή κοσμοσυστημική κατεύθυνση, πάσχει εν προκειμένω, επιστημολογικά, στο μέτρο που παράγει μια ασύγγνωστη σύγχυση μεταξύ της ισχύος που παράγει, μεταξύ των άλλων, η ανάπτυξη και του δημοκρατικού κεκτημένου μιας κοινωνίας. Η σύνδεση αυτή της ισχύος με την ανωτερότητα του κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος της χώρας που τη συνοδεύει δεν αποτελεί μεμονωμένο ‘αμάρτημα’. Αποτελεί τον πυρήνα της ερμηνείας της ιστορίας και μάλιστα τη θεμελιώδη αιτιολογία κάθε προσπάθειας για την περιοδολόγηση και την αξιολόγηση της ιστορίας. Η λατρεία της δύναμης, που παράγει συχνά η ‘περιφέρεια’, έναντι της ελευθερίας η οποία είναι υπόλογος μακραίωνων και σύνθετων εξελικτικών διεργασιών στο εσωτερικό του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, εισάγεται βασικά από τη Ρώμη. Εξακολούθησε όμως να αναβιώνει ως επιχείρημα κάθε φορά που η δεσποτική περιφέρεια κινητοποιούσε τα λεηλατικά της ανακλαστικά εναντίον των κοινωνιών της ελευθερίας.
Η πρώτη λογική απόληξη της σύγχυσης αυτής στο περιβάλλον της νεοτερικότητας είναι το συμπέρασμα ότι, για παράδειγμα, το βρετανικό πολιτικό σύστημα είναι όχι απλώς δημοκρατικό, αλλά και αντιπροσωπεύει ένα πρότυπο δημοκρατίας, όπως άλλωστε και το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Πέραν της καταστατικής παρατήρησης ότι η ταύτιση της δημοκρατίας με ένα θεμελιωδώς μη αντιπροσωπευτικό σύστημα, που διακινεί η νεοτερικότητα, αποτελεί καθαρό παραλογισμό, αυτό καθεαυτό το βρετανικό πολίτευμα βαρύνεται στις μέρες μας με καίριες φεουδαλικές καταβολές, εμμέσως δε και το αμερικανικό ομόλογο του.
Η παραδοχή αυτή δεν έχει απλώς ρητορική αξία, δεδομένου ότι ο κάτοχος της ισχύος δεν διαμορφώνει μόνον τους συσχετισμούς, αλλά εξάγει ευρέως το σύστημά του, τις πολιτισμικές του αξίες κλπ.. Απόρροια της λειτουργίας αυτής υπήρξε η επιβολή της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα και η ενσωμάτωση από την άρχουσα τάξη της πεποίθησης ότι για να εκσυγχρονισθεί η χώρα έπρεπε να ‘εξευρωπαϊσθεί’, να υιοθετήσει δηλαδή και στη συνέχεια να παρακολουθεί κατά πόδας το εξελικτικό της παράδειγμα. Στο πλαίσιο αυτό, πρόοδος ήταν η επιβολή της πολιτειακής σταθερότητας που υποσχόταν η δεσποτική μοναρχία, το τιμηματικό σύστημα έναντι της καθολικής ατομικότητας της ψήφου, το ταξικό και ιδεολογικό κομματικό σύστημα έναντι του διαστρωματικού και αναδιανεμητικού ομόλογού του, η μαζική ή αγελαία έναντι της ατομικής πολιτικότητας, η εξαρτημένη έναντι της εταιρικής εργασίας και πολλά άλλα.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν προκαλεί απορία πως, συνισταμένη της υπόθεσης για το δημοκρατικό υπόβαθρο μιας κοινωνίας, αποβαίνει εντέλει ο βαθμός νομιμοποίησης που απολαμβάνει το κατεστημένο σύστημα κι όχι το εύρος της πολιτικής ελευθερίας που διασφαλίζει στην κοινωνία. Έτσι, η καθολική αποδοχή της μοναρχίας ή της Βουλής των Λόρδων (και πολλών άλλων θεσμικών καταλοίπων της φεουδαρχίας) στη Βρετανία συνιστά τεκμήριο δημοκρατίας, ενώ η αυξημένη αμφισβήτηση και μάλιστα η νομιμοποίηση του απλώς διαμεσολαβητικού – ουδέ καν αντιπροσωπευτικού - ρόλου της πολιτικής τάξης σε ένα περιβάλλον διαρκούς αμφισβήτησης, επιβεβαιώνει την αστάθεια και άρα την παθογένεια της δημοκρατίας στην ελληνική περίπτωση.
Η ενοχοποίηση της αμφισβήτησης στην πολιτική καταγράφεται ουσιαστικά ως τεκμήριο της γενικότερης οικονομικής και πολιτισμικής υπανάπτυξης, που με τη σειρά της χρεώνεται για την απουσία μιας πραγματικής δημοκρατικής κουλτούρας, η οποία από τη φύση της θεωρείται παραγωγός κοινωνικής συναίνεσης. Συμπέρασμα: η απόκλιση της πολιτικής μιας χώρας από το στρατηγικό διατακτικό του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης έχει να κάμει ευθέως με την υστέρηση του εθνικού καπιταλισμού της συγκεκριμένης χώρας. Επομένως, αν η κοινωνική βούληση και περαιτέρω οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν το στάδιο της ανάπτυξης και τη δυναμική του καπιταλισμού, συγκλίνουν με τις στρατηγικές επιλογές του ηγεμονικού συμπλέγματος του δυτικού στρατοπέδου και η αμφισβήτηση των πολιτικών αυτών επιλογών θα είναι οριακές.
Στις χώρες της καπιταλιστικής συνάντησης, το ζήτημα της εναλλαγής στην εξουσία δεν τίθεται πραγματικά διότι δεν υπάρχουν δυνάμεις με αποκλίνοντα συμφέροντα, τα οποία θα κληθούν να εκφρασθούν πολιτικά. Και αντιστρόφως, η εμμονή στην ευημερία κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που διακινούν ιδεολογίες ή πολιτικές οι οποίες αμφισβητούν την απόλυτη συστράτευση στην υπηρεσία του διπολισμού και οι οποίες μάλιστα, αξιώνουν ένα δικαίωμα εναλλαγής στην εξουσία είναι απαράδεκτη και σε κάθε περίπτωση χρεώνεται ως δημοκρατικό έλλειμμα.
Η κοινωνία ως εκλογικό σώμα για να ταξινομηθεί ως δημοκρατικά αναπτυγμένη οφείλει να συστεγάσει τις επιλογές της και το συμφέρον της στο εστιακό περιβάλλον του Ηγεμόνα. Έτσι, το πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας, της εναλλαγής στην εξουσία των πολιτικών δυνάμεων που αποφασίζει η κοινωνική βούληση, η ίδια η διεκδίκηση μιας εναλλακτικής επιλογής από την κοινωνία και βεβαίως η ύπαρξη δυνάμεων με ιδεολογία μη εναρμονισμένη στην άρχουσα καπιταλιστική τάξη, αποτελούν ομολογημένα τεκμήρια υπανάπτυξης και δημοκρατικής αστάθειας, αφού οι χώρες του ηγεμονικού συμπλέγματος για άλλους λόγους δεν τα συναντούν στο εσωτερικό τους. Και βεβαίως, τα εκλαμβάνουν ως απαράδεκτα. Κατά τούτο, η έννοια του ενδογενούς αιτίου μετατοπίζεται, καθώς υπανάπτυξη και μη συμμόρφωση με το συμφέρον του Ηγεμόνα συστεγάζονται στην ίδια κατηγορία.
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν πρωτοτυπεί. Σε αυτήν στηρίχθηκε ολόκληρο το υπόβαθρο της πολιτικής των χωρών της νεοτερικής πρωτοπορίας για την αναγκαστική ομοιογενοποίηση των κοινωνιών τους κατά τη μετάβαση τους από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό, με γνώμονα την πολιτική κυριαρχία της εξουσίας του κράτους. Επομένως, η διελκυστίνδα ως προς το δρόμο της συγκρότησης, τον σοσιαλιστικό ή τον καπιταλιστικό, της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας έμελλε να βασισθεί στην ίδια ουσιαστικά λογική, καθώς το δημοκρατικό επιχείρημα συνοψίστηκε στο στοιχειώδες της νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού από το κοινωνικό σώμα.
Οι βεβαιότητες αυτές, στις οποίες συνέβαλε τα μέγιστα η μαρξιστική σκέψη, μεταθέτουν το ζήτημα της αξιολόγησης του δημοκρατικού χαρακτήρα ενός πολιτικού συστήματος στην προβληματική της εναρμόνισης ή μη των πολιτικών του με την κυρίαρχη άποψη. Στο πλαίσιο της συλλογιστικής αυτής, το διακύβευμα επικεντρώνεται στο επιτρεπτό ή μη της ελευθέριας – στους όρους της ελευθερίας – κι όχι στην ελευθερία καθεαυτή. Το σύστημα που δεν εναρμονίζεται με το διατακτικό των Ηγεμόνα, δεν μπορεί να είναι δημοκρατικό. Υπό την έννοια αυτή, το ερώτημα βεβαίως αν ο Ηγεμόνας νομιμοποιείται να επέμβει και να επαναφέρει στην τάξη τον αποκλίνοντα περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Προεκτείνοντας το συλλογισμό αυτόν στην ακραία του διατύπωση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι για την αυξημένη καταστολή στην Ελλάδα του Ψυχρού Πόλεμου ευθύνεται η ελληνική κοινωνία που δεν συμβιβάσθηκε με το καθεστώς της ‘κηδεμονίας’ κι όχι το δόγμα της περιορισμένης ανεξαρτησίας και της απαγορευτικής ρήτρας για την εναλλαγή στην πολιτική εξουσία που επέβαλε ως αξίωμα το ηγεμονικό σύμπλεγμα. Καταλήγουμε, επομένως, ότι εάν η ελληνική κοινωνία ήταν επαρκώς αναπτυγμένη θα συνέπλεε αρμονικά με το διατακτικό της Δύσης (ή της Ανατολής εάν είχε εγκιβωτισθεί σ’αυτήν) και κατ’επέκταση, αφού δεν θα υπήρχε αμφισβήτηση, δεν θα ετίθετο ζήτημα καταστολής ή αναστολής του πολιτεύματος.
Η άποψη αυτή είναι προφανές ότι δεν αποδέχεται την πολυσημία των συμφερόντων, όταν πρόκειται να ερμηνεύσει τη διαφοροποίηση των χωρών που δεν εγγράφονται στον ηγετικό πυρήνα του ηγεμονικού συμπλέγματος, είναι έτοιμη όμως να συνομολογήσει για τις διαφορές και να συγκατανεύσει σε διαδικασίες συνεύρεσης στο εσωτερικό του. Με τον τρόπο αυτό, ‘περιφέρεια’ συγκροτεί κάθε τι που δεν εγγράφεται στο περιβάλλον της ισχύος, δηλαδή στο ηγεμονικό σύμπλεγμα.
Η ‘θεωρητική’ αυτή κατασκευή μας προσκαλεί ωστόσο να αναρωτηθούμε για το μέγεθος του στρατηγικού σφάλματος που διέπραξε η Ελλάδα όταν το 1963 επέλεξε να διαπραγματευθεί τη σύνδεσή της με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αντί της πλήρους ένταξης, δεδομένου ότι τότε – καθόλες τις ενδείξεις - η επιλογή αυτή ήταν εφικτή. Η Ελλάδα, ούσα υπό τη θεσμική ομβρέλα του ευρωπαϊκού πολιτειακού κεκτημένου, θα είχε σαφώς διαφύγει τη δικτατορία όχι γιατί θα είχε εντωμεταξύ αναπτυχθεί - στο διάστημα που απέμενε έως το 1967 ήταν μικρό για να το ισχυρισθεί κανείς αυτό - αλλά διότι θα είχε περιορισθεί το πεδίο δράσης των ηρακλέων του κλίματος του Ψυχρού Πολέμου και, συγχρόνως, οι εντάσεις που γεννούσαν τα δημοκρατικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας.
Οίκοθεν νοείται ότι η προβληματική αυτή λαμβάνει ως δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτελεί χώρα προσάρτημα του ηγεμονικού συμπλέγματος κι όχι συστατικό του μέρος. Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν η Ελλάδα κατείχε τη θέση, για παράδειγμα, της Μεγάλης Βρετανίας; Να υποθέσουμε ότι η δύναμή της θα λειτουργούσε ως ενδείκτης για την αξιολόγηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του βρετανικού πολιτικού συστήματος;
Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα της νεοτερικότητας, για τη φύση και τις λειτουργίες του αυταρχικού φαινομένου, οδηγεί αναπόφευκτα στην ταξινόμηση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, ιδίως της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, σε μια ενιαία πολιτική κατηγορία, γνώρισμα της οποίας είναι το ασθενές δημοκρατικό υπόβαθρο των κοινωνιών τους.
Το ταξινομητικό αυτό εγχείρημα διακρίνεται από μια όντως υψηλή αφαίρεση, αφού παραθεωρεί το γεγονός ότι οι αυταρχισμοί της Ιβηρικής χερσονήσου ανάγονται όχι στην ιδιαιτερότητα του Νότου αλλά στην ολοκληρωτική δυναμική που παρήγαγε η κεντρική Ευρώπη του μεσοπόλεμου. Στον αντίποδα, η ελληνική δικτατορία αποτελεί ένα τυπικό παράγωγο του Ψυχρού Πολέμου και οπωσδήποτε συμβάν στην ιστορία του πολιτικού συστήματος του ελληνικού κράτους έθνους.
Υπό την έννοια αυτή, οι χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου εισέρχονται στο νεοτερικό πολιτικό σύστημα, το και δημοκρατία μεθερμηνευόμενο, μόλις μετά την πτώση των δικτατοριών, εν αντιθέσει προς την Ελλάδα, η οποία είναι η πρώτη νεότερη χώρα που το εφήρμοσε στις αρχές του 19ου αιώνα, υπό καθεστώς καθολικής ψήφου. Αν, επομένως, υιοθετηθεί η υπόθεση της αναπτυξιακής ερμηνείας του πολιτικού συστήματος και μάλιστα της ταξινόμησης της Ελλάδας στις χώρες της ημι-περιφέρειας, πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι προηγήθηκε ως προς αυτό σε σχέση με τις χώρες της νεοτερικής πρωτοπορίας, οι οποίες θα ασπασθούν τις αξίες της καθολικής ψήφου – και άλλες συναφείς - μετά από πολλούς αγώνες, έναν έως ενάμισι αιώνα αργότερα;
Η κατασκευή αυτή της νεοτερικότητας και εν τέλει η θεωρία που προβάλλει την ισχύ ως μήτρα της δημοκρατίας, εισάγει ως θεμελιώδη υπόθεση εργασίας, με την οποία θα κριθεί η δημοκρατική ωριμότητα μιας κοινωνίας, την έννοια της ‘civil society’. Η έννοια αυτή, αποδόθηκε στην ελληνική με τον καθόλα αδόκιμο και πάντως παραπλανητικό όρο της ‘κοινωνίας πολιτών’. Η ‘κοινωνία των πολιτών’ ορίζει την κοινωνία καθεαυτή, το σώμα των πολιτειακά συντεταγμένων μελών της, το δήμο. Η ‘civil society’ ορίζει απεναντίας τις δυνάμεις της κοινωνίας που διαμεσολαβούν ή, ορθότερα, που δρουν ανάμεσα στην σύνολη κοινωνία και στην πολιτική που ενσαρκώνει εν είδει ιδιοκτησίας το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό η κοινωνία δεν υπάρχει ως πολιτική κατηγορία, αποτελεί μια κοινωνία-ιδιώτη.
Συγχρόνως, συνομολογείται ότι οι ενδιάμεσες δυνάμεις ως διαμεσολαβητικές δεν είναι αντιπροσωπευτικές, όπως δεν είναι αντιπροσωπευτική και η πολιτική εξουσία του κράτους. Όντως, γίνεται αποδεκτό ότι οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης μπορούν να έχουν δεσποτική ή και θεοκρατική θεμελίωση (π.χ. η εκκλησία), να διακινούν συμφέροντα που αντιστρατεύονται την κοινωνική βούληση, η οποία ως έννοια υποκαθίσταται από ασαφείς (το γενικό ή το εθνικό συμφέρον) που από τη φύση τους συγκρούονται με την όποια αντιπροσωπευτική ή δημοκρατική αρχή.
Με άλλα λόγια, το επιχείρημα της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ υπόσχεται και το επιτυγχάνει εν πολλοίς, τη συν-νομή της πολιτικής εξουσίας από τις ομάδες συμφερόντων, δεν εισάγει όμως την αντιπροσωπευτική αρχή στο σύστημα. Η μη αυταρχική ροπή των οικονομικά αναπτυγμένων κοινωνιών της νεοτερικότητας παραπέμπει εντέλει στη χειραγώγηση της εξουσίας από τις δυνάμεις της κοινωνικο-οικονομικής ισχύος στο πεδίο του παρασκηνίου. Επιβεβαιώνει όμως συγχρόνως την ανθρωποκεντρική πρωιμότητα και συνακόλουθα την πολιτική απουσία ή ορθότερα την απολιτική φύση των κοινωνιών αυτών.
Η αλήθεια του επιχειρήματος ότι οι (ευρωπαϊκές) μάζες είναι επιρρεπείς στο λαϊκισμό, στη δημαγωγία και στους πάσης φύσεως ολοκληρωτισμούς, συνάδει ακριβώς με την παραδοχή αυτή, ενώ συγχρόνως επικυρώνει τον ισχυρισμό μας για τη μη ευδοκίμηση του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Κατά τούτο, το ενδιαφέρον που εγείρει το ερώτημα, πώς θα ετίθετο το ζήτημα του αυταρχικού φαινομένου αν το πολιτικό σύστημα ήταν αντιπροσωπευτικό, εγκαλεί την εποχή μας να εξηγήσει γιατί δεν προχωρεί στην αντιπροσωπευτική θεμελίωση του πολιτικού συστήματος και, επέκεινα, πώς αιτιολογεί το στρατωνισμό της κοινωνίας στο καθεστώς της ιδιωτείας.
Σε κάθε περίπτωση, αφού στις χώρες του ηγεμονικού συμπλέγματος η πολιτική κουλτούρα της κοινωνίας δεν της επιτρέπει να αναλάβει μια λειτουργία συντελεστή της πολιτικής διαδικασίας, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να είναι διαφορετικά σε μια χώρα της ημι-περιφέρειας ή, πολύ περισσότερο της περιφέρειας. Το ζήτημα δεν εστιάζεται στη σύγκριση με τις χώρες του ‘τρίτου κόσμου’, που μόλις εισέρχονται, με καθυστέρηση, στον ανθρωποκεντρισμό αλλά σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που εγγράφονται σε διαφορετική ανθρωποκεντρική σφαίρα.
Το ελληνικό παράδειγμα έρχεται ακριβώς να σχετικοποιήσει το αναπτυξιακό επιχείρημα, εισάγοντας μια παράμετρο άγνωστη στον κόσμο της νεοτερικότητας: την κληρονομημένη πολιτική κουλτούρα, που ανάγεται στην ιστορική φύση της ελληνικής κοινωνίας. Στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν περιήλθε σε ένα καθεστώς δεσποτείας, βίωσε ένα σταθερό ανθρωποκεντρικό περιβάλλον, με υπόβαθρο το σύστημα της ‘πόλης’. Σε αντίθεση με τις λοιπές ευρωπαϊκές κοινωνίες που πραγματοποιούν ένα κοσμοσυστημικής φύσεως άλμα, η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας είναι ενδο-κοσμοσυστημική: από τον ολοκληρωμένο ανθρωποκεντρισμό μικρής κλίμακας της ‘πόλης’ θα περάσει στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό της μεγάλης κλίμακας του κράτους έθνους.
Η νεοτερική πολιτική επιστήμη και ειδικότερα η ελληνική κατανάλωσε πολύ μελάνι για να αποδείξει ότι οι ελληνικές κοινωνίες του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας ήσαν φεουδαλικές, έως ότου ομολογήσουν το αδιέξοδό τους, όποτε θα εκφράσουν τη βαθιά τους λύπη γι αυτό, διότι έτσι στερήθηκαν της δυνατότητας να διέλθουν και αυτές από την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, τη Μεταρρύθμιση κλπ. Συνεπής με αυτή τη γραμμή πλεύσης, η νέα πνευματική απογείωση του ελληνικού ανθρωπισμού επί τουρκοκρατίας θα ορισθεί ως ‘νεοελληνικός διαφωτισμός’, προκείμενου ‘να αποδειχθεί’ μετακενωτική και συνεπώς ετερόφωτη και εξαρτησιακή του λειτουργία. Ενώ δεν είναι ούτε νεοελληνικός, αφού αποτελεί παράγωγο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, ούτε διαφωτισμός, αφού δεν συντελείται ως απόρροια της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, όπως στη δυτική Ευρώπη. Η ίδια αυτή σχολή σκέψης θα χρεώσει στην τουρκοκρατία την αδυναμία του ελληνικού κράτους έθνους να ανταποκριθεί στο ρόλο του (την πραγματοποίηση της εθνικής ολοκλήρωσης και την ανάπτυξη της κοινωνίας) και στην ελληνική κοινωνία την άρνηση της να αποδεχθεί το καθεστώς ιδιώτευσης και αποκλεισμού από το πολιτικό σύστημα που επιφύλασσε η εποχή στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ώστε, η πολιτική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας ευθύνεται που το νεοελληνικό κράτος δεν αφέθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια της άρχουσας πολιτικής τάξης, η οποία σε συνεργασία με τις δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας θα επιδίδονταν απερίσπαστες σε μια ‘επιχειρησιακή’ και ως εκ τούτου αναπτυξιακή πολιτική. Ομοίως, η ελληνική πολιτική κουλτούρα είναι υπόλογη για την εγγενή αδυναμία της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ και για τη μη εκσυγχρονιστική λειτουργία της πολιτικής τάξης. και κατ’επέκταση στους συσχετισμούς των ομάδων συμφερόντων που περιστοιχίζουν την πολιτική εξουσία.
Το ενδιαφέρον, εντούτοις, στην αλυσίδα του συλλογισμού αυτού, είναι ότι με την εξίσωση της έννοιας της προόδου με τον εξευρωπαϊσμό – κι όχι με τα συστατικά της ‘υλικά’ -, η ελληνική κοινωνία θα οδηγηθεί στην κατάλυση του συνόλου των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας που διασφάλιζε την σύνολη ελευθερία στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό της εύρος, υπέρ ενός συστήματος που εγγυώταν στις μόλις εξερχόμενες από τη φεουδαρχία ευρωπαϊκές κοινωνίες τη στοιχειώδη ατομική ελευθέρια. Το ζήτημα, από αίτημα αποτίναξης της οθωμανικής δεσποτείας και αποκάθαρσης του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού από τις αγκυλώσεις που επέβαλε η παρουσία του, μεταβλήθηκε σε πρόταγμα ολικής οπισθοδρόμησης και επαναφοράς στις αφετηρίες της ανθρωποκεντρικής μετάβασης. Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνον θα καταργηθεί η δημοκρατική πόλη, αλλά και θα διατυπωθεί το αίτημα μιας συνολικής αναδιαμόρφωσης της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, με πρόσημο την αυτονόμηση της πρώτης με όρους κυριαρχίας.
Η αναντιστοιχία αυτή του νεοτερικού πολιτικού συστήματος με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, θα αντιστραφεί για να εμφανισθεί ως αναντιστοιχία της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας. Το εγχείρημα αυτό έχει καίρια σημασία, διότι μετατοπίζει τελικά το πρόβλημα της αξιολόγησης του νεοελληνικού κράτους, χρεώνοντας την ευθύνη στην καθυστερημένη κοινωνία κι όχι στον πρώιμο χαρακτήρα του πολιτικού του συστήματος. Μια πρωιμότητα που πέραν των δυσλειτουργιών που προκαλεί, ανατρέχει σε έναν διαφορετικό σκοπό της πολιτικής, ο οποίος επ’ουδενί συνάδει με το ‘τέλος’ της ελληνικής κοινωνίας. Διαφορετικά, πώς μπορεί να εξηγηθεί, μεταξύ άλλων, η κατάρρευση του ελληνικού κεφαλαίου και της ελληνικής αστικής τάξης - που δέσποζαν επί τουρκοκρατίας σε μια ευρύτατη περιοχή - στην εποχή του κράτους έθνους ή η ολοκληρωτική αδυναμία του τελευταίου να οικοδομήσει μια εθνική αστική τάξη;
Η μετάβαση από την εποχή της (εξωτερικής και εσωτερικής) κυριαρχίας της πολιτικής εξουσίας του κράτους στη σχετική πολιτική αυτονομία της πολιτικής εξουσίας και του κράτους, που επαγγέλλεται η λεγόμενη ‘παγκοσμιοποίηση’, μεταθέτει τον πυρήνα της προβληματικής για τη φύση και τις λειτουργίες του αυταρχικού φαινομένου. Από όπλο στα χέρια του ηγεμονικού πυρήνα του ηγεμονικού συμπλέγματος γίνεται όχημα άμυνας των κρατών της ‘τριτοκοσμικής’ περιφέρειας. Οι χώρες αυτές, αντιμέτωπες με τη διείσδυση του κοσμοσυστημικού κεφαλαίου και τη μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία του ηγεμονικού συμπλέγματος, επιχειρούν να οχυρωθούν πίσω από την αρχή της κρατικής κυριαρχίας και, με όπλο τον αυταρχισμό, να εμποδίσουν ώστε η λεγόμενη δημοκρατία να λειτουργήσει ως όχημα για την ανατροπή των εσωτερικών κοινωνικών δομών και συσχετισμών.
Το δίλημμα ‘εσωτερική ελευθερία’ ή ‘εθνική κυριαρχία’ φαίνεται να παρακάμπτει, ουσιαστικά, το ερώτημα που έχει να κάμει με το γενικότερο δημοκρατικό έλλειμμα της εποχής μας. Έλλειμμα που δεν αφορά τις κοινωνίες της δεύτερης μετάβασης (βασικά τις κοινωνίες του ‘τρίτου κόσμου’) στον ανθρωποκεντρισμό, αλλά κυρίως εκείνες του κόσμου της νεοτερικής πρωτοπορίας, οι οποίες, βυθισμένες στην απόλαυση του κεκτημένου τους, ενδιαφέρονται περισσότερο να αποδείξουν στους ‘τριτοκοσμικούς’ εταίρους τους στο παρόν κοσμοσύστημα τη ‘δημοκρατική’ τους ανωτερότητα, αντί να διερωτηθούν για το δικό τους δημοκρατικό έλλειμμα.
Το ζήτημα, σε ότι αφορά το αυταρχικό φαινόμενο, τίθεται ξανά με τους ίδιους αναλογικά όρους που το βίωσε η νεοτερικότητα στην περίοδο του μεσοπολέμου, αν και τη φορά αυτή σε άλλο γεωγραφικό πλάτος. Έχει σαφώς να κάμει, και πάλι, με την καταστατική αυτονομία της πολιτικής, με τη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και εντέλει με τη μονοσήμαντη ενσάρκωση της πολιτικής και του πολιτικού συστήματος από το κράτος.
Συνέχεται δηλαδή με την ουσία του ιδεολογικού υπόβαθρου της νεοτερικότητας. Γι αυτό και το ερώτημα πώς θα ετίθετο το πρόβλημα του αυταρχικού φαινομένου σε ένα πλέον ώριμο ανθρωποκεντρικό στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης, όπου η εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής αρχής θα μετέβαλε την κοινωνία σε καταστατικό εταίρο του πολιτικού συστήματος, έναντι της οποίας η εξουσία θα ήταν σαφώς αδύναμη και υπόλογη της βούλησής της, δεν εγείρεται ουδέ καν ως υπόθεση εργασίας. Για τη νεοτερικότητα, η προβληματική για την αποτροπή της αυταρχικής ροπής της εξουσίας του κράτους, οφείλει να αναζητήσει απαντήσεις αποκλειστικά μέσω των δυνάμεων της διαμεσολάβησης κι όχι ευθέως, δια της πολιτειακής ενσωμάτωσης της κοινωνίας. Το μείζον αυτό πρόβλημα αποτελεί ωστόσο μια κρίσιμη πρόκληση, καθώς την εγκαλεί σε έναν ριζικό επανέλεγχο της ιδεολογίας της. Είναι πλέον ή προφανές ότι η νεοτερικότητα βρίσκεται αντιμέτωπη όχι πια με την άμετρη εξουσία του κράτους αλλά με την προοπτική μιας εισόδου της κοινωνίας στην πολιτική, την οποία αντιμετωπίζει ως καταστατικό κίνδυνο για τη ‘δημοκρατία’ της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου