Fernand Braudel, Ένα τυπικό παράδειγμα ιδεολογικής
χειραγώγησης της κοσμοϊστορίας ή πώς κατασκευάζεται η ιστορία για να
λειτουργήσει ως όχημα του σκοπού του ηγεμόνα. Ένας κριτικός αντίλογος εκ των
έσω εξαιρετικά επίκαιρος στο διάλογο για τον ελληνισμό της τουρκοκρατίας, της Επανάσταση
και τα πεπραγμένα της Ελλαδικής κρατικής διανόησης
Απόσπασμα από τον ΣΤ τόμο
του Ελληνικού Κοσμοσυστήματος (σελ.264-271) του Γιώργου Κοντογιώργη (ο τόμος αυτός
εισάγει στο διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη»)
3. Ο Maurice Aymard και
η Μεσόγειος του Fernand
Braudel
«Η ακραία αυτή ιδεολογική
χρήση της ιστορίας του Μπροντέλ και οι προεκτάσεις της δεν θα διέλθουν
απαρατήρητες από μερίδα της γαλλικής ιστορικής κοινότητας. Ένας εκ των πιο σημαντικών
εκπροσώπων της, ο Maurice Aymard, μαθητής και συνεργάτης του Μπροντέλ, θα
επισημάνει την παντελή απουσία του ελληνισμού, τόσο του Βυζαντίου όσο και της
μεταβυζαντινής εποχής, στο έργο του. Πράγμα που δεν αποτελεί απλώς ένα κενό
στην ιστορία της Μεσογείου, αλλά και ένα μείζον ζήτημα που έχει να κάνει με τον
τρόπο που γίνεται αντιληπτή η ενγένει Μεσόγειος και, στο πλαίσιο αυτό, η δυτική
Μεσόγειος και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Ο Aymard αποδίδει το
«κενό» αυτό στην έλλειψη πηγών και συγκεκριμένα στην περιορισμένη διαθεσιμότητα
του Μπροντέλ σ’ αυτές. Επικαλούμενος τη διερώτηση του Μπροντέλ στο έργο του La
Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, (τ. 2,
σελ. 105-106) «και ο ελληνικός πολιτισμός;/et la civilisation grecque?»
επισημαίνει την εξαιρετικά περιορισμένη διαθεσιμότητά του σε πηγές. Εμφανίζεται
να γνωρίζει μόνο ορισμένα «περίεργα κείμενα, που βρέθηκαν στη Βενετία και
δημοσιεύθηκαν από τον Lamansky, τα οποία μαρτυρούν αίφνης ότι ο ελληνικός
πολιτισμός τον 15ο -16ο αιώνα δεν ήταν νεκρός (αλλ’ αντιθέτως) αποκαλύπτουν την
εντυπωσιακή θέση (l’étonnante position) των Ελλήνων του 16ου αιώνα, έναντι του
ρωμαϊκού καθολικισμού». Εντούτοις, ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ο Μπροντέλ,
για την δεύτερη έκδοση της «Μεσογείου» του, αφιέρωσε πολύ χρόνο στα αρχεία
πολλών ιταλικών πόλεων, όπως της Γένοβας, της Φλωρεντίας, της Νάπολης, του
Παλέρμου, ιδίως δε της Βενετίας και της Ραγούσης, όπου αναζήτησε «το
ουσιώδες των πρωτογενών πληροφοριών του για την ανατολική Μεσόγειο». Και
πάλι, όμως, στη μία μόλις σελίδα που καλύπτει η διερώτησή του ως προς το τι
απέγινε ο «ελληνικός πολιτισμός», απουσιάζει πλήρως ο δρων ελληνικός
κόσμος με τον οποίο συναλλάσσονταν ή διασταυρώνονταν οι ιταλικές πόλεις, το δε
ενδιαφέρον του περιορίζεται αποκλειστικά στο δίλημμα των Ελλήνων να ενταχθούν
στην εξουσία της παπικής ή της οθωμανικής δεσποτείας.
Παρόλ’αυτά, όπως ήδη
διαπιστώσαμε, η απουσία ενδιαφέροντος για τον ελληνικό κόσμο του Μπροντέλ έχει
ως κίνητρο την επιλογή του να αναδείξει τη Μεσόγειο της δυτικής χριστιανοσύνης
και περαιτέρω τη δυτική Ευρώπη ως ένα καθολικό φαινόμενο με αυτογενή αιτιολογία,
που έμελλε να αποτελέσει τη μήτρα της νεοτερικότητας. Ειδάλλως, όπως αποδέχεται
εντέλει ο Aymard, οι μελέτες για τον Βυζαντινό, και περαιτέρω για τον Οθωμανικό
και τον Ελληνικό κόσμο, δεν απέλειπαν. Θα προσθέταμε, ωστόσο, στην επιλογή
αυτή, και μια χαρακτηριστική δυσανεξία του Μπροντέλ σε ό,τι αφορά στον ελληνικό
κόσμο, που είναι οφειλέτης της ορθόδοξης «εκτροπής» του. Θέλοντας να
δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της ανατολικής Μεσογείου από το έργο του, θα τον
αποδώσει στη δυσκολία προσέγγισης των τουρκικών πηγών. Αναγνωρίζοντας τη «βαριά
σε συνέπειες αυτή αδυναμία του έργου του» θα απευθύνει αργότερα έκκληση «στους
Τούρκους, Βαλκάνιους, Σύριους, Αιγύπτιους, Βορειοαφρικανούς ιστορικούς να
καλύψουν το κενό»!...
Ο Maurice Aymard στην
εισαγωγή του με τίτλο La Méditerranée grecque de Fernand Braudel, στην ελληνική
έκδοση του ομώνυμου έργου του Μπροντέλ, επιχειρεί να αποκαταστήσει τα πράγματα,
εισφέροντας ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία για την ελληνική Μεσόγειο, έτσι
ώστε να καλύψει το κενό του δασκάλου του. Δεν παραλείπει, ωστόσο, να
διευκρινίσει την οπτική του ως προς το εγχείρημά του, ότι δηλαδή η «Μεσόγειος»
του Μπροντέλ «έχει επιβληθεί ως όρος αναφοράς … επαρκώς συνεπής/διαυγής ώστε
να λειτουργεί ως μοντέλο…» προκειμένου «να ενσωματώσουμε σ’αυτό τις
γνώσεις μας, τις αντιλήψεις μας, τις ανακαλύψεις μας».
Παρόλ’αυτά, η παρέμβαση
του M. Aymard παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς είναι αποκαλυπτική του
περιορισμένου ιστορικού ορίζοντα του Μπροντέλ και ιδίως, χωρίς να αναλογίζεται,
του γνωσιολογικού και μεθοδολογικού του αδιεξόδου, το οποίο αναδείξαμε ήδη στις
σελίδες που προηγήθηκαν.
Ο M. Aymard προτείνει την
προσέγγιση του ελληνικού κόσμου σε τρία επίπεδα ανάγνωσης:
Το πρώτο, «η συμμετοχή
του σε ένα ενιαίο μεσογειακό όλον και συνακόλουθα οι πηγές που τον αφορούν να
συνεξετασθούν σε παραλληλία με τις πηγές άλλων περιοχών της μεσογειακής λεκάνης».
Το δεύτερο επίπεδο αφορά
«στη συμμετοχή του στην οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας αποτελεί όχι μόνο
έναν από τους συντελεστές, αλλά και έναν από τους παράγοντες της ισχύος και του
δυναμισμού της».
Το τρίτο επίπεδο, να
εξετασθεί «με όρους αυτονομίας, την οποία κατείχε όντως ο ελληνικός κόσμος
σε σχέση με την οθωμανική αυτοκρατορία και, υπό το πρίσμα της συνέχειας που διατηρεί
με τον βυζαντινό πολιτισμό, τις εξελίξεις που αποτελούν ιδίωμά του και οι
οποίες προετοιμάζουν το μέλλον».
Κατά τον M. Aymard, το
πρώτο επίπεδο μπορεί να ενσωματωθεί στο πλαίσιο της μεσογειακής ενότητας που
προτείνει ο Μπροντέλ. Θα προσθέταμε ότι θα ηδύνατο έτσι να θεραπεύσει μία από
τις σημαίνουσες αδυναμίες του έργου του. Στο πλαίσιο αυτό, ο M. Aymard
υπογραμμίζει «την ενότητα του ελληνικού κόσμου που υφαίνεται γύρω από τις
πόλεις/αστικά κέντρα, οδικούς και θαλάσσιους άξονες, βασικά θεμέλια μιας ανταλλακτικής
οικονομίας». Η ενότητα αυτή περιέχει «την Κωνσταντινούπολη με τις
τεράστιες ανάγκες, που κινητοποιεί τις προσόδους της Μαύρης Θάλασσας, του
Αιγαίου, της Ρούμελης και της Ανατολίας. Τον μέγιστο θαλάσσιο εμπορικό άξονα
Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, το Αιγαίο, μια ζώνη κατεξοχήν προνομιούχα, με
μια έντονη εμπορική δραστηριότητα, όπως επίσης και τα οδικά καραβάνια που
διασχίζουν τα Βαλκάνια προς την Αδριατική και εξυπηρετούν τις ανταλλαγές με την
Πολωνία και τη Ρωσία…». Οι ανθρώπινοι αυτοί άξονες δεν γνωρίζουν σύνορα. Οι
Βενετοί συναλλάσσονται με την «Ελλάδα», η οποία «είναι ένας από τους
σημαντικότερους εμπορικούς προορισμούς». Τα νησιά παίζουν επίσης έναν πολύ
ενεργό εν προκειμένω ρόλο…
Έχει ενδιαφέρον να
προσεχθεί ότι ο M. Aymard επιδεικνύει μια ιδιαίτερη μέριμνα στο να επιβεβαιώσει
το θεμελιώδες επιχείρημα του Μπροντέλ για την ενότητα της Μεσογείου, πράγμα
που, από την άλλη, αφήνει να εννοηθεί μια κάποια ομολογία ότι διακρίνει στον
ελληνικό κόσμο μια διαφοροποίηση, την οποία σπεύδει να επικαλύψει με το
επιχείρημα της φαντασιακής ή ονειρικής αυταρέσκειας ή των τρόπων της
προσέγγισης και της επικοινωνίας.
Το δεύτερο επίπεδο
προσέγγισης του ελληνικού κόσμου είναι να τον τοποθετήσουμε στο πλαίσιο της
οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο M. Aymard ομολογεί ότι ο Μπροντέλ, στο
ζήτημα αυτό, «είναι εξ αποφάσεως στοχευμένος, σχεδόν απλουστευτικός στο
έπακρο». Θέλει να πει, με άλλα λόγια, ότι ιστορεί την οθωμανική
αυτοκρατορία ως μια τυπική δεσποτεία από την οποία απουσιάζουν οι εθνοτικές
διαφορές. Υπενθυμίζουμε ότι η προσέγγιση αυτή δεν ξενίζει έναν προϊδεασμένο
παρατηρητή της νεοτερικής «επιστήμης», καθόσον γνωρίζει ότι η τελευταία
λαμβάνει ως αφετηρία το δυτικό (δεσποτικό) κράτος, το οποίο δεν ορίζεται
ταυτοτικά δυνάμει της ή των πολιτισμικών του οντοτήτων που το συνέχουν, αλλά τα
πεπραγμένα του δεσπότη. Επομένως, για τον Μπροντέλ, στην οθωμανική αυτοκρατορία
δεν υπάρχουν Έλληνες ή άλλοι, παρά μόνον οθωμανοί.
Ο M. Aymard
διαφοροποιείται ως προς αυτό. Επισημαίνει ότι η οθωμανική αυτοκρατορία
επικάθισε στο έδαφος του Βυζαντίου, δηλαδή επί του ελληνικού κόσμου, και μόνο
αργότερα από τον 16ο αιώνα επεκτείνεται στο αραβικό ισλάμ έως το Μαγκρέμπ.
Συγχρόνως, οι Οθωμανοί δεν εγκαταστάθηκαν παντού με την ίδια ένταση. Επισημαίνει,
επίσης, το γεγονός ότι, σε πολλές περιοχές, οι Έλληνες διατήρησαν ένα ευρύ
φάσμα ελευθερίας δράσης στο πλαίσιο των κοινών, και ότι συχνά συναντώνταν με
τους οθωμανούς στο κοινό συμφέρον, όπως λ.χ. να εκδιώξουν τους Ενετούς από τα
εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Υπενθυμίζει ότι «η
οθωμανική αυτοκρατορία αντλεί ευρέως την δύναμή της από τις προσόδους του
ελληνικού κόσμου και πρωταρχικά του ανθρώπινου δυναμικού του, της (πολιτικής,
διεθνούς κ.λπ.) εμπειρίας του, της γνώσης του, των κεφαλαίων του. Τούτο είναι
αληθές στα πεδία του θαλάσσιου εμπορίου (ναύτες και πλοιοκτήτες) και της
οικονομικής ζωής: οι έμποροι, οι δημοσιονομικοί και οι χρηματοπιστωτικοί επιχειρηματίες,
των οποίων το πρότυπο γνωρίζουμε από τον Μιχαήλ Καντακουζηνό, αποτελούσαν την
πιο δραστήρια κοινότητα στην αυτοκρατορία, αλλά και στο εξωτερικό».
Η θέση αυτή των Ελλήνων
στην οθωμανική αυτοκρατορία «είναι εξίσου αληθής και στο στρατιωτικό πεδίο.
Το ότι η οθωμανική αυτοκρατορία μπόρεσε, στις αρχές του 16ου αιώνα, να
προικισθεί με έναν πολεμικό στόλο ικανό να επικρατήσει στις χριστιανικές
θάλασσες της Δύσης, οφείλεται στους Έλληνες ναυπηγούς, που γνώριζαν να
κατασκευάζουν γρήγορες γαλέρες, στους έμπειρους ναυτικούς που στρατολογούσε από
τα νησιά κ.λπ.… Ακόμη και οι μεγάλοι πειρατές ήσαν εξισλαμισμένοι Έλληνες, όπως
οι Βαρβαρόσσες, που κατάγονταν από τη Λέσβο, ή ο Τοργκούτ/Dragut, οι οποίοι της
επέτρεψαν να εγκατασταθεί στο Μαγκρέμπ, να μεταφέρει τον πόλεμο στη δυτική
Μεσόγειο και να διασταυρωθεί με την ισπανική εκτατικότητα».
Το τρίτο επίπεδο της
προσέγγισης του ελληνικού κόσμου λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης το γεγονός ότι η
συνύπαρξή του με τους οθωμανούς δεν υποδηλώνει την «εξαφάνιση του ελληνικού
πολιτισμού ούτε τη διάχυσή του μέσα σε έναν οθωμανικό πολιτισμό. Αντιθέτως…».
«Στο σύνολό του, ο ελληνικός πολιτισμός ανθίσταται: κινδύνεψε να απολεσθεί τον
15ο αιώνα και διερωτήθηκε για το ενδεχόμενο να ενωθεί με τη λατινική χριστιανικότητα.
Ξαναβρίσκει όμως τον βίο και τη δυναμική του τον 16ο αιώνα, αν και κάτω από την
οθωμανική κυριαρχία».
Τα τρία αυτά επίπεδα της
προσέγγισης του ελληνικού κόσμου, την περίοδο που εξετάζει ο Μπροντέλ,
συγκροτούν κατά τον M.Aymard μια αρραγή ενότητα που αναδεικνύει τη θέση του στα
πράγματα της Μεσογείου. Μια θέση που, αναντιλέκτως, εάν συνεκτιμηθεί, αλλάζει
άρδην τον τρόπο θέασης της ιστορίας της Μεσογείου και, το κυριότερο, ανατρέπει
τα πορίσματα στα οποία καταλήγει ο Μπροντέλ. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος
αυτού, ο M. Aymard θα αποδώσει, όπως είδαμε, την παράλειψη του Μπροντέλ στο
γεγονός ότι «σκοπός του δεν ήταν να γράψει μια ιστορία της Ελλάδας του 16ου
και του 17ου αιώνα, η οποία άλλωστε δεν έχει γραφτεί ούτε από τους Έλληνες».
Η καταληκτική αυτή
παράγραφος του M. Aymard αποδίδει μια ομολογία και μια διαπίστωση. Την ομολογία
ότι η «μακρά διάρκεια» του Μπροντέλ συμπυκνώνει το εγχείρημα της
προσομοίωσης της κοσμοϊστορίας στο ιδεολογικό διατακτικό της δυτικής
σημειολογίας της εξέλιξης. Μεθοδολογικά, επομένως, η «μακρά διάρκεια»
ορίζεται από μια πρωτοφανή εσωστρέφεια, η οποία αποφεύγει ακόμη και την υποβολή
του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα στη συγκριτική δοκιμασία με τη συγγενή ή έστω
γεωγραφικά συμπίπτουσα γειτονία του. Κατά τούτο, ο M. Aymard αποφεύγει να
αναγνωρίσει ότι ο Μπροντέλ δεν παρέλειψε απλώς τον ελληνικό κόσμο του 16- 17ου
αιώνα. Παρέλειψε, επίσης, το Βυζάντιο, το οποίο, είτε ως γεννήτορας είτε ως
παρουσία, καθόρισε στον πυρήνα της την εξέλιξη της Εσπερίας και ασφαλώς των
μεσογειακών πραγμάτων. Ο ίδιος δηλώνει, άλλωστε, στο τέλος του δοκιμίου του,
ότι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του ελληνικού κόσμου οφείλει να γεφυρώσει τα
δυνατά σημεία της ιστορίας του, εκείνο του Βυζαντίου που τελειώνει τον 15ο
αιώνα και εκείνο της ανεξάρτητης Ελλάδας του 19ου αιώνα. Μια ανεξαρτησία που
προετοιμάσθηκε προηγουμένως στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως
αποτέλεσμα μιας νέας οικονομικής και εμπορικής απογείωσης. Η οποία οδηγεί στην
ανάγκη να ενσωματωθεί η περίοδος αυτή στον κορμό της ιστορίας του ελληνικού
κόσμου, τον οποίο εντέλει θα στιγματίσει η μεγάλη ρήξη του 1922.
Η διαπίστωση αφορά στην
ελληνική επιστημονική κοινότητα, που στεγάζεται στους θεσμούς του το
νεοελληνικό κράτος, και η οποία ελέγχεται από τη δυτική «επιστήμη» για την
παράλειψή της να πράξει το χρέος της. Παράλειψη, η οποία οφείλεται ευρέως στο
γεγονός ότι ο κόσμος του Βυζαντίου και της μεταβυζαντινής εποχής έχει πάψει προ
πολλού να συνάδει με τα πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους. Ενώ, οσάκις έγινε
αντικείμενο μελέτης, προσεγγίσθηκε υπό το πρίσμα της δυτικής ορθοταξίας ως ένας
όντως ξένος πολιτισμός και, υπό μιαν άλλη έννοια, ως υπαίτιος της κακής πορείας
των πραγμάτων του κράτους.
Κατά τούτο, είναι άξιο
υπόμνησης το γεγονός ότι η Μεσόγειος του Μπροντέλ αποτέλεσε τον «κατηχητικό»
οδηγό της καθ’ημάς κοινότητας των ιστορικών, χωρίς εντούτοις μέχρι σήμερα να
διατυπωθεί ο παραμικρός αντίλογος για την ιδεολογική του εσωστρέφεια. Εκτός,
φυσικά, από εκείνον του μαθητή και συνεργάτη του Μ. Aymard».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου