Γιώργος
Κοντογιώργης,
Ο
Αριστοτέλης και η δημοκρατία[1]
1.Το ζήτημα της θέσης
της δημοκρατίας στην προβληματική του Αριστοτέλη για την ορθή και, μάλιστα, για
την προτιμητέα κατ’αυτόν πολιτεία έχει απασχολήσει δια μακρόν την νεώτερη
στοχαστική σκέψη. Για την οικονομία του χρόνου δεν θα ασχοληθώ εδώ με τις ως
τώρα διατυπωθείσες απόψεις, τις οποίες ωστόσο θεωρώ κατά βάσιν εσφαλμένες: επειδή
εκκινούν από μια λάθος αφετηρία, ήτοι την αποτίμηση της προσέγγισης του
Σταγειρίτη με γνώμονα τις βεβαιότητες
της εποχής μας για τη δημοκρατία, και ιδίως διότι απουσιάζει από αυτές η γνωσιολογία
σε ό,τι αφορά στις έννοιες που ορίζουν τα φαινόμενα και τον εξελικτικό τους
χρόνο.
Εκτιμώ ότι για να
κατανοήσει κανείς την θέση του Αριστοτέλη για τη δημοκρατία οφείλει να λάβει ως
σημείο εκκίνησης τις θεμελιώδεις παραδοχές του για την κατ’αυτόν ορθή πολιτεία,
και για το ανθρωποκεντρικό στάδιο που βίωνε ο κόσμος των πόλεων της εποχής του.
Όντως, ο Σταγειρίτης εγγράφει την προβληματική του για την ορθή πολιτεία σε ένα πλέγμα συλλογισμών που συνεκτιμά επίσης τη
σταθερότητα των πολιτειών, μείζον ζήτημα για την εποχή του, τις αξιακές προτεραιότητες
των κοινωνιών της πόλης και τις δικές του αξιωματικές αρχές. Η «πολιτεία» του αποτελεί
έναν συγκερασμό των τριών αυτών προϋποθέσεων.
Ποιες είναι οι αρχές
της ορθής πολιτείας που υιοθετεί ο Αριστοτέλης.
Πρώτον, η μεσότης ως
μέτρο για την κοινωνικο-οικονομική στρωμάτωση της πόλης. Η οποία μεσότης,
συνεκτιμά αφενός τις παραγωγικές προτεραιότητες, με έμφαση στην αγροτική και,
ιδίως, στη γεωργική οικονομία. Και αφετέρου, στην κατανομή του πλούτου, που πρέπει
να κατατείνει προς μια σύγκλιση στο μέσον, και όχι στην υπερβολή της
ανισότητας.
Δεύτερον, η μεσότης ως μέτρο για τη συγκρότηση του
πολιτικού συστήματος, ήτοι για την κατανομή των αρχών/αξιωμάτων («τίνα τρόπον νενέμηνται»). Εν προκειμένω,
ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ ενός συστήματος, που οδηγεί στη συνάντηση των
κοινωνικών αντιπάλων, στο μέσον της πολιτείας. Το σύστημα όμως αυτό δεν μπορεί
να είναι αναφορικό στις κατεστημένες πολιτείες της ολιγαρχίας και της
δημοκρατίας, διότι οι πολιτείες αυτές δεν παράγουν συναινέσεις μεταξύ των
αντικειμένων κοινωνικών στρωμάτων. Από την άλλη, η «πολιτεία» του Αριστοτέλη
εστιάζει την προσοχή της στις πραγματικότητες της εποχής του. Επικεντρώνει το
ενδιαφέρον του σε μια κάποια σύνθεση των αξιακών σταθερών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν
την κινητήριο δύναμη της σύνολης κοινωνίας. Δεν επιχειρεί να οικοδομήσει την
ιδεώδη πολιτεία, όπως ο Πλάτων, ούτε να μεταφερθεί σε μια άλλη εποχή, όπως λχ
εκείνη του Σόλωνα. Ο Σόλων υπήρξε μέγιστος για την εποχή του, πλην όμως, το
πρόταγμά του δεν είναι δεκτικό εφαρμογής στον χρόνο του Αριστοτέλη.
Στο πλαίσιο αυτό,
ερωτάται ποιες είναι οι αξιωματικές σταθερές, που ο ίδιος θεωρεί ότι πρέπει να
διέπουν, ως συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, μια πολιτεία.
Οι σταθερές αυτές,
προκύπτουν καταρχήν από την ταξινόμηση που επιχειρεί των πολιτειών. Διακρίνει
μεταξύ των ορθών και των ημαρτημένων πολιτειών, με γνώμονα τον σκοπό τους. Οι μεν πρώτες, αποβλέπουν στην
θεραπεία του κοινού συμφέροντος, οι
δε δεύτερες, στο ίδιον συμφέρον
(προσωπικό ή μερικό/ταξικό) των κατόχων τους. Όμως, και μεταξύ των ορθών
πολιτειών, ο Αριστοτέλης αποκλείει από τις επιλογές του την μοναρχία και την αριστοκρατία. Οι πολιτείες αυτές, εκτιμά
ότι, ταξινομούνται ήδη στο παρελθόν
του εξελικτικού γίγνεσθαι, ενώ σε ό,τι αφορά στην εποχή του δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει την δυνατότητα να
επικρατήσει μια άλλη πολιτεία, πλην της δημοκρατίας, για λόγους που εξηγεί
νομίζω με πειστικότητα.
Συγχρόνως, παρατηρεί,
ότι η ολιγαρχία είναι φύσει ημαρτημένη πολιτεία και, ως εκ τούτου, δεν δύναται
να ικανοποιήσει τις αξιακές και πραγματολογικές προτεραιότητες της εποχής του. Είναι
φύσει ημαρτημένη πολιτεία, διότι είναι εξ αντικειμένου άδικη απέναντι στο πλήθος,
αφού θεραπεύει, όχι το κοινό αλλά το ίδιον συμφέρον της ολιγαρχικής τάξης.
Η απόρριψη της
δημοκρατίας, από την άλλη, δεν παραπέμπει στην γενική απορριπτική αρχή, που τον
οδηγεί στην άρνηση της ολιγαρχίας. Η δημοκρατία ταξινομείται στις ημαρτημένες
πολιτείες, αλλά όχι γενικώς, ως αρχή ή ως πολιτεία.
Είναι ημαρτημένη, υπό το πρίσμα της ριζοσπαστικής
της εκδοχής, που απαντάται στις ημέρες του. Στο συμπέρασμα αυτό, καταλήγει
κανείς αβίαστα, όταν εξετάζει την ορθή «πολιτεία»,
την οποία αξιολογεί ως την επαρκέστερη για τη διασφάλιση της σταθερότητας στην
πόλη, και ως φορέα ενός αξιακού συστήματος που ο ίδιος το αποδέχεται ως
προσήκον στον ανθρωποκεντρικό κοινωνικό τύπο της εποχής του.
Η ανωτέρω
αποκωδικοποίηση του αριστοτελικού συλλογισμού αφήνει σαφώς να εννοηθεί, ότι ο
Σταγειρίτης, προκειμένου να συγκροτήσει την ορθή πολιτεία του, διαλέγεται αποκλειστικά με τις αρχές και το
σύστημα της δημοκρατίας. Η αντιδιαστολή της, ως ορθής πολιτείας, γίνεται
έναντι της ημαρτημένης δημοκρατικής πολιτείας. Η ορθή «πολιτεία» έχει ως
αντιλεκτική εκτροπή την δημοκρατία,
όχι την ολιγαρχία ούτε την αριστοκρατία ή κάποια άλλη πολιτεία. Το γεγονός ότι,
δεν αποκαλεί την «πολιτεία» του ορθή δημοκρατία, δεν υποδηλώνει προφανώς την
ταξινόμησή της σε έναν άλλο τύπο πολιτείας, αλλά ως τον διαλεκτικό αντίλογο της
δημοκρατίας. Ό,τι είναι η αριστοκρατία έναντι της ολιγαρχίας, είναι και η
«πολιτεία» έναντι της δημοκρατίας. Πρόκειται για την ορθή δημοκρατία. Σε τελική ανάλυση, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η
ορθή πολιτεία στο δίπολο με τη δημοκρατία, ταυτίζεται με την ορθή πολιτεία κατ’Αριστοτέλη.
Συνάγεται επομένως ότι,
η προβληματική του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της κατ’αυτόν ορθής
πολιτείας, καλείται ουσιαστικά να απαντήσει στο ερώτημα, πώς θα γίνει
εφικτή η επαναφορά της δημοκρατίας στον ορθό δρόμο. Με λίγα λόγια, η πολιτεία
του Αριστοτέλη, υιοθετεί εξ ολοκλήρου το αξιακό, κοινωνικο-οικονομικό και
πολιτικό υπόβαθρο της δημοκρατίας, την οποία όμως επιχειρεί να αναμορφώσει με
μέτρο τη μεσότητα.
2. Θα επικεντρώσω την
προσοχή μου στις κυριότερες από τις αξιακές και πολιτικές επιλογές του Αριστοτέλη
για να τεκμηριώσω τον συλλογισμό μου.
Πρώτον, υιοθετεί εξ
ολοκλήρου τον σκοπό της δημοκρατίας,
ήτοι την καθολική (σωρευτικά την ατομική,
την κοινωνική και την πολιτική) ελευθερία. Η ελευθερία, ορίζεται κατά τον τρόπο της δημοκρατίας, ως αυτονομία, δηλαδή, ως αυτοκαθορισμός του
βίου, με πρόσημο, «το μη άρχεσθαι υπό
μηδενός». Θεωρεί την καθολική ελευθερία ως την προσήκουσα αξιωματική αρχή του
ολοκληρωμένου ανθρωποκεντρικά κοινωνικού όντος και την μόνη που είναι,
αφ’εαυτού της, ικανή να διασφαλίσει τη σταθερότητα της πολιτείας στις ημέρες
του.
Στο κοινωνικο-οικονομικό
πεδίο, η εμπραγμάτωση της ελευθερίας συνδυάζεται με δύο καταστατικές
προϋποθέσεις: δεν υιοθετεί ως συνάδον ιδίωμα του πολίτη, την εξάρτηση από την ανάγκη (τη φτώχεια) και,
συγχρόνως, την εξάρτηση στον τομέα της
εργασίας. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι αποδέχεται μεν, όπως και η
δημοκρατία, την ολιγαρχική θεμελίωση του οικονομικού συστήματος (την μη
εισαγωγή της δημοκρατικής αρχής σε αυτό). Πλην όμως, την συνοδεύει με το αξίωμα
της εξόδου του πολίτη από την οικονομική
διαδικασία. Διότι μόνον έτσι εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί η
κοινωνική ελευθερία του πολίτη. Όντως, η «συμβατική» εξάρτηση του πολίτη από
τον ιδιοκτήτη του οικονομικού συστήματος, ισοδυναμεί με την εκχώρηση ελευθερίας
και συνακόλουθα, με την περιαγωγή του, στη θέση του δούλου. Η παραγωγική διαδικασία, εκεί όπου απαιτεί την εξαρτημένη
εργασία, καλείται να προστρέξει στην ώνια
εργασία/δουλεία.
Έχοντας ο πολίτης
επιλύσει, το ζήτημα της κοινωνικής/οικονομικής εξάρτησης, προβάλει το ερώτημα στον
Αριστοτέλη, πώς θα συμμετάσχει στην αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος, αφού
δεν συμβάλει στην παραγωγή του; Στο σημείο αυτό, ο Σταγειρίτης προστρέχει στο
επιχείρημα της δημοκρατίας, υιοθετώντας την αρχή
της σχόλης. Η σχόλη, υπεισέρχεται
ως θεμέλια αρχή της αριστοτελικής πολιτείας. Θα επισημάνει μάλιστα ότι, η σχόλη
δεν επιλύει μόνο το πρόταγμα της κοινωνικής ελευθερίας αλλά αποτελεί επίσης,
την καταστατική βάση της πολιτικής
ελευθερίας. Διότι το «καλώς σχολάζειν»
αξιολογείται ως προϋπόθεση του «καλώς
άρχειν».
Στο πολιτικό πεδίο, η εμπραγμάτωση της
ελευθερίας, διέρχεται από την εγκαθίδρυση μιας πολιτείας, η οποία εισάγει την κοινωνία
των πολιτών ως την κυρία θεσμική παράμετρο, στη λειτουργία της. Ο Αριστοτέλης, συντάσσεται
εν προκειμένω, με την αξιωματική αρχή της δημοκρατίας, η οποία απορρίπτει εξ
ορισμού τη συγκρότηση της πολιτικής, με μέτρο την αυτόνομη πολιτική εξουσία (το ανήκειν του πολιτικού συστήματος στο
νομικό πλάσμα του κράτους, που αποδίδει η αρχή της πολιτικής κυριαρχίας). Η
πολιτική ελευθερία διασφαλίζεται μόνον εάν η κοινωνία των πολιτών μεταλλαχθεί
σε πολιτική κοινωνία και ενδυθεί την κυρία αρμοδιότητα της πολιτείας (δήμος).
Ο πολίτης, στην «πολιτεία»
του Αριστοτέλη, είναι ο πλήρης πολίτης
της δημοκρατίας. Εξού και εισάγει ως θεμέλια προϋπόθεση της πολιτειότητας την απλή ιδιότητα του ελεύθερου ατόμου (που ανήκει στην κοινωνία
της πόλης), χωρίς τις συνοδές προϋποθέσεις ή περιορισμούς που εγείρει η
ολιγαρχία. Επιπλέον, ο Σταγειρίτης επισημαίνει ότι ο πολίτης για να άρχει καλώς,
πρέπει διασφαλίζει δια της πολιτείας, τα προς το ζην αναγκαία (την οικονομική του
αυτάρκεια). Εν αντιθέσει προς την ολιγαρχία, που αφήνει τη μέριμνα αυτή στον πολίτη.
Η λύση για την κοινωνική υποστήριξη της ατομικής ελευθερίας και περαιτέρω, της
πολιτειότητας, διαφοροποιείται εντούτοις, στον χρόνο. Στην εποχή της
πρωτο-ανθρωποκεντρικής μετάβασης, το ζήτημα αυτό επιλύθηκε, όπως μας
πληροφορεί, με τον αναδασμό της γης και
την σεισάχθεια. Στην φάση που διέρχεται η εποχή του, διακρίνει την επίλυσή
του με μέτρο τη σχόλη. Δηλαδή, στην πολιτική μισθοφορία για την θητική τάξη.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά στη σχόλη, την οποία διασφαλίζει η πολιτική
μισθοφορία: είτε αυτή προκύπτει από την άσκηση των επώνυμων αρχών[2] είτε
από την συμμετοχή στις ανώνυμες αρχές (στην εκκλησία, στην Ηλιαία κλπ). Η
πολιτική μισθοφορία, πέραν του ότι, αποτελεί τη δικλείδα ασφαλείας για την
κοινωνική και πολιτική ελευθερία του πολίτη, εγγυάται επίσης την κοινωνική
συνοχή, αφού αποτρέπει την έσχατη φτώχεια που μεταβάλει την θητική τάξη σε εχθρό
της πολιτείας και προσάρτημα, όπως θα υποστηρίξει, των δημαγωγών. Υπό τον όρον
ότι, δεν διέρχεται από τη «δήμευση» της περιουσίας των πλουσίων.
Με την επιφύλαξη αυτή ο
Σταγειρίτης, επιχειρεί να συνδυάσει την γενική αρχή της σχόλης με την
εγκατάσταση μιας κοινωνικο-οικονομικής ισορροπίας στην πόλη, η οποία θα
αποτρέπει την ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας. Διότι η τελευταία, είναι το
αποτέλεσμα της ολικής επικράτησης της θητικής τάξης, η οποία τροφοδοτεί, αφενός
την κυριαρχία των δημαγωγών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την λειτουργία του
όλου, και αφετέρου, την εξώθηση της τάξης των γνωρίμων να επιζητήσει την
ανατροπή της δημοκρατίας, ως της μόνης λύσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων της.
Εδώ ακριβώς
υπεισέρχεται η εμμονή του Αριστοτέλη, στη μεσαία
τάξη, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα μίγμα
της τάξης των γεωργών και της μεσότητας στην κατανομή του πλούτου. Η τάξη
των γεωργών, μπορεί κατ’αυτόν, να λειτουργήσει ως ρυθμιστική δύναμη μεταξύ της
θητικής τάξης, που με κίνητρο τη σχόλη, έχει την τάση να εξωθεί προς τη
ριζοσπαστική δημοκρατία, και την ολιγαρχία που μηχανεύεται την ανατροπή της. Η
ρυθμιστική αυτή λειτουργία του μεσαίου
κοινωνικού χώρου, είναι εφικτή, στο μέτρο που η τάξη των γεωργών, μπορεί να
αποτελέσει μια εξ αντικειμένου δύναμη
εξισορρόπησης. Επειδή τα μέλη της δεν έχουν το χρόνο (λόγω των ασχολιών
τους και της απόστασης που τους χωρίζει από την Πνύκα) να συνεδριάζουν σε πυκνό
ρυθμό εν δήμω. Με τον τρόπο αυτόν, αφήνεται στις αρχές/αξιώματα η δυνατότητα να
διατηρήσουν μια μεγαλύτερη πολιτική
αρμοδιότητα, στην λειτουργία του πολιτεύματος[3].
Αυτό, στο οποίο αποβλέπει
ο Αριστοτέλης, είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η τάξη των γνωρίμων να συμφιλιωθεί με τη
δημοκρατία και να πάψει να θεωρεί την ανατροπή της και την επιβολή της
ολιγαρχίας ως τη μοναδική εναλλακτική λύση για την δική της θέση στην πολιτεία.
Εκτιμά δε ότι τούτο είναι εφικτό, χωρίς να υπονομεύει τη θεμέλια βάση της
δημοκρατίας, μέσω ενός πραγματικού συμβιβασμού, που θα προέλθει από την
κοινωνική αναδιάταξη της πόλης, δηλαδή με την ρυθμιστική παρουσία της μεσαίας
τάξης. Έτσι, θα επιφυλαχθεί στις αρχές μια ικανή πολιτική αρμοδιότητα, που θα
ικανοποιεί την φιλοδοξία της τάξης των γνωρίμων να ηγείται και να επηρεάζει τα
πολιτικά πράγματα. Είναι προφανές ότι ο Αριστοτέλης δεν αναζητεί την ειρήνευση
στις πόλεις σε λύσεις που αναπέμπουν, όπως προείπαμε, σε μια άλλη εποχή ή σε
ένα ιδεώδες πολιτειακό σχήμα. Είναι πεπεισμένος ότι, η λύση ενυπάρχει στην μετριοπαθή δημοκρατία, την οποία βίωσε
στα πρώτα χρόνια της ζωής του, στην Αθήνα. Άλλωστε, θα επισημάνει κάπου στα
Πολιτικά, και οι ολιγαρχίες στην εποχή του προσομοιάζουν στη δημοκρατία (η
μικρά δημοκρατία) με τη διαφορά ότι επιφυλάσσουν την ιδιότητα του πολίτη (την
πολιτειότητα) σε όσους διαθέτουν το αναγκαία περιουσιακό «τίμημα».
3. Στην πολιτεία αυτή,
η κυρία πολιτική αρμοδιότητα –η πολιτική κυριαρχία, όπως αποκαλείται χωρίς να
ακριβολογεί, στις ημέρες μας- αφήνεται στην κοινωνία
των πολιτών, που θεσμοθετείται ως δήμος,
δηλαδή ως πολιτική κοινωνία. Η
επιλογή αυτή του Αριστοτέλη, κρίσιμη για τη διάγνωση της θέσης του έναντι της
δημοκρατίας, προκύπτει από πλήθος παραδοχών του ιδίου, που διατρέχουν το σύνολο
του έργου του. Όμως, κορυφαία στιγμή του επιχειρήματός του, είναι η εντομολογική
αιτιολόγηση της δημοκρατικής αρχής -σε αντιδιαστολή με την αναίρεση του
αξιώματος της ολιγαρχίας-, σχετικά με το ερώτημα του, ποιος είναι ο καλύτερα τοποθετημένος να κατέχει την κυρίαν πολιτική
αρμοδιότητα στην πόλη.
Οι πολλοί θα απαντήσει,
αναντιλέκτως, για τρεις ουσιώδεις λόγους:
Ο πρώτος, διότι η γνώση
των πολλών δεν αποδίδει την άποψη ενός εκάστου, η οποία πιθανόν να είναι
κατώτερη εκείνης του επαΐοντος, ούτε το άθροισμα της γνώμης των μελών της εν
δήμω κοινωνίας. Είναι το καταστάλαγμα της σοφίας όλου του δήμου, που απορρέει
από τη διαβουλευτική διαδικασία.
Ο δεύτερος, επειδή οι
ολίγοι και επαΐοντες είναι μάλλον βέβαιον ότι θα κατευθυνθούν στις αποφάσεις
τους, εν συνειδήσει ή όχι, προς την ικανοποίηση του συμφέροντος των ομοίων τους
ή του ιδίου αυτών συμφέροντος, και όχι αναγκαστικά προς το κοινό συμφέρον.
Ο τρίτος, διότι, στην
απόφανση αυτή συντρέχει επίσης το αξιακό επιχείρημα της καθολικής (και, εν
ολίγοις, της πολιτικής) ελευθερίας. Ο Αριστοτέλης συνεκτιμά ως θεμελιώδη την
αξιακή αυτή παράμετρο για την εποχή του ως εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για
την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, και κατ’επέκταση, για τη σταθερότητα της
πολιτείας. Διότι, όπως θα πει, αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση του Σόλωνα, εάν το
πλήθος δεν μετέχει της πολιτικής διαδικασίας, θα συναγάγει ότι δεν είναι
ελεύθερο. Ώστε, η ατομική ελευθερία δεν επαρκεί όπως άλλοτε, για να θεωρήσει
κανείς ότι είναι ελεύθερος. Απαιτείται και η πολιτική ελευθερία (η αυτονομία ή αυτοκυβέρνηση) που ως σκοπός
υποστασιοποιείται μόνο με την ενσάρκωση της πολιτείας από τον δήμο.
Εάν επιχειρήσουμε να προεκτείνουμε
τον συλλογισμό αυτόν του Αριστοτέλη, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι,
διακρίνει μεταξύ του καταμερισμού των
έργων που είναι αναγκαίος σε μια κοινωνία (λχ η ανάγκη του γιατρού, του
μηχανικού κλπ) και εκείνου που συνεπάγεται συμβάσεις οι οποίες υφαίνουν σχέσεις
εξάρτησης, και οδηγούν συνακόλουθα, στην αναίρεση της ελευθερίας. Ο Σταγειρίτης,
απορρίπτει συγκεκριμένα την αρχή του καταμερισμού των έργων στα πεδία της
κοινωνικο-οικονομικής και της πολιτικής ζωής, αφού σε αυτά, κρίνεται το
διακύβευμα της ελευθερίας. Ούτως ή άλλως, η βεβαιότητά του ότι η γνώμη των
πολλών είναι αξιολογικά ανώτερη από την γνώμη των ολίγων, στο ζήτημα του σκοπού
της πολιτείας, τοποθετείται στον αντίποδα της αρχής αυτής. Στο ίδιο αυτό κλίμα,
ο Αριστοτέλης αντιπαρέρχεται, εν αντιθέσει προς τον Πλάτωνα, το επιχείρημα της πολυπλοκότητας, το οποίο προέβαλλαν
επίσης οι ολιγαρχικοί, για να απορρίψουν τη συμμετοχή της θητικής τάξης και των
«βαναύσων» επαγγελμάτων στην πολιτεία. Συνάγω ότι η πολυπλοκότητα γι’αυτόν, δεν
αποτελεί έναν εξ αντικειμένου λόγο. Συνδέεται με το βαθμό ωρίμανσης ή αλλιώς,
χειραφέτησης της κοινωνίας των πολιτών. Ο Ξενοφών θα απλουστεύσει τη διατύπωση
του διακυβεύματος αυτού της πολιτικής ελευθερίας, με την επισήμανση ότι, «ο λαός δεν ενδιαφέρεται να κυβερνάται καλά,
αλλά να είναι ελεύθερος».
Η εφαρμογή της
θεμελιώδους αυτής δημοκρατικής αρχής –αναφέρομαι στην καθολική ελευθερία και, περαιτέρω, στην ενσάρκωση της πολιτείας από
τον δήμο- δεν τελεί, στη σκέψη του Αριστοτέλη, υπό θεσμικούς ή άλλους
περιορισμούς. Επιζητεί απλώς, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, τις αναγκαίες εκείνες κοινωνικές
ισορροπίες, που θα επιτρέψουν στην πολιτεία να απορροφά τις αντιθέσεις και να
επιτυγχάνεται η συνοχή της πόλης.
Για την επίτευξη του σκοπού της ορθής (δημοκρατικής) πολιτείας, ο Σταγειρίτης επικαλείται τη
συνδρομή και άλλων παραμέτρων, που υπερβαίνουν την ιστορική αντιπαλότητα της
δημοκρατίας με την ολιγαρχία. Αναφέρω ενδεικτικά δύο από αυτές, τις πιο
σημαντικές:
Η πρώτη, αφορά στο επικοινωνιακό σύστημα. Ο Αριστοτέλης
αφιερώνει πολύ χρόνο στο ζήτημα αυτό, που συνδέεται με το μέγεθος της πόλης. Η πόλη, θα πει, δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ
μικρή, ώστε να μην είναι αυτάρκης, ούτε πολύ μεγάλη, καθώς τότε θα αναιρείτο η
επικοινωνιακή προϋπόθεση της δημοκρατίας. Διότι ποιος θα διέθετε τη στεντόρεια φωνή, να ασκεί τη ρητορική λειτουργία εν δήμω;
Η δεύτερη παράμετρος
εστιάζεται στο ζήτημα της πολιτικής
παιδείας. Χωρίς να επιμείνω στο μείζον αυτό διακύβευμα, που απασχολεί
εντόνως τον Σταγειρίτη, επισημαίνω απλώς την προτίμησή του στην παιδεία της ορθής πολιτείας, που δεν
είναι άλλη από εκείνη της μέσης
δημοκρατίας. Την οποία πολιτική
παιδεία ο Σταγειρίτης ορίζει ως το «έθος
και την αγωγήν [του] πολιτεύεσθαι δημοτικώς»[4]. Η
παιδεία αυτή, εγγυάται τη συνάντηση όλων στο σκοπό του κοινού συμφέροντος, ενώ
συγχρόνως διασφαλίζει ένα περιβάλλον νομιμότητας για όλους, με πρόσημο τον
εθισμό και την προσήλωση στο νόμο. Ο νόμος, είναι για τον Αριστοτέλη, ο
φύλακας της ελευθερίας ενός εκάστου και το μέτρο για την θεραπεία του κοινού
σκοπού της πολιτείας.
4. Η εκδοχή αυτή της
σχέσης του Αριστοτέλη με τη δημοκρατία, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη εάν δεν
τοποθετούσαμε την προβληματική του, σε διαλεκτική συσχέτιση με το διανοητικό και πραγματικό περιβάλλον της
εποχής μας. Ο διάλογος αυτός, κρίνεται αναγκαίος διότι αγγίζει τον πυρήνα
του δόγματος της νεοτερικότητας για τη δημοκρατία,
αλλά και του ισχυρισμού της ότι, ο
Αριστοτέλης συντάσσεται συνολικά εναντίον της και, συγκεκριμένα, εναντίον της
ίδιας της δημοκρατικής αρχής.
Η άποψη αυτή, συγκρατεί
από το επιχείρημά του, την κριτική που ασκεί στη ριζοσπαστική δημοκρατία και,
κατά τούτο, στην ημαρτημένη δημοκρατία. Η γενίκευσή της επομένως, αντιλέγει
στην αδιαμφισβήτητη, όπως είδαμε, επιλογή του υπέρ της ορθής (δημοκρατικής) πολιτείας. Το γεγονός ότι, αποκαλεί την ορθή
δημοκρατία, απλώς «πολιτεία», δεν αντιλέγει στο ότι το σύνολο του αξιακού και
θεσμικού οπλοστασίου της δημοκρατικής αρχής/πολιτείας, συγκαταλέγεται στις
επιλογές του.
Από την άλλη, η ορθή
δημοκρατική πολιτεία ή, απλώς, «πολιτεία» του Αριστοτέλη, έρχεται σε καταφανή
αντίθεση προς το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας.
Πρώτον διότι,
απουσιάζει από αυτό η δημοκρατική αρχή, ήτοι ο σκοπός της δημοκρατικής
πολιτείας, που είναι η καθολική (σωρευτικά, η ατομική, κοινωνική και πολιτική)
ελευθερία. Το νεοτερικό πολιτικό σύστημα, επιλέγει μονοσήμαντα την ατομική ελευθερία, προβάλλοντας ως
αναιρετική της ελευθερίας αυτής, την πολιτική/κοινωνική ελευθερία[5]. Ορισμένοι
μάλιστα, αρχής γενομένης από τους θυασώτες του δυτικο-ευρωπαϊκού διαφωτισμού θα
ταξινομήσουν τη δημοκρατία στις απολυταρχίες, αγνοώντας το στοιχειώδες. Ότι η
απολυταρχία όπως και ο ολοκληρωτισμός προϋποθέτουν όχι μόνο τη συγκέντρωση της
απόλυτης εξουσίας στα χέρια κάποιου ή κάποιων αλλά και την ύπαρξη του
υποκειμένου της κυριαρχίας. Εν προκειμένω της κοινωνίας. Εάν όμως η κοινωνία
δεν είναι ιδιώτης, δηλαδή αποκλεισμένη από την πολιτεία, όπως συμβαίνει στη
δημοκρατία, απουσιάζει το υποκείμενο της κυριαρχίας. Λογικά σκεφτόμενοι θα
λέγαμε ότι θα ήταν παράδοξο η κοινωνία που ενσαρκώνει την πολιτεία υποβάλει
εαυτήν σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Το ίδιο θα έπρεπε να δεχθούμε τότε
αναλογικά και για τον απολυταρχικό ή τον ολοκληρωτικό άρχοντα!
Δεύτερον, διότι απουσιάζει,
επίσης, η προϋπόθεση της δημοκρατικής πολιτείας, η πολιτική θέσμιση της κοινωνίας των πολιτών (ο δήμος) και η περιέλευση
σ’αυτήν της κυρίας πολιτικής αρμοδιότητας. Θα έλεγα μάλιστα ότι, απουσιάζει
από το νεοτερικό πολιτικό σύστημα ακόμη και η αντιπροσωπευτική αρχή, την οποία άλλωστε η σύγχρονη σκέψη επέλεξε
να την ταυτίζει με τη δημοκρατία. Το πολιτικό σύστημα της εποχής μας, κατέχεται
εξ αδιαιρέτου από το νομικό πλάσμα του κράτους, εν είδει ιδιοκτησίας, η δε
κοινωνία υπέχει θέσιν ιδιώτου. Ο φορέας της πολιτικής εξουσίας είναι συγχρόνως εντολέας και εντολοδόχος. Ο
πολίτης, ως εκ τούτου, είναι υπήκοος του κράτους, όχι εταίρος της πολιτείας.
Υπό το πρίσμα αυτό το πολιτικό σύστημα της εποχής μας δεν είναι ούτε
αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό. Άλλωστε ή το ένα ή το άλλο θα
ηδύνατο να είναι, καθώς η συνύπαρξη και των δύο στην ίδια πολιτεία μόνο με
θαύμα θα ήταν εφικτή.
Ώστε, στην πολιτική
τυπολογία του Αριστοτέλη, το σημερινό πολιτικό σύστημα ταξινομείται ως μια
απλώς «εκλόγιμη» μοναρχία, δηλαδή
στην κατηγορία της αυστηρά πρώιμης,
μοναρχικά δομημένης ολιγαρχίας.
Με άλλα λόγια, ο
Αριστοτέλης, επιλέγει αναντιλέκτως την μέση
δημοκρατία ως την πλέον ορθή πολιτεία,
προς την οποία αντιλέγει απολύτως η καθόλα
ολιγαρχική νεοτερική σκέψη και πράξη.
Από μια άλλη άποψη, η
ανωτέρω προσέγγιση του Σταγειρίτη μας επαναφέρει στο θεμελιώδες πρόβλημα της
εποχής μας. Την απουσία μιας θεμέλιας γνωσιολογίας, της οποίας πρωταρχικό
καθήκον θα είναι η αποκάθαρση των εννοιών από τις ιδεολογικές αναγομώσεις με
τις οποίες τις φόρτωσε από άγνοια, πολλάκις δε ηθελημένα η νεοτερικότητα. Η
γνωσιολογία αυτή καλείται να δώσει απαντήσεις σχετικά με την εννοιολογία και
την τυπολογία των κοινωνικών φαινομένων, τον εξελικτικό τους χρόνο, ήτοι μια κοσμοσυστημική
περιοδολόγηση της κοσμοϊστορίας και, συνακόλουθα, την αυτοσυνείδηση σε ό,τι
αφορά στο στάδιο που διέρχεται ο παρών ανθρωποκεντρικός κόσμος και την
αποσαφήνιση των φάσεων του μέλλοντός του.
[1] Ανακοίνωση στο Παγκόσμιο συνέδριο για τα 2400 χρόνια
από τη γέννηση του Αριστοτέλη, στη Θεσσαλονίκη (ΔΙΚΑΜ/ΑΠΘ, 23-29/5/2016)
[2] Υπολογίζει ότι
στην Αθήνα ζούσαν ως μισθωτοί στις υπηρεσίες του δήμου (πλην των «ανωνύμων»
αρχών), πλέον των 35000 πολιτών.
[3]
Δεν προκύπτει εάν ο Σταγειρίτης διέκειτο ευνοϊκά ή μη στην ιδέα της κλήρωσης
των αρχών. Όντως, με την εκλογή των αρχών αφήνεται περισσότερος χώρος στους
γνωρίμους. Ωστόσο, είναι μάλλον βέβαιο ότι διάκειται ευνοϊκά προς την συνοδικότητα
των αρχών.
[4] Πολιτικά, 1292b,
11-18. Σχετικά, Γ.Κοντογιώργης, Η θεωρία
των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 1982, σελ. 336
επ. Εντούτοις, συνεπής με την γενική προβληματική για τη σταθερότητα της
πολιτείας, θα επισημάνει ότι κάθε πολιτεία για να διατηρηθεί στο χρόνο οφείλει
να μεριμνά ώστε οι πολίτες της να εθίζονται στο πολιτεύεσαι κατά το «έθος και
την αγωγήν» της.
[5] Παρέλκει να
υπογραμμίσω επίσης ότι η νεοτερική επιστήμη διδάσκει ότι οι «Αρχαίοι» και
συγκεκριμένα η δημοκρατία δεν γνώρισε την ατομική ελευθερία. Δεν αναλογίζεται
προφανώς τι σημαίνει ο ισχυρισμός αυτός.
Ότι ο πολίτης ηδύνατο να αυτοκυβερνάται πολιτικά αλλά να παραμένει δούλος ή
δουλοπάροικος!... Ή ενδεχομένως από τη στιγμή που κατέκτησε την πολιτική του
αυτονομία (την κοινωνική και πολιτική ελευθερία) αποστέρησε από τον εαυτό του
της ατομική ελευθερία. Να υποθέσουμε άραγε ότι ο πολίτης ως πολιτικά ελεύθερη
οντότητα μετάβαλε εαυτόν σε δούλο του εαυτού του; Όπως έχω διδάξει πολλές φορές
η ατομική ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνη της στην πρώιμη ανθρωποκεντρικά
εποχή, όχι όμως η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία. Οι οποίες προϋποθέτουν
την βίωση ήδη της ατομικής ελευθερίας. Ομοίως όσο το άτομο διευρύνει το πεδίο
της ελευθερίας στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό, τόσο και η ατομική
ελευθερία διευρύνει το δικό της εύρος. Βλέπε σχετικά στο έργο μου, Η δημοκρατία
ως ελευθερία, όπ.παρ.
1 σχόλιο:
Σας ευχαριστώ πολύ. Με αφορμή την επισήμανσή σας ξαναδιέτρεξα το κείμενο και βρήκα ακόμη δύο αβλεψίες/μαργαριτάρια!...
Δημοσίευση σχολίου