Γιώργος Κοντογιώργης
Γλώσσα και ελευθερία. Το ζήτημα της «Δημοκρατίας» στην
Ευρωπαϊκή Ένωση[1]
1) Η διευκρίνιση της
θέσης που κατέχει η γλώσσα στο αξιακό κεκτημένο της ελευθερίας αποτελεί μια
πολυσήμαντη παράμετρο η οποία εγγράφεται αμέσως στην προβληματική για την φύση
της πολιτείας, δηλαδή για το στάδιο που διέρχεται το ανθρωποκεντρικό
κοσμοσύστημα. Η γενική αυτή επισήμανση υποδηλώνει ότι η θέση της γλώσσας και,
κατ’επέκταση, οι λειτουργίες της στο περιβάλλον της κοινωνίας διαφοροποιούνται
αναλόγως του αναπτύγματος της ελευθερίας. Διαφορετική θα είναι η θέση (και οι
λειτουργίες) της γλώσσας εάν η ελευθερία περιορίζει το διακύβευμά της στον
ιδιωτικό βίο του ανθρώπου (η ατομική ελευθερία) και στην επιβεβαίωση του
συλλογικού του «είναι» έναντι του «άλλου», απ’ό,τι εάν επικρατούν σωρευτικά
προς αυτήν, η κοινωνική, η πολιτική ελευθερία και, οπωσδήποτε, η ελευθερία που
συναντάται με την πολυσημία του συνόλου ταυτοτικού γινομένου της κοινωνίας. Και
τούτο διότι το ανάπτυγμα της ελευθερίας παραπέμπει σε ένα διαφορετικό
κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα, σε μια διαφορετική επίσης θέαση του
συλλογικού «είναι».
Υπό την έννοια αυτή,
αποκτά καταστατική σημασία η διαπίστωση ότι η
νεοτερικότητα αντιμετωπίζει το σύγχρονο πολιτικό σύστημα υπό το πρίσμα
μιας παραδοχής, η οποία μεθοδολογικά και γνωσιολογικά –δηλαδή στο μέτρο που το
ενδιαφέρον της επιστήμης θα εστιαζόταν στη
διερεύνηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του- θα όφειλε να αποτελεί το σημείο της
αφετηρίας. Όντως, το σύγχρονο πολιτικό σύστημα ορίζεται ως εκ φύσεως δημοκρατικό.
Απομένει, επομένως, να διατυπωθούν ορισμένες υποθέσεις ή κριτικές παρατηρήσεις προκειμένου
να διαπιστωθεί το ενδεχόμενο έλλειμμά του, όχι η δημοκρατική του ιδιοσυστασία.
Η παραδοχή αυτή δεν
λειτουργεί απλώς νομιμοποιητικά προς ένα σύστημα, αποδίδοντάς του ιδιότητες που
δεν προσιδιάζουν στον χαρακτήρα του. Εγκιβωτίζει ιδίως τη γνωσιολογία του
ενγένει κοινωνικού φαινομένου στον μικρόκοσμο της «επικαιρότητας», η οποία
ανάγεται σε αρχέτυπο αναφοράς.
Με δεδομένη την
διαπίστωση αυτή, η προσέγγιση ενός φαινομένου όπως η γλώσσα οριοθετείται περιοριστικά
από τις προϋποθέσεις του πολιτικού συστήματος της νεοτερικότητας.
Σε ό,τι με αφορά, εντούτοις,
εκτιμώ ότι η σχέση μεταξύ γλώσσας και ελευθερίας δεν δύναται να γίνει κατανοητή
παρά μόνο υπό το πρίσμα της διευκρίνισης της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή της φύσης
του νεότερου πολιτικού συστήματος. Διότι, όπως μόλις ειπώθηκε, το σύστημα
αποφασίζει, σε τελικά ανάλυση, ποιά ελευθερία απολαμβάνουμε και, στο πλαίσιο
αυτό, για τις λειτουργίες που αναλαμβάνει να εκπληρώσει η γλώσσα.
Από την πλευρά μου,
λαμβάνω ως σημείο εκκίνησης την υπόθεση[2] ότι ούτε το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε
το σύστημα του κράτους-έθνους είναι δημοκρατικό. Όντως, στην αρχετυπική της πρόσληψη,
η δημοκρατία προϋποθέτει την αυτονομία
της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή την
κατάργηση του καταμερισμού των κοινωνικών
και των πολιτικών έργων, η οποία απολήγει στην κατάργηση της ιεράρχησης των
σχέσεων και, εν προκειμένω, στη συγκρότηση της κοινωνίας με όρους μη εξουσίας.
Η επισήμανση αυτή εγείρει, προφανώς, το ζήτημα της υπέρβασης της κληρονομημένης
από το δεσποτικό κοσμοσύστημα γενικής αρχής ότι το (οικονομικοκοινωνικό και
πολιτικό) σύστημα, κάθε σύστημα όπως όλα τα «πράγματα», είναι υποκείμενο ιδιοκτησίας,
ανήκει δηλαδή εξορισμού στην ιδιοκτησία τρίτου τινός, πέραν της κοινωνίας. Στη
δημοκρατία, αντιθέτως, το σώμα της κοινωνίας των πολιτών επενδύεται το πολιτικό
σύστημα, όχι το κράτος.
Ας υποθέσουμε, ωστόσο,
ότι αποδεχόμαστε προς στιγμήν, για τις ανάγκες του επιχειρήματος, τον ορισμό
της δημοκρατίας που διακινεί η ιδεολογία της νεοτερικότητας. Στην περίπτωση
αυτή, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το νεότερο πολιτικό σύστημα είναι κατ’ελάχιστον
αντιπροσωπευτικό.
Η αντιπροσωπευτική αρχή διακηρύσσει τη συνάντηση των (διαφορετικών)
κατόχων των ιδιοτήτων του εντολέα και
του εντολοδόχου στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος. Όχι
την ενσάρκωση των ιδιοτήτων αυτών από τον ίδιο πολιτειακό φορέα. Στο νεότερο
σύστημα διαπιστώνουμε ότι οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξολοκλήρου από
τους φορείς του κράτους. Εξού και το κράτος
ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα, ενσαρκώνει την πολιτική λειτουργία και
προσδιορίζει το σκοπό της πολιτικής. Η πολιτική εξουσία του κράτους δεν εντέλλεται
να θεραπεύει το συμφέρον ή τη θέληση της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να μπορεί
να ειπωθεί ότι η «πολιτεία» της συνάδει με το κοινό συμφέρον. Ορίζεται ρητά ότι οφείλει να υπηρετεί έννοιες όπως το
γενικό, το δημόσιο ή το εθνικό συμφέρον, οι οποίες έχει ήδη
μεριμνήσει να μην συνδέονται με το σώμα της κοινωνίας των πολιτών, αλλά με την
αυθεντική βούληση των φορέων του κράτους.
Ως απόρροια της σχέσης
αυτής μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού πεδίου, που εισάγει το νεότερο πολιτικό
σύστημα, προκύπτει ότι οι κάτοχοι της πολιτικής εξουσίας του κράτους δεν
θεωρείται ότι υπέχουν ευθύνη ενώπιον της δικαιοσύνης για την πολιτική τους
λειτουργία. Και, περαιτέρω, δεν αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον για
την πολιτική, προκειμένου να ελέγξει και, ενδεχομένως, να ζητήσει ευθύνες από
τον πολιτικό ή, πολλώ μάλλον, να ανακαλέσει την εντολή του. Δικαίως αφού ο
πολιτικός αντιπροσωπεύει το «έθνος», το «γενικό» ή το «δημόσιο» συμφέρον, έννοιες
οι οποίες, όπως είδαμε, στη νεοτερικότητα, αποσυνδέονται ρητά από την κοινωνία
των πολιτών και, ως εκ τούτου, δεν συνέχονται με τη βούλησή της ούτε με το
συμφέρον της.
Η κοινωνία των πολιτών
παραμένει εγκιβωτισμένη εκτός του πολιτικού συστήματος, σε ένα καθεστώς που
προσιδιάζει στην ιδιωτική σφαίρα. Εξού
και δεν συγκροτεί πολιτειακό σώμα (η έννοια του δήμου), την εκ των ων ουκ άνευ
προϋπόθεση για να βουλεύεται και να μορφώνει αποφασιστική άποψη για τα πράγματα
της πολιτείας. Το καθεστώς αυτό εξηγεί γιατί δεν προβλέπονται μηχανισμοί
εναρμόνισης των πολιτικών του κράτους με την «βούληση» της κοινωνίας. Η διάσταση
που παρατηρείται μεταξύ της εκπεφρασμένης βούλησης της κοινής γνώμης και της
κυβέρνησης είναι τρέχουσα όσο και αποκαλυπτική του ελλείμματος αυτού[3].
Τί απομένει λοιπόν;
Μπορούμε να συναγάγουμε ότι το νεότερο
σύστημα, που ταξινομείται στη δημοκρατική τυπολογία με το επιχείρημα ότι
είναι αντιπροσωπευτικό, δεν αναγνωρίζει παρά μια νομιμοποιητική λειτουργία στην
ψήφο της κοινωνίας προς την πολιτική τάξη. Εν προκειμένω, η κοινωνία των
πολιτών επενδύεται στιγμιαία το θεσμικό σώμα της πολιτείας για να καλύψει την
ανάγκη του μετα-δεσποτικού κράτους να προικισθεί με πολιτικό προσωπικό. Όμως, η
διαφορά μεταξύ νομιμοποιητικής ψήφου
και αντιπροσωπευτικής ψήφου είναι
θεμελιώδης. Το έλλειμμα αντιπροσώπευσης[4] του
νεότερου πολιτικού συστήματος διευκολύνει, εξάλλου, την αξιολόγησή του υπό το
πρίσμα της επιχειρησιακής του
αποτελεσματικότητας[5]. Είναι αποτελεσματικό υπό
το πρίσμα του σκοπού της πολιτικής που του έχει καθορισθεί, όχι με γνώμονα το
συμφέρον της σύνολης κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, πίσω από την
προβληματική για τη φύση ή την αποτελεσματικότητα του κράτους κρύβεται το
ζήτημα της ελευθερίας. Θα επικαλεσθώ ένα μόνο παράδειγμα, εκείνο της νεότερης
εποχής και τις προεκτάσεις του στην ελληνική περίπτωση. Όντως, η εποχή της
πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης του νεότερου κόσμου προέταξε το δόγμα του
ενός κράτους και της ομοιογενούς κοινωνίας το οποίο συνεπήγετο την αποδοχή της
μονογλωσσίας στην επικράτεια. Στην ελληνική περίπτωση το δόγμα αυτό, μολονότι
έφερε σε άμεση αντιπαράθεση τις παρατάξεις των «δημοτικιστών» και των
«καθαρευουσιάνων», υπέκρυψε το γεγονός της ομοφωνίας τους στο ζήτημα της
ολοσχερούς εξάλειψης της «διαλεκτικής» πολυσημίας της ελληνικής γλώσσας, την ο
οποία δημιούργησε η σταδιοδρομία του ελληνισμού με όρους κοσμοσυστήματος.
2) Η αναφορά στη
δημοκρατία θα είχε, οπωσδήποτε, μια κάποια σημασία εάν ετοποθετείτο ως η προοπτική
συνιστώσα προς την οποία κατατείνουν σε βάθος χρόνου οι σύγχρονες κοινωνίες.
Εάν, με άλλα λόγια, η Ευρώπη αντιμετωπισθεί υπό το πρίσμα του ορίζοντα της
δημοκρατίας και, μάλιστα, ως η ανθρωποκεντρική «ατμομηχανή» του σύγχρονου
κόσμου. Διότι, σε τελική ανάλυση, η δημοκρατική αρχή διδάσκει ότι η επιχειρησιακή διάσταση της πολιτικής
μπορεί να είναι συμβατή με το πρόταγμά της, ότι δεν αντιβαίνει τη βούληση και,
μάλιστα, την ελευθερία ενός πολιτειακά συγκροτημένου σώματος της κοινωνίας των πολιτών.
Η επισήμανση αυτή εισάγει
την ανάγκη της διάκρισης μεταξύ της κοινωνίας
των πολιτών και της «κοινωνίας
πολιτών» (civil society) αφενός, της ελευθερίας
και των δικαιωμάτων, αφετέρου. Διαπιστώσαμε
ήδη ότι η νεοτερικότητα δεν αναγνωρίζει την κοινωνία των πολιτών ως υπαρκτή
πολιτική κατηγορία ούτε αποδέχεται ότι συντρέχει μεταξύ της ελευθερίας και του
δικαιώματος κάποια διαφορά.
Εντούτοις, η κοινωνία των
πολιτών, ως πολιτική κατηγορία, αποτελεί συστατική παράμετρο της δημοκρατίας
και, υπό μια έννοια, της αντιπροσώπευσης. Υπονοεί την πολιτειακή συγκρότηση του
κοινωνικού σώματος, τη μετάλλαξή του σε δήμο, σε οργανικό θεσμό του πολιτικού
συστήματος. Η «κοινωνία πολιτών», από την πλευρά της, προσιδιάζει σε ένα προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα, αποδίδει
μια ενδιάμεση βαθμίδα κοινωνικών δυνάμεων, τις «ομάδες πίεσης» που εξέχουν της
κοινωνίας και διαμεσολαβούν μεταξύ αυτής και του κράτους.
Η διαφορά είναι
θεμελιώδης, παραπέμπει δε στην άλλη διάκριση, που μόλις ανέφερα, μεταξύ ελευθερίας και δικαιώματος. Η ελευθερία
ορίζει το πεδίο της αυτονομίας που
απολαμβάνει το ανθρώπινο ον στο πλαίσιο της κοινωνίας. Το δικαίωμα οροθετεί το κοινωνικό και πολιτικό εύρος της ατομικής ελευθερίας που απολαμβάνουν τα μέλη
της κοινωνίας των πολιτών. Συνεπώς, η ελευθερία προσδιορίζει την πραγματική
δυνατότητα του ανθρωπίνου όντος να συγκροτηθεί με όρους αυτονομίας ή, με διαφορετική διατύπωση, να αυτοκαθορίζεται, μη υποκείμενο
στην εξουσία τρίτου τινός. Το δικαίωμα επιφυλάσσει στο ανθρώπινο ον ένα
καθεστώς ετερονομίας, επιζητώντας να
περιορίσει ή να ελαφρύνει τα αποτελέσματά του. Ώστε, εκεί όπου διαπιστώνεται η
ύπαρξη δικαιωμάτων, απουσιάζει η ελευθερία. Και αντιστρόφως.
Προκύπτει, επομένως, ότι
σε αντίθεση με τη δημοκρατία που ενσωματώνει στο «είναι» της την καθολική ελευθερία (την ελευθερία σε
όλες της τις εκφάνσεις: την ατομική, την κοινωνική και την πολιτική) το
σύγχρονο πολιτικό σύστημα εδράζεται στην ατομική ελευθερία, ενώ το κοινωνικό
και πολιτικό πεδίο το προσεγγίζει με όρους δικαιώματος.
3) Έχοντας προηγουμένως
οροθετήσει το εννοιολογικό πλαίσιο της ελευθερίας και το πραγματολογικό
περιβάλλον των σύγχρονων κοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, δυνάμεθα εφεξής να διερωτηθούμε για τη σχέση μεταξύ της νεότερης ελευθερίας και της γλώσσας. Σε ποιό βαθμό το καθεστώς που αναγνωρίζεται
στη γλώσσα είναι εναρμονισμένο με την ατομική ελευθερία και τα
κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα που διακινεί η ιδεολογία της νεοτερικότητας;
Το ζήτημα της γλώσσας
συναντά την ελευθερία, εν προκειμένω, σε δύο επίπεδα: (α) σ’εκείνο της
πολιτισμικής διαφοράς και, συγκεκριμένα, του καθεστώτος του συλλογικού «άλλου».
Και (β) σ’εκείνο της θέσης του ατόμου μέσα στη συλλογική κοινότητα.
Σε ό,τι αφορά στο
κράτος-έθνος, γνωρίζουμε ότι εξακολουθεί να ταλαντεύεται ανάμεσα στην
αναγνώριση ή στην μη αναγνώριση του καθεστώτος της μειονότητας στον συλλογικό
«άλλο». Επομένως, δεν υπάρχει καταρχήν χώρος, ώστε μια εθνοτική ή, γενικότερα,
πολιτισμική ομάδα να συγκροτηθεί σε πολιτική κοινότητα ή να αναδειχθεί σε
εταίρο του κράτους. Ο τύπος της ομοσπονδίας, τον οποίο ωστόσο το κράτος-έθνος
αντιμετωπίζει ως απλή ιδιαιτερότητα, αναγνωρίζει τον «άλλο» ως απλή πολιτική
κατηγορία, δεν του αποδίδει όμως μια συστατική εταιρική θέση στο κεντρικό
κράτος. Το εταιρικό σύστημα το εμπραγματώνει μόνον η συμπολιτεία[6].
Εντούτοις, είτε πρόκειται
για την ελευθερία του συλλογικού «άλλου» στο εσωτερικό του κράτους είτε για την
ελευθερία του ατομικού «άλλου» στο πλαίσιο της συλλογικής ομάδας, η άσκησή της
προϋποθέτει την δυνατότητα της επικοινωνίας. Η γλώσσα, υπό την έννοια αυτή,
είναι το εκ των ων ουκ άνευ μέσον επικοινωνίας. Και στην φυσική και στην τεχνοδικτυακή
επικοινωνία, η συμμετοχή του ατόμου στην κοινωνική και στην πολιτική διαδικασία
είναι αδιανόητη χωρίς την κατοχή του αναγκαίου οχήματος της γλώσσας.
Εν τέλει, η γλώσσα είναι
συγχρόνως το θεμελιώδες μέσον για τη σφυρηλάτηση της συνείδησης του συλλογικού
«άλλου» -άρα και της πολιτισμικής του διαφοροποίησης- και της κοινωνικής και
πολιτικής ενσωμάτωσης. Τούτο εξηγεί ευρέως τη συστηματική καταστολή της
γλωσσικής πολυσημίας που εφαρμόσθηκε από τη δεσπόζουσα πολιτικά εθνική
συνιστώσα, στο όνομα της κυριαρχίας του κράτους, με πρόσημο το δόγμα του: ένα
κράτος που ενσαρκώνει το ενιαίο πολιτειακό σύστημα ένα και μοναδικό έθνος, μια
ομοιογενής κοινωνία.
4) Η μεταμόρφωση της πολιτικής Ευρώπης από μια
ζώνη ελευθέρων συναλλαγών σε πολιτικό σύστημα, στη συνέχεια της συνθήκης του
Μαάστριχτ (1992), αποτελεί, εν προκειμένω, μια μείζονα αλλαγή. Το πολιτικό αυτό
σύστημα της Ένωσης τοποθετείται υπεράνω των πολιτικών συστημάτων των
κρατών-μελών. Την ίδια στιγμή όμως η Ένωση συγκροτείται ως πολιτικό σύστημα από
τα κράτη-μέλη. Διαθέτει ένα δικό του δημόσιο χώρο, ο οποίος εντούτοις συντίθεται
και υπόκειται ως προς τη διαχείρισή του στην ευθύνη των εθνικών κρατών.
Κατά τούτο, το πολιτικό
σύστημα της Ένωσης μπορεί να χαρακτηρισθεί όχι ως ομοσπονδία, αλλά ως η
συνάντηση και, επέκεινα, η ένωση ανεξάρτητων κρατών, την οποία το ελληνικό
κοσμοσύστημα τη βίωσε υπό το όνομα της συμπολιτείας.
Οπωσδήποτε, το θεμέλιο
του πολιτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι το ίδιο με εκείνο του κράτους-έθνους.
Η καταστατική ιδέα του νεότερου κράτους είναι το έθνος. Η ιδέα ακριβώς αυτή
μονοπώλησε επί μακρόν το σκοπό της πολιτικής
του κράτους και τροφοδότησε το δόγμα της ενότητας της πολιτείας και της
ταυτοτικής ομοιογένειας της κοινωνίας. Γεγονός που αποδίδεται με την απουσία ανοχής
έναντι του «άλλου» και, τελικά, με την άρνηση σ’αυτόν επί μακρόν του καθεστώτος
της μειονότητας. Διευκρινίζεται ότι το καθεστώς της μειονότητας αναγνωρίζει
στον «άλλο» όχι την ελευθερία, αλλά το απλό ταυτοτικό δικαίωμα.
Στο μέτρο που η Ευρωπαϊκή
Ένωση είναι συμπολιτειακή, προσλαμβάνεται ως μια πολυ-εθνική οντότητα. Είναι
επίσης πλουραλιστική στο επίπεδο του πολιτειακού συστήματος. Επιπλέον, καθώς
συγκροτεί ένα πολιτικό σύστημα χωρίς
κράτος, δεν προορίζεται να είναι πολιτικά κυρίαρχη. Τέλος, έχοντας
εισαγάγει στο ταυτοτικό της οπλοστάσιο τη διακήρυξη της «δημοκρατικής» ιδέας -με
την έννοια που διευκρινίζεται ανωτέρω- είναι ανοιχτή και, μάλιστα, έτοιμη να
προβάλει το μήνυμα της ελευθερίας έναντι του «άλλου».
Οι αξιόλογες αυτές
διαφορές της Ένωσης έναντι του κράτους-έθνους συντελούν ώστε στο επίπεδο του
ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος να μην υιοθετείται μόνο μια επίσημη γλώσσα.
Όλες οι εθνικές γλώσσες, που έχουν το καθεστώς της επίσημης γλώσσας στο πλαίσιο
των κρατών μελών, αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Όμως, η πολιτική
Ευρώπη, καθώς συγκροτείται ως σύστημα από τα κράτη μέλη της, δεν απευθύνεται
ευθέως στις πολιτισμικές ομάδες που στεγάζονται στο εσωτερικό τους, στα
ομόσπονδα κράτη ή στις περιφέρειες.
Εντούτοις, η συγκρότησή
της σε υπερκείμενη των κρατών μελών πολιτεία και, συγχρόνως, η «δημοκρατική»
της προοπτική, προσφέρει στους θεσμούς της μια ευρεία ευελιξία. Μπορούμε,
ενείδει παραδείγματος, να επικαλεσθούμε το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, που προορίζεται να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επικαλούμαι
επίσης τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα υποψήφια μέλη στο πεδίο των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας των μειονοτήτων[7].
Από την άλλη, η χαλάρωση
της πολιτικής κυριαρχίας των κρατών μελών, παραχωρεί αναπόφευκτα ένα μεγαλύτερο
έδαφος ελευθερίας στις επιμέρους πολιτισμικές κοινότητες. Το οποίο, με τη σειρά
του, τις ενθαρρύνει, στο πλαίσιο της Ένωσης, να επιδιώξουν την χειραφέτησή τους
και να διεκδικήσουν ένα θεσμικό ρόλο στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου τόσο του
κράτους όσο και του συστήματος της πολιτικής Ευρώπης. Η ανθρωποκεντρική φάση
που διέρχεται ο νεότερος κόσμος απέχει όντως πολύ από του να αναγνωρίσει στις
μειονότητες ένα καθεστώς πολιτικής αυτονομίας και, μάλιστα, εταίρου του
κράτους. Συνομολογείται, ωστόσο, το δικαίωμά τους να βιώνουν και, μάλιστα, να
θεραπεύουν ακώλυτα τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες[8]. Στο
πλαίσιο αυτό, η γλωσσική διαφοροποίηση αναδεικνύεται σε κεντρικού παράγοντα της
ταυτοτικής πολυσημίας, τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών.
Συνάγεται λοιπόν ότι το ζήτημα της γλωσσικής ταυτότητας προσεγγίζεται
από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δύο επίπεδα: σ’ εκείνο της κεντρικής πολιτείας της
Ένωσης όπου αναγνωρίζονται αποκλειστικά οι επίσημες γλώσσες των κρατών μελών.
και στο εσωτερικό των κρατών μελών, όπου εκτός της ή των επίσημων γλωσσών,
γίνεται καταρχήν αποδεκτή η γλωσσική πολυσημία, δηλαδή η χρήση ως ένα βαθμό των
μειονοτικών γλωσσών στο περιβάλλον της κρατικής κοινωνίας και, ενδεχομένως, στο
επίπεδο των ομοσπόνδων πολιτειών, των περιφερειών κλπ.
Από την άποψη αυτή, η
γλώσσα προβάλλει ως δηλωτικός αν όχι και συστατικός παράγων της ελευθερίας του συλλογικού
«άλλου». Κατά συνέπεια, η πρόταξη του μονογλωσσικού
-θα έλεγα δε και του ολιγογλωσσικού-
ή του πολυγλωσσικού επιχειρήματος
εγείρει αδιαμφισβήτητα το ερώτημα του πολιτισμικού και του πολιτικού χαρακτήρα
της Ευρώπης. Η επιλογή της μονο-(ή ολιγο-)γλωσσίας υποκρύπτει μια θέληση πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας
στο πλαίσιο της Ένωσης. Εξού και η προσέγγιση του ζητήματος υπό το πρίσμα της
οικονομικής επιβάρυνσης -που προωθείται από την γραφειοκρατία των Βρυξελλών και
από ορισμένες χώρες- αποκτά μια αναμφίβολη ιδεολογική και, περαιτέρω, πολιτική σημασία.
Πρώτον, διότι η ελευθερία δικαιολογεί τη δαπάνη αυτή, όπως άλλωστε
δικαιολογείται και το οικονομικό κόστος των εκλογών, της λειτουργίας του
κοινοβουλίου ή της ευρωπαϊκής επιτροπής. Δεύτερον, επειδή ουσιαστικά, η
μετάβαση στην τεχνολογική εποχή προσφέρεται για την επίλυση του προβλήματος,
μεσοπρόθεσμα. Κατά τούτο, εγείρεται το ερώτημα γιατί η Επιτροπή δεν
χρηματοδοτεί τη βελτίωση του συστήματος της αυτόματης μετάφρασης την οποία
χρησιμοποιεί ευρέως ήδη στις εργασίες της.
5. Η σχέση μεταξύ γλώσσας
και ελευθερίας αποβαίνει πιο εμφανής όταν εξετάζει κανείς τη θέση του
ατόμου/πολίτη στο εσωτερικό του πολιτειακού μορφώματος. Ας λάβουμε ως
παράδειγμα το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Μπορούμε να συμφωνήσουμε, νομίζω, ότι
στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και
πολιτικής. Διαπιστώσαμε επίσης ότι στα νεότερα πολιτικά συστήματα,
συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακηρυγμένος στόχος
αποτελεί η εμπραγμάτωση των πολιτικών δικαιωμάτων και όχι προφανώς της
πολιτικής ελευθερίας. Ομολογείται τέλος ότι η Ένωση δεν αναγνωρίζει την έννοια
του στιγμιαίου δήμου –του θεσμημένου
πολιτειακά κοινωνικού σώματος- που θα είχε την αρμοδιότητα να εισφέρει
νομιμοποίηση στους φορείς της ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας, όπως στην
περίπτωση του κράτους έθνους[9]. Δεν
απομένει λοιπόν παρά η δυνατότητα του ατόμου/πολίτη να επικοινωνεί με τις
διάφορες βαθμίδες της κοινοτικής εξουσίας ή, ενδεχομένως, να συμμετέχει ως
αξιωματούχος σ’αυτές.
Αν λάβουμε υπόψη τη
διευκρίνιση αυτή, μπορούμε ευκόλως να αντιληφθούμε την εξόχως συμβολική ή, υπό
μια έννοια, πραγματική σημασία που αποκτά το ζήτημα της γλώσσας στο πλαίσιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γλώσσα αποβαίνει το κατεξοχήν επικοινωνιακό όχημα για τη
συμμετοχή του πολίτη στην πολιτική δυναμική, όσο περιορισμένη και αν αυτή είναι:
για την ενημέρωσή του σε ό,τι αφορά στις αποφάσεις των οργάνων της εξουσίας που
τον αφορούν, για τη συμμετοχή του στους πολιτικούς και διοικητικούς ευρωπαϊκούς
θεσμούς, αλλά και σε μεγάλο αριθμό εθνικών θεσμών, τουλάχιστον σε εκείνους που
οφείλουν να διαλέγονται με τις υπηρεσίες της Ένωσης. Τέλος, για να προσεγγίσει
ή να αντλήσει όφελος από τις δημόσιες υπηρεσίες της Ένωσης κλπ.
Η επιλογή υπέρ της
ευρωπαϊκής μονο-γλωσσίας ή, έστω, της
ολιγο-γλωσσίας, προόρισται να μεταβάλλει
πράγματι το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τιμοκρατικό σύστημα. Άλλοτε το τίμημα
συνδεόταν με την ιδιοκτησία. Το δικαίωμα της ψήφου και, περαιτέρω, της
πολιτειότητας, επιφυλασσόταν σ’ αυτούς που μπορούσαν να δικαιολογήσουν την
κατοχή ενός ελαχίστου ιδιοκτησίας. Εν προκειμένω, το τίμημα θα συνδέεται με τη
γλώσσα. Η Ένωση θα ανήκει σ’ αυτούς που κατέχουν επαρκώς την αγγλική ή, έστω,
την αγγλική και μια ακόμη γλώσσα. Έτσι, η Ευρώπη θα μετακινηθεί και τυπικά[10] προς
ένα σύστημα το οποίο, πίσω από τις διακηρύξεις (για την ισότητα των ευκαιριών
κλπ), θα συγκαλύπτει μια ελιτιστική ή, ορθότερα, αριστοκρατική ιδιοσυστασία.
Το πολιτικό της σύστημα,
όπως ακριβώς και το κοινωνικό και το οικονομικό ομόλογό του, θα κληθεί, στο
πλαίσιο αυτό, να διερμηνεύσει το διακύβευμα της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας
της πολιτικής λειτουργίας της Ένωσης. Όπως όμως έχω εξηγήσει αλλού, η
επιχειρησιακή διάσταση της πολιτικής δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο. Συναρτάται
αυστηρά με το σκοπό της πολιτικής. Και ο διακηρυγμένος σκοπός της Ένωσης είναι
η προαγωγή της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς.
Υπό το πρίσμα, ακριβώς, των θεμελιωδών ελευθεριών που προάγει το σύστημα της
αγοράς καλείται να προσλάβει το σύνολο σύστημα των κοινωνιών της. Συμβαίνει
όμως το σύστημα αυτό να απηχεί, όπως και το σύνολο της εποχής της
νεοτερικότητας, μια πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση του ομολόγου κοσμοσυστήματος,
κατά την οποία την ελευθερία προσημειώνει η δεσποτική αρχή ότι το σύστημα
ανήκει όχι στους συντελεστές του (πχ στους φορείς της εργασίας και του
κεφαλαίου ή αναλόγως στο σώμα της κοινωνίας), αλλά σε διαφοροποιημένες εξουσίες
(όπως ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου ή το κράτος).
Ώστε, η κοινωνία των
πολιτών δεν δικαιούται να αμφισβητεί τη θεμέλια αυτή βάση της ευρωπαϊκής
πολιτείας. Θα έλεγα μάλιστα ότι το αξίωμα αυτό συμβαδίζει με την απαίτηση του
οικονομικού συστήματος της αγοράς να αχθεί το επίπεδο του πραγματικού πολιτικού
συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το
ζήτημα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο πεδίο της γλώσσας συνδέεται κατά τρόπο
άμεσο με τη διερώτηση για την Ευρώπη που επιθυμούμε ή προς την οποία οδεύουμε.
6. Το διακύβευμα της γλωσσικής
πολυσημίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμφανίζεται σε όλο του το εύρος
όταν το αντιμετωπίζει κανείς σε συνδυασμό με τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση».
Η «παγκοσμιοποίηση»
συνεπάγεται, μεταξύ των άλλων, την απομείωση της πολιτικής κυριαρχίας του
κράτους, όπως ακριβώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εντούτοις, η «παγκοσμιοποίηση»
ευνοεί τη μετατροπή του κράτους εξουσία
σε κράτος δύναμη[11] και, περαιτέρω,
στην προσέγγιση της πολιτικής -στο εξωτερικό αλλά υπό μια έννοια στο εσωτερικό
πεδίο- με όρους τυπικής δύναμης. Έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσει κανείς ότι όλες
οι θεωρίες που εμπνέονται από την «παγκοσμιοποίηση» διδάσκουν την αποδυνάμωση
του κανονιστικού περιβάλλοντος που εγγυάται η εξουσία του κράτους υπέρ των
σχέσεων δύναμης και, μάλιστα, την αντικατάσταση της έμμεσης αντιπροσώπευσης -που βιώνει η σύγχρονη κοινωνία- από τις ομάδες διαμεσολάβησης. Πρόκειται για το
πρόταγμα της «διακυβέρνησης» και της «κοινωνίας πολιτών», μεταξύ των άλλων.
Ώστε, παρά τα όσα
υποστηρίζονται, η «παγκοσμιοποίηση» δεν υποστέλλει τις ατομικές ή τις
συλλογικές ταυτότητες. Θα έλεγα μάλιστα ότι, για λόγους που δεν είναι του
παρόντος, συμβάλλει στην αναγέννησή τους. Η γλώσσα, όπως και τα άλλα
πολιτισμικά «στοιχεία» που συνθέτουν την ταυτοτική ιδιαιτερότητα, μεταξύ αυτών και
η θρησκεία, είναι αναμενόμενο να επανέρχονται διαρκώς στην επικαιρότητα, καθώς
οι φορείς τους θα επιδιώκουν να παρεμβληθούν στις πολιτικές ισορροπίες και,
μάλιστα, να μεταλλαχθούν σε εταίρους στη διαχείριση του συλλογικού γίγνεσθαι.
Όντως, διαπιστώνεται ότι η υιοθέτηση της αγγλικής ως οχηματικής γλώσσας του
τεχνοεπικοινωνιακού συστήματος συμβαδίζει με μια ουσιώδη ώθηση των
«μειοψηφικών» γλωσσών.[12]
Αυτό που δημιουργεί τη
διαφορά στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι τοποθετεί το ζήτημα της
«παγκοσμιοποίησης» σε ένα συγκεκριμένο πολιτειακό –εν προκειμένω της
συμπολιτείας- δεν το εγκαταλείπει στη λογική του κρατοκεντρισμού. Διακηρύσσει
μια ιδέα της «παγκοσμιοποίησης» που στεγάζεται σε ένα σύστημα συντεταγμένης
εξουσίας, δηλαδή σε ένα περιβάλλον δικαίου που συντηρεί τις θεμέλιες ελευθερίες,
και όχι σε μια «έννομη τάξη» που υπάγει τις ανθρώπινες σχέσεις στους
συσχετισμούς δυνάμεως.
Μολονότι η Ευρωπαϊκή
Ένωση, όπως ακριβώς και η «παγκοσμιοποίηση», τοποθετεί την οικονομική αγορά
στην προμετωπίδα των προτεραιοτήτων της, η διαφορά είναι κεφαλαιώδης. Η
πολιτειακή συστέγαση των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση συντελεί ώστε να
διασφαλίζεται η πολιτική ελευθερία τόσο του συλλογικού «άλλου» όσο και του
ατόμου/πολίτη στο πλαίσιο του κοινοτικού μορφώματος. Το άτομο στην Ευρωπαϊκή
Ένωση δεν αποβαίνει, επομένως, λεία της ισχύος, όπως στην περίπτωση της
πλανητικής κρατοκεντρικής πραγματικότητας. Μάλιστα, το ευρωπαϊκό πολιτειακό περιβάλλον
επιδιώκει την εμπέδωση της ιδιότητας του πολίτη πέραν του κράτους, στο πεδίο
της Ένωσης.
Συμπεραίνουμε ότι η
επιλογή μιας συμπολιτειακής ή μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, το δίλημμα μεταξύ
της εμβάθυνσης της πολιτικής Ευρώπης και
της μετάλλαξης του συστήματος της
οικονομίας της αγοράς σε πολιτικό σύστημα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την
προβληματική που χαρακτηρίζει τη συνάντηση της γλωσσικής πολυσημίας με την
ελευθερία.
Αυτό σημαίνει ότι ο
τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται το γλωσσικό ζήτημα στο επίπεδο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι συμφυής με τη λογική του πολιτικού συστήματος, δηλαδή
με το ανάπτυγμα της ελευθερίας και των δικαιωμάτων στην συγκεκριμένη περίοδο. Υπό
την έννοια αυτή, εάν η Ευρώπη θα ωφεληθεί στο ζήτημα αυτό, ο κόσμος όλος θα
γίνει επίσης πλουσιότερος. Αυτή ακριβώς η προοπτική αποτελεί σε τελική ανάλυση,
ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι είναι καλύτερα να βρίσκεται κανείς
εντός και όχι εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[1] Δημοσιεύθηκε στο Σωτήρης Ντάλης (επιμ.), Βύρων Θεοδωρόπουλος. Ο διπλωμάτης και
δάσκαλος. Κείμενα στα χνάρια της σκέψης του, Παπαζήσης, Αθήνα, 2010, σελ.
189-201.
[2] Την οποία αναπτύσσω αλλού, όπως για παράδειγμα στα
έργα μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία.
Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007 και Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της
πολιτειότητας, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2003.
[3] Αρκεί να συγκρίνει κανείς την άποψη που διατυπώνει η
κοινωνία των πολιτών στις δημοσκοπήσεις -όπου ο πολίτης αποφαίνεται ως μέλος
της συλλογικότητας- και της ακολουθούμενης από την κυβέρνηση πολιτικής, για να
διαπιστώσει τη διάσταση αυτή και, επίσης, για να εκτιμήσει τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά των απόψεων που υποστηρίζουν οι μεν και οι δε.
[4] Εννοώ, με τη διατύπωση αυτή, ότι το νεότερο σύστημα
αποτελεί όντως μια έμμεση δηλαδή συναγόμενη αντιπροσώπευση, με την έννοια ότι
το κοινωνικό και το πολιτικό συναντώνται πέραν, ή μάλλον, εκτός του πολιτικού
συστήματος, στο περιβάλλον της πολιτικής δυναμικής που τροφοδοτεί η κοινωνία
και οι κοινωνικές δυνάμεις που εξέχουν του σώματός της. Η σύγχρονη κοινωνία των
πολιτών δεν αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος. Για μια πιο αναλυτική
προσέγγιση του θέματος, βλέπε το έργο μου, Η
δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, όπ.παρ.
[5] Βλέπε σχετικά τη μελέτη μου, “Bonne gouvernance et démocratie”, στο F. Maron, I. Horga (επιμ.), Media and the Good Governance Facing
the Challenge of the E.U. Enlargement,
Βρυξέλλες, 2005, σελ. 11-27.
[6] Περισσότερα για την έννοια της συμπολιτείας, όπως την
προσεγγίζουμε εδώ, βλέπε στην εισαγωγή μου στο J-L. Quermonne, Το πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα, 2005, ή στα έργα μου, Πολίτης
και πόλις, όπ.παρ. και Η δημοκρατία
ως ελευθερία, όπ.παρ. κ.α. Επίσης, Δημ. Χρυσοχόου, Theorizing European Integration, Routledge, London, 2009.
[7] Ήδη το προοίμιο της Χάρτας των θεμελιωδών δικαιωμάτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι «η Ένωση βασίζεται στις αδιαίρετες και
οικουμενικές αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας
και της αλληλεγγύης. Έχει ως θεμέλιο την αρχή της δημοκρατίας και του κράτους
δικαίου. Με τη θεσμοθέτηση της πολιτειότητας της Ένωσης και την εγκαθίδρυση της
ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, τοποθετεί το άτομο στον πυρήνα
της δράσης της». Η συνθήκη του Μάαστριχτ της 7ης Φεβρουαρίου 1992
καθιερώνει τη νομολογία την οποία το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε
ήδη δημιουργήσει επικαλούμενο «τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των
κρατών-μελών». «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία εγγυάται η
ευρωπαϊκή σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις καταστατικές
ελευθερίες, που υπογράφηκε στη Ρώμη τις 4 Νοεμβρίου 1950, και που προκύπτουν
από τις κοινές παραδόσεις των κρατών μελών και συνιστούν γενικές αρχές του
κοινοτικού δικαίου». Η συνθήκη του Άμστερνταμ εντέλλεται όπως «κάθε ευρωπαϊκό
κράτος που σέβεται τις αρχές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1,
δύναται να ζητήσει να γίνει μέλος της Ένωσης». Το άρθρο 6 προνοεί, από την
πλευρά του, ότι «η Ένωση θεμελιώνεται στις αρχές της ελευθερίας, της
δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των καταστατικών
ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές που είναι κοινές στα κράτη
μέλη». Εντούτοις, μόνο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης (22-23/6/1993), η
Ένωση εισήγαγε συγκεκριμένα κριτήρια των οποίων η συνδρομή επιτρέπει την
προσχώρηση τρίτων ευρωπαϊκών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τους όρους
των κριτηρίων αυτών, «η προσχώρηση θέτει ως προαπαιτούμενο για τα υποψήφια
κράτη να διαθέτουν σταθερούς θεσμούς που να εγγυώνται τη δημοκρατία, την
υπεροχή του δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το σεβασμό και την προστασία των
μειονοτήτων, την ύπαρξη μιας βιώσιμης οικονομίας της αγοράς και την ικανότητα
να αντιμετωπίσει την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς στο
εσωτερικό της Ένωσης. Η προσχώρηση προϋποθέτει την ικανότητα της υποψήφιας
χώρας να αναλάβει τις υποχρεώσεις και κυρίως να ανταποκριθεί στους στόχους της
πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης».
[8] Πράγμα που δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι συντρέχει
σε άλλες περιοχές του πλανήτη οι οποίες εισήλθαν αργότερα στη φάση της
ανθρωποκεντρικής μετάβασης.
[9] Με την εξαίρεση του Κοινοβουλίου που εγκαθιδρύθηκε προ
ολίγων ετών, χωρίς εντούτοις να διαθέτει ουσιώδεις αρμοδιότητες.
[10] Λέω τυπικά, διότι ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δεν εδράζεται σε μια απλώς εκλογική νομιμοποίηση,
αλλά και έχει ήδη αναιρέσει τη δυνατότητα του πολίτη να επικοινωνεί στη γλώσσα
του, δηλαδή να επικοινωνεί στοιχειωδώς ή έστω ισότιμα με τους φορείς του.
[11] Για το μείζον αυτό ζήτημα, βλέπε το έργο μου “La politique
entre l’ État pouvoir et l’ État puissance” στο Revista de historia ideias, 26/2005. O Estato, σελ. 33-47.
[12] Η απειλή που επικρέμαται στις «μειοψηφικές» γλώσσες,
που διαπιστώνεται από ορισμένους (π.χ. David Crystal, English as a global language, Cambridge, 1997∙ του ίδιου, Language Death, Cambridge, 2000), είναι μάλλον το αποτέλεσμα της
ανθρωποκεντρικής μετάβασης του νεότερου κόσμου και, μάλιστα, της ανασυγκρότησης
το ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη μεγάλη κλίμακα, παρά της λεγόμενης
«παγκοσμιοποίησης». Περισσότερα για το ζήτημα αυτό στα έργα μου, «Κοινωνία και γλώσσα», Επιλογή, 1/1988∙
και «Γλώσσα και κοσμοσύστημα. Το
ευρωπαϊκό παράδειγμα» στο Η ελληνική ως ξένη γλώσσα (συλλογικό έργο), Αθήνα
1997, σελ. 17-23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου