Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, στα βουλγαρικά

Εξαιρετικό ενδιαφέρον προκάλεσε από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του στα βουλγαρικά το βιβλίο του καθηγητή και πρώην πρύτανη του Παντείου Γιώργου Κοντογιώργη «Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή». Η παρουσίασή του έγινε στην Εστία του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στη Σόφια (την 1η Δεκεμβρίου), καθώς και σε κεντρική αίθουσα του Πανεπιστημίου της Φιλιππούπολης «Παΐσίου Χιλενδαρινού» (την επομένη 2/12).
Στην κατάμεστη από ανθρώπους του πνεύματος, φοιτητές και πλήθος κοινού Εστία του Ε.Ι.Π. στη Σόφια -αλλά και στην αίθουσα του Πανεπιστημίου της Φιλιππούπολης, που κατακλίστηκε από φοιτητές των ειδικοτήτων Βουλγαρικής και Νεοελληνικής γλώσσας, καθώς και Βαλκανικών σπουδών-, μίλησαν για το βιβλίο ο υφυπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Μάρκος Μπόλαρης, ο καθηγητής και πρώην πρέσβης της Βουλγαρίας την Ελλάδα Κύριλλος Τοπάλωφ, και οι καθηγήτριες Νάντια Ντάνοβα και Σ. Πορομάνσκα.
Όλοι οι ομιλητές στάθηκαν στις ερμηνείες του Γ.Κοντογιώργη, οι οποίες, υπογράμμισαν, μπορούν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για την αποκάθαρση της ιστορίας από τις ποικίλες ιδεολογικές και γνωσιολογικές αγκυλώσεις και την απόδοσή της στην επιστήμη. Ιδιαίτερα ο Κ. Τοπάλωφ, ο οποίος πραγματοποίησε και τη μετάφραση, τόνισε την ανάγκη το γνωσιολογικό μήνυμα που αναδεικνύει «η σπουδαία προσπάθεια του Γ.Κοντογιώργη να περάσει στη σημερινή μας ζωή και ιδιαίτερα να γίνει κτήμα των νέων ανθρώπων στα Βαλκάνια».
Αξίζει να αναφερθεί ότι από το βήμα του Ε.Ι.Π. ο Κ.Τοπάλωφ ανακοίνωσε στο βουλγαρικό κοινό την ίδρυση του Συλλόγου «Φίλων του ελληνικού πολιτισμού». Έργα του σημαντικού αυτού βούλγαρου διανοούμενου έχουν ήδη κυκλοφορήσει με επιτυχία στη χώρα μας («Ανύπαντρη μητέρα να είσαι ευλογημένη» κ.α.) αλλά και αλλού. Πολλά από τα θεατρικά του έργα έχουν ανεβασθεί σε σκηνές σε διάφορα μέρη του κόσμου (Νέα Υόρκη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα κλπ).
Και στις δυο εκδηλώσεις ο συγγραφέας Κοντογιώργης επισήμανε το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το έργο του Ρήγα για την κατανόηση της βαλκανικής πραγματικότητας, για την κίνηση των ευρωπαϊκών ιδεών της εποχής του, αλλά και τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του πολιτειακού του προτάγματος το οποίο εξέχει καταφανώς τόσο των ιδεών του Διαφωτισμού όσο και της σύγχρονης σ’εμάς περιόδου.
Την εκδήλωση στη Σόφια κάλυψε με εκτενές ρεπορτάζ και συνεντεύξεις το πρώτο κανάλι της βουλγαρικής κρατικής τηλεόρασης.
Τις εκδηλώσεις πλαισίωσαν εικαστικές παρεμβάσεις της ζωγράφου Φωτεινής Κοκολάκη και του καθηγητή της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Γουρζή, εμπνευσμένες από το έργο του Ρήγα.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Διάλεξη του Γ.Κοντογιώργη στις 2 Νοεμ., στις 19,30, στο Ανοιχτο Παν/μιο Δήμου Ασπροπυργου,

Δ Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ

Τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου, αρχίζουν τα Μαθήματα, με εισηγητές
γνωστούς επιστήμονες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διαλέξεις.

ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ,
ΑΛΛΑ & ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
στο «ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ»
του ΔΗΜΟΥ ΑΣΠΡΟΠΥΡΓΟΥ!

-Μπαίνει στον 3ο χρόνο επιτυχημένης λειτουργίας του. Στη δημοσιότητα, το Πλήρες Πρόγραμμα της φετινής περιόδου. Εγγραφές στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, αλλά και τηλεφωνικά, στα τηλ. 210 55 77 593 και 5577191.

-Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2009, στις 19:30, στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πνευματικού Κέντρου: Ο Καθηγητής, Κος ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ, πρώην Πρύτανης του ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ. Διάλεξη με θέμα: «Η επιβεβλημένη πορεία, του Ελληνισμού, με γνώμονα τα σύγχρονα περιφερειακά προβλήματα, και τις προκλήσεις που διαμορφώνονται, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».

Παρουσίαση του βιβλίου 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, στον Ιανό, Τριτη 3 Νοεμ ώρα 8,30 μμ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΟΥ- ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης θα παρουσιάσει το βιβλίο του «12/2008 Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος» και θα συζητήσει με τους πολίτες που θα παρίστανται, για τα θέματα του βιβλίου, την Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009, στις 20.30, στο café του Βιβλιοπωλείου IANOS (Σταδίου 24).

Από τις εκδόσεις IANOS κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη «12/2008, Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος», στο οποίο ανατέμνει την κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τον χαρακτήρα του αδιεξόδου της νεοτερικότητας με αφορμή την πρόσφατη εξέγερση της νεολαίας και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική αναταραχή. Συγχρόνως διαλογίζεται για την κατεύθυνση της εξέλιξης που αναμένεται να λάβει ο κόσμος στο περιβάλλον του 21ου αιώνα.
Όντως ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η στασιαστική έκφραση της οργής των νέων του περασμένου Δεκεμβρίου, ανεξαρτήτως της αφορμής που την προκάλεσε και της άμεσης αιτιολογίας της, ανέδειξε με μεγάλη καθαρότητα το αδιέξοδο της εποχής μας. Αδιέξοδο που οφείλεται στην ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, υπέρ της πολιτικής κυριαρχίας της τελευταίας. Αδιέξοδο με ειδικότερα ελληνικά χαρακτηριστικά, τα οποία τη φορά αυτή προέβαλαν στην παγκόσμια σκηνή ως προάγγελος γενικότερων εξελίξεων που δεν εγγράφονται στην περιοχή της παραδοσιακής αμφισβήτησης. Το γεγονός αυτό εξηγεί, άλλωστε, γιατί οι πολιτικές δυνάμεις παρακάμφθηκαν με τόση ευκολία από τους νέους, στα συναισθήματα των οποίων οι διακινητές της ιδεολογίας της καταστροφής επικράτησαν κατά κράτος και καρπώθηκαν εξ ολοκλήρου την οργή τους, δίδοντάς της διαστάσεις τυπικής εξέγερσης. Με δεδομένη την αίσθηση του αδιεξόδου, που έγινε εμφανής στο πρόταγμα της ελληνικής νεολαίας, είναι όμως εξίσου κατάδηλη στο σύνολο της νεοτερικής σκέψης, ο συγγραφέας επέλεξε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη διερώτηση για τη σημειολογία της κρίσης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μιας προβληματικής για την κατεύθυνση της εξέλιξης. Στο πλαίσιο αυτό, διεξάγει ένα γόνιμο διάλογο με θεμελιώδεις έννοιες της εποχής μας, όπως της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης, της αγοράς και του οικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, της αναρχίας και της ιδεολογίας της καταστροφής, της συλλογικής ταυτότητας και της κοσμο-πολιτειότητας, προκειμένου να αναδείξει το βάθος του γνωσιολογικού αδιεξόδου και του συντηρητικού εγκιβωτισμού της νεοτερικότητας. Πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να κατευθύνει τη σκέψη των νέων, αλλά να συμβάλλει στην αποδέσμευσή της από τα απολιθωμένα στερεότυπα της νεοτερικής γνωσιολογίας που την κρατούν δέσμια ποικίλλων όσων αναχρονισμών και προκαταλήψεων.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Γιώργου Κοντογιώργη, Συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 16.10.2009



Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 16.10.2009

Συνέντευξη του Γιώργου Κοντογιώργη

στον Αλέξανδρο Στεργιόπουλο

Αναλύοντας το αδιέξοδο

«Ακου, βλέπε, αλλά μη σωπαίνεις» είναι η προτροπή του Γιώργου Κοντογιώργη, μέσα από το βιβλίο του 12/2008, Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος (εκδόσεις Ιανός, σ. 232, 19 ευρώ ). Ο πρώην πρύτανης του Πάντειου Πανεπιστημίου, με αφορμή την εξέγερση των νέων, τον Δεκέμβριο του 2008, και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, προσπαθεί να αναλύσει το «γιατί» και το «πώς» του αδιεξόδου της εποχής μας.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη πιστεύετε ότι ήταν ένα αυτοτελές συμβάν στην ελληνική κοινωνία ή μέρος ενός παγκόσμιου προβλήματος;

Η κρίση είναι παγκόσμια και σαφώς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Από την πλευρά μου, την ανήγγειλα σε ανύποπτη στιγμή ως το αποτέλεσμα της επελθούσης δραματικής ανισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, αγοράς και κράτους, υπέρ της αγοράς. Η λογική της αυτορύθμισης, έλεγα, παρακάμπτει τη λογική των κανόνων και ανοίγει την κερκόπορτα στις σχέσεις δύναμης, άρα στη διάρρηξη της συνοχής και της νομιμοποίησης του συστήματος. Τοποθετήσαμε τη λαιμαργία της παραγωγικότητας ως υπέρτατη αξία και αγνοήσαμε την κοινωνία, δηλαδή την πολιτική διάσταση της οικονομίας. Το πρόβλημα επομένως είναι δομικό. Ο δημόσιος χώρος έγινε τελικά λάφυρο των μηχανισμών. Ο «Δεκέμβρης» εκφράζει μια ελληνική ιδιαιτερότητα με ιστορικό υπόβαθρο. Η ελληνική κοινωνία λειτουργεί ως εργαστήρι για τα μέλλοντα να συμβούν στον κόσμο.




Κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την αυθόρμητη αντίδραση;

Πολλοί θέλησαν να την «αξιοποιήσουν», ουδείς όμως να αναδείξει την ουσία της. Η ουσία της όμως είναι εδώ, εκδηλώνεται μέσα από τη σταθερά μιας ριζικής αλλαγής στην προσέγγιση της πολιτικής από την κοινωνία, την οποία κανείς δεν επιθυμεί να αγγίξει.

Ποιοι ήταν συγκεκριμένα; Τα κόμματα;

Οχι μόνο. Διάφορες ομάδες που εκφράζουν τη νομενκλατούρα του περιθωρίου νόμισαν ότι τους προσφερόταν η μοναδική ευκαιρία να βαθύνουν την έκρηξη, να οδηγήσουν την κοινωνία στην εξαθλίωση και στην ανασφάλεια, ώστε να την εκτρέψουν στην επανάσταση. Η ιδεολογία της καταστροφής διδάσκει την εξαθλίωση ως όχημα για την εξέγερση. Εάν ο κόσμος δεν ζει την εξαθλίωση αρκεί να τον προετοιμάσουμε γι' αυτήν.

Ο Δεκέμβρης 2008 ήταν το μέγιστο γι' αυτούς που προσπάθησαν να τον ιδιοποιηθούν ή υπάρχει κι άλλο;

Νομίζω ότι η ιδεολογία της καταστροφής δεν έχει αύριο. Η ελληνική κοινωνία, επειδή είχε ενσαρκώσει στο είναι της, ιστορικά, μια καθολική αντίληψη για την ελευθερία, απέκτησε αντιστασιακή λογική. Αυτό συνέβη ιδίως από τη στιγμή που η συνάντησή της με τη μόλις εξερχόμενη από τη φεουδαρχία νεωτερικότητα την έφερε αντιμέτωπη με μορφές ελευθερίας που ήταν και εξακολουθούν να είναι σαφώς υποδεέστερες από τις δικές της. Η αντιστασιακή αυτή λογική της ελληνικής κοινωνίας εκδηλώνεται και απέναντι στο κράτος της νεωτερικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι, πριν αναλάβουν να διαχειριστούν την υπόθεση, αυτοί που την καρπώθηκαν στην πρώτη φάση και την απαξίωσαν στη δεύτερη, το σύνολο της κοινωνίας ενθάρρυνε τα παιδιά της να διαμαρτυρηθούν. Με τη διαμόρφωση στη συνέχεια μιας εικόνας της Αθήνας η οποία δεν προσιδίαζε σ' αυτό που εκφραζόταν μαζικά, οι συντεταγμένες δυνάμεις επανήλθαν, απορρόφησαν τους κραδασμούς και επανέφεραν τα πράγματα στο παρελθόν.

Συνεπώς, αυτοί ηθελημένα ή όχι έκαναν κακό;

Σαφώς. Εξέτρεψαν το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας και την ευτέλισαν. Παγιδεύτηκαν από την επιλογή τής τότε ηγεσίας να αφήσει την Αθήνα απροστάτευτη να καεί, για να φοβηθεί ο κόσμος και να αντιστραφεί το φρόνημά του. Η διαμαρτυρία ήγειρε το πρόβλημα της ιδιοποίησης του κράτους, δηλαδή του γεγονότος ότι λειτουργεί αντικοινωνικά, υπηρετώντας τους κατόχους και τους νομείς του. Πρόταγμά της ήταν πώς θα επανέλθει το κράτος στην κοινωνία και όχι πώς θα το καταστρέψουμε.

Μήπως το σύστημα της ψηφοφορίας έχει αποτύχει;

Η ψήφος δεν είναι μονοσήμαντη ως έννοια. Αποκτά διαφορετική σημασία μέσα από το περιεχόμενό της. Υπάρχει η ψήφος που απλώς διαιτητεύει μεταξύ των μονομάχων που τους ορίζουν οι μηχανισμοί, όπως σήμερα. Αυτό το σύστημα όντως είναι ξεπερασμένο. Η αντιπροσωπευτική ψήφος αποδίδει στον πολίτη την ιδιότητα του εντολέα, ενώ η δημοκρατική ψήφος, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Το θέμα δεν είναι να διεκδικήσει κάποιος σήμερα την αντιπροσώπευση ή τη δημοκρατία, διότι στην εποχή μας δεν αποτελούν αίτημα. Είναι όμως σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες, διότι μόνον έτσι θα αντιληφθούμε γιατί υπάρχει σήμερα έλλειμμα αντιπροσώπευσης και θα διερωτηθούμε πώς θα ξεπεραστεί. Αποδεχόμενοι ότι το σύστημα είναι δημοκρατικό αυτομάτως συνάγουμε ότι ολοκληρώθηκε η εξέλιξή του.

Σου δίνει όμως τη δυνατότητα να διαδηλώσεις.

Αυτό ακριβώς είναι δηλωτικό του χαρακτήρα του. Σου λέει, αν δεν σου αρέσει η πολιτική μου, κατέβα στον δρόμο να διαδηλώσεις. Σε αποδέχεται να του χτυπήσεις την πόρτα απ' έξω, να το πιέσεις, όχι όμως εταίρο στο εσωτερικό του. Το σύστημα ανήκει στο κράτος και στους κατόχους του. Η κοινωνία έχει καθεστώς ιδιώτη, δικαιούται να κυβερνάει μόνο τον ιδιωτικό της βίο.

Είπατε ότι υπήρχε ωστόσο μια ισορροπία που έχει διαταραχθεί. Ποια ήταν η βάση της ισορροπίας αυτής και τι άλλαξε;

Μέχρι τη δεκαετία του 1980 η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική γινόταν σε μια εξωθεσμική βάση, μέσω της ιδεολογικής και ταξικής αναφοράς των κομμάτων. Τα πράγματα άλλαξαν, η πολιτική έχει οδηγηθεί στην ολοκληρωτική εξάρτησή της από την αγορά και τις διεθνείς σχέσεις ηγεμονίας. Ας διερωτηθούμε πώς θα ήταν τα πράγματα αν, για παράδειγμα, για τις κυβερνητικές αποφάσεις προϋπετίθετο η έκφραση γνώμης από την κοινωνία. Αρα το πρόβλημα είναι πολιτικό και τώρα πια παγκόσμιο.

Πότε θα αποκτήσει ενεργό ρόλο η κοινωνία;

Οχι μέσω της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών», των ομάδων συμφερόντων, όπως διατείνονται οι θεωρητικοί της νέας τάξης, που δίδαξαν την ιδέα της αυτορύθμισης της οικονομίας. Ο συνεταιρισμός αυτός, όχι μόνο δεν οδήγησε σε μια αντιπροσωπευτική σύνθεση με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας, αλλά αποτέλεσε την κύρια αιτία για τη γιγάντωση των ανισοτήτων και της κρίσης που μαστίζει τις κοινωνίες.

Ο λαός είναι τόσο ανήμπορος;

Δεν είναι ανήμπορος, δεν υπάρχει ως πολιτικός συντελεστής, διότι είναι θεσμικά ανυπόστατος. Δεν αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος. Λέγεται ότι οι πολιτικοί είναι η εικόνα της κοινωνίας. Λάθος. Τους πολιτικούς τούς «επιλέγουν» οι μηχανισμοί, η κοινωνία τούς νομιμοποιεί απλώς στη θέση τους.

Γράφετε στο βιβλίο σας: «Να απελευθερωθεί η κοινωνία από το κράτος». Είναι η λύση;

Ο λόγος ύπαρξης του κράτους, της οικονομίας, της πολιτικής είναι η κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχουν. Στο παρελθόν η κοινωνία διατηρούνταν στην ιδιωτική σφαίρα, διότι ήταν άπειρη, αγνοούσε τα στοιχειώδη της πολιτικής. Τώρα όμως έχει αποκτήσει πολιτική εμπειρία και επιπλέον, το πρόταγμα της ελευθερίας της έχει διευρυνθεί. Η κοινωνία διεκδικεί μια θέση στην πολιτική διαδικασία, που να μην είναι αυτή του χειροκροτητή ή του αφισοκολλητή. Δεν έχει όμως ακόμη βρει την απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Με την αντιπροσωπευτική μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος. Για την ώρα, η κοινωνία διαπιστώνει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης, το θέτει όμως με ηθικούς όρους. Δεν έχει διατυπώσει θετικό αίτημα. Εξού και το παρόν σύστημα μπορεί να εξακολουθήσει να σέρνεται αντιμέτωπο με τη σήψη του. Ερωτώμαι συχνά πώς θα γίνει αυτό, με επανάσταση; Η απάντηση είναι ότι το ίδιο το σύστημα δεν θα αντέξει το βάρος της κατάρρευσης και θα προστρέξει στην κοινωνία, εμπλέκοντάς τη στις λειτουργίες του. Αλλωστε, συντρέχουν ήδη οι πραγματολογικές συνθήκες για την υπέρβασή του. Το δίκαιο της ανάγκης, που εκφράζει το τέλος μιας εποχής, και η αδυναμία του σημερινού προ-αντιπροσωπευτικού συστήματος να απαντήσει στα προβλήματα των κοινωνιών της εποχής μας εξηγούν το μέγεθος της αμφισβήτησης με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι πολιτικοί. Από τη στιγμή που θα επιτραπεί ο διάλογος για τον χαρακτήρα του συστήματος, θα διαπιστωθεί ότι είναι πολύ εύκολο, με τη συνδρομή της τεχνολογίας της επικοινωνίας, να δημιουργήσουμε θεσμούς αντιπροσωπευτικής προσομοίωσής του. Δεν χρειάζεται να μεταβληθεί η κοινωνία σε δήμο για να συμβεί αυτό. Αρκεί να αναζητηθεί η γνώμη της. Να καθιερωθεί, για παράδειγμα, η υποχρεωτική διατύπωση της άποψης της κοινής γνώμης, με το μέσον των δημοσκοπήσεων, πριν από τη χάραξη πολιτικής, τη λήψη μέτρων ή τη νομοθεσία.

Υπάρχουν οι συνθήκες να γίνει η εξέγερση επανάσταση;

Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Κοινωνικές ή πολιτικές εκρήξεις θα έχουμε, αλλά η δυναμική της εξέλιξης είναι που θα καθορίσει τις αλλαγές στο σύστημα. Οσο όμως οι κοινωνίες θα παίρνουν το σύστημα της πολιτικής στα χέρια τους τόσο η βία στις διακρατικές σχέσεις θα βαθαίνει, αφού θα μεγαλώνουν οι αντιστάσεις στις πλανητικές ηγεμονίες. Ο πόλεμος δεν είναι συγγενής του ενός ή του άλλου συστήματος, αλλά της κρατοκεντρικής συγκρότησης του κόσμου, δηλαδή της φάσης που διέρχεται η εποχή μας.

Τι θέλετε να αποκομίσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σας;

Να ξεκαθαρίσει τις έννοιες. Ζει με την αντίληψη ότι το σημερινό σύστημα είναι δημοκρατικό. Ωστόσο δεν είναι δημοκρατικό ουδέ καν αντιπροσωπευτικό. Για να γίνει κατανοητή ωστόσο η πλάνη στην οποία τον έχει οδηγήσει η νεωτερική σκέψη πρέπει να αναστοχαστεί τα φαινόμενα από μηδενική βάση: της κοινωνίας, της πολιτικής, του συστήματος, του κράτους, της εργασίας, του κεφαλαίου, σε τελική ανάλυση της ελευθερίας. Το βιβλίο απευθύνει πρόσκληση σε όλους εκείνους που διερωτώνται για τα φαινόμενα, που δεν έχουν βεβαιότητες. Οι νέοι είναι οι καλύτεροι δέκτες ενός τέτοιου διαβήματος, διότι έχουν τη μικρότερη συνάφεια με το παρελθόν και φυσικά αυτούς αφορά το μέλλον του συστήματος.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Γιώργος Κοντογιώργης, H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑ-ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

1.Για να κατανοήσει κανείς το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης είναι επιβεβλημένο να το προσεγγίσει υπό το πρίσμα της εξέλιξης που το προκαλεί. Η οικονομική μετανάστευση σήμερα αποδίδεται ως το αποτέλεσμα της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Οι ορισμοί της τελευταίας, εντούτοις, δεν διευκρινίζουν ούτε αιτιολογούν την ουσία της σημερινής εξέλιξης του κόσμου και, ως εκ τούτου, υπολείπονται καταφανώς ως προς τη δυνατότητά τους να δώσουν μια πειστική εξήγηση του φαινομένου.
Η πρώτη επισήμανση λοιπόν, που αιτιολογεί και οριοθετεί τον χαρακτήρα της οικονομικής μετανάστευσης , έγκειται στο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη συγκροτείται με ανθρωποκεντρικούς όρους, δηλαδή ως κοινωνίες εν ελευθερία. Ο κόσμος όλος ως ένα κοσμοσύστημα.
Η διακτίνωση των παραμέτρων (της νομισματικής οικονομίας, της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας κλπ) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη είναι το αποτέλεσμα της ωρίμανσής τους της στο εσωτερικό των κρατών της πρωτοπορίας που μέχρι τότε λειτουργούσαν ως ανάχωμα για τη χειραφέτησή τους. Οι παράμετροι αυτές, αυτονομούνται έτσι σταδιακά από την θαλπωρή της κρατικής επικράτειας και, συνακόλουθα, από τους πολιτειακούς του θεσμούς, ενώ την ίδια στιγμή επενεργούν διαβρωτικά, δηλαδή αποσταθεροποιητικά, στις παραδοσιακές δεσποτικές δομές των χωρών της κοσμοσυστημικής περιφέρειας. Η θεμελιώδης αυτή αιτιολογία συνδυάζεται με την κρατοκεντρική δομή του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη φάση που διέρχεται στις μέρες μας, δεδομένου ότι παρεισάγει ως εκ της φύσεώς της τη δύναμη ως την πρωτογενή συνιστώσα της πολιτικής πέραν του κράτους.
Ώστε, η οικονομική μετανάστευση είναι το αποτέλεσμα της διείσδυσης των παραμέτρων αυτών στη δεσποτική περιφέρεια και, συνεπώς της αποδόμησής της. Το φαινόμενο της εσωτερικής αποδόμησης της δεσποτείας δεν είναι σημερινό. Εμφανίζεται διαφοροποιημένο ιστορικά, ανάλογα αν ο ανθρωποκεντρικός κόσμος διάγει μια κρατοκεντρική ή μια οικουμενική φάση και, επίσης, σε συνάρτηση με τη δυναμική σχέση που εγκαθιδρύεται στο κοσμοσυστημικό πεδίο.
Εντούτοις, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν για την άντληση παραδειγμάτων. Ότι συμβαίνει σήμερα στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος, το γνωρίσαμε ήδη στο εσωτερικό των χωρών της πρωτοπορίας –που αποδόθηκε με τη λεγόμενη «αστυφιλία»- στην αρχή της ανθρωποκεντρικής τους υποστασιοποίησης. Με τη διαφορά ότι τότε το κοινωνικό πρόβλημα επιζητείτο να επιλυθεί στο εσωτερικό του κράτους, εκεί όπου το βίωναν τα καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα (τα παραδείγματα της Γαλλικής ή της Ρωσικής επανάστασης). Τώρα, στην εποχή της κοσμοσυστημικής διακτίνωσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη, το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς του στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική μετανάστευση δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο που προορίζεται να τελειώσει. Είναι απόρροια της καθολικής ενσωμάτωσης των κοινωνιών του πλανήτη στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.

2. Τί συμβαίνει, όμως, με την εργασία των οικονομικών μεταναστών που συνωστίζονται στις χώρες του «κέντρου»; Διαφέρει ή όχι σε σχέση με την εργασία του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, η απειλή που εμφανίζεται να συνιστά η εργασία της οικονομικής μετανάστευσης για την εργασία του πολίτη δεν αφορά κυρίως, όπως νομίζεται, στην υποκατάσταση της τελευταίας από αυτήν. Αυτό ίσως συνέβη στην αρχή, θεραπεύθηκε όμως από άλλες θετικές παρενέργειες της παρουσίας της οικονομικής μετανάστευσης και, μαζί της, το σοκ της πρώτης συνάντησης. Από την άλλη, η οικονομική μετανάστευση, συνέβαλε καθοριστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας για την αξιολογική επανεκτίμηση πολλών μορφών εργασίας, τις οποίες ο πολίτης δεν επιθυμεί εφεξής να καλύψει (η έννοια της βάναυσης εργασίας…).
Η απειλή της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης επί της εργασίας του πολίτη έγκειται, ουσιαστικά, αλλού:
(α) Στην αποδυνάμωση της δυνατότητας του πολίτη να υποστηρίζει πολιτικά την εργασία του, τους όρους της και τα περιμετρικά δικαιώματα, όπως η συμμετοχή σε μια αναλογική αναδιανομή, η πρόνοια κ.ά.
(β) Στην απειλή που επικρεμάται στη συλλογική συνοχή. Οι κοινωνίες των συγχρόνων κρατών-εθνών «ανδρώθηκαν» με οδηγό τις αρχές της εθνικής ομοιογένειας, ενώ η εθνοτική ή πολιτισμική πολυσημία θεωρήθηκαν ασθένειες που απειλούσαν το κράτος-έθνος. Η συλλογική ταυτότητα αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, το πεδίο αναγνωρισιμότητας και, υπό μια έννοια, οικείωσης του ατόμου με τη θεμελιώδη κοινωνία, αλλά και την αιτιακή εστία της πολιτειότητας, δηλαδή της βίωσης της ελευθερίας ενός εκάστου.
(γ) Στην κοινωνική ασφάλεια. Η ανασφάλεια που διακρίνει τον βίο των συγχρόνων κοινωνιών, δεν οφείλεται πρωτογενώς στο φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, μολονότι οι οικονομικοί μετανάστες την τροφοδοτούν με πολλούς έμμεσους ή άμεσους τρόπους. Οφείλεται κυρίως στο ότι το κράτος έχει απολέσει την οργανική του συνάφεια με την κοινωνία και προσδεθεί στο ανομικό κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, η εσωτερική έννομη τάξη διαπλέκεται άμεσα και λειτουργεί ως ο καλός αγωγός για την εισαγωγή στο εσωτερικό πεδίο των σχέσεων δύναμης που παράγει η διεθνής έννομη τάξη. Εφεξής, το κράτος δεν εγγυάται ούτε εκφράζει την αντίληψη της εποχής της πολιτικής του κυριαρχίας ότι η κοινωνία του αποτελεί μια εθνική οικογένεια.

3. Στο πλαίσιο αυτό ερωτάται: Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί την απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή αλλιώς πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή -ως μορφές εργασίας- με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο όμως που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει έναντι αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν σύμβαση ενοχική με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν . Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή το εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του, να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου θα επέλεγε τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές κλπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Το κεφάλαιο ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να την μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κλπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και αφετέρου θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».

5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποιά κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη επισήμανα, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στο συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος. Όντως, πριν από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, συνέτρεχε μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί . Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, η συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση όμως η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλειπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει ότι η (οικονομική) αγορά και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο, συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της .

6. Πώς θα συντελεσθεί, εντούτοις, η ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή η συνάντησή της εντός του πολιτικού συστήματος;
Για να γίνει εφικτή η κατανόηση του διακυβεύματος αυτού είναι, νομίζω, αναγκαίο να επανέλθουμε στο κεντρικό πρόβλημα της νεοτερικότητας, εν προκειμένω στην αδυναμία της να συγκροτήσει ένα καθολικό γνωσιολογικό επιχείρημα. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην έννοια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που μας ενδιαφέρει εδώ. Θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, ότι μέτρο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η καθολική ελευθερία. Διαπιστώσαμε μόλις ότι αυτό που διαφοροποιεί τη νεότερη εποχή από τη φεουδαρχία είναι η ατομική ελευθερία των μελών της κοινωνίας. Το γεγονός δηλαδή ότι το άτομο-μέλος της κοινωνίας δεν αποτελεί μέρος της ιδιοκτησίας του δεσπότη.
Η ατομική ελευθερία όμως αφορά στον ιδιωτικό βίο, όχι στις περιοχές του κοινωνικού βίου, όπου το άτομο συμβάλλεται με υπο-συστήματα (π.χ. της οικονομίας, όπως μια επιχείρηση) ή με το συνολικό σύστημα (το πολιτικό σύστημα). Η ανάληψη της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων από τη δημόσια σφαίρα αποβλέπει στη διασφάλιση –μέσω των συναφών δικαιωμάτων- της ατομικής ελευθερίας του φορέα της εργασίας. Δεν επιδιώκει να τον μεταβάλει σε κοινωνικά ελεύθερο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική, με τα λεγόμενα πολιτικά δικαιώματα. Γιατί όμως η νεοτερικότητα κάνει λόγο για κοινωνική και πολιτική ελευθερία, ενώ αυτή απουσιάζει πλήρως από το σύστημά της;
Εδώ εμφυλοχωρεί μια θεμελιώδης σύγχυση: η ελευθερία στο ατομικό ορίζεται όντως σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση της, δηλαδή ως αυτονομία. Στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο όμως ορίζεται ως δικαίωμα. Η διαφορά εντούτοις είναι καταστατική.
Τα δικαιώματα που εστιάζουν την προσοχή τους στη σχέση εργασίας επιδιώκουν να μεταβάλλουν μια ιδιωτική σχέση, σε σχέση δημοσίου δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να συνδυάσουν τη διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας σε ένα περιβάλλον όπου, μολονότι δεν ομολογείται, απουσιάζει η κοινωνική ελευθερία.
Εάν η κοινωνική ελευθερία οριζόταν ως αυτονομία είναι προφανές ότι ο φορέας της εργασίας θα είχε γίνει συντελεστής, δηλαδή εταίρος του οικονομικού υπο-συστήματος. Το σύστημα δεν θα ανήκε στον ιδιοκτήτη. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Διευκρινίζεται επίσης ότι ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου από την ιδιοκτησία του συστήματος της οικονομίας δεν υπαινίσσεται προφανώς ότι καταργείται το κεφάλαιο. Απλώς, η ιδιοκτησία του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την (ολική ή, αναλόγως, μερική) ιδιοκτησία του συστήματος.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην πολιτική. Ο πολίτης διαθέτει δικαιώματα (να διαδηλώνει κλπ), όχι ελευθερία. Υπόκειται, με άλλα λόγια, σε ένα πλήρως ετερονομικό καθεστώς, δεν είναι αυτόνομος. Εάν ήταν πολιτικά ελεύθερος θα είχε επενδυθεί ο ίδιος το πολιτικό σύστημα, αντί του κράτους.
Στο ερώτημα, ωστόσο, τι μέλλει να προηγηθεί στο πεδίο της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης του κοινωνικού σώματος, η κοινωνική ή η πολιτική της διάσταση, θα έλεγα ότι το ζήτημα τίθεται κατά τρόπο διαφοροποιημένο. Από εξελικτική άποψη, η κοινωνική ελευθερία προηγείται, οπωσδήποτε, της πολιτικής ελευθερίας, στην ανθρωποκεντρική διαδικασία. Διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι το πρόταγμα της ελευθερίας τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κοσμοσυστημικά ώριμο στις μέρες μας. Επομένως, το ερώτημα δεν αφορά αμέσως στην υποστασιοποίηση των μελών της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Εστιάζεται ιδίως στην ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία. Συγχρόνως είναι προφανές ότι το διακύβευμα της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία δεν θίγει το άμεσο, το προσωπικό συμφέρον –την ιδιοκτησία- του κεφαλαίου επί του συστήματος. Κατά τούτο, γίνεται αποδεκτό ότι η πολιτική θα αποτελέσει το πρωταρχικό πεδίο όπου η κοινωνία των πολιτών θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της.
Πως όμως θα ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα ώστε να εγγράψει την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό . Για να γίνει αυτό απαιτείται: (α) η πολιτική υποστασιοποίηση της κοινωνίας, η μεταβολή της σε θεσμό της πολιτείας, σε δήμο, ικανό να μορφώσει βούληση. Η πολιτική συμμετοχή ορίζει εφεξής όχι μια εξωπολιτειακή ενεργητικότητα των δρώντων μελών της κοινωνίας, αλλά το αθροιστικό γινόμενο ενός συνιστώντα θεσμού του πολιτεύματος. Και (β) η περιέλευση στο κοινωνικό σώμα (στον δήμο) της πολιτείας των αρμοδιοτήτων που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα.
Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος δεν είναι καν αναγκαία στην παρούσα φάση. Θα αρκούσε η λήψη ορισμένων μέτρων που θα οδηγούσαν σε μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Απαιτείται, με άλλα λόγια, να προσπεράσουμε το στάδιο της δεοντολογίας, που εστιάζει την προβληματική του στην ηθική καταδίκη του ελλείμματος αντιπροσώπευσης, και να αναζητήσουμε τρόπους δέσμευσης της πολιτικής βούλησης της εξουσίας του κράτους από την κοινωνία των πολιτών. Η αναζήτηση μιας αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης –και όχι μετάλλαξης- του πολιτικού συστήματος, αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να αλλάξει ριζικά ο χάρτης της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

7. Για να οδηγηθούμε όμως έως εκεί χρειάζεται η γνωσιολογική επανάσταση της νεοτερικότητας, την οποία επισήμανα προηγουμένως. Να ανασυγκροτήσουμε τις θεμελιώδεις έννοιες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η εργασία και η σχέση της με το κεφάλαιο και πολλές άλλες. Ανασυγκρότηση η ποία οφείλει να λάβει ως σημείο αφετηρίας την αρχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κόσμου και όχι προφανώς την πρωτοτυπική αναγωγή της νεοτερικότητας.
Για να γίνει όμως αυτό δεν αρκεί ούτε η επιστράτευση της φαντασίας ούτε, πολλώ μάλλον, το παράδειγμα της νεοτερικής κοινωνίας. Όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλού, η γνωσιολογική αυτή επανάσταση απαιτεί πρωταρχικά την αναθεώρηση του τρόπου που προσεγγίζουμε το παρελθόν και, συγκεκριμένα, το ελληνικό κόσμο, από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα.
Ο τρόπος αυτός, η πρόσληψη του ελληνισμού υπό το πρίσμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, προσφέρει τους εναλλακτικούς- εξελικτικά διάδοχους- τύπους οικονομικών και θα έλεγα πολιτικών συστημάτων. Αν και η νεοτερικότητα τους τύπους αυτούς τους ταξινόμησε ως προ-νεοτερικούς ή προ-καπιταλιστικούς, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, μετα-νεοτερικά παραδείγματα, εάν εξετασθούν υπό το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης.
Παρακάμπτω το ουσιώδες, την ανάγκη της αποκάθαρσης των εννοιών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας από τις νεοτερικές αναγομώσεις, για να περιορισθώ στη διαγραμματική καταγραφή του σχήματος της εξέλιξης μεταξύ οικονομικής εργασίας και πολιτειότητας, από τις ελληνικές απαρχές του ανθρωποκεντρισμού έως τις ομόλογες αποκρυσταλλώσεις της οικουμένης. Κατά τη φάση της κοινωνικής επανάστασης, στις προηγμένες πόλεις, θα συντελεσθεί η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης του ατόμου από τα δεσμά της δουλοπαροικίας. Η ολοκλήρωση αυτή, θα συνοδευθεί με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου (π.χ. ο Σόλων) που απέβλεπε στην περαιτέρω χειραφέτηση του ατόμου μέσω της μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών. Θα ακολουθήσει η λήψη σειράς μέτρων για την προστασία της εργασίας του πολίτη από την «ξενική» εργασία (π.χ. ο Περίανδρος της Κορίνθου). Κατά τη φάση αυτή, η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη από τον ξένο δεν εγείρει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Λίγες δεκαετίες αργότερα όμως διαπιστώνουμε ότι η ώνια εργασία/δουλεία θα πλεονάσει στις πρωτοπόρες οικονομικά πόλεις σε σχέση με την εργασία των πολιτών, σε βαθμό που να εγείρει ζήτημα ουσιαστικής έκπτωσης του πολίτη από την οικονομική διαδικασία. Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται, εντούτοις, με τη σταδιακή είσοδο του πολίτη στο πολιτικό σύστημα. Είσοδος που συνεπάγεται το διαχωρισμό του πολιτικού συστήματος από το κράτος και την απόδοσή του, ενμέρει και στη συνέχεια ενόλω, στο πολιτειακά συντεταγμένο σώμα των πολιτών.
Ώστε, χωρίς να αποτελεί την πρωτογενή αιτία, διαπιστώνεται μια οργανική συνάφεια μεταξύ πολιτειότητας και οικονομικής μετανάστευσης. Όσο αυξάνει η πίεση επί της εργασίας του πολίτη (σε αριθμό και ανταγωνιστικότητα της οικονομικής μετανάστευσης), τόσο το ενδιαφέρον της κοινωνίας των πολιτών παύει να επικεντρώνεται στην προστασία της εργασίας των μελών της και στρέφεται στην διασφάλιση του μονοπωλίου της πολιτειότητας. Πράγμα που υποδηλώνει την ανάπτυξη ενός σημαίνοντος διαχωρισμού μεταξύ της κοινωνίας της εργασίας, την οποία υποστηρίζει η οικονομική μετανάστευση, και στην πολιτειακή κοινωνία, που ανήκει στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή στο δήμο που συγκροτεί την πολιτική κοινωνία.
Ο πολίτης επιδιώκει με τη δημοκρατία (με την ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από αυτόν, αντί του κράτους) να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή παρόλον ότι δεν συμμετέχει στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Κατά τούτο ο πολίτης της εποχής του κυρίαρχου κράτους, του οποίου ο φορέας νομιμοποιείται με την ψήφο της κοινωνίας (επί Σόλωνα), αλλά και της μετά από αυτήν εποχής της αντιπροσώπευσης, ανήκει σε άλλη τυπολογική κατηγορία από τον πολίτη της εποχής της δημοκρατίας . Θα απαιτηθεί η μετάβαση στην οικουμένη για να απεξαρτηθεί η δημοκρατία –και κατ’επέκταση, η πολιτειότητα- από την οικονομική μετανάστευση. Θα συμβεί, μάλιστα, κατά τη φάση αυτή, που θα ολοκληρωθεί μέσα στο Βυζάντιο, να καταστεί «άχρηστη» και να καταλυθεί εν τοις πράγμασι η ώνια εργασία, όπως ακριβώς και η δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας επί του συστήματος.
Με γνώμονα το διάγραμμα αυτό θα επισημάνω τους δυο συγκεκριμένους τύπους εμπραγμάτωσης της κοινωνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πόλης. Στην πρώτη φάση, η κοινωνική ελευθερία επιτεύχθηκε με την απεξάρτηση/έκπτωση του πολίτη από την οικονομική εργασία και τη σταδιακή του συνάντηση με την πολιτική εργασία. Η κοινωνία της σχόλης επαγγέλλεται ακριβώς την ύπαρξη δύο κοινωνιών μέσα στην πόλη: της πολιτικής κοινωνίας που κατέχει την πολιτεία και αμείβεται για την παρεχόμενη πολιτική εργασία. Και της κοινωνίας της εργασίας που υποστηρίζεται βασικά από την εργασία-εμπόρευμα (την ώνια εργασία), με την εξαίρεση των κοινών/δημοσίων έργων που εξακολούθησαν να καλύπτουν οι πολίτες και οι μέτοικοι.
Στη δεύτερη φάση, που εγκαθιδρύεται σταδιακά με τη μετάβαση στην οικουμένη και ολοκληρώνεται κατά τη βυζαντινή εποχή, ο πολίτης επανεντάσσεται στην οικονομική διαδικασία, όμως η εργασία του παρέχεται με όρους εταιρικότητας. Αποσυνδέεται δηλαδή το (οικονομικό) σύστημα από την ιδιοκτησία και περιέρχεται στους συντελεστές της εργασίας, εάν το κεφάλαιο δεν αποτελεί συστατική προϋπόθεση της εταιρίας. Εν εναντία περιπτώσει, το κεφάλαιο αναλαμβάνει την ευθύνη της εταιρίας, η εργασία, όμως, συνεκτιμάται ως κεφάλαιο και ο φορέας της συμμετέχει όχι ως πάροχος/πωλητής (εξαρτημένης) εργασίας, αλλά ως εταίρος στο σύστημα. Με το σύστημα αυτό ολοκληρώνεται η αποδεσποτοποίηση του οικονομικού συστήματος και επιτυγχάνεται, συνεπώς, η κοινωνική ελευθερία.
Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην κατάργηση της εργασίας- εμπορεύματος/της ώνιας εργασίας, καθώς θα πάψει να είναι εφεξής ανταγωνιστική, δηλαδή συμφέρουσα. Έτσι, και οι φορείς της εργασίας-εμπορεύματος θα ανασυγκροτηθούν με τη σειρά τους με τους όρους της εταιρικής οικονομίας. Το σύστημα αυτό, που μαζί με τα κοινά θα μετεκενωθεί στη δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση, θα αποτελέσει τελικά την αιτιολογική βάση για την μη ανάδειξη εκ νέου της ώνιας εργασίας σε μήτρα του νέου ανθρωποκεντρικού κόσμου, με αφετηρία τον ευρωπαϊκό κόσμο.

8. Το ερώτημα που εγείρεται, στο τέλος της προβληματικής αυτής, είναι πώς εκτιμάται η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της εργασίας-εμπορεύματος στην εποχή μας που, όπως διαπιστώσαμε, μόλις βιώνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή.
Εκτιμώ ότι το δίπολο εργασία του πολίτη- εργασία εμπόρευμα θα δημιουργήσει νέες οριοθετήσεις στο πολιτικό σκηνικό, καθόσον στη φάση αυτή, μόνον δια της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή με το όχημα των πολιτικών δυνάμεων που κατέχουν το κράτος/σύστημα, θα γίνει εφικτή η υποστήριξη της εργασίας του πολίτη. Η αντιπαράθεση αυτή, εντούτοις, δεν θα αποτρέψει τον, σε βάθος χρόνου, πολλαπλασιασμό των φορέων της εργασίας εμπορεύματος –δηλαδή της οικονομικής μετανάστευσης- στις χώρες τις πρωτοπορίας. Η οποία θα προκαλέσει, αναπόφευκτα, μια αντίστοιχη απομείωση του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτειοτικής εργασίας και, μάλιστα, την έκπτωση του πολίτη από την οικονομική διαδικασία και την αναζήτηση αναδιανεμητικού καταφυγίου στην πολιτική.
Την ίδια αυτή περίοδο ορισμένα, ανώδυνα για την αγορά, εργασιακά δικαιώματα που προσιδίαζαν άλλοτε στην ιδιότητα του πολίτη θα συμπεριλάβουν και τους οικονομικούς μετανάστες. Το γεγονός αυτό όμως, δηλαδή η ένταξη της οικονομικής μετανάστευσης στην εσωτερική αγορά εργασίας, δεν αναιρεί την επισήμανση ότι ολοένα και περισσότερο το ρήγμα που θα την χωρίζει από το σώμα της κοινωνίας των πολιτών δεν θα αφορά στην εργασία καθεαυτή, αλλά στην ιδιότητα του πολίτη. Διότι όσο η εργασία του οικονομικού μετανάστη θα κανονικοποιείται με όρους δημοσίου δικαίου τόσο η εργασία του πολίτη θα γίνεται πολιτική.
Με διαφορετική διατύπωση, όσο ο πολίτης θα αποξενώνεται από την οικονομική διαδικασία ή θα υποβιβάζεται η εργασιακή του δύναμη σε εμπόρευμα, τόσο θα αναζητά με πολιτικούς όρους τη συμμετοχή του στην οικονομική αναδιανομή. Η ιδιότητα του πολίτη, θα συμπεριλάβει συντωχρόνω την προϋπόθεση της υποστασιοποίησής του σε δήμο, δηλαδή σε συστατικό φορέα της πολιτείας. Εξού και αφενός θα διεκδικεί από το κράτος ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα αρνείται, ολοένα και περισσότερο, να μοιρασθεί την ιδιότητα του πολίτη με τους συνοίκους του οικονομικούς μετανάστες, που θα συγκροτούν τελικά το οικονομικό σώμα της κοινωνίας.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Γιώργος Κοντογιώργης, Που βρίσκονται οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας; (Συνέντευξη)

Για να διαπιστώσουμε την ύπαρξη πνευματικών ανθρώπων πρέπει να διερωτηθούμε εάν υπάρχουν ιδέες να υπηρετήσουν και ποιές. Σήμερα λοιπόν δεν υπάρχουν ιδέες διακριτές από το κατεστημένο οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Οι ιδέες που διακινούνται ακόμη σήμερα (ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός) αποτελούν απολιθώματα της εποχής που ο νεότερος κόσμος αγωνιούσε να ξεπεράσει το δεσποτικό του παρελθόν και να οικοδομήσει κοινωνίες εν ελευθερία. Αυτό εξηγεί γιατί με περισσή ευκολία οι πνευματικοί άνθρωποι μεταβάλλονται σε απολογητές, σε θεράποντες και, συχνά, σε διαχειριστές του συστήματος και των κατόχων του.
Οι πνευματικοί άνθρωποι πιστεύουν ακόμη ότι την εκμετάλλευση την παράγει το κεφάλαιο και όχι η σύμπτωση στον ίδιο φορέα του ιδιοκτήτη του κεφαλαίου με τον ιδιοκτήτη του συστήματος. Είναι οι ίδιοι που διδάσκουν τις κοινωνίες ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατικό, με απώτερο σκοπό τον εγκιβωτισμό τους στον χώρο της ιδιωτείας, έτσι ώστε να παραμείνει κατά τρόπο αδιατάρακτο στα χέρια των κατόχων του κράτους. Είναι τέλος αυτοί που διατείνονται ότι η συνείδηση του συλλογικού υποκειμένου (το έθνος) αποτελεί απειλή για την ελευθερία, ανοίγοντας τον δρόμο για την ολοκληρωτική επιβολή των σχέσεων ηγεμονίας που διαμορφώνονται στο πλανητικό σύστημα, σε βάρος του κανονιστικού περιβάλλοντος των κοινωνιών του κράτους.
Η απουσία ιδεών οφείλεται όχι σε κάποιο “στέγνωμα” του ανθρώπινου νου, αλλά στο γεγονός ότι διανύουμε μια μεταβατική εποχή όπου το παλαιό εξεπλήρωσε τον προορισμό του, το δε νέο κυοφορείται μέσα σε ένα πλήρες κενό, γνώρισμα του οποίου είναι η κατάληψη “θέσεων” στο σύστημα με μέτρο τους συσχετισμούς.
Ελάχιστοι είναι οι πνευματικοί άνθρωποι που “οσμίζονται” τα φαινόμενα και τοποθετημένοι πέραν της εποχής τους, καταπιάνονται με την οικοδόμηση του νέου γνωσιολογικού οπλοστασίου με βάση το οποίο θα συλληφθούν τα ποιοτικά στοιχεία της εξέλιξης και θα διαγραφεί η προοπτική της. Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι όμως βρίσκονται στο “εργαστήρι” και, προφανώς, η αξία των προτάσεών τους θα δοκιμασθεί συντωχρόνω με τις μεταμορφώσεις του παρόντος και την ανάδυση του καινούριου.
Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο. Από τη δοκιμασία αυτή δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν οι Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι. Θα έλεγα μάλιστα ότι οι τελευταίοι, χάρη στη συγκυρία, επέδειξαν μεγαλύτερη βιασύνη να μεταβληθούν από “οργανικοί διανοούμενοι” σε “οργανικούς νομείς” της εξουσίας. Έχει ενδιαφέρον εντούτοις να προσεχθεί ότι επεχείρησαν να προσδώσουν στο διάβημά τους αυτό προοδευτικό πρόσημο, διακηρύσσοντας ότι ανέλαβαν το ρόλο της “θεραπαινίδας” στο όνομα του “εκσυγχρονισμού” της ελληνικής κοινωνίας. Έναν ρόλο στον οποίο συνωστίσθηκαν αυτόκλητοι ή ανταποκρινόμενοι στο πρώτο νεύμα της εξουσίας

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Γιώργος Κοντογιώργης, Συνέντευξη στο περιοδικό Esquire (Ιούνιος 2009) για το βιβλιο 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Ιανός, Αθήνα, 2009

1) Ποια τα αίτια της εξέγερσης;

Τα γεγονότα του Δεκέμβρη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Υπήρχε συσσώρευση εκρηκτικής δυσαρέσκειας για τα συμβαίνοντα και απόρριψης ενός ολόκληρου κόσμου που επιμένει να εξουσιάζει τη ζωή των νέων. Οι νέοι έχουν εισέλθει στη νέα εποχή, τη ζουν, ενώ οι κρατούντες έχουν «γαντζωθεί» στα κεκτημένα και επιζητούν να ελέγξουν τις εξελίξεις, διευρύνοντας το χάσμα σε βάρος της κοινωνίας. Πριν από 13 χρόνια ανήγγειλα ότι το σύνθημα «να αλλάξουμε τον κόσμο», που επικρατούσε ακόμη, έμοιαζε πια παρωχημένο, καθώς το νέο ζητούμενο ήταν «να προλάβουμε την αλλαγή» που ερχόταν με ταχύτητα φωτός. Το σημερινό σύστημα και οι ομόλογες ιδεολογίες ήταν χρήσιμες ενόσω οικοδομούνταν η κοινωνία της ατομικής ελευθερίας. Η φάση όμως αυτή ολοκληρώθηκε. Ωστόσο, ενώ οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, το οικονομικό και πολιτικό σύστημα παραμένει.
Έτσι εξηγείται γιατί οι νέοι παράκαμψαν όλες τις ιδεολογίες και τους φορείς τους. Η οργή τους εστιάστηκε στο κράτος, δηλαδή στον πυλώνα του παλαιού καθεστώτος. Όχι στο κράτος ως σύνταξη της κοινωνίας σε πολιτεία, όπως νομίζει η «αναρχία», αλλά στη λογική της νεοτερικότητας, που το θέλει να κατέχει το πολιτικό σύστημα. Το κράτος αυτό έχει αποξενωθεί από την κοινωνία, αποτελεί προέκταση των δυνάμεων της αγοράς. Ο «αντικρατισμός», στον οποίο συναντήθηκε τον Δεκέμβρη ολόκληρη η κοινωνία, συμπυκνώνει τις συνέπειες της ανατροπής αυτής και, παραπέρα, την μη ανταποκρισιμότητα του κράτους στα προβλήματά της. Κυρίως όμως αναδεικνύει μια διαφορετικού τύπου χειραφέτηση της κοινωνίας, με πρώτους τους νέους, που δεν αρκείται σε μια «σωτηριακή» αντίληψη της σχέσης της με την πολιτική. Δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η χρηματοπιστωτική κρίση δεν έχει αυτοφυή αίτια. Οφείλεται στην πλήρη ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς, υπέρ της τελευταίας. Ανατροπή που κάνει επιτακτική την ανάγκη ενός νέου πολιτικού συστήματος στο οποίο θα μετέχει και η κοινωνία με την ιδιότητα του εντολέα, ώστε να έχει αποφασιστικό λόγο στα πράγματα.

2) Ποια τα κίνητρα των διαφόρων που πήραν μέρος ;

Από την πλευρά της αμφισβήτησης, ο λόγος ήταν κοινός: η εναντίωση στο κράτος της κομματοκρατίας, της ανομίας, της αποξένωσης και της χύδην ιδιοποίησης, της διαφθοράς. Το κίνητρο όμως της μάζας των νέων δεν συμπίπτει με εκείνο των δυνάμεων της «καταστροφής». Οι νέοι είχαν προοδευτικό πρόσημο στον λόγο τους. Εξέφραζαν την Ελλάδα της αισθητικής, διαμαρτύρονταν ενάντια στην Ελλάδα της αποξένωσης και της ασχήμιας. Οι δυνάμεις της «καταστροφής» διαγκωνίζονταν με τις πολιτικές δυνάμεις και τους συντελεστές των «μέσων» για να καρπωθούν την αμφισβήτηση των νέων. Οι μεν για να την ενσωματώσουν στη δυναμική του «συστήματός» τους, οι δε για να προσδώσουν σ’αυτήν χαρακτήρα εξέγερσης. Τελικά κέρδισαν και οι δυο. Οι μεν, στο πεδίο της μάχης, οι δε στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης. Το κράτος απλώς απουσίαζε, ως συνήθως, από τον ρόλο του, επιβεβαιώνοντάς μας ότι ο σκοπός του δεν συνάδει με το συμφέρον της κοινωνίας.

3) Τι ρόλο έπαιξε η βία;

Η βία κατά τις διαδηλώσεις υπήρξε ο «κρίκος» που επένδυσε τα γεγονότα με τον χαρακτήρα της εξέγερσης. Από την άλλη όμως, η βία των δυνάμεων της «καταστροφής», ιδίως οι προεκτάσεις της μετά τα γεγονότα, ετοίμασε το έδαφος για την επανανομιμοποίηση του κράτους να επικαλείται την καταστολή στο όνομα της τάξης. Το χειρότερο εντούτοις είναι ότι έτσι διευκολύνθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις να παρακάμψουν το διακύβευμα που έθετε ο λόγος των νέων και να επαναφέρουν το διάλογο στις πριν από το Δεκέμβρη βάσεις. Το σημερινό πολιτικό σκηνικό αποτελεί την απόδειξη. Συμπεριφέρονται ως εάν να μη συνέβη τίποτε.

4) Γιατί δεν υπήρχε κάτι συνεκτικό, ουσιαστικό στα γεγονότα; Γιατί φαίνεται να μην υπάρχει καμία επίπτωση;

Το διακύβευμα υπήρξε εξαιρετικά ουσιαστικό. Η συνοχή του δεν διαπιστώνεται και ιδίως οι επιπτώσεις του. Η έκρηξη των νέων ήταν πηγαία, εξέφραζε αγωνία και οργή, δεν είχε όμως μορφοποιημένο πρόταγμα. Και δεν μπορούσε να έχει, αφού η εποχή μας δεν έχει επεξεργασθεί ένα πρόταγμα εξόδου από την σημερινή πολυσήμαντη κρίση. Ένα τέτοιο πρόταγμα, θα έφερνε τη νεοτερικότητα αντιμέτωπη με τον εαυτό της, διότι το διακύβευμα εφεξής δεν είναι η «διόρθωση» των δυσλειτουργιών του συστήματος, αλλά η υπέρβασή του. Οι νέοι με τη διαίσθησή τους δήλωσαν την εναντίωσή τους σε όλο το φάσμα του καταστημένου. Η απουσία προτάγματος δεν μειώνει την παγκόσμια σημασία των γεγονότων του Δεκεμβρίου. Το ουσιαστικό στα γεγονότα αυτά είναι ότι ανακοίνωσαν το μέλλον της προόδου. Και ανέδειξαν τον συντηρητικό εγκιβωτισμό των δυνάμεων που άλλοτε κινούσαν την πρόοδο. Η σιωπή που ακολούθησε είναι αναβράζουσα. Θα ήταν λάθος, επομένως, να νομισθεί ότι η αιτία που εξέθρεψε τα «δεκεμβριανά» εξέλειπε ή ότι θα παρέλθει με την πάροδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Στο βιβλίο μου επιχειρώ μια ερμηνεία των γεγονότων. Κυρίως όμως διατυπώνω το σχήμα ενός προτάγματος για το μέλλον με πρόσημο την ανασύνταξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής μέσα στο πολιτικό σύστημα και όχι στη βάση του αποκλεισμού της κοινωνίας από αυτό. Το εγχείρημα αυτό προϋποθέτει τον ριζικό αναστοχασμό της ελευθερίας. Από την άποψη αυτή, μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως το «πολιτικό μανιφέστο» μιας προοδευτικής σήμανσης της εξέλιξης, στην κατεύθυνση της οποίας εγγράφονται και τα «δεκεμβριανά» των νέων.

Γ.Κοντογιώργης, Συνέντευξη στο περιοδικό Soul (Μάιος 2009) για το βιβλιο 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Ιανός, Αθήνα, 2009)

Ερώτηση: Πότε ξεκινήσατε να γράφετε το «12/2008»; Πρόκειται για την άμεση ανταπόκρισή σας στα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου;

Η προβληματική που αναπτύσσω στο βιβλίο αυτό έχει βάθος χρόνου. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης υπήρξε η αφορμή για να σπάσει το «απόστημα» του ελληνικού κράτους. «Απόστημα», που αν και συνόδευε σταθερά το βίο του εξαρχής, απέκτησε ιδιαίτερα εκρηκτική «πυκνότητα» τις τελευταίες δεκαετίες. Πολύ πριν εκδηλωθεί η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν φανερό ότι είχε παραχθεί η αιτιολογία της: η ολοκληρωτική ανατροπή της ισορροπίας στη σχέση κοινωνίας- κράτους- αγοράς που οδήγησε στην πολιτική κυριαρχία της τελευταίας και στη δραματική επιδείνωση της θέσης της πρώτης σε όλα τα πεδία. Η ελληνική ιδιαιτερότητα ανέδειξε απλώς τη ρυπαρότητα και την ασχήμια της μέσα από μια προκλητική επίδειξη της ηθικής σήψης των φορέων της.

Ερώτηση: Στον απόηχο των ημερών, πολλοί είπαν ότι «το περίμεναν». Θα ισχυριζόσασταν το ίδιο; Βρισκόσασταν στην Αθήνα εκείνο το διάστημα; Πώς αισθανθήκατε;

1)Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι, εκτός από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που αναλύει τα «Δεκεμβριανά» και επιχειρεί την ένταξή τους στο γενικότερο πλαίσιο, τα υπόλοιπα κεφάλαια γράφτηκαν το οκτάμηνο που προηγήθηκε, ενόψει της επερχόμενης διεθνούς κρίσης και της έξαρσης του ελληνικού προβλήματος. Ήδη το 1996 δημοσίευσα δύο κείμενα, όπου συμπύκνωνα στα στοιχεία του διεθνούς όσο και του ελληνικού αδιεξόδου και την κατεύθυνση της εξέλιξης: (α) «Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα» και (β) «Πολιτική συμμετοχή ή πολιτική ομηρία. Η πολιτική συμπεριφορά των νέων στο κατώφλι του 21ου αιώνα».

2) Συνέβη τις μέρες των γεγονότων να βρεθώ στο κέντρο της Αθήνας γιατί ξένοι συνάδελφοι, καλεσμένοι μου, είχαν εγκλωβισθεί στο ξενοδοχείο Τιτάνια. Ήταν οφθαλμοφανές το ξεχείλισμα της οργής των νέων. Οργή που, επειδή συνδύαζε την αίσθηση της κρίσης που ερχόταν και της αδιέξοδης προοπτικής, δεν είχε «πρόσωπο». Αν οι νέοι είδαν με συμπάθεια την ιδεολογία και την πράξη της «καταστροφής» είναι γιατί διέκριναν στο λόγο των πολιτικών και των τηλεκρατόρων την αγωνία του κατεστημένου να διατηρήσει ατόφια την ιδιοποίηση του κράτους και, μάλιστα, τη λειτουργία του ως «κράτος κατοχής» επί της ελληνικής κοινωνίας. Η ελληνική διανόηση, με τη σειρά της, αντί να αναδείξει το φαινόμενο, ανέλαβε εργολαβικά να την ενοχοποιήσει την κοινωνία για την ηθική έκπτωση και τη σήψη των συντελεστών του κράτους.

Ερώτηση: Αναφέρεστε στα επεισόδια ως συνάρτηση μιας υπόδουλης στο κράτος ελληνικής κοινωνίας, καθηλωμένης στη λογική της κομματοκρατίας. Ποια διέξοδο θα προτείνατε;

Το αδιέξοδο στο διάβημα των νέων έγκειται στο ότι η απόρριψη συλλήβδην των κομμάτων, των ομάδων διαμεσολάβησης, της διανόησης και των κατεστημένων ιδεολογιών, δεν εξήλθε από την ηθική περίμετρο του διακυβεύματος. Ακριβώς γι’ αυτό, στο βιβλίο μου, επιχειρώ να συγκροτήσω μια πρόταση εξόδου από την κρίση με προοδευτικό πρόσημο. Αν συμφωνήσουμε ότι πυρήνας του προβλήματος είναι η αυστηρή διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, συνεπώς, ο αποκλεισμός της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα, θα πρέπει αν συμφωνήσουμε επίσης ότι δεν αρκεί η επίκληση της αρετής των κατόχων του ούτε της ηθικής δεοντολογίας. Η κοινωνία δεν μπορεί να ελπίζει σε καλύτερες μέρες ενόσω αποδέχεται να διαμεσολαβείται στην εξουσία από αυτόκλητους σωτήρες που αναδεικνύουν οι μηχανισμοί και διαπλέκονται με λάφυρο το κοινό αγαθό. Η αλλαγή δε θα έρθει από αυτούς που στηρίζουν την πολιτική τους παρουσία στη θεσμική ιδιώτευση της κοινωνίας. Αντί η κοινωνία να διαδηλώνει στους δρόμους για να αναγκάσει τους κυβερνώντες να συνεκτιμήσουν το συμφέρον της, είναι καιρός να αξιώσει την απόδοση σ’αυτήν της ιδιότητας του εντολέα, δηλαδή των αρμοδιοτήτων που αυτή συνεπάγεται. Ιδιότητα που τώρα κατέχει το κράτος. Μόνο με τη μεταβολή της κοινωνίας σε συστατικό θεσμό της πολιτείας θα αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία της σχέσης της με το κράτος και την αγορά.

Ερώτηση: Τι περιμένετε από τις επερχόμενες εκλογές;

Η επισήμανση αυτή απαντά και στο ερώτημα τι περιμένω από τις επερχόμενες εκλογές. Απολύτως τίποτε. Η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία δημιουργεί ψευδείς προσδοκίες. Τα κόμματα στην αντιπολίτευση προσάπτουν στην κυβέρνηση αυτό που θα πράξουν τα ίδια όταν γίνουν κυβέρνηση.
Το κρατούν σύστημα δεν υπόκειται σε αναμόρφωση διότι έχει ξεπερασθεί από τις εξελίξεις. Ένας από τους λόγους που ξεπεράσθηκε είναι γιατί δημιουργήθηκαν ήδη οι συνθήκες για την πολιτική απο-κηδεμονοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή για τη μετάβαση σε ένα αντιπροσωπευτικού τύπου σύστημα.

Ερώτηση: Έχετε κυκλοφορήσει περισσότερα από είκοσι έργα, ενώ παράλληλα έχετε μεταφραστεί στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Πόσο απαραίτητο είναι για εσάς να εκφράζεστε συγγραφικά;

Είχα πολλές προκλήσεις να πολιτευθώ στο παρελθόν. Το απέφυγα διότι δεν με χωρούσαν οι μηχανισμοί της κομματοκρατίας. Επικεντρώθηκα στην κατανόηση του πολιτικού φαινομένου και, συγκεκριμένα, στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός γνωσιολογικού συστήματος που θα εξηγεί τον κόσμο και θα διαγράφει την κατεύθυνση του μέλλοντος. Είμαι αφοσιωμένος στο εγχείρημα αυτό που πρέπει να πω προκαλεί ενδιαφέρον στο εξωτερικό.

Ερώτηση: Μια που αυτό το τεύχος αφορά την έκθεση βιβλίου, πιστεύετε ότι ο κόσμος χρειάζεται περισσότερη λογοτεχνία ή περισσότερα έργα πολιτικού – κοινωνικού προβληματισμού;

Η λογοτεχνία ικανοποιεί σημαντικές περιοχές της ανθρώπινης λειτουργίας και ενδεχομένως προβληματίζει. Όμως δεν δίνει απαντήσεις στα μείζονα ερωτήματα της ζωής και του κόσμου. Από την άλλη, όμως, τα έργα της κοινωνικής επιστήμης πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, θα έλεγα με επιφύλαξη, διότι πολύ συχνά δεν διακρίνουν μεταξύ ιδεολογίας και γνώσης. Η σύγχρονη ιστοριογραφία και οι εν γένει κοινωνικές επιστήμες επιχειρούν, πολύ συχνά, να δικαιώσουν επιλογές, να νομιμοποιήσουν καταστάσεις, αντί να αναδείξουν την φύση των φαινομένων.
Αγαπώ την ποίηση. Σ’ αυτήν αποτύπωσα τις πρώτες μου σκέψεις. Εκτιμώ ότι η ποίηση συμπυκνώνει συχνά ένα στοχαστικό βάθος που θα το ζηλεύετε και η πλέον ολοκληρωμένη επιστημονική πραγματεία. Ο Κορνάρος, ο Καβάφης, ο Σολωμός, ο Σικελιανός είναι ορισμένοι από τους νεότερους Έλληνες που ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Η φιλοσοφία νομίζω ότι σταμάτησε στον Αριστοτέλη με ελάχιστη μεγάλη αναλαμπή τον Γεμιστό. Η νεότερη φιλοσοφία δεν διαθέτει το πραγματολογικό υπόβαθρο που θα της επέτρεπε να αναδυθεί από το καθεστώς των υποσημειώσεων στο κυρίως κείμενο της γνώσης.

5/4/2009

Γιώργος Κοντογιώργης, Η γλώσσα ως φορέας πολιτικού λόγου και ιδεολογίας. Η περίπτωση των Μέσων Επικοινωνίας

Η προβληματική που προτίθεμαι να αναπτύξω παρακάτω θα μπορούσε να αποδοθεί ακριβέστερα, συνεκτιμώντας εξαρχής το συμπέρασμά μου ότι η γλώσσα έχει μεταβληθεί, στο πλαίσιο της νεοτερικής πολιτείας, σε εργαλείο ιδιοποίησης της πολιτικής διαδικασίας και προσομοίωσης του πολιτικού λόγου με το ίδιον συμφέρον των συντελεστών των Μέσων Επικοινωνίας. Εννοώ ότι όλες οι αρχές και, συνακόλουθα, οι ρυθμίσεις, πάνω στις οποίες εδράζεται σήμερα το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, κατατείνουν στο να διατηρούν τα Μέσα Επικοινωνίας εκτός του πολιτειακού συστήματος, δηλαδή υπεράνω του νόμου. Κατά τούτο, επομένως, δεν είναι εφικτή η αναμόρφωση της θέσης αυτής των Μέσων Επικοινωνίας, χωρίς την αλλαγή του συστήματος, δυνάμει του οποίου οικοδομείται η σχέση τους με την πολιτική και η ενγένει διαχείριση του κοινωνικού γεγονότος.
1)Η γλώσσα αποτελεί όντως τη διαχρονική σταθερά που λειτουργεί ως όχημα νοηματοδότησης των φαινομένων, αλλά και ως μέσον επικοινωνίας. Εντούτοις, στο μέτρο που τα φαινόμενα ή τα νοήματα αλλάζουν, και οι έννοιες που περικλείουν οι λέξεις μεταβάλλονται. Οι νοηματοδοτήσεις παρακολουθούν την εξέλιξη των φαινομένων, δεν τη δεσμεύουν.
Συγχρόνως η γλώσσα αποτελεί κοινωνικό εργαλείο. Μεταφέρει και κοινοποιεί αντιλήψεις, συμφέροντα ή διεκδικήσεις των μελών της κοινωνίας ή των ομάδων που τη συγκροτούν. Λειτουργεί δηλαδή ως μέσον συνάντησης ή συνάρθρωσης των αντικειμένων λόγων που συνέχουν την κοινωνία.
Η τελευταία αυτή επισήμανση κάνει φανερό ότι η πολιτική λειτουργία της γλώσσας κατέχει μία κεφαλαιώδη θέση στα κοινωνικά δρώμενα, καθόσον το είδος και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου ανάγονται ευθέως στο είδος του πολιτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού πολιτισμού, που βιώνει μία κοινωνία ή μία εποχή.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η νοηματοδότηση του κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου δεν υπακούει στους νόμους της φυσικής ή της εργαστηριακής επαλήθευσης. Διαφοροποιείται σημαντικά σε συνάρτηση με της κοινωνικές, πολιτισμικές ή γλωσσικές αφετηρίες ενός εκάστου. Με άλλα λόγια, η νοηματοδότηση των φαινομένων δεν είναι ουδέτερη. Η επιλογή, για παράδειγμα, της μιας ή της άλλης εκδοχής για το έθνος, που συζητείται ευρύτερα σήμερα, υποκρύπτει προεκτάσεις μείζονος σημασίας για το είδος της ελευθερίας και, ως εκ τούτου, για τη δομή της κοινωνίας και της πολιτείας, για την συλλογική ταυτότητα και την ιστόρησή της. Η ταυτολογική εξομοίωση των εννοιών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας ή η σύγχυσή τους με ένα κατεξοχήν μη αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα όπως το σημερινό, λειτουργεί ως καταλύτης για την ίδια τη σημειολογία της πολιτικής. Το ίδιο συμβαίνει με πολλές άλλες έννοιες που χρησιμοποιούνται παραμορφωτικά (π.χ. η σύγχυση ελευθερίας και δικαιώματος) είτε από άγνοια είτε σκόπιμα, δηλαδή με πρόθεση νομιμοποίησης του συστήματος.
Επιπλέον, και αν ακόμη συμφωνήσει κανείς στο ζήτημα της νοηματοδότησης των φαινομένων, είναι προφανές ότι η γλώσσα του πολιτικού λόγου θα διαφοροποιηθεί αναγκαστικά, σε συνάρτηση προς το κοινωνικό σύστημα που υιοθετείται, την ιδεολογία και, επομένως, τα συμφέροντα που καλείται να εκφράσει. Η γλώσσα, ο πολιτικός λόγος του φιλελευθερισμού, διαφέρει από εκείνον του σοσιαλισμού. Ο λόγος της μαζικής/αγελαίας πολιτικής συμπεριφοράς αντικρίζεται προς τον λόγο της πολιτικής ατομικότητας. Ο λόγος που αφορά στη συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, διαφοροποιείται, επίσης, αναλόγως αν είναι ταξικός ή διαστρωματικός, πελατειακός ή διαμεσολαβητικός, προ-αντιπροσωπευτικός, αντιπροσωπευτικός ή, τέλος, δημοκρατικός. Ώστε η γλώσσα, ως φορέας του πολιτικού λόγου, δεν είναι μία αλλά πολλές. Το ερώτημα είναι αν οι πολλές γλώσσες θα προβάλουν παρατακτικά ή διαλεκτικά δυνάμει της αρχής των αντικειμένων λόγων.
2)Μία διαφορετικής τάξεως επισήμανση αφορά στο αποτέλεσμα της συσχέτισης της γλώσσας ως φορέα του πολιτικού λόγου με το επικοινωνιακό σύστημα.
Στην εποχή της φυσικής επικοινωνίας, οι φορείς του πολιτικού λόγου συναντώνται μεταξύ τους ή με τους αποδέκτες του στο πεδίο της κοινωνίας ή στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος: Η πολιτική τάξη με το εκλογικό σώμα, οι ομάδες συμφερόντων με την εξουσία, ο πολίτης με τον πολιτικό. Ο φορέας του πολιτικού λόγου κοινοποιεί απευθείας στον αποδέκτη την προβληματική του. Η γλώσσα του πολιτικού λόγου μπορεί να είναι, ανάλογα με το πολιτικό σύστημα, εξουσιαστική ή διατακτική, παρατακτική ή διαλεκτική. Στη δημοκρατία όμως ο πολιτικός λόγος δεν διαμεσολαβείται, εν αντιθέσει προς το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα (της πρώιμης πόλης κράτους ή του σύγχρονου έθνους κράτους) όπου είναι εξορισμού διαμεσολαβημένος.
Στην εποχή της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας το δίλημμα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που ανάγεται, ούτως ή άλλως, στη φύση του πολιτικού συστήματος, συναρτάται επίσης με τις δουλείες της διαμεσολάβησης του πολιτικού λόγου. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η διαμεσολάβηση αυτή δεν εγγράφεται ως αναγκαστική σταθερά σε μια έστω αντιπροσωπευτική λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αποτελεί απλώς συμβάν της πρώιμης, της προ-πολιτικής και, οπωσδήποτε, προ-αντιπροσωπευτικής εποχής, που βιώνει σήμερα ο κόσμος.
Όσα θα διαπιστώσουμε, επομένως, στη συνέχεια για τη διαμεσολαβητική λειτουργία των Μέσων Επικοινωνίας στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, αφορούν στον παρόντα χρόνο, όχι στο μέλλον. Το οποίο μέλλον προδικάζει την θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και, κατά τούτο, την απόδοση σ’αυτήν, κατ’ελάχιστον, της ιδιότητας του εντολέα.
Όντως διαπιστώνουμε ότι στην εποχή μας τα Μέσα Επικοινωνίας προσλαμβάνονται ως Μέσα Ενημέρωσης. Η ρύθμιση αυτή υπονοεί ότι το Μέσον Επικοινωνίας λειτουργεί ως όχημα συνάντησης του φορέα/ παραγωγού του πολιτικού λόγου (του κατόχου της εξουσίας, του εκπροσώπου του κόμματος, της ομάδας πίεσης κλπ) με τον τελικό αποδέκτη του (της κοινωνίας). Θα μπορούσε να δεχθεί κανείς ότι, στο μέτρο που η λειτουργία του «Μέσου» παραμένει τυπικά διαμεσολαβητική -ως μεταφορέας του πολιτικού λόγου-, δεν γεννάται ζήτημα. Η προστιθέμενη αξία της παρέμβασής του στη γλώσσα και, θα έλεγα, στο περιεχόμενο που πολιτικού λόγου, είναι περιορισμένη.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που το Μέσον Επικοινωνίας, μολονότι είναι θεσμοθετημένο ως Μέσον Ενημέρωσης, μεταβάλλεται σε πεδίο παραγωγής πρωτογενούς πολιτικής ; Αυτό είναι δυνατόν να συμβεί σε δυο περιπτώσεις: αν αποφασισθεί κάποια στιγμή το πολιτικό σύστημα να γίνει αντιπροσωπευτικό ή δημοκρατικό, οπότε την ιδιότητα του εντολέα (στην αντιπροσώπευση) ή και την καθολική πολιτική αρμοδιότητα (στη δημοκρατία) θα την αναλάβει αντιστοίχως η κοινωνία των πολιτών που θα συγκροτηθεί για το σκοπό αυτό σε δήμο . Και τούτο διότι, στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, η αντιπροσωπευτική ή η δημοκρατική οικοδόμηση του πολιτικού συστήματος είναι εφικτή μόνον στο επίπεδο του τεχνοδικτύου. Η δεύτερη περίπτωση, αναφέρεται στο παρόν, καθόλα προ-αντιπροσωπευτικό, πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας και, συγκεκριμένα, από τη στιγμή που θα διαπιστωθεί ότι η πολιτική ως γεγονός παράγει επωφελές αποτέλεσμα για τους συντελεστές των Μέσων Επικοινωνίας.
Είναι προφανές ότι η πρώτη περίπτωση απέχει πολύ από την εποχή μας και, συνεπώς, δεν συζητείται. Η δεύτερη όμως περίπτωση είναι εφικτή και μπορεί να συμβεί εάν παρατηρηθεί υψηλή ζήτηση πολιτικής εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών. Ζήτηση που, όπως γνωρίζουμε, συναρτάται ευθέως με μια δυσανάλογη, σε σχέση με τη φύση του πολιτικού συστήματος, πολιτική ανάπτυξη των μελών της.
Δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε πότε και γιατί συμβαίνει αυτό . Μπορούμε απλώς να συγκρατήσουμε, για τις ανάγκες του επιχειρήματος, ότι η ελληνική κοινωνία συγκεντρώνει την προϋπόθεση αυτή. Όντως, εμφανίζει τον υψηλότερο ίσως δείκτη πολιτικής ανάπτυξης και, επομένως, ζήτησης πολιτικής μεταξύ των χωρών της εποχής μας. Σε μελέτη που πραγματοποίησα το 1993, προέκυψε ότι η προσφορά πολιτικής από τα Μέσα Ενημέρωσης ήταν δεκατρείς φορές μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ότι στο Βέλγιο και ένδεκα φορές περισσότερη από ότι στη Γαλλία, που θεωρείται μία πολύ πολιτικοποιημένη χώρα.
Αυτή καθεαυτή η ανταπόκριση των Μέσων Επικοινωνίας στη ζήτηση πολιτικής δεν είναι μεμπτή. Θα έλεγα μάλιστα ότι με την παρεμβολή τους διευρύνουν το πεδίο του δημοσίου χώρου, συμβάλλουν στη διάχυση του πολιτικού λόγου προς την κατεύθυνση της κοινωνίας, «βγάζει» την πολιτική από τα στεγανά της εξουσίας κα τη συνδέει με τους ενδιάμεσους συντελεστές της. Το ζήτημα έγκειται αλλού: όταν, από Μέσον Ενημέρωσης μεταβάλλεται σε πεδίο της πολιτικής, αναλαμβάνει ουσιαστικά να διαχειρισθεί καίριες λειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με προέχουσες εκείνες του πολιτικού λόγου και της πολιτικής δυναμικής. Αναλαμβάνει, δηλαδή, να συγκροτήσει το πεδίο της συνάντησης των πολιτικών δυνάμεων (και των ομάδων διαμεσολάβησης) μεταξύ τους ή αυτών με την εξουσία.
3)Διαπιστώσαμε εντούτοις, ότι το Μέσον Επικοινωνίας είναι δομημένο ως εξωπολιτειακός θεσμός και, μάλιστα, ως θεσμός της ιδιωτικής ή της κρατικής οικονομίας. Το πρόβλημα που εγείρεται, εν προκειμένω, είναι ότι ένα φαινόμενο, η πολιτική, που συγκροτεί και συνέχει τη λειτουργία της κοινωνίας, «αφήνεται» σε ένα θεσμό, ο οποίος είναι δομημένος με γνώμονα το ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία και, κατ’ επέκταση, το ίδιο συμφέρον του ιδιοκτήτη. Σε ότι αφορά στην ιδιωτική ιδιοκτησία το συμφέρον αυτό είναι ιδίως οικονομικό, έχει δηλαδή διακύβευμα το κέρδος. Δυνάμει της λογικής του συστήματος ο ιδιοκτήτης του «Μέσου» εξουσιοδοτείται να προσλαμβάνει την πολιτική ως προϊόν, να την μεταποιεί κατά βούληση, να την μεταπωλεί στην κοινωνία ή στους φορείς της πολιτικής. Την ιδιοποίηση αυτή, εντέλλεται μάλιστα να την εμπραγματώσει σε ένα περιβάλλον ισχύος και όχι κανονιστικής εξουσίας.
Υπογραμμίζω τη διαφορά: το Μέσον Επικοινωνίας είναι θεσμιμένο ως δύναμη όχι ως εξουσία. Έναντι του πολιτικού συστήματος αποτελεί δύναμη όχι εξουσία. Υπό την ιδιότητα ακριβώς αυτή, εξουσιοδοτείται να διαχειρισθεί το πολιτικό φαινόμενο (τον λόγο της πολιτικής), έναντι του οποίου γίνεται αποδεκτό ότι ο σκοπός του μπορεί να προσιδιάζει στην επιδίωξη του κέρδους και όχι στην ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος. Το γεγονός αυτό καθεαυτό συνεπάγεται επίσης μία διαφορετική προσέγγιση του δικαιούχου της πολιτικής, δηλαδή της κοινωνίας και, εν προκειμένω, του πολίτη. Η πολιτική δεν αποτιμάται ως ο δημόσιος χώρος που συγκροτεί και λειτουργεί την κοινωνία. Οριζόμενο ως προϊόν, αποτιμάται σε χρήμα (ή επιρροή), προσφέρεται για πώληση στον δικαιούχο της. Ο πολίτης μεταβάλλεται, με τη σειρά του, σε μέρος της οικονομικής διαδικασίας και, ως εκ τούτου, σε καταναλωτή.
Η μετάλλαξη αυτή του πολίτη είναι κεφαλαιώδης και ανάγεται στη διαφορά φύσεως που επισημαίνεται μεταξύ της οικονομικής και της πολιτικής αγοράς. Στην μία περίπτωση, η πολιτική έχει ως διακύβευμα το συμφέρον της κοινωνίας. Στην άλλη, η πολιτική, εναρμονισμένη με τους νόμους της ιδιοκτησίας και της αγοράς, έχει ως διακύβευμα το συμφέρον του ιδιοκτήτη και, ευρύτερα, του συντελεστή του Μέσου Επικοινωνίας.
Ώστε η ιδιότητα του πολίτη/καταναλωτή και η ιδιότητα του πολίτη της πολιτείας δεν έχουν το ίδιο κίνητρο σε ότι αφορά στο ενδιαφέρον τους για την πολιτική, για τον πολιτικό λόγο ούτε οδηγούν στις ίδιες επιλογές. Η μία ευνοεί το θέαμα, τον εντυπωσιασμό, την προσωποποίηση της αντίθεσης. Η άλλη ευνοεί το διάλογο, ενεργοποιεί τη λογική με γνώμονα το συνολικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Η μία υποβάλλει το άτομο στις προτεραιότητες των «Μέσων», η άλλη στις προτεραιότητες της πολιτικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο και οι όροι της «ενημέρωσης» είναι διαφορετικοί. Η πολιτική ενημέρωση, ιδωμένη υπό το πρίσμα της οικονομικής αγοράς, μεταλλάσσει την πολιτική σε θεατρική σκηνή, της οποίας το περιεχόμενο προσομοιάζει μάλλον με πολιτική επιθεώρηση. Σκηνοθέτης είναι ο τηλεκράτορας. Η πολιτική, εν προκειμένω, πωλείται και, ως εκ τούτου, οι θεματικές και οι συντελεστές της είναι διαφορετικοί, απ’ότι εάν αυτή λειτουργούσε ως δημόσιος χώρος.
Μολονότι οι επιπτώσεις της μετατροπής της πολιτικής και ιδίως του πολιτικού λόγου σε προϊόν, του οποίου η διαχείριση υπόκειται στους νόμους της οικονομικής αγοράς, είναι προφανείς, είναι χρήσιμο νομίζω να σταχυολογήσει κανείς ορισμένες από αυτές, που αφορούν αμεσότερα στις χρήσεις της γλώσσας και, συγκεκριμένα, στην μετάλλαξή της από φορέα του πολιτικού λόγου σε εργαλείο της οικονομικής αγοράς.
- Η ιεράρχηση των ειδήσεων γίνεται εφεξής με μέτρο τη βαρύτητα των συμβάντων στην ανάπτυξη του θεάματος. Κατά τούτο, προέχει η γλώσσα του θυμικού, που ενισχύει τη μαζοποίηση, την αγελαία πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας, που πεζοδρομοποιεί την πολιτική. Παραδείγματα όπως εκείνα του Βαρθολομαίου, του Άλεξ, της «φραπελιάς», του «εξώγαμου» του Παναγούλη, του βιασμού στην Αμάρυνθο και πολλά άλλα από τα οποία βρίθει η καθημερινότητα των ελληνικών «Μέσων», είναι εξόχως χαρακτηριστικά.
- Η θεματική των ειδήσεων ευτελίζεται στην απαρίθμηση συμβάντων που ανάγονται στο προσωπικό βίωμα (εγκλημάτων, βιασμών κλπ), ή στην απομόνωση ανεκδοτολογικών περιστατικών που κρύβονται πίσω από την πολιτική. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση της τελευταίας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συγκράτησε μόνο το θεαματικό περιεχόμενο της υπογραφής, ορισμένες σκανδαλοθηρικές στιγμές, όχι όμως και την οικονομική, πολιτισμική και πολιτική φυσιογνωμία των νέων μελών ή τις επιπτώσεις της διεύρυνσης.
- Η διαχείριση της πολιτικής διαδικασίας ή της πολιτικής δυναμικής εξαντλείται στις προσωπικές «αιχμές» των πολιτικών συντελεστών και όχι, φυσικά, στην ουσία τους. Στις διαδηλώσεις προβάλλει όχι το γεγονός καθεαυτό (τα ποιοτικά τους στοιχεία) ή το διακύβευμα των διαδηλώσεων, αλλά το συμβάν, το επεισόδιο, το κάψιμο ενός κάδου με οπτική εντυπωσιασμού. Αυτό ακριβώς δείχνει την ιδιοποίηση ενός φαινομένου που ανήκε, όφειλε να ανήκει στο δημόσιο χώρο .
Στο πλαίσιο αυτό, η γλώσσα των ειδήσεων τυποποιείται, το λεξιλόγιο περιορίζεται στα στοιχειώδη, οι αποχρώσεις ενοχλούν διότι δεν απλουστεύουν τα γεγονότα. Το επιχείρημα υποκαθίσταται από την «ατάκα», τον συμβολισμό του συνθήματος, τον πεζοδρομιακό κώδικα. Ο λόγος γίνεται παρατακτικός, περιπτωσιολογικός. Ο λόγος της σύνθεσης, ο ερμηνευτικός λόγος αποκλείεται. Η γλώσσα της αντίθεσης προσωποποιείται, ο λόγος της πολιτικής ή των πολιτικών, της διασταύρωσης των απόψεων, παραχωρεί τη θέση του στην οξύτητα, στον προσωπικό «καυγά», στην πόλωση, στον εντυπωσιασμό. Μία ειδική κατηγορία πολιτικών, δηλαδή πολιτικού προσωπικού και δημοσιογράφων που κατασκεύασε η τηλεόραση, έχει αναλάβει εργολαβικά το ρόλο αυτής της παραθεώρησης ή διαστρέβλωσης των πραγμάτων, της πρόταξης ενός λεξιλογίου και μιας επιχειρηματολογίας, η οποία προσιδιάζει στους χαρακτήρες του υποκόσμου και έχει ως γνώρισμα την ύβρη.
Η διαφορετικότητα των απόψεων στις πολιτικές δυνάμεις, στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, προβάλλουν ως ασθένεια του συστήματος ή ως σκάνδαλο. Η διατύπωση, για παράδειγμα, μίας διαφορετικής γνώμης στο κόμμα είναι περιζήτητη όχι επειδή φέρνει νέα στοιχεία στο διάλογο, αλλά γιατί εγγράφεται ως μία προβληματική διάσταση του πολιτικού συστήματος. Ενώ όμως ο πλουραλισμός αντιμετωπίζεται ως κάτι το μεμπτό, ως ανωμαλία του πολιτικού λόγου και της πολιτικής διαδικασίας, συγχρόνως καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις «προτεραιότητες» της τηλεόρασης.
4)Η ενσάρκωση του συστήματος των Μέσων Επικοινωνίας από την ιδιοκτησία και η υπαγωγή της πολιτικής στους νόμους της οικονομικής αγοράς, δεν γίνεται, όπως θα υπέθετε κανείς, με σκοπό την αποτελεσματικότητά της, αλλά την ιδιοποίηση των ρόλων ή την υποκατάσταση θεσμών. Έτσι, ο δημοσιογράφος μεταβάλλεται σε πολιτικό, οικονομικό, αστυνομικό, ναυτιλιακό, νομικό, εκλογικό, επικοινωνιακό και κάθε άλλου είδους αναλυτή. Για να διαμορφώσει κανείς μια ιδέα της ιδιοποίησης αυτής και των επιπτώσεων της αρκεί να παρακολουθήσει επ’ολίγον ένα ξένο κανάλι (π.χ. το CNN) για να διαπιστώσει ότι τις μεν ειδήσεις τις ανακοινώνει ο δημοσιογράφος, τον δεν σχολιασμό, την ανάλυση ή την τοποθέτησή τους στο ευρύτερο περιβάλλον τα αναλαμβάνει ο ειδικός: ο οικονομικός επιστήμων αν το θέμα είναι οικονομικό, ο πολιτικός επιστήμων αν είναι πολιτικό, κλπ.
Στην Ελλάδα, επομένως, η γνώση δεν είναι απλώς περιττή, εκτιμάται ως επιβλαβής και, μάλιστα, επικίνδυνη. Το θέαμα, που υποχειριάζει το άτομο και το μαζοποιεί, χρειάζεται τους «ανευλαβείς» του, έχει εκλεκτική συγγένεια με την άγνοια και τη συσκότιση. Ακραία εκδήλωση του φαινομένου της ιδιοποίησης αυτής αποτελούν τα λεγόμενα «πάνελ» (τα τραπέζια των συζητήσεων). Τα τραπέζια αυτά συγκροτούνται από δημοσιογράφους ή από δημοσιογράφους και πολιτικούς ή μόνο από πολιτικούς που μοιράζονται το ίδιο διακομματικό κλίμα και σύμπλεγμα συνενοχών. Οι φορείς της γνώσης είναι παντελώς εξοβελισμένοι από το διάλογο διότι κρίνεται ότι μπορούν να διαταράξουν τις ισορροπίες της «επιχειρηματολογίας» ή και το αποδεκτό θεματικό πλαίσιο (την «ατζέντα») της όλης παρουσίας. Επιπλέον, και αυτό ακόμη το ζήτημα της χρονικής εκπροσώπησης των κομμάτων στα δρώμενα θα είχε ενδιαφέρον να συσχετιστεί με το στατιστικό δείγμα των πολιτικών που συμμετέχουν στα «πάνελ».
Εν προκειμένω, το επιχείρημα της ακροαματικότητας αποτελεί την πλέον κραυγαλέα επιβεβαίωση της υποκατάστασης ή της ιδιοποίησης των θεσμών και των ρόλων, δηλαδή της ανατροπής της λογικής τους συστήματος. Ο τηλεκράτορας και οι εντεταλμένοι του συντελεστές αποφασίζουν πώς και από ποιον θα εκπροσωπηθεί το κόμμα, ποια θέματα θα συζητηθούν και ποια όχι, τι εγγράφεται στις κοινωνικές προτεραιότητες ή μη. Στην υποκατάσταση σε ρόλους και θεσμούς πρέπει να συνεκτιμηθεί και η αυταρχική λειτουργία των Μέσων Επικοινωνίας. Αναφέρομαι στη λογοκρισία που ασκείται, στην ασυλία με την οποία έχουν περιβάλει εαυτούς οι συντελεστές των «Μέσων», στην παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, στην ισοπέδωση των θεσμών, στην κατάλυση του κανονιστικού περιβάλλοντος.
Προβάλλει συχνά το επιχείρημα ότι η τηλεόραση, όπως άλλωστε και η πολιτική, προσομοιάζει στο κοινό της. Δεν είναι απλώς εσφαλμένη η άποψη αυτή, συνιστά απάτη. Το κοινό της τηλεόρασης δεν αποτυπώνει τον μέσο όρο του ελληνικού κοινού, αλλά το αγελαίο/μαζικό κατακάθι της κοινωνίας. Είναι το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που προσφέρεται εύκολα να λειτουργήσει ως καταναλωτής της πολιτικής, δηλαδή ως όργανο των συντελεστών των μέσων επικοινωνίας και των σκοπών τους. Δεν χρειάζεται να συγκρίνω την ελληνική κοινωνία με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή για να αποδείξω το γεγονός αυτό ούτε να αναφερθώ στη δεοντολογία του παιδαγωγικού ρόλου που οφείλει να παίζει η τηλεόραση. Αρκεί να υπενθυμίσω ότι, αν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν θα διαπιστώνονταν η κραυγαλέα αναντιστοιχία μεταξύ ζήτησης πολιτικής και αποδοκιμασίας του περιεχομένου της πολιτικής που προσφέρεται από τα Μέσα Επικοινωνίας, από την κοινή γνώμη.
Έχει σημασία ως προς αυτό να σταθούμε ειδικότερα σε μία επισήμανση που την θεωρώ καίρια. Στην εποχή της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας το κοινωνικό γεγονός συγκροτείται και υπάρχει εάν υιοθετηθεί από τα «Μέσα». Ένα γεγονός τοπικής σημασίας από τη στιγμή που υιοθετείται από τα Μέσα Επικοινωνίας γίνεται εθνικό ή αναλόγως παγκόσμιο. Κατά την ίδια έννοια, συνάγεται ότι το Μέσον Επικοινωνίας παίζει ένα ρόλο καταλύτη στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων, των νοοτροπιών, των στερεοτύπων και, προφανώς, της αυτογνωσίας .
Για να κατανοηθεί η αξία της επισήμανσης αυτής, αρκεί να θυμηθούμε ότι στην αρχαιότητα το εθνικό συνειδησιακό οικοδομήθηκε με άξονα το επικοινωνιακό όχημα των ομηρικών επών. Το Βυζάντιο είχε τους δικούς τους επικοινωνιακούς συμβολισμούς που στην περίοδο της κρίσης αποκρυσταλλώθηκαν ή απεικονίσθηκαν με το έπος του Διγενή Ακρίτα. Και επί οθωμανοκρατίας, με τον θρήνο της Άλωσης.
Στην Ελλάδα του κράτους-έθνους, η «συνείδηση κοινωνίας» συμβολίσθηκε με το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Σήμερα οι συλλογικές αναφορές της ελληνικής κοινωνίας διαμορφώνονται από τους επώνυμους συντελεστές ή διασκεδαστές των Μέσων Επικοινωνίας και το έργο τους. Εξού και οι πολιτικές δυνάμεις διαγκωνίζονται να αξιοποιήσουν πολιτικά τους αστέρες της τηλεθέασης. Αυτά είναι τα πρότυπα που διαχέονται στις μάζες.
5) Ποια μπορεί να είναι η λύση; Οι καθιερωμένες αρχές επικεντρώνονται σε στερεότυπα όπως η δεοντολογία, η αυτορρύθμιση, η ελευθερία των συντελεστών των «Μέσων», η ηθική τους δέσμευση, ο πλουραλισμός, η ακροαματικότητα και άλλα. Όλα όμως αυτά, που πρέπει να επισημάνω, είναι εναρμονισμένα με την προ-αντιπροσωπευτική λογική της νεοτερικής πολιτείας, δεν αποτελούν παρά τρόπους και μέσα που κατατείνουν στην διατήρηση της ιδιοποίησης του πολιτικού λόγου, του κράτους, το οποίο ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, στην καθυπόταξη του δημοσίου χώρου στο διατακτικό της οικονομικής αγοράς και στο ίδιον συμφέρον των τηλεκρατόρων. Εξού και οι ανωτέρω αρχές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους με ακρίβεια στην κατοχύρωση της μιας και μοναδικής αρχής, που είναι η μη υπαγωγή των «Μέσων» στον κανόνα και στην κύρωση, η τοποθέτησή τους, με άλλα λόγια, υπεράνω του νόμου.
Ώστε, η μεταβολή του Μέσου Επικοινωνίας, από Μέσον Ενημέρωσης σε πεδίο της πολιτικής, εγείρει ένα μείζον ζήτημα πολιτικής δεοντολογίας που έχει να κάνει με την εναρμόνισή του και, κατ’επέκταση, με τη διαχείριση του πολιτικού λόγου με γνώμονα τη λογική και το συμφέρον της κοινωνίας, δηλαδή σύμφωνα με την ελευθερία της κοινωνίας, και όχι των συντελεστών των «Μέσων». Τα Μέσα Επικοινωνίας, αιτούμενα την εφαρμογή, ως προς αυτά, της αρχής της αυτορύθμισης, επιδιώκουν την εξαίρεσή τους από το όποιο κανονιστικό περιβάλλον θα άρμοζε στο δημόσιο συμφέρον. Στην πραγματικότητα επιδιώκουν να τοποθετηθούν περίπου ως η «Ανωτάτη Αρχή» του έθνους. Οπότε, από τη θέση αυτή, θα ήσαν εφεξής σε θέση να θέσουν την πολιτεία και, συνακόλουθα, την κοινωνία υπό αναγκαστική διαχείριση. Το αντιφατικό, εν προκειμένω, είναι ότι στην εξέλιξη αυτή, η ελευθερία του «Μέσου» αντιστρατεύεται την ελευθερία της κοινωνίας, αφού η μεταβολή του σε πραγματικό ιδιοκτήτη της πολιτικής οδηγεί στην υποχειρίαση του πολιτικού της λόγου.
Το δίλημμα επομένως είναι είτε να αποδεχθεί κανείς το παρόν σύστημα, προβάλλοντας την ηθική ευθύνη των συντελεστών του και, συνεπώς, να οδηγηθούμε σε ένα καθεστώς πραγματικής δεσποτείας, δηλαδή ιδιοκτησίας επί της κοινωνίας μέσω της πολιτικής, είτε να το αλλάξουμε. Η αλλαγή του συστήματος των «Μέσων» δεν συνεπάγεται την κατάργηση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, αλλά τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας του συστήματος από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου και, στην παρούσα φάση, την υπαγωγή της λειτουργίας τους στους κανόνες του δημοσίου χώρου. Το ζήτημα, σε κάθε περίπτωση, δεν εστιάζεται για την ώρα, στην αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος, αλλά στην εναρμόνιση των «Μέσων» με το δημόσιο συμφέρον.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι το πρόβλημα της διαχείρισης του πολιτικού λόγου από τα Μέσα Επικοινωνίας γεννάται και οξύνεται συντωχρόνω με την πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Διότι ο πολιτικός λόγος αποβαίνει η κυρίαρχη παράμετρος του συστήματος και όποιος τον ελέγχει, ελέγχει και το σύστημα. Προφανώς, δεν ενοχοποιείται η κοινωνία για την πολιτική της ανάπτυξη, αλλά το πολιτικό σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα των «Μέσων», που παραμένει δέσμιο του παλαιού καθεστώτος. Αν λοιπόν η ελευθερία του «Μέσου» δεν ισοσταθμίζεται με την ελευθερία της κοινωνίας, η επιλογή που έχει κανείς παύει να είναι διλημματική: αντί να αφήσει τον πολιτικό λόγο και την πολιτική δυναμική στην ιδιοκτησιακή ευχέρεια του τηλεκράτορα, επιλέγει την ελευθερία της κοινωνίας. Εκτιμώ εντούτοις ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι συσχετισμοί και, κατ’επέπταση, η πολιτική ανάπτυξη της νεοτερικής κοινωνίας, δεν είναι ικανές να μεταβάλουν το σύστημα. Εξού και εκτιμώ ότι η επίλυση του προβλήματος θα έλθει από το μέλλον, με τη σταδιακή εξέλιξη του τεχνοδικτυακού συστήματος. Διακρίνουμε ήδη τα ίχνη της εξέλιξης αυτής, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ίντερνετ, όπου διαχωρίζεται ρητώς η ιδιοκτησία του «Μέσου» από τον συντελεστή του λόγου. Ο τελευταίος ουδόλως ενδιαφέρεται για τον ιδιοκτήτη του ιντερνετικού συστήματος.
Στην παρούσα φάση, ωστόσο, θεωρώ ότι διατηρεί την επικαιρότητά του το σχήμα της πρότασης με την οποία είχα συνοδεύσει το 1989 ως Πρόεδρος της ΕΡΤ, την ιδέα για τη δημιουργία της πρώτης Ανεξάρτητης Αρχής, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και η οποία συνίσταται στα εξής:
- Να υιοθετηθεί ένας Συνταγματικός χάρτης των Μέσων Επικοινωνίας που θα ρυθμίζει τη θέσμιση και τη λειτουργία τους δυνάμει της αρχής ότι διαχειρίζονται το πεδίο της πολιτικής και ορίζουν, ως εκ τούτου, το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου και την πολιτική εκπροσώπηση.
- Να μετεξελιχθεί η Ανεξάρτητη Αρχή, εν προκειμένω το Ε.Σ.Ρ., σε θεμελιώδη εναρμονιστικό θεσμό, επιφορτισμένο με την λειτουργία των «Μέσων», σύμφωνα με τις επιταγές του Συνταγματικού χάρτη και τη λογική του δημοσίου συμφέροντος.
Προφανώς, αναφέρομαι σε ένα άλλο σύστημα που αποκλείει την υποταγή της πολιτικής στο διατακτικό της αγοράς, στην οποία παραπέμπει επίσης η έννοια της αυτορύθμισης, που δεν εναποθέτει τη διαχείριση της πολιτικής στην ηθική δεοντολογία, αλλά αντιθέτως επιβάλλει την υποταγή του συντελεστή του «Μέσου» στο σκοπό του πολιτικού συστήματος, δηλαδή στη λογική του δημοσίου χώρου. Έως τότε όμως δεν πρέπει να προκαλεί απορία το γεγονός της υποχειρίασης της γλώσσας στο σκοπό του συστήματος της ιδιοποίησης, που οδηγεί στη μεταβολή της πολιτικής σε θέαμα, σε προϊόν προς κατανάλωση από τους μεταλλαγμένους σε καταναλωτές πολίτες.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Απαντήσεις του Γιώργου Κοντογιώργη στις ερωτήσεις της εφημερίδας τα «Νέα της Λευκάδας» (15/08/2008).

1. Η φύση της Λευκάδας ως πηγή έμπνευσης και αφετηρία της προσωπικής σας Οδύσσειας στον κόσμο.

Απάντηση: Η Λευκάδα είναι η ρίζα της ζωής μου, το σημείο αναφοράς, η πνευματική μου αφετηρία. Αυτός ο τόπος προικοδότησε τα παιδιά της με το κίνητρο της πνευματικής περιέργειας και μια ιδιαίτερη οπτική του ελληνισμού. Ο Ζαμπέλιος, ο Βαλαωρίτης, ο Σικελιανός, ο Σβορώνος ανέβασαν το «λαό» στο βάθρο της ιστορίας. Αυτή είναι και η δική μου οπτική.

2. Η ουσία της Δημοκρατίας είναι η Ελευθερία. Από πού πηγάζει η ανάγκη για τον αναστοχασμό της Ελευθερίας σήμερα?

Απάντηση: Το σύστημα που οικοδόμησε ο ευρωπαϊκός κόσμος μετά την έξοδό του από τη φεουδαρχία έχει πια εξαντλήσει τα όριά του. Το σύστημα αυτό είχε ως στόχο την κατάκτηση από το λαό της ατομικής ελευθερίας. Η διεκδίκηση αυτή δεν αμφισβητούσε ωστόσο το σύστημα της φεουδαρχίας. Τι λέει αυτό; Ότι μπορεί ο άνθρωπος να μην είναι πια μέρος της ιδιοκτησίας του κάποιου, ο κάποιος αυτός όμως είναι κάτοχος του συστήματος. Παρόλα όσα πιστεύουμε σήμερα, ο άνθρωπος εξακολουθεί να μην είναι ελεύθερος στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Και δεν είναι ελεύθερος κάποιος όταν , εκεί όπου αποφασίζει άλλος για λογαριασμό του. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στην οικονομία, όπου αποφασίζει μόνος του ο εργοδότης για την τύχη της επιχείρησης, αλλά και στην πολιτική όπου για όλα αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ο πολιτικός. Οι πολιτικοί φρόντισαν ώστε όχι μόνο να μην δίνουν λογαριασμό στο λαό αλλά και να καταδολιεύουν τα συμφέροντά του. Είναι επείγουσα η ανάγκη να αναστοχασθούμε την ελευθερία ώστε να προσεγγίσει το βαθμό χειραφέτησης της κοινωνίας και συγχρόνως να της επιτρέψει να προστατεύσει τα συμφέροντά της έναντι των πολιτικών και των διαπλεκομένων που αυτοί υπηρετούν.

3. Η Ελλάδα που γέννησε τη Δημοκρατία, μπορεί να είναι υπερήφανη για το σημερινό της Πολίτευμα? Η έννοια της αντιπροσώπευσης στο πολιτικό μας σύστημα, η έννοια του Δήμου και της Δημοκρατίας στην πράξη.

Απάντηση: Το ελληνικό πολίτευμα είναι ένα πρωτοποριακό εργαστήρι για να κατανοήσει κανείς τι μέλει να συμβεί στον κόσμο στα χρόνια που έρχονται. Όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα έτσι και το ελληνικό δεν είναι δημοκρατικό. Είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι ένα πολιτικό σύστημα που συγχέεται εξολοκλήρου με το κράτος είναι δημοκρατικό. Αυτά λέγονται για να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι ούτε δημοκρατικό ούτε αντιπροσωπευτικό είναι το σύγχρονο σύστημα. Δημοκρατικό είναι ένα σύστημα όταν το κατέχει ο λαός, συγκροτημένος σε δήμο, όταν αυτοκυβερνιέται. Θα ήταν έστω αντιπροσωπευτικό το σημερινό πολιτικό σύστημα εάν ο λαός κατείχε την ιδιότητα του εντολέα. Τότε ο λαός θα καθόριζε την ακολουθητέα πολιτική και ο πολιτικός απλώς θα την εφάρμοζε. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πουθενά. Αν διαβάσει κανείς το Σύνταγμά μας θα διαπιστώσει ότι ο πολιτικός δεν αντιπροσωπεύει το λαό αλλά το έθνος. Που όμως ο πολιτικός αυτο-ορίζεται αρμόδιος να προσδιορίσει το συμφέρον του. Σήμερα ο πολιτικός κατέχει και την ιδιότητα του εντολέα και του εντολοδόχου.

4. Ακούμε για την συμμετοχή στην «κοινωνία των Πολιτών». Πολιτική συμμετοχή ή Πολιτική Ομηρεία? Είναι η Πολιτική αυτοσυνειδησία εφικτή?

Απάντηση: Η «κοινωνία πολιτών» όπως την ορίζουν οι σύγχρονοί μας στοχαστές δεν είναι η κοινωνία των πολιτών αλλά οι ομάδες συμφερόντων που παρεμβαίνουν στην πολιτική σκηνή. Οι περισσότερες από αυτές είτε εκφράζουν συμφέροντα που αντιστρατεύονται την κοινωνία (π.χ. οι βιομήχανοι έναντι της κοινωνίας της εργασίας) είτε είναι κρατικοδίαιτες, διαπλέκονται με τους φορείς του κράτους. Η κοινωνία βρίσκεται σε πολιτική ομηρία, στην οποία την έχουν καθυποτάξει οι διαπλεκόμενοι πολιτικοί, οι τηλεκράτορες και οι θεράποντές τους.

5. Στην Αρχαία Αθήνα ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως ιδιώτη αποτελούσε μέγιστη προσβολή, η ιδιώτευση σήμερα αποτελεί καθεστώς, σε βάρος του «Δημοσίου αγαθού», της «Δημόσιας Ζωής», του «Δημόσιου Χώρου».

Απάντηση: Στην αρχαία Αθήνα ο λαός συγκροτούσε δήμο, κατείχε αυτός την πολιτεία, αυτός κυβερνούσε. Σήμερα ο λαός είναι ιδιώτης, είναι αποκλεισμένος από το πολιτικό σύστημα. Ο «δημόσιος χώρος» στην Αθήνα ήταν ο χώρος του δήμου, ο λαός. Σήμερα δημόσιος χώρος είναι το κράτος. Το σύγχρονο σύστημα θέλει το λαό να ιδιωτεύει. Η δημοκρατία της Αθήνας θεωρούσε την ιδιώτευση δουλεία και τον ιδιώτη άχρηστο πολίτη.

6. Τα Μέσα Μαζικής επικοινωνίας αποτελούν τον πλέον καθοριστικό παράγοντα στη Δημοκρατία μας και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε συνδυασμό με την Αγελαία – Μαζική πολική συμπεριφορά των πολιτών, ποιες είναι οι συνέπειες για την ζωή μας? Έχουμε τη δύναμη ως πολίτες να διαφυλάξουμε την ελευθερία μας? Μπορούμε να έχουμε «Πολιτική συμμετοχή»?

Απάντηση: Ως πολιτική συμμετοχή θεωρούμε σήμερα τη μαζική προσέλευση των πολιτών μπροστά στην πόρτα της εξουσίας: ως διαδηλωτές, ως χειροκροτητές, ως παράκλητοι των συμφερόντων τους. Οι πολιτικοί θέλουν τους πολίτες αγέλη προβάτων που την καθοδηγούν, την επιβεβαιώνουν στον παρασιτικό τους ρόλο, υποστηρικτές της σταδιοδρομίας και του πλουτισμού τους, το αντίτιμο των οποίων καλείται να καταβάλει το δημόσιο ταμείο. Ως πολιτική συμμετοχή νοείται η εξωθεσμική παρέμβαση του πολίτη στα πολιτικά δρώμενα. Δεν θέλουν τον πολίτη μέσα στο σύστημα. Μην νομίσουμε ότι πολιτική συμμετοχή σημαίνει η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας. Η κοινωνία δεν θεωρείται ώριμη ούτε ικανή γι αυτό.


7. Πολίτης καταναλωτής ή πολίτης της Πολιτείας. Στο βιβλίο σας αναφέρεται η έννοια της «εθελοδουλείας», τί αφορά?

Απάντηση: Το δίλημμα αυτό έχει να κάμει με τον τρόπο που είναι δομημένη η πολιτεία και τα ΜΜΕ. Το κράτος και οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ κατέχουν το σύστημα (της οικονομίας και της πολιτικής), οι πολίτες είναι καταναλωτές του. Για να λειτουργήσει όμως το σύστημα αυτό πρέπει να το αποδεχθεί η κοινωνία, γιατί αλλιώς θα είναι αναγκασμένη να μετέλθει την βία. Εξού και κεντρική προτεραιότητα των πολιτικών είναι να μεταβάλουν τους πολίτες σε εθελόδουλα όργανα, να μην αμφισβητούν το σύστημα έστω και αν τα βάνουν κάποιες φορές μαζί τους.

8. Η περιβόητη κοινωνία της πληροφορίας και της καλπάζουσας τεχνολογίας δίνει τελικά μεγαλύτερη ελευθερία στους πολίτες?

Απάντηση: Είναι λάθος να μιλάμε για κοινωνία της πληροφορίας. Το ορθό είναι τεχνολογική κοινωνία. Η τεχνολογία της επικοινωνίας θα αποτελέσει το πεδίο πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί η δημοκρατία και κατ’επέκταση η καθολική ελευθερία στο μέλλον.

9. Θυμάμαι ένα τραγούδι που λέει: Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα! Είναι ο πολίτης αποξενωμένος από τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον ίδιο?

Απάντηση: Είναι προφανές ότι ενόσω ο πολίτης είναι αποξενωμένος από την πολιτεία τόσο τα πράγματα θα συμβαίνουν χωρίς αυτόν. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η μετάβαση σε ένα πλανητικό περιβάλλον στο οποίο η δύναμη υπαγορεύει τις εξελίξεις, η αποξένωση του πολίτη ισοδυναμεί με τον αποκλεισμό του από το πολιτικό σύστημα. Διότι μόνον όποιος κατέχει το πολιτικό σύστημα μπορεί να αισθάνεται χειράφετος στον χώρο του και στη χώρα του.

Γιώργος Κοντογιώργης Ο πόλεμος του 1897 ο Δημήτρης Βικέλας

ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΙΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Για την αιτιολογία του φαινομένου βλέπε τα έργα μου: (α) Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, εκδόσεις Πατακη, ιδίως τις σελίδες 689 επ.(η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα) και (β) 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, εκδόσεις Ιανός.

Ο πόλεμος του 1897 αξιολογείται από τον Δημήτρη Βικέλα ως το αποτέλεσμα του γενικότερου ελληνικού αδιεξόδου που παρήγαγε η σήψη του πολιτικού συστήματος με την ανάδειξη της «βουλευτοκρατίας» σε θεμελειώδη συντελεστή μιας απεχθούς εκδοχής του κράτους. Σταθερά της νεοελληνικής αυτής έκπτωσης αποτελεί η ολοκληρωτική ιδιοποίηση του κράτους από τους πολιτικούς του συντελεστές, η οποία εδράζεται στην λογική της εγκαθίδρυσης μιας αποσυλλογικοποιημένης, δηλαδή πελατειακής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Αποτέλεσμα της ιδιοποίησης αυτής, είναι η μη ανταποκρισιμότητα της πολιτικής προς την κοινωνική προσδοκία και, σε ό,τι μας αφορά εδώ, η προβολή του κομματικού πατριωτισμού έναντι του εθνικού πατριωτισμού, η οποία υποδηλώνει τη διαχείριση του εθνικού ζητήματος υπό το πρίσμα της πολιτικής ιδιοτέλειας των φορέων του .
Θα επιχειρήσω, στο γενικό αυτό πνεύμα που διέπει τις προσεγγίσεις του Βικέλα για τον πόλεμο του 1897, να συστηματοποιήσω το σκεπτικό του, με βάση τους εξής άξονες:
(α) την απουσία στρατηγικής για την εθνική ολοκλήρωση,
(β) τις εκδηλώσεις που πιστοποιούν την ιδιοποίηση του κράτους από τους φορείς του,
(γ) την αναντιστοιχία μεταξύ διακηρυγμένης πολιτικής στόχευσης και πολιτικής βούλησης για την πραγμάτωσή της,
(δ) τη συγκεκριμενοποίηση των ευθυνών για την ήττα και
(ε) τις αντιλήψεις του Βικέλα για την έξοδο από την κρίση.


1. Η απουσία στρατηγικής για το εθνικό ζήτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η επιλογή του πολέμου έγινε με γνώμονα εσωτερικούς δυναστικούς και κομματικούς υπολογισμούς και όχι με βάση την επεξεργασία πολιτικών που θα προετοίμαζαν τη χώρα γι’ αυτό.
Η απουσία αυτή στρατηγικής γίνεται εμφανής στον τρόπο που προσλαμβάνεται η θέση της χώρας στο μέσον της διεθνούς τάξης. «Η επελθούσα καταστροφή ίσως μας αναγκάσει να ενοήσομεν ότι δεν είμεθα μόνοι ημείς εις τον κόσμον, και ότι δεν δυνάμεθα να απολήξωμεν εις αποτελέσματα ευχάριστα άνευ συνενοήσεως είτε μετά των λοιπών κρατών της Ανατολής είτε μετά τίνος των Μεγάλων Δυνάμεων περιλαμβανούσης τον ελληνισμόν εις την τροχιάν της» .
Σχολιάζοντας τις θέσεις που υποστήριξε ο Ελβετός πολιτικός Νουμάς Δροζ σε συνομιλία που είχε μαζί του στις 28 Σεπτεμβρίου 1897, ότι δηλαδή «δεν βλέπει την ανάγκη να κλίνωμεν, χάριν στηρίγματος εις μιαν των Μεγάλων Δυνάμεων», θα υποσημειώσει: « Η Ελλάς χρεωστεί να εργασθεί μόνη, άνευ προσκολλήσεως εις μιαν ή άλλην Δύναμην, προς ανόρθωσίν της, και όταν κατορθώση τούτο θα επιζητηθή η σύμπραξίς της εις δοθείσας περιστάσεις» . «Φοβούμαι, θα προσθέσει, ότι ως προς τούτο ο Δροζ κρίνει περί Ελλάδος, ως εάν επρόκειτο περί της Ελβετίας. Τα συμφέροντα και αι αντιζηλίαι των Δυνάμεων ευρίσκουν εις την Ελλάδα στάδιον ενεργείας μεγαλύτερον» .
Αξιολογώντας μία προς μία την πολιτική των Δυνάμεων στο ελληνικό ζήτημα διαπιστώνει ότι εγγύτερη στα ελληνικά συμφέροντα την περίοδο αυτή ήταν η Αγγλία. «Κατά την ίδιαν μας κρίσιν, θα πει, το συμφέρον της Αγγλίας συνταυτίζεται με την ανάπτυξιν του ελληνισμού, αλλά χάριν αυτού δεν θα διακινδυνεύσει κανένα των πολλαπλών καθ’ όλη την υφήλιον συμφερόντων της». Η Γαλλία, που άλλοτε ήταν εγγύς της Ελλάδος, σήμερα «ακολουθεί την πολιτική της Ρωσίας», η οποία με τη σειρά της μας «απεξήρυξε χάριν των σλαβικών φυλών και δε φαίνεται εύνους ουδαμώς προς το ελληνικόν στοιχείον» . Τέλος η Γερμανία έχει συνταχθεί απολύτως με την Τουρκία.
Ο Βικέλας είναι πεπεισμένος ότι δεν επιτρέπεται στην Ελλάδα η πολυτέλεια να μην προσκολληθεί, όπως λέγει, δηλαδή να μην επωφεληθεί από εκείνη των Δυνάμεων από την οποία να ηδύνατο «περισσότερο να ελπίσει εις το μέλλον» . Οπωσδήποτε, υπογραμμίζει, σε καμία περίπτωση η Ελλάς δεν μπορεί να ενεργεί «μόνη και εναντίον της θελήσεως της Ευρώπης» . Η επισήμανση αυτή αφήνει σαφώς να διαφανεί ότι, κατά τον Βικέλα, η διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής στο εθνικό ζήτημα πρέπει να κατατείνει στη συνάντηση του ελληνικού συμφέροντος με εκείνα των Δυνάμεων, επωφελούμενη ωστόσο από τους ανταγωνισμούς τους. Ο συμβιβασμός, στο πλαίσιο αυτό, αξιολογείται ως ενδεδειγμένη επιλογή εφόσον εγγράφεται σε μια στρατηγική προετοιμασίας της χώρας και ύφανσης ερεισμάτων στις διεθνείς σχέσεις, για την τελική επίτευξη του εθνικού στόχου. Ο συμβιβασμός, κατά τη διαχείριση ενός εθνικού ζητήματος, μπορεί, υπό την έννοια αυτή, να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικός, από την άκαμπτη μεγιστοποίηση της αξίωσης. Η περίπτωση του κρητικού ζητήματος είναι χαρακτηριστική. Ο Βικέλας εναντιώνεται προς όλους εκείνους που επιδίωκαν την εφάπαξ ικανοποίηση του εθνικού αιτήματος για την ένωση, καθώς εκτιμά ότι είναι από μόνη της ικανή να απολήξει στο χειρότερο για την Ελλάδα αποτέλεσμα . «Η λύσις του κρατικού και παντός άλλου ελληνικού ζητήματος δεν εξαρτάται από ημάς και μόνους…. Εάν είχαμεν ανέκαθεν πολιτικήν προπαρασκευάζουσαν τα μέσα προς έγκαιρον ενέργειαν, είχαμεν συνεννοήσεις ή συμμαχίας, τα πράγματα θα έβαιναν καλύτερον και εις προηγούμενας περιστάσεις και σήμερον» . Εξού και συντάσσεται με την ιδέα της “ηγεμονίας υπό τον πρίγκιπα Γεώργιον” στο κρητικό, θεωρώντας ότι η μεν ένωση είναι ανέφικτη, οι δε άλλες λύσεις θα είναι πολύ χειρότερες: όπως η επικυριαρχία των ξένων, της οποίας ή απαλλαγή θα ήτο δυσχερεστέρα και αυτού του τουρκικού ζυγού”
Η απουσία στρατηγικής στο εθνικό ζήτημα φέρνει τον Βικέλα στο κυρίως ζήτημα που συγκροτεί την διακρίνουσα σταθερά του ελληνικού κράτους: Η σταθερά της ελληνικής πολιτικής ζωής εστιάζεται στο γεγονός ότι η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής γίνεται με γνώμονα τις προτεραιότητες του εσωτερικού πολιτικού πεδίου και του ιδίου συμφέροντος των κομμάτων και της δυναστείας. Η παράμετρος αυτή εξηγεί τόσο την απουσία στρατηγικής στο εθνικό ζήτημα, όσο και ειδικότερα τη μεγιστοποίηση των σχετικών διεκδικήσεων, η οποία συνδυάζεται, προφανώς, και με το γεγονός ότι δεν αποδίδει τη βούληση της άρχουσας τάξης. Με άλλα λόγια, η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν συνεκτιμά τη θέση της χώρας στους διεθνείς συσχετισμούς ούτε αντιστοιχείται με μια ανάλογη προς το διακύβευμα προετοιμασία, προκειμένου να δυνηθεί να φέρει σε πέρας το εθνικό εγχείρημα.
Στην πρώτη περίπτωση υφέρπει η ελληνική σταθερά, η οποία παραθεωρεί ότι οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονται με γνώμονα όχι τις εκλογικές προτεραιότητες, αλλά τη δύναμη. Στη δεύτερη περίπτωση ο Βικέλας αναφέρεται ευθέως στον πυρήνα του ελληνικού αδιεξόδου: « Η σημερινή μας αθλιότις είναι τόση, ώστε φαίνεται γελοία πάσα σκέψις περί εξωτερικής πολιτικής … Μόνη η εσωτερική μας ανόρθωσις δύναται να επιτρέψη σκέψεις τοιούτου είδους. [Αλλ’ όμως] η εσωτερική μας ανόρθωσις είναι έργον χρόνου πολλού, η δε διαρρύθμισις της Ανατολής [του Ανατολικού ζητήματος] ημπορεί να επέλθει ταχύτερον ή όσον φαίνεται σήμερον πιθανόν» .

2. Κατά τον Βικέλα το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι η καθυπόταξη του κράτους στη «βουλευτοκρατία», οι προεκτάσεις της στο πεδίο της συναλλαγής, σε συνδυασμό με το κενό που προκαλούσε η “ανάμιξη του στρατού εις την πολιτική» και τον εκφαυλισμό του βασιλικού περιβάλλοντος.
Δεν προκύπτει ότι ο Βικέλας έχει επίγνωση των αιτίων της ιδιαιτερότητας αυτής του ελληνικού προβλήματος ούτε τον απασχολεί. Αρκείται να διαπιστώσει την ασθένεια, την οποία αποτυπώνει με χαρακτηριστικό τρόπο: «η σαρξ της πολιτείας μας, θα πει, είναι η βουλευτοκρατία» . Το ελληνικό αδιέξοδο εντοπίζεται στη «βουλευτοκρατία» καθόσον αυτή υποβιβάζει το κράτος σε λάφυρο των κομμάτων και του σκοπού τους, έτσι ώστε να μην ανταποκρίνεται ούτε στην εθνική ούτε στην κοινωνική προσδοκία. Σχολιάζοντας το γόητρο που απέκτησε η Εθνική Εταιρία θα υπογραμμίσει με έμφαση ότι αυτή ενσάρκωσε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, το οποίο παρόλες τις διακηρύξεις δεν ενδιέφερε ουσιαστικά την πολιτική τάξη. «Αληθής δύναμίς της ήτο, ότι εξεπροσώπη το εθνικόν φρόνημα, το οποίον αι αλλεπάλληλαι κυβερνήσεις της Ελλάδος είχαν αποναρκώσει περιορίζουσαι την πολιτικήν εις εσωτερικόν κομματισμόν και εις ευτελή προσωπικά ζητήματα» .
Είναι προφανές ότι ο Βικέλας περιγράφει, με τον δικό του τρόπο, την αναντιστοιχία μεταξύ της διακηρυγμένης από το νεοελληνικό κράτος αρχής της Μεγάλης Ιδέας και της απουσίας πολιτικής βούλησης και πολιτικών για την υλοποίησή της. Αναντιστοιχία που, με διαφορετική διατύπωση, αναδεικνύει το μείζον γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία απελευθερώθηκε από ένα κράτος εθνικής κατοχής για να υποβληθεί σε ένα εθνικό κράτος πολιτικής κατοχής. Δεν είναι του παρόντος η ανάλυση του φαινομένου .
Έχει ενδιαφέρον, εντούτοις, να προσεχθεί ότι στο τέλος του 19ου αιώνα η αιτία του φαινομένου δεν μεταφέρεται στο προ-εθνοκρατικό παρελθόν του ελληνισμού, καθώς αυτό δεν είναι απλώς πρόσφατο. Βιώνεται στον περύγυρό του, στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και γι'αυτό δεν προσφέρεται για σύγκριση, αφού η υπεροχή του έναντι της κοινωνίας του νεοελληνικού κράτους είναι συντριπτική. Εστιάζεται ευθέως στο παρόν του νεοελληνικού κράτους, το οποίο είναι εμφανές ότι κατατείνει ουσιαστικά να “συσκευάσει” τον ευρύτερο ελληνισμό στα μέτρα του. Η ενοχοποίηση του προ-εθνοκρατικού παρελθόντος θα συμβεί πολύ αργότερα, ιδίως από τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν θα επιχειρηθεί να οικοδομηθεί με όρους μοναδικότητας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, η ιδεολογία του έθνους-κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, η σύγκριση του νεοελληνικού κράτους θα επικεντρωθεί στις αναλογίες των λειτουργιών του έναντι του δυτικο-ευρωπαϊκού ομολόγου του για να διαπιστωθεί ότι οι αποκλείσεις του από το “πρότυπο” δεν βαρύνουν το ίδιο και το πολιτικό προσωπικό, αλλά το παρελθόν που κληροδότησε τις ενσταλλαγμένες νοοτροπίες στην ελληνική κοινωνία του κράτους-έθνους. Η ενοχοποίηση της οθωμανοκρατίας και του Βυζαντίου θα αποτελέσει εφεξής το επιχείρημα δυνάμει του οποίου η ευθύνη για τις δυσμορφίες του κράτους και την ιδιοποίηση των πολιτικών του θα βαρύνει την κοινωνία και όχι το ίδιο.
Ώστε, ο Βικέλας και οι συγκαιρικοί του είχαν άμεση αντίληψη των πραγματικοτήτων του νεοελληνικού κράτους καθώς βίωναν συγκριτικά με τον ελληνικό κόσμο το πρόβλημα του νεοελληνικού κράτους και τις συνέπειές του. Γνωρίζει ότι ο ελληνικός στρατός, εβδομήντα περίπου χρόνια μετά την ανεξαρτησία του κράτους, στις παραμονές του πολέμου, που υποτίθεται ότι απέβλεπε στην εμπραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, αριθμούσε μόλις 14.000 στρατιώτες, με αξιωματικούς οι οποίοι εστερούντο πλήρως κάθε «πείρας διοικήσεως» και δυνατότητας «σύλληψης και εκτέλεσης στρατηγικών σχεδίων» . Ο Βικέλας αναφέρεται στην “έλλειψη πάσης εν γένει στρατιωτικής παρασκευής». Οι «σταρτιώται προσήρχοντο απέναντι του εχθρού ανένδυτοι, ανυπόδητοι, ως επί το πολύ αγύμναστοι». «Δεν είχε ληφθεί ουδεμία πρόνοια περί σχηματισμού κέντρων [εκπαίδευσης και στρατοπέδων]… ούτε υγειονομικό οργανισμός υπήρχεν, ούτε επιμελητήρια» .
Ο Βικέλας επικαλείται πολλές μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το κλίμα αυτό . Αποδίδοντας τις πραγματικότητες της εποχής ο βιογράφος του Βικέλα συνοψίζει ότι “οι έφεδροι προσήλθον αθρόοι και μετ'ενθουσιασμού, αλλ'ούτε στολάς, ούτε εξάρτυσιν, ούτε καταλύματα, ούτε οπλισμόν και εφόδια επαρκή είχεν η Κυβέρνησις να τους δώση, και πλήρεις ήσαν αι πλατείαι και οι οδοί των πόλεων προσελεύσεως από τοιούτους φέροντας τας ιδίας αυτών πολιτικάς ενδυμασίας, ασυντάκτους, αέργους, μη εξασκουμένους....Φόβος ήτο μη αρχίσουν να λιποτακτούν, επιστρέφοντες εις τα χωρία των, αφού έβλεπον ότι αδίκως εγκατέλειπον τας εργασίας των και έπασχεν οικονομικώς διττώς η χώρα” .

3. Θα επικαλεσθώ, εντούτοις, μια ειδικής σημασίας μαρτυρία, η οποία μας εισάγει ακριβώς στον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος, στην πολιτική. Στην προσπάθειά του να βρει τρόπο να οργανώσει στο μέτωπο μια νοσοκομιακή μονάδα ο Βικέλας απευθύνθηκε στον Υπουργό των Ναυτικών . Ιδού πως περιγράφει τη διαχείριση του πολέμου από τον πολιτικό προϊστάμενο: «Οι διάδρομοι του Υπουργείου ήσαν πλήρεις εθελοντών. Ήρχοντο να καταγραφούν ως εργάται θαλάσσης…. Ο υπουργός εκάθητο, περικυκλωμένος από εθελοντάς ορθίους περί την τράπεζάν του. Κατέγραφεν ιδιοχείρως το όνομα εκάστου και έγραφε τας λοιπάς εντυπώσεις… Έμενα εκεί, θεατής της παραδόξου σκηνής, απορών πώς ο Υπουργός των Ναυτικών, εν τω μέσω των περιστάσεων εκείνων, εδαπάνα χρόνον πολύτιμον εκτελών έργον υπαξιωματικού» . Αξίζει να αναφερθεί η περιγραφή της σκηνής, που ακολούθησε την επομένη, όταν ο Βικέλας, από κοινού με τους Λέωντα Μελά και Γεώργιο Στρέιτ, επανήλθε στον Υπουργό για την εξεύρεση λύσης στο αίτημά του: “Την εσπέραν της επιούσης νέα εις το υπουργείον επίσκεψις. Ήτο η αποφράς ημέρα ότε ήλθεν η είδησις της εις Λάρισσαν πανωλεθρίας. Εις τον προθάλαμον....ηρώτησα μετά συστολής υπάλληλον εαν δυνάμεθα να ίδωμεν τον κύριον υπουργόν. Δεν προχωρείς χωρίς να ερωτάς, λέγει ο υπαξιωματικός....Μέσα είναι βαρκάρηδες και συστέλλεσαι συ να έμβης!...Λυπηρά νέα σήμερον κύριε υπουργέ, είπα. Ο υπουργός ήρχησεν, ως να ηγόρευεν εις την Βουλήν ή εκ του εξώστου του προς συνάθροισιν εκλογέων....' Φίλε μου, αδίκως ο κόσμος αποθαρρύνεται. Εις την Θεσσαλίαν έχομεν στρατόν επαρκή προς άμυναν. Εις την Ήπειρον προοδεύομεν. Η Ανατολική μοίρα του στόλου έλαβε διαταγάς, των οποίων τα αγαθά αποτελέσματα θα γίνουν προσεχώς γνωστά, εις δε την Δυτικήν μοίραν έδωκα διαταγάς να ενσπείρει τον τρόμον...'. Διέκοψα τον υπουργόν δια να υποβάλω μετά λύπης, ότι τον τρόμον θα ενσπείρομεν εις πληθυσμούς ομοεθνείς'. Ας υποφέρουν και αυτοί, απήντησεν ο υπουργός. Το έθνος ολόκληρον υποφέρει αγωνιζόμενον προς απελευθέρωσίν των!'. Δεν είπα τίποτε,...[μόνο] εσκέφθην τι έχουν να πάθουν οι κάτοικοι των υπό την Τουρκίαν νήσων και παραλίων εαν οι χθες στρατολογηθέντες σταλούν ως αγήματα προς απελευθέρωσίν των, και τι κατόπιν από τους Τούρκους μετά την αποχώρησιν των ελευθερωτών των! Η δε Ανατολική Μοίρα, ηρώτησα, πού ευρίσκεται; 'Δεν ηξεύρω, απεκρίθη! ...Μου έρχεται, λέγει, να στείλομεν ατμόπλοιον προς ανεύρεσιν του στόλου. Δίδω και δέκα χιλιάδας δραχμάς προς τούτο!'. [Κατώτερος αξιωματικός που παρευρίσκετο στη συνομιλία τού υπέδειξε εντούτοις ότι] αρκεί να σταλή τηλεγράφημα εις την Σκιάθον, αντί ατμοπλοίου προς ανεύρεσιν του στόλου”. Αφού περιγράφει πολλές ακόμη ανάλογες σκηνές, ο Βικέλας απεικονίζει την τρίτη μέρα της επίσκεψής του στο υπουργείο. Και πάλι αναμονή στο ίδιο κλίμα: “Έπειτα ήλθεν η σειρά μας. Πολύ προσεχώς θα έχωμεν το ατμόπλοιον [τον διαβεβαίωσε ο υπουργός]. Εις την σειράν της ομιλίας ο υπουργός παρεπονέθη πικρώς δια την ποιότητα των υπαλλήλων. Υπό το κράτος του πανικού τινές εξ αυτών παρήτησαν την θέσιν των. 'Υπάλληλοι δημόσιοι είναι αυτοί!..'. Δεν εκρατήθην και ανέκραξα: 'Πώς θέλετε να έχωμεν υπαλλήλους συναισθανομένους το καθήκον των, αφού διορίζονται όπως τους διορίζετε!.. Ο υπουργός ούτε γρυ απήντησε...Μετά πάσαν επίσκεψίν μου εις το υπουργείον απεσυρόμην με τα γόνατα τρέμοντα και την καρδίαν σφιγμένην. Δεν ήσαν όσα έβλεπον αρκούσα απόδειξις των αποτυχιών μας;”

4. Η καθυπόταξη αυτή του κράτους και των πολιτικών του στις προτεραιότητες της «βουλευτοκρατίας», εξηγεί κατά τον Βικέλα και το γεγονός του πολέμου του 1897. Ο πόλεμος για την εθνική ολοκλήρωση, θα αναγνωρίσει, δεν ήταν στις προτεραιότητες της πολιτικής/κομματικής ηγεσίας, ούτε του θρόνου. Εντούτοις, όλοι μαζί, ευρεθέντες αντιμέτωποι με το λαϊκό αίσθημα, που απέδιδε στην οργή της κοινωνίας για το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει το εθνικό ζήτημα, και ανταγωνιζόμενοι την Εθνική Εταιρία, που το εξέφρασε, συντάχθηκαν με την ιδεά του πολέμου, μολονότι εγνώριζαν ότι, επειδή είχαν αφήσει τη χώρα απαράσκευη, η ήττα ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Η «εντός της Βουλής αντιπολίτευσις, προεξάρχοντος του Ράλλη» «εξώθησεν το έθνος εις πόλεμον» «φοβερίζοντας ότι δια να τον κηρύξει θα τεθεί επικεφαλής του λαού» . Η κυβέρνηση, επίσης, επέδειξε δειλία και ανευθυνότητα, καθώς προέταξε το κομματικό συμφέρον και παρασύρθηκε. Αναφερόμενος στην προσπάθεια όλων, μετά την ήττα να μεταθέσουν την ευθύνη στην Εθνική Εταιρία, αναδεικνύει το κενό πολιτικής που συνόδευε αναπόφευκτα την “βουλευτοκρατία”. Υπογραμμίζει συγκεκριμένα: “εαν υπήρχε κυβέρνησις αληθής εαν ελειτούργη ο Νόμος, εαν επεκράτει συναίσθησις ηθικής, ούτε Εθνική Εταιρία θα ιδρύετο, ούτε όσα άλλα έκτροπα μας έφεραν εις την παρούσα ελλεεινότητα” . Από την αξιολόγηση αυτή που προσάπτει στην πολιτική τάξη ότι ο πόλεμος υπήρξε το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης του κράτους από την πολιτική τάξη και, κατ'επέκταση, της εκτροπής του από τον σκοπό της εξυπηρέτησης του κοινού συμφέροντος, εγγράφει και τον βασιλέα. Και αυτός ενηγγαλίσθη, κατά τον Βικέλα, για ιδιοτελείς λόγους την λαϊκή προσδοκία για το εθνικό ζήτημα και εξώθησε την χώρα απαράσκευη στον πόλεμο. Ακριβώς αυτό το κενό πολιτικής οδήγησε εντέλει στην εσφαλμένη εκτίμηση για τη στρατηγική των Δυνάμεων.
Έχει ενδιαφέρον να προσεχθούν οι εκτιμήσεις των κυβερνώντων που τους οδήγησαν στην απόφασή τους: Τόσο η κυβέρνηση Δεληγιάννη όσο και ο Βασιλιάς, προσήλθαν στον πόλεμο έχοντας τη βεβαιότητα ότι οι Δυνάμεις θα απέκλειαν την Ελλάδα και έτσι είτε θα απετρέπετο ο πόλεμος (ο Βασιλιάς) είτε θα περιοριζόταν σε μια υπόθεση ολίγων ημερών. “Ο βασιλεύς, θα υπογραμμίσει ο Βικέλας, ήτο πεπεισμένος ότι θα επέλθη αποκλεισμός» .
Ελπίζετο ότι έτσι θα εκτονώνετο η κατάσταση και οι συντελεστές της πολιτείας όχι μόνο δεν θα εισέπρατταν το κόστος της αναχαίτισης της λαϊκής οργής ή της ομολογίας για την αδιαφορία τους να προετοιμάσουν τη χώρα για τη διαχείριση του εθνικού ζητήματος, αλλά θα καρπωνόταν και τη δόξα του εγχειρήματος. Η οργή θα εστρέφετο προς τις Δυνάμεις που δεν θα επέτρεπαν για μια κόμη φορά την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών.
Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να προσέξει κανείς πώς ο Βικέλας αντιμετωπίζει τον θρόνο. Θεωρεί τη φιλοπόλεμη στάση του Γεωργίου καθοριστική για την εμπλοκή της χώρας. Τηρεί απολύτως κριτική στάση απέναντί του στο ζήτημα αυτό. Πρώτον, διότι ουσιαστικά εξήγγειλε και εξώθησε τη χώρα σε πολεμική εμπλοκή. «Ο βασιλεύς εφοβέριζε την Ευρώπην διακηρύττων ότι θα τεθεί επικεφαλής τριακοσίων χιλιάδων Ελλήνων … [και] εξήπτε δια των λόγων του τον ενθουσιασμόν του λαού, [ενώ] είχε τη βεβαιότητα ότι πόλεμος δεν θα γείνη» . Δεύτερον, διότι απέστειλε στην επαναστατημένη Κρήτη στρατιωτικό άγημα υπό τον Βάσσο «προς κατάληψιν της νήσου επ’ ονόματι του υψηλού του κυρίου» [εν προκειμένω του Βασιλέα] . Τρίτον, διότι «ο βασιλεύς εξαρχής ηθέλησε να συγκεντρώσει την διεξαγωγήν του πολέμου εις χείρας του εκλέγων προς τούτο ανθρώπους της εμπιστοσύνης του».
Ο Βικέλας επισημαίνει ότι έπραξε τούτο ο Βασιλεύς μολονότι κατά το Σύνταγμα την πολιτική ευθύνη του εγχειρήματος την είχε ούτως ή άλλως η κυβέρνηση. «Ταύτα και πολλά άλλα επέσυραν επί [της] κεφαλής του ανεύθυνου άρχοντος το βάρος των σφαλμάτων και αποτυχιών, το οποίον μόνο τους υπεύθυνους υπουργούς έπρεπε να βαρύνει”. Όμως, “ανεχόμενοι την δράσιν του θρόνου οι υπουργοί και προπάντων ο πρωθυπουργός, ανελάμβαναν αυτοί πάσαν την ευθύνην”.
Προσάπτει μάλιστα πολλαπλή ιδιοτέλεια στο βασιλέα: « Επιμένω φρονών ότι ο βασιλεύς ευρισκόμενος απέναντι διπλού κινδύνου ή πολέμου εξωτερικού ή ανατροπής εσωτερικής, εθεώρησε το πρώτον ως ολιγώτερον ολέθριον του δευτέρου, και αν ακόμη ο πόλεμος αποβεί ατυχής» . Ο ίδιος ο Βικέλας εύχεται να μη συμβούν τώρα και τα δύο αν και εκτιμά ότι “και τον πόλεμον ηδυνάμεθα ν’αποφύγωμεν στα της αποδοχής της αυτονομίας της
Κρήτης, και τον κίνδυνον της ανατροπής των καθεστώτων ν’αποσοβήσωμεν» . Πέραν αυτού ο Βικέλας προσάπτει στον βασιλέα ότι προχώρησε στη διοργάνωση του πολέμου κατά τρόπο που απέβλεπε αποκλειστικά στον προσπορισμό δόξας από το θρόνο και το Διάδοχο. Όρισε ως αρχιστράτηγο τον απειροπόλεμο Διάδοχο και γύρω του ως “συναρχηγούς, υπαρχηγούς ή επιτελάρχες” «τέως αυλικούς» οι οποίοι ούτε τη γνώση του πολέμου είχαν ούτε το Διάδοχο μπορούσαν να προστατεύσουν.
Έχει ενδιαφέρον να προσέξει κανείς την εξήγηση που δίδεται στην επιλογή αυτή του Γεωργίου: «Αφού ενόμισεν ο βασιλεύς ότι εξησφαλίσθη εις τας Αθήνας η δημοτικότης του, δια της κηρύξεως [του] πολέμου, εις τον οποίον δεν είχε σκοπόν να καταλήξη, ηθέλησε να προσπορίση ίσην ή και μεγαλυτέραν δημοτικότητα εις τον πρωτότοκόν του, και τον προεχείρισεν αρχηγόν στρατού, προωρισμένου να μην πολεμήση. Ο βασιλεύς και η κυβέρνησίς του εχάραξαν το πρόγραμμά των επί τη βάση του προσδοκώμενου αποκλεισμού υπό των Μεγάλων Δυνάμεων…. Ο βασιλεύς ούτε εφαντάζετο ότι οι υιοί του θα παρασταθούν ποτέ εις μάχην» .
Σε επίρρωση της βεβαιότητας του Βικέλα ότι για τον Γεώργιο ο πόλεμος του 1897 απέβλεπε, απ’ αρχής μέχρι τέλους, στο συμφέρον του θρόνου και δεν είχε εθνικό στόχο αναφέρεται στον τρόπο διαχείρισης των επιχειρήσεων. «Εις την Θεσσαλίαν, θα υποστηρίξει, υπερίσχυσεν, ως φαίνεται φροντίς μη αιχαμαλωτισθεί ο Διάδοχος. Άλλως δεν εξηγείται ο διαρκής φόβος της υπερφαλαγγίσεως, ένεκα του οποίου απεφασίσθησαν αι αλλεπάλληλαι υποχωρήσεις, μέχρι των Θερμοπυλών» . Την ίδια ερμηνεία δίδει και στην εντολή ο στόλος να εφορμισθεί στον Παγασητικό αφήνοντας αφρούρητα το Αιγαίο και τον Πειραιά , ή μη αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο μιας απόβασης στα νότα του εχθρού.

5. Έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι η αυστηρή αυτή κριτική στις επιλογές του θρόνου προέρχεται από έναν άνθρωπο, ο οποίος όχι μόνο δηλώνει θιασώτης της βασιλείας, αλλά και που, καθόλο το διάστημα μετά την ήττα, διακατέχεται από την αγωνία μήπως επικρατήσουν οι αντι-δυναστικές δυνάμεις και ανατραπεί η μοναρχία . Η αγωνία αυτή του Βικέλα υπαγορεύεται κυρίως από την εκτίμηση ότι ο συνδυασμός της ήττας με τον “εσωτερικό κλωνισμό” θα φέρει την πλήρη καταστροφή. «Εάν ως συνέπεια του πολέμου επέλθη και κλονισμός εσωτερικός τότε ο όλεθρος [θα είναι] πλήρης και βέβαιος. Πάσχομεν ακόμη εκ του κλονισμού της μεταπολιτεύσεως του 1862, της ακινδύνου εν συγκρίσει προς την επαπειλούμενην σήμερον ανατροπήν. Τοιαύτη ανατροπή υπό τας παρούσας περιστάσεις, με τον εχθρό εισέτι επί του εδάφους μας, θα ήτο καταστροφή εκ της οποίας δεν βλέπω πώς και πότε θα ήτο δυνατόν να ανακύψωμεν” . Πρωταρχικά διότι δεν θα εγίνετο αποδεκτή από τις ευρωπαϊκές απολυταρχίες. Επίσης διότι “δια της Δυναστείας μας ίσως δυνηθώμεν να ελαττώσωμεν το επαχθές των επιβεβλημένων όρων της ειρήνης” .
Από το σύνολο του προβληματισμού που επικαλείται ο Βικέλας υπέρ της διατηρήσεως της μοναρχίας, προκύπτει η βεβαιότητά του ότι η πολιτική ηγεσία είναι ολοκληρωτικά απαξιωμένη, ώστε να μη διαθέτει την αναγνωρισιμότητα και το κύρος που θα της επέτρεπαν να διαπραγματευθεί με τις Δυνάμεις το εθνικό ζήτημα. Θεωρεί επομένως τον Γεώργιο ως τον μόνον εκπρόσωπο της χώρας που λόγω της συγγένειάς του με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης μπορεί να εισακουσθεί από τις Δυνάμεις. Συγχρόνως αναλογίζεται ότι ως εναλλακτική λύση στη μοναρχία προβάλλει ο εφιάλτης της «βουλευτοκρατίας» και ο κίνδυνος να προστεθεί σ’αυτήν η «στρατοκρατία». Και τότε «αλοίμονον»!
Αντιμέτωπος με τους κινδύνους αυτούς που έφεραν το έθνος πίσω στην εποχή της επανάστασης του 1821 , διερωτάται για το μέλλον. Αναζητά τον άνθρωπο που θα ανορθώσει τη χώρα, τον οποίον δηλώνει ότι δεν τον διακρίνει στον ορίζοντα. Μολονότι είναι πεπεισμένος ότι η μεταβολή των θεσμών είναι επιβεβλημένη, διδάσκει πως η επίλυση του ελληνικού πολιτικού προβλήματος δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο μέσω μιας ισχυρής προσωπικότητας. “Δεν βλέπω πώς θ'αλλάξουν δια μιας οι άνθρωποι με την μεταβολήν των θεσμών, ενόσω δεν αναφαίνεται ο άνθρωπος ο οποίος θα επιβληθεί δια να μας διορθώσει. Τον άνθρωπον δε αυτόν δεν τον βλέπω. Ο χρόνος ημπορεί να φέρει διόρθωσιν. Αλλ'εν τω μεταξύ τι θα γείνη το δυστυχές τούτο κράτος;” . Ο ίδιος εισηγείται στον βασιλέα Γεώργιο την διόρθωση των θεσμών . Εντέλει όμως δεν φαίνεται να ελπίζει πολλά από αυτόν, καθώς διαπιστώνει ότι δεν έχει τη σχετική βούληση. Ακόμη και η επιλογή των αυλικών και των συνεργατών του, θα υπογραμμίσει με απογοήτευση, γίνεται σταθερά με γνώμονα την κολακεία .
Πεπεισμένος για το αδιέξοδο στο οποίο ευρίσκετο ο ελληνισμός στο τέλος του 19ου αιώνα, διερωτάται «μήπως πρέπει να ευχώμεθα να επανέλθωμεν όπου ευρισκόμεθα προ ετών, προτού εφαρμοσθεί η αρχή της δεδηλωμένης και καθιερωθεί η παντοδυναμία του εκάστοτε αρχηγού της πλειοψηφίας ; Κατά την εποχήν εκείνην παρεπονούμεθα δια την πληθύν των κομμάτων και δια το εφήμερον των κυβερνήσεων. Έκτοτε απεκτήσαμεν δυο μόνα κόμματα αντιμαχόμενα και αντιπράτοντα, και επιζητούντα δια της συναλλαγής την συγκράτησιν της πλειοψηφίας των και την διατήρησίν των εις την Αρχήν. Τα αποτελέσματα απέβησαν τόσον οδυνηρά, ώστε κατήντησεν επιθυμητόν το πρώην καθεστώς. Δια του πολλαπλασιασμού των κομμάτων δύναται τουλάχιστον να ενισχυθή η βασιλεία».
Ο Βικέλας διαλογίζεται προφανώς στο ζήτημα της παθογένειας του ελληνικού πολιτικού προβλήματος χωρίς εντούτοις να εξέρχεται από το διακύβευμά της. Η σκέψη του παραμένει διορθωτική, είτε εστιάζεται στην αναζήτηση του ανδρός που θα έβγαζε τον τόπο από το αδιέξοδο είτε υπό το πρίσμα “της ανάγκης μεταρρυθμίσεως του πολιτεύματος” .
Εντούτοις, παρά τη μετριοπαθή αυτή προσέγγιση του θεσμικού προβλήματος, ο Βικέλας δεν αναμένει να επέλθει η παραμικρή μεταρρύθμιση. Διατηρεί την απαισιόδοξη, κατά τα λοιπά, βεβαιότητα ότι με την πάροδο του κινδύνου η πολιτική ζωή «θα λάβη τη συνήθη απεχθή μορφήν βουλευτικής εκλογής…. Ο κομματισμός θα εξακολουθήση να επισκιάζη τον πατριωτισμόν, η δε συναίσθησις της επιβαλομένης επανορθώσεως των καθ’ημάς δεν θα υπερνικήση την σκέψιν περί ευτελών συμφερόντων …» .
Εν κατακλείδι, ο Βικέλας δεν φαίνεται να διακρίνει ότι η γενική αρχή που διατείνεται πως από την καταστροφή θα ήταν δυνατόν να προέλθει η ανόρθωση, έχει εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας. Μπορεί όμως να ειπωθεί ότι απέδωσε ένα κάποιο αποτέλεσμα στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πριν απολήξει δια χειρός της “βουλευτοκρατίας” στη Μικρασιατική καταστροφή.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ειπωθεί ότι η σταθερά της κομματοκρατίας εξακολουθεί να υπαγορεύει τις πολιτικές του κράτους, να χαρακτηρίζει δηλαδή την φύση του πολιτικού συστήματος της χώρας μέχρι τις μέρες μας. Και τούτο διότι, όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, η αιτιολογική της βάση, παραμένει ανάλλακτη.