Γιώργος Κοντογιώργης: «Η Τουρκία κάνει, αυτή τη στιγμή, επίδειξη ισχύος
προς την Ελλάδα», Συνέντευξη στη FREE SUNDAY (18/2/2018)
Την εκτίμηση ότι η Τουρκία με την τακτική της
επιδιώκει να «ιμιοποιήσει» την Ελλάδα καταθέτει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην πρύτανης Γιώργος Κοντογιώργης, προσθέτοντας
ότι η χώρα μας χρειάζεται εκ βάθρων ανασυγκρότηση σε όλα τα επίπεδα,
προκειμένου να απαντήσει στην τουρκική επιθετικότητα.
Πού το πάει η Τουρκία σε σχέση με
την Ελλάδα; Επιδιώκει όντως θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο;
Από τη δεκαετία του 1980 ήταν ορατό ότι η Τουρκία
άρχισε να υπερβαίνει τις δυσκολίες που συνεπαγόταν η μετάβασή της στο έθνος
κράτος και η οικονομική της μειονεξία. Η Τουρκία σήμερα, ιδίως από τότε που
ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν, αντιπροσωπεύει μια άλλη πραγματικότητα, που της
επιτρέπει να φιλοδοξεί μια θέση ισχυρής περιφερειακής δύναμης. Για να αναπτύξει
τη φιλοδοξία της αυτή, η Τουρκία χρειάζεται πρωταρχικά ζωτικό χώρο ή,
τουλάχιστον, χώρες που θα αποδέχονται, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, την
ηγεσία της. Η Ελλάδα, και όχι απλώς το Αιγαίο, για τη νέα αυτή Τουρκία αποτελεί
ένα μείζον πρόβλημα, που πρέπει να εκλείψει: διότι γεωπολιτικά τη θεωρεί φυσική
προέκταση του ζωτικού της χώρου, και επειδή είναι ο στρατηγικός κρίκος από τον
οποίο διέρχεται η σχέση της με τη Δύση και υπό μια έννοια με τη Ρωσία. Ούτως ή
άλλως, η Τουρκία γνωρίζει ότι εάν ελέγξει το Αιγαίο, σε συνδυασμό με τα Στενά
και τη μεσογειακή ζώνη από την Κρήτη έως την Κύπρο, θα γίνει ρυθμιστής των πραγμάτων
της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Από την άλλη, η Τουρκία έχει πειστεί, διά χειρός της
ελληνικής πολιτικής τάξης, ότι μπορεί να επιτύχει το 100% των επιδιώξεών της
προς την Ελλάδα χωρίς να πέσει τουφεκιά. Γνωρίζει καλά ότι οι άρχουσες δυνάμεις
στην Ελλάδα έχουν ενσωματώσει πλήρως τη λογική της συνθηκολόγησης της χώρας με
αντάλλαγμα τη διασφάλιση της ακώλυτης νομής της «αποικίας». Το 1982 έγραφα ότι
η Τουρκία επιδίωκε ήδη τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Και εξηγούσα γιατί.
Μετά την υπόθεση των Ιμίων περάσαμε το στάδιο αυτό. Η Ελλάδα οδεύει ολοταχώς
προς την «ιμιοποίησή» της. Τα λεγόμενα «θερμά επεισόδια» θα είναι εφεξής στάδια
στη στρατηγική της Τουρκίας να «ιμιοποιήσει» την Ελλάδα. Οι ολίγες
«βραχονησίδες» είναι απλώς το πρόσχημα, όχι ο στόχος.
Γιατί παρατηρείται αναζωπύρωση της
τουρκικής προκλητικότητας αυτή την περίοδο;
Η Τουρκία κάνει, αυτή τη στιγμή, επίδειξη ισχύος προς
την Ελλάδα. Της υπενθυμίζει ότι είναι παρούσα στο δυτικό μέτωπο, ώστε να μη
διανοηθεί να εκμεταλλευτεί την εμπλοκή της στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής για να
αμφισβητήσει τα «δικαιώματά» της. Και συγχρόνως ξεδιπλώνει έτι περαιτέρω το
μείγμα της στρατηγικής της έναντι της Ελλάδας (και της Κύπρου), προετοιμάζοντας
το έδαφος για την επόμενη μέρα, η οποία έχει κιόλας προσδιοριστεί χρονικά κοντά
στις επετείους του 2021 ή του 2023.
Ο Ερντογάν στην παρούσα φάση έχει
ανοιχτό μέτωπο στη Συρία, κινείται επιθετικά σχετικά με την κυπριακή ΑΟΖ και
προκαλεί την Ελλάδα. Θέλει να τα βάλει με όλους;
Ο Ερντογάν είναι μεγάλος ηγέτης και, θα έλεγα, μεγάλος
«παίκτης». Απογείωσε την Τουρκία σε ελάχιστο χρόνο, επεβλήθη έναντι όλων στο
εσωτερικό πολιτικό πεδίο, διαμόρφωσε για τη χώρα ένα άλλο πρόσωπο στη διεθνή
σκηνή, μετεβλήθη σε ισχυρό συνομιλητή των υπερδυνάμεων. Έχει αποδείξει ότι
γνωρίζει άριστα να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις των δυνάμεων, να κατακτά
θέσεις για την Τουρκία, να ανοίγει και να κλείνει μέτωπα, με την ίδια άνεση που
παραμερίζει τις αδυναμίες του. Έχει κατορθώσει να ελέγχει το εσωτερικό πολιτικό
πεδίο και το εσωτερικό κουρδικό μέτωπο, να διατηρεί μια θέση-κλειδί στα
πράγματα της Συρίας και του Ιράκ και να ακολουθεί έναντι της Ελλάδας και της
Κύπρου μια πολιτική ισχύος, ικανή να αδρανοποιήσει τα εγκεφαλικά κύτταρα της
πολιτικής της τάξης. Ο Ερντογάν εφαρμόζει απαρέγκλιτα το δόγμα ότι η διακρατική
πολιτική ορίζεται ως στυγνή σχέση δύναμης και πολιτεύεται ανάλογα. Έχει
επεξεργαστεί μια φιλόδοξη στρατηγική ιδέα για τη χώρα του, την οποία κατάφερε
να τη μεταβάλει σε κοινό κτήμα όλου του φάσματος της κοινωνίας και προφανώς της
άρχουσας τάξης της. Επομένως, και στη μετα-Ερντογάν εποχή η στρατηγική της
Τουρκίας δεν θα αλλάξει.
Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις της
Ελλάδας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας;
Όπως προείπα, η ελληνική άρχουσα τάξη έχει ήδη στο
μυαλό της να συνθηκολογήσει. Έχει εθιστεί στην ιδέα ότι αργά ή γρήγορα η Ελλάδα
θα γίνει ένα γεωπολιτικό οικόπεδο της Τουρκίας. Σας θυμίζω ότι στο πολύ
πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν πολιτικοί ηγέτες που όντας πλάι σε Τούρκους ομολόγους
τους απαντούσαν στο κοινό που διερωτάτο: «τι θέλετε, να μας καταλάβουν οι
Τούρκοι κάποιο νησί;»; Την ίδια στιγμή είχαν μεταβάλει την εθνική άμυνα σε
προνομιακό πεδίο λεηλασίας. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας ήταν η
οικονομική δυναμική της και η γεωπολιτική της θέση. Διαπιστώνουμε ότι και τα
δύο αυτά συγκριτικά πλεονεκτήματα αναλώθηκαν στον βωμό του συμφέροντος της
δυναστικής κομματοκρατίας. Το χειρότερο είναι ότι, αντιμέτωπη η χώρα με την
ολική της καταβύθιση, οι πολιτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα σήμερα την άρχουσα
Αριστερά, καταγίνονται με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την παράδοσή της.
Η Ελλάδα, αυτή την ύστατη στιγμή, χρειάζεται μια εκ
βάθρων ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους, μια ταχύτατη
επανεκκίνηση της οικονομίας, μια ιδέα και μια στρατηγική για τον ελληνισμό, μια
νέα προσέγγιση του διεθνούς παράγοντα και των συσχετισμών που διαμορφώνονται
στην περιοχή. Μια τέτοια ιδέα θέτει ως προαπαιτούμενο τη ριζική επανεκτίμηση
της σχέσης της άρχουσας τάξης με την εθνική συλλογικότητα και το κοινό
συμφέρον, που θα συγχρονίζεται με τη σφυρηλάτηση της εσωτερικής, κοινωνικής και
πολιτισμικής συνοχής της κοινωνίας και όχι με την υπονόμευσή της. Που θα
αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως το ταυτολογικό ισοδύναμο της χώρας, που οφείλει
να υπηρετεί, και όχι ως «ετερόκλητο όχλο», που απειλεί τη δυναστική της
ηγεμονία. Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται ως ενδεχόμενο στην ελληνική πολιτική
σκηνή, της οποίας το αντικείμενο εξαντλείται στον αγώνα, μέχρις εξοντώσεως, του
αντιπάλου για τη νομή του κράτους.
Διακρίνετε κάποια συγκεκριμένη
προσπάθεια από τους συμμάχους μας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ να ελέγξουν την
τουρκική επιθετικότητα;
Το ζήτημα της εμπλοκής του διεθνούς παράγοντα στα
ελληνοτουρκικά συναρτάται ευθέως με την ικανότητα της Ελλάδας να αναδείξει το
πρόβλημα και να πείσει για τη συμβατότητα των συμφερόντων της με τα δικά του.
Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, ο διεθνής παράγων ενδιαφέρεται για τα δικά του
συμφέροντα, όχι για τα δικά μας, ούτε για της Τουρκίας. Κανείς δεν θα στοιχηθεί
με την Ελλάδα εάν η χώρα είναι ελεήμων και η ηγεσία της περί άλλα τυρβάζει,
στοχοποιώντας την κοινωνική συλλογικότητα ως μείζονα αντίπαλο. Όσοι επιμένουν
να αποδίδουν τις καταστροφές της χώρας σε συνωμοσίες ξένων ας συνειδητοποιήσουν
ότι όλες μα όλες οργανώθηκαν στην Αθήνα. Και αυτή που ζούμε, ως κρίση, και αυτή
που θα συμβεί, εάν δεν αλλάξει η πολιτεία της χώρας, στο Κυπριακό και στα
ελληνοτουρκικά.