Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Γιώργος Κοντογιώργης, Διχαστική πόλωση και ολιγαρχική κομματοκρατία


 
Γιώργος Κοντογιώργης, Διχαστική πόλωση και ολιγαρχική κομματοκρατία
https://slpress.gr/idees/dichastiki-polosi-kai-oligarchiki-kommatokratia/
Γιώργος Κοντογιώργης
15 Απριλίου 2019
Το μόνο ιδίωμα του ιστορικού ελληνισμού που αφέθηκε να σταδιοδρομήσει στο νεοελληνικό κράτος είναι ακριβώς η πολεοκεντρική ή διχαστική πόλωση. Ευλόγως, αφού σε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν συναντάται με την κοινωνική (το κοινό συμφέρον) και περαιτέρω με την ευρύτερη εθνική (εν προκειμένω και με τον μείζονα Ελληνισμό) συλλογικότητα, που έχει δομηθεί εντέλει με όρους προσωποπαγούς δηωτικής λειτουργίας με όχημα το κράτος, η διχαστική περιχαράκωση του κοινωνικού σώματος καθίσταται απολύτως αναγκαία. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνει τη συλλογική του εναντίωση, ή ακόμη περισσότερο το προσκυρώνει στο σκοπό της.
Η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας γνωρίζει καλά ότι στην πόλωση και στον διχασμό ο πολίτης μεταβάλλεται σε οπαδό/πελάτη, καθώς παραιτείται από τη θεμέλια προϋπόθεση της πολιτειότητας, την ελεύθερη σκέψη και την εξίσου ελεύθερη επιλογή και τον έλεγχο των πεπραγμένων της. Για τη νομιμοποίηση αυτή της αιρετής μοναρχίας και μάλιστα της εκφυλισμένης εκδοχής της, της κομματοκρατίας, μέγιστο ρόλο θα παίξει το εγχείρημα της ενοχοποίησης της πολιτικής παιδείας της κοινωνίας, δηλαδή των κληρονομιών της.
Με άλλα λόγια, δεν αποδίδεται η αιτία του εκφυλισμού και της δυσλειτουργίας του κράτους στην ασυμβατότητά του με την θεμέλια ανθρωποκεντρική βάση του ελληνικού κόσμου, τον οποίον εξανάγκασαν βιαίως να οπισθοδρομήσει στις φεουδαλικές του καταβολές. Του προσάπτουν ότι δεν εξήλθε και αυτός της ιστορίας, όπως η Δύση με τον εκφεουδαλισμό της, για να απαιτηθεί να ακολουθήσει τον βηματισμό της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή.
Αυτό που όντως του χρεώνουν είναι ότι επιμένει να λειτουργεί με όρους πολιτικής ατομικότητας (η πολιτική παιδεία της δημοκρατίας), όχι μάζας (η πολιτική παιδεία της μόλις μεταδεσποτικής κοινωνίας), όπως επιτάσσει η πρώιμη αιρετή μοναρχία. Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο κομματικός πατριωτισμός στην Ελλάδα δεν δίστασε να διχάσει μέχρις εμφυλίου της ελληνική χώρα, καθώς και να υποτάξει το εθνικό συμφέρον του Ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, οδηγεί αβίαστα στις ιδιοτελείς προτεραιότητές του.
Μια αποτίμηση της ιστορίας του Ελληνισμού στη διάρκεια των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους, οδηγεί αβιάστως στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό κόστος της δυναστικής κομματοκρατίας και της πολεοκεντρικής του λειτουργίας, το κατέβαλε εξ ολοκλήρου σε πρώτη φάση ο μείζων Ελληνισμός. Μάλιστα, επέλεξε να τον αποδομήσει ολοκληρωτικά, άλλοτε απροσχημάτιστα με πρόσημο τον φατριαστικό πατριωτισμό, και άλλοτε με πρόσχημα την καπηλεία της «Μεγάλης Ιδέας», για να ακολουθήσει έκτοτε στην καταβολή του τιμήματος ο μείζων αντίπαλος της κομματοκρατίας, ο συμπαγής πολιτισμικά ελλαδικός Ελληνισμός.
Ολοκλήρωση της καταστροφικής πορείας
Η περίοδος που διανύει η ελληνική κοινωνία, από τη μεταπολίτευση, σημαίνει την ολοκλήρωση της καταστροφικής αυτής πορείας, την οποία ενορχήστρωσε και διαχειρίσθηκε με συνέπεια η πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία και την ομόλογη ιντελιγκέντσια. Η εξέλιξη αυτή συμπυκνώνει την κορύφωση επιλογών που κατέτειναν στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους, στη νομή του δημόσιου αγαθού, στην αποδόμηση της συνοχής της κοινωνικής συλλογικότητας, στην ευθεία ενοχοποίηση της κοινωνίας και του θεμέλιου ιστορικού της βίου, με την παρασιτική και πελατειακή δόμηση της οικονομίας και της κοινωνικοπολιτικής σχέσης.
Ακόμη και στο μέσον της κρίσης που οδήγησαν τη χώρα οι δυνάμεις της ολιγαρχικής κομματοκρατίας παρατηρείται μια εμμονή στη διατήρηση των θεμελίων του πολιτικού συστήματος, του δυναστικού κράτους, αλλά και των λυμεωνικών πολιτικών του, παρά το προφανές ότι η επιλογή αυτή οδηγεί τη χώρα στην αφάνεια. Η εμμονή στη διχαστική αντιπαλότητα εξακολουθεί να προσανατολίζει την κοινωνία σε διλήμματα. Δεν θυμίζουν τα «γαλάζια» και τα «πράσινα» καφενεία, όμως λειτουργούν ομότροπα, όπως η αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», ή παλαιότερα το «μετρόσημο του εμφυλίου» και πριν από αυτόν το διακύβευμα της εθνικής ολοκλήρωσης.
Η εμμονή αυτή, εκτρέπει το διάλογο στο αποτέλεσμα της δηωτικής της πολιτικής, όχι όμως στην άρση της αιτίας της, που είναι εν κατακλείδι η ανατροπή της ιστορικής σχέσης μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής, εντός της οποίας έζησε ο ελληνικός κόσμος, και ο συνακόλουθος εγκιβωτισμός του στο πολιτειακά ασφυκτικό περιβάλλον της ελέω θεού ή μετέπειτα της αιρετής μοναρχίας.
Η τελευταία φάση του εγχειρήματος αυτού της δηωτικής κομματοκρατίας έχει εστιάσει την προσοχή της στο εγχείρημα αφενός της «αλλαγής λαού», με μη αποκρυπτόμενο σκοπό να πληγεί η πολιτισμική ιδιοσυστασία και η συνοχή της απομείνασας ελληνικής κοινωνίας. Αφετέρου της αυτόκλητης εκχώρησης σημαντικών περιοχών εθνικού συμφέροντος, με το επιχείρημα ότι ικανοποιώντας τον εθνικισμό των γειτόνων (και των μη γειτόνων) θα κοντύνουν τον «εθνικισμό» της ελληνικής κοινωνίας.
Ο ρόλος της καθεστωτικής διανόησης
Κρίσιμος, προς την κατεύθυνση αυτή, υπήρξε ο ρόλος της καθεστωτικής διανόησης, η οποία συντάχθηκε με την ολιγαρχική κομματοκρατία και επιδόθηκε συστηματικά στη νομιμοποίησή της. Διά χειρός της θεμελιώθηκε ιδεολογικά η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, με την άσκηση ενός είδους ιδεολογικής απαξίωσης ή τρομοκρατίας (όποιος αντιλέγει στην αυθεντία του ηγέτη είναι «ακροδεξιός» ή «λαϊκιστής») στην κοινωνία.
Ή ακόμη με το εγχείρημα αποξένωσης της ελληνικής κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές (οικουμενικές και καθόλα δημοκρατικές της) ρίζες και συγχρόνως με την παγίδευσή της στο καθόλα αντιδραστικό εφεξής δόγμα του Διαφωτισμού. Υπό το πρίσμα αυτό, δύναται να συναγάγει κανείς αβιάστως ότι η κομματοκρατία και η συνάδουσα ομόλογη διανόηση, έχουν υπερβεί καταφανώς την αρχή ότι ο φασισμός είναι πρώτα τρόπος και μετά σύστημα.
Εν ολίγοις, η διχαστική πόλωση και η εκφυλιστική διαχείριση της πολιτικής σχέσης στην Ελλάδα, έχουν ως πρωτογενή αιτία τον εγκατεστημένο από την εποχή της βαυαροκρατίας πολεοκεντρισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή, η οποία μεταλλάχθηκε σε δυναστική κομματοκρατία. Ως εκ της φύσεώς της η κομματοκρατία αποτελεί ξένο σώμα προς την κοινωνία των πολιτών, σε τελική ανάλυση προς την εθνική συλλογικότητα. Λειτουργεί δηωτικά επί του Ελληνισμού, ως έννοιας, ως ανθρωποκεντρικού κεκτημένου, όπως άλλωστε και στα πεδία της ιδεολογίας, της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής.
Ο διχαστικός αυτός πολεοκεντρισμός αποτέλεσε στο πλαίσιο αυτό την σταθερά, επάνω στην οποία εδράσθηκε πολιτικά η μακροημέρευση της κομματοκρατίας και ουσιαστικά η πρωτοφανής συρρίκνωση του ελληνικού κόσμου στη διάρκεια ενός μόλις αιώνα. Κατά τούτο, διαφέρει από τον πολεοκεντρικό διχασμό του ιστορικού ελληνικού κόσμου. Εκείνος ήταν εδρασμένος στην κοσμοσυστημική του ιδιοσυστασία, ο ενδοελλαδικός εδράζεται στην αναντιστοιχία του κράτους της νεοτερικότητας προς την ανθρωποκεντρική παιδεία (πολιτική κλπ) παιδεία της ελληνικής κοινωνίας.
Από την ανωτέρω προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος συνάγεται και η λύση. Η ανάγκη ιδίως το πολιτικό σύστημα να εναρμονισθεί με την κοινωνική συλλογικότητα, ώστε να παράγει πολιτικές κοινού συμφέροντος. Και για την εναρμόνιση αυτή, η δεοντολογία της πολιτικής, που επελέγη να ακολουθείται από την εποχή της Βαυαροκρατίας, απεδείχθη ότι δεν επαρκεί, διότι δεν υποχρεώνει τον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας να αφουγκράζεται τις εθνικές προτεραιότητες, ή έστω το κοινωνικό συμφέρον. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας επιτάσσει να αντιπαρέρχεται ο πολιτικός επιδεικτικά την βούληση της κοινωνικής συλλογικότητας, με το ολιγαρχικό επιχείρημα ότι αυτός γνωρίζει τι είναι καλό γι’ αυτήν, όχι η ίδια.
Δεν είναι ανατάξιμο
Υπό το πρίσμα αυτό, συνάγεται ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, η αιρετή μοναρχία, δεν είναι ανατάξιμο. Αν αυτό ήταν εφικτό θα είχε συμβεί στους δύο αιώνες του εν Ελλάδι βίου του. Και τούτο διότι το πρόβλημα, σαφέστερα η αιτία του, δεν έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τον Διαφωτισμό. Αντιθέτως, έγκειται στο ότι η ελληνική κοινωνία δέθηκε στο άρμα (στην ιδεολογία, στις αξίες, στο σύστημα, στις πολιτικές εξαρτήσεις των φορέων) του Διαφωτισμού.
Την εξέβαλαν από το φυσικό της ένδυμα (όπως το ορίζει η δημοκρατική πολιτεία στη φάση της οικουμένης) και την ενέδυσαν με εκείνο της απολυταρχικής και στη συνέχεια της αιρετής μοναρχίας, ένα ένδυμα που προσιδιάζει στο βρεφικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής σημειολογίας του κοινωνικού ανθρώπου. Στο κλίμα αυτό, το μόνο που απέμεινε από το δημοκρατικό πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας ήταν η πολιτική ατομικότητα, την οποία εκμεταλλεύθηκε η πολιτική τάξη της κομματοκρατίας για να αποσείσει τη σχέση της με το συλλογικό υποκείμενο, να την εγκιβωτίσει στην πελατειακή μέγγενη και εντέλει να ιδιοποιηθεί δίκην σταθεράς το πολιτικό σύστημα και το κράτος.
Από την ανωτέρω συλλογιστική, συνάγεται και η λύση: αυτό που προόρισται να επαναφέρει την πολιτική σε κοινό βηματισμό με την ελληνική κοινωνία, τους εν Ελλάδι φορείς της αποδόμησης και της ασχήμιας, στην Ελλάδα του πολιτισμού, είναι μόνο η μεταβολή πολιτείας, η μετάβαση από την αιρετή μοναρχία στην αντιπροσωπευτική Πολιτεία. Μια μετάβαση που ήδη έχει αρχίσει να προβάλει ως αναγκαιότητα επίσης στις χώρες της Δύσης.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Γ. Κοντογιώργης : Η «εξαπάτηση» των εντολέων από τους "εντολοδόχους"







Γ. Κοντογιώργης: Η «εξαπάτηση»
των εντολέων από τους "εντολοδόχους". Ευρωεκλογές όπως εθνικές εκλογές. Μια πολιτική απάτη σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών
Άλλο
Δημοκρατία, άλλο Αντιπροσώπευση και άλλο απλώς εκλόγιμη Μοναρχία.
Χωρίς
ουσιαστική συζήτηση σε όλα τα επίπεδα από τους Δήμους και τις Περιφέρειες,
μέχρι τις ευρωεκλογές, οδεύουμε προς τις κάλπες, λέει ο Πανεπιστημιακός και
συγγραφέας Γιώργος Κοντογιώργης, μιλώντας στον 98.4 και αναλύοντας ότι το
σύστημα εκλογής που ισχύει σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μεταβάλει τον ψηφοφόρο σε
εντολέα. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε δημοκρατικό,
αλλά ένας απλός μηχανισμός επιλογής μονάρχη μεταξύ των μονομάχων για την
επόμενη τετραετία. Εάν ήταν αντιπροσωπευτικό το σύστημα ο πολίτης θα όριζε τι
θα κάνει ο πολιτικός, εάν δεν το έκανε καλά θα τον έλεγχε, θα τον ανακαλούσε,
θα τον τιμωρούσε, θα έδινε λογαριασμό των πράξεών του τακτικά. Το πολιτικό αυτό
σύστημα, αν και είναι παγκόσμιο, στην Ελλάδα έχει μετεξελιχθεί σε μια
εκφυλισμένη κομματοκρατία.
Κατά τον κ.
Κοντογιώργη , ούτε σε αυτές τις Ευρωεκλογές, σε μια Ευρώπη με βαθιά κρίση,
γίνεται ουσιαστική συζήτηση για το πολιτικό σύστημα που είναι η καρδιά του
ευρωπαϊκού προβλήματος. Πρόκειται για ένα πολιτικό σύστημα από το οποίο
απουσιάζει εντελώς η κοινωνία των πολιτών, όπου γίνεται λόγος για Δημοκρατία προκειμένου
να εξαπατήσουν την κοινωνία και τον κάθε πολίτη χωριστά, και να του περιορίσουν
τον ορίζοντα της σκέψης και των αποφάσεών του. Ο Γ.Κοντογιώργης  μίλησε
και για το νέο του βιβλίο, που περιέχει ανέκδοτες ομιλίες από κύκλο μαθημάτων
στο Πάντειο, του μεγάλου έλληνα στοχαστή, Νίκου Πουλαντζά , όπου πολλές από τις
ιδέες του δίνουν απαντήσεις για το τι συμβαίνει σήμερα σε όλο τον κόσμο, αλλά
και το πώς κακοποιήθηκε στο όνομα του, η αριστερή και μαρξιστική  του
ανάλυση , από εμφανιζόμενους ως δήθεν επιγόνους του.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ (ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ) ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ ΚΡΑΤΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ, ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΤΟ 1977






ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ
(ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ)

ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ
ΚΡΑΤΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ, ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ ΣΤΟ ΠΑΝΤΕΙΟ ΤΟ 1977

ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΙΑΝΟΗΤΗ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

    Ο Νίκος Πουλαντζάς στα μαθήματά του στην Πάντειο το 1977 συμπυκνώνει το σύνολο της σκέψης του, ξεδιπλώνει τον συλλογισμό του για τον μαρξισμό και τα πράγματα της εποχής του, αναδεικνύει την πρωτοτυπία του επιχειρήματός του.
     Η σκέψη του Ν. Πουλαντζά είχε μαγνητίσει όχι μόνο τους θεράποντες της Αριστεράς της εποχής –ακόμη και πέραν της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς– αλλά και τους θιασώτες του φιλελευθερισμού. Εμφανιζόταν ως νέος φρέσκος αέρας στον μαρξιστικό στοχασμό που τον σκίαζε ακόμη ο άκρατος δογματισμός, η αδυναμία του να εναρμονισθεί με τις εξελίξεις και η βαριά παρουσία του υπαρκτού σοσιαλισμού.
    Στις ημέρες μας, η σκέψη του Πουλαντζά αποκτά μια διαφορετική σημασία, στο μέτρο που μας επιτρέπει να αποτιμήσουμε από απόσταση την αξία των προσεγγίσεων του και, υπό το πρίσμα αυτό, να θέσουμε σε κριτική δοκιμασία ιδέες και ιδεολογίες που κυριαρχούσαν ακόμη τις δεκαετίες του 1970/1980.
   Κατά τούτο, τα μαθήματα του Ν. Πουλαντζά προσφέρουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα να διεξαγάγει έναν γόνιμο διάλογο μαζί του, με την ψυχραιμία του χρόνου που τον χωρίζει από την εποχή του, έτσι ώστε να αποτιμήσει την επικαιρότητά του, αλλά και να παρακολουθήσει τη διαλεκτική σχέση που συνέχει τις διανοητικές διαδρομές του ανθρώπινου στοχασμού με τις πραγματικότητες της εξέλιξης.
    Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, με τα μαθήματά του ο Πουλαντζάς δίδει μια ισχυρή απάντηση σε όσους καπηλεύθηκαν το όνομά του, χωρίς να έχουν καν θητεύσει στο έργο του, προκειμένου να νομιμοποιήσουν και μάλιστα να σταδιοδρομήσουν στους εξαρχής διαφορετικούς δρόμους που επέλεξαν να ακολουθήσουν.
   Στα «Προλεγόμενα» του έργου αυτού εγείρονται ορισμένα ζητήματα τα οποία αφορούν στις διαφοροποιήσεις του Πουλαντζά από τις σταθερές του κλασικού μαρξισμού, πλην όμως και στις γνωσιολογικές αντιφάσεις που αναδεικνύει η συνάντηση της σκέψης του με τις εξελίξεις. Σε τελική ανάλυση, στην επικαιρότητα του έργου του.
   Η απόφαση να συνοδεύσει την έκδοση ο αυθεντικός προφορικός του λόγος (σε DVD) υπαγορεύθηκε όχι μόνο από λόγους επιστημονικής αλλά και ιστορικής ευθύνης. Θεωρήθηκε εξαιρετικά σημαντικό να διασωθεί η φωνή ενός μεγάλου διανοητή που τάραξε τα νερά μιας ολόκληρης εποχής.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Γιώργος Κοντογιώργης, Οι τρεις μεγάλες παραχαράξεις της κομματοκρατίας


 
Γιώργος Κοντογιώργης, Οι τρεις μεγάλες παραχαράξεις της κομματοκρατίας
Γιώργος Κοντογιώργης
5 Απριλίου 2019
Από τη στιγμή που η κομματοκρατία απηλλάγη από την θεσμημένη (σε δήμο) κοινωνική συλλογικότητα και από τις δυνάμεις εκείνες που ήσαν ικανές να αμφισβητήσουν το πολιτικό της ιδιώνυμο, ήταν φυσικό να «παίξει» χωρίς αντίπαλο με λάφυρο το κράτος, και δι’αυτού την ελλαδική κοινωνία και τον μείζονα ελληνισμό. Όμως απέμενε ακόμη να υφάνει τους όρους της νομιμοποίησής της. Για το σκοπό αυτό προσέφυγε σε τρεις μεγάλες παραχαράξεις της λογικής της πολιτικής, οι οποίες είχαν ως κοινό παρονομαστή την προσωποπαγή δομή και λειτουργία της κομματικής και της πολιτειακής ιεραρχίας.
Η πρώτη αφορά στο πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης. Μολονότι, δεν περιελήφθη στις προτεραιότητες της κομματοκρατίας, η οποία μάλιστα συνέβαλε τα μέγιστα στην ολική του απαξίωση, αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα της εσωτερικής πολιτικής διαπάλης. Και τούτο διότι η εσωτερική του εκμετάλλευση τροφοδοτούσε τη πολιτική διχοστασία που ενορχήστρωνε η κομματοκρατία, προκειμένου να το εκφυλίσει και συγχρόνως να νομιμοποιηθεί στο κοινωνικό σώμα. Μια νομιμοποίηση που, εάν συνεκτιμήσει κανείς τις δύο μεγάλες ήττες τις οποίες οργάνωσε κυριολεκτικά η Αθήνα, εκείνες του 1897 και του 1922, έγινε δαπάναις του ελληνισμού.
Η δεύτερη, μεγάλη παραχάραξη, είναι συναφής με τις  ιδεολογίες που φύτρωσαν στην Εσπερία και απέβλεπαν στην αποτίναξη της φεουδαρχίας και στην εγκαθίδρυση μιας πρώιμης ανθρωποκεντρικά (δηλαδή με βάση την απλή ατομική ελευθερία και ορισμένα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, προσήκοντα στην αιρετή μοναρχία) κοινωνίας. Όντως, δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί ότι οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, ήσαν παντελώς ξένες προς την ιδιοσυστασία και, κατ’επέκταση, προς τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, παρά τις στρεβλώσεις της οθωμανικής κατοχής, βίωνε, όπως είδαμε, το κλίμα της μετακρατοκεντρικής οικουμένης: μια οικουμενικού αναπτύγματος νομισματική οικονομία, ενδεδυμένη με το εταιρικό σύστημα, που επιτάσσει την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής σ’αυτό. Μια πολιτειακή οργάνωση δομημένη ως επί το πλείστον στη μέση δημοκρατία και συνακόλουθα μια αντίστοιχη πολιτική εμπειρία και μια πνευματική παραγωγή που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ολίγων λαών στην Ευρώπη.
Από τη δεσποτεία στην κοινωνία
Η βίωσή τους στη θεμέλια κοινωνία της μικρής κλίμακας δεν διαφοροποιεί καμία από τις πραγματικότητες αυτές. Οι Έλληνες στοχαστές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας είχαν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ζητούμενο για τον ελληνισμό δεν ήταν η μετάβαση από την φεουδαλική δεσποτεία στην πρώιμη ανθρωποκεντρικά κοινωνία της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, αλλά η ανασυγκρότησή του με θεμέλιο μια οικουμενική κοσμόπολη, μεθαρμοσμένη σε κράτος της μεγάλης κλίμακας. Η περίπτωση της «Ελληνικής δημοκρατίας» του Ρήγα είναι παραδειγματικά χαρακτηριστική.
Η επισήμανση αυτή της διαφοράς φύσεως που διακρίνει τον ελληνικό κόσμο από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες απαντά και στην μόνιμη επωδό της προσαρτηματικής κρατικής διανόησης ότι τα δεινά της νεοελληνικής κοινωνίας οφείλονται στην ίδια, και συγκεκριμένα στο ότι δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως οι δυτικές κοινωνίες, ώστε να χρειαστεί να «μεταλάβει» στη συνέχεια του πνεύματος του Διαφωτισμού!
Δεν αναλογίζεται προφανώς ότι αποτελεί τουλάχιστον παράδοξο να αξιώνεται από έναν κόσμο, που δεν άγγιξε ούτε κατά διάνοια τη φεουδαρχία, να διαλογίζεται και να λειτουργεί με τους όρους της και εντέλει στο πνεύμα του Διαφωτισμού, δηλαδή του διαλογισμού για το πώς της υπέρβασης της κρατικής δεσποτείας και του νέου πρώιμου ανθρωποκεντρικά κράτους της αιρετής μοναρχίας. Όντως, η ελληνική στοχαστική διανόηση της εποχής, γνώριζε καλώς ότι τούτο συνεπήγετο την ολική οπισθοδρόμηση του ελληνισμού στην ομόλογη φάση που εντοπίζεται όντως στην προδρακόντια εποχή της ιστορίας του.
Το πρόβλημά της ελληνικής κοινωνίας εστιαζόταν καταρχήν στην εθνική απελευθέρωση με πρόταγμα ένα κοσμοπολιτειακού τύπου κράτος, και στο πλαίσιο αυτό στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος σε περιβάλλον εταιρικής οικονομίας, όχι ανατροπής ή υπέρβασης της φεουδαρχίας.
Διχαστική πολιτική πόλωση
Το γεγονός αυτό ωστόσο εξηγεί γιατί οι ιδεολογίες της ανθρωποκεντρικής μετάβασης έπαιξαν έναν επίσης κρίσιμο ρόλο στο εγχείρημα για την αποξένωση της ελληνικής κοινωνίας από τις ανθρωποκεντρικές κληρονομιές της και ιδίως για τη συντήρηση μιας επίπλαστης πλην όμως ακραίας εμφυλιακού τύπου πόλωσης που επέτρεπε στην προσωποπαγή κομματοκρατία να διχάζει, να χειραγωγεί την κοινωνία και να νομιμοποιεί την πελατειακή της αποδόμηση.
Κατά τούτο, δεν προκαλεί απορία ότι η διχαστική πολιτική πόλωση που διαπιστώνεται διαχρονικά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είχε ούτε έχει αναφορές σε ιδεολογικές, ταξικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, παρά τα όσα διατείνονται οι κήνσορες της πολιτικής ρητορικής και η προσαρτηματική κρατική διανόηση.
Για την διχαστική και όλως προσχηματική αυτή χρήση των ιδεολογιών (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού), αρωγός υπήρξε η απουσία συστημικής διαφοροποίησης στον ίδιο τον πυρήνα τους: και οι δύο, ως πρώιμες ανθρωποκεντρικά ιδεολογίες, πρεσβεύουν το ίδιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, αφού η διαφορά τους έγκειται μόνο στο διακύβευμα εάν η ιδιοκτησία της οικονομίας θα κατέχεται από τον ιδιώτη ή το κράτος.
Και στις δύο περιπτώσεις, η σχέση κοινωνίας  και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής παραμένουν δραματικά ταυτόσημες. Στην μεν ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος από τον ιδιώτη ή το κράτος και την κοινωνία της εργασίας στην ιδιωτεία. Στη δε ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος από το κράτος και τους κατόχους του, περιάγοντας την κοινωνία των πολιτών στην ιδιωτεία με καθεστώς υπηκόου.
Σύστημα ουσιαστικής κατοχής
Στο γενικό αυτό κλίμα, στο οποίο εγκιβωτίσθηκε η ελλαδική κοινωνία στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους, το πολιτικό σύστημα της αιρετής μοναρχίας ήταν φυσικό να μεθαρμοσθεί σε μια κομματοκρατία αυστηρά προσωποπαγούς τύπου, σε ένα σύστημα ουσιαστικής κατοχής επί της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς αναφορές ή εξαρτήσεις από την κοινωνική (ή έστω οικονομική) συλλογικότητα.
Εξού και η πολιτισμική βάση της κοινωνίας, στο μέτρο που είναι η μόνη ικανή να κινητοποιήσει την όποια αντίσταση απέναντι στο εγχείρημα της αποσυλλογικοποίησής της και εντέλει στη λαφυραγώγησή της, αναδεικνύεται σε μείζονα αντίπαλο, από το σύνολο της πολιτικής τάξης. Για την τελευταία, η κοινωνική συνοχή ή θα εδρασθεί σε συμπεριφορές εναρμονισμένες στο ήθος της πολιτικής ή θα διαρραγεί, θα αποδομηθεί με την τέχνη της πόλωσης και μάλιστα με τα όπλα της κοινωνικής εναντίωσης προς τα πεπραγμένα της κομματοκρατίας.
Σε κάθε περίπτωση, μέτρο του ήθους της κοινωνίας οφείλει να είναι βασικά η ύφανση προσωπικών/πελατειακών σχέσεων και η συγκατάνευση στη διαπλοκή και στη διαφθορά, με λάφυρο την ιδιοποίηση των δημοσίων θεσμών και την κρατική λεία. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα αξιακό μέτρο που, επειδή εδράζεται σε μια αυστηρά προσωποπαγή σχέση, προϋποθέτει την διχαστική πόλωση, δεδομένου ότι η ιδιοτελής φιλοδοξία δεν τέμνεται, δεν υπόκειται σε συμβιβασμούς, δηλαδή σε συγκλήσεις πολιτικών.
Κατά τούτο, η κομματοκρατία λειτουργεί όπως ακριβώς και ο κρατοκεντρισμός, δηλαδή σε περιβάλλον σχέσεων δύναμης, ανομίας ή εφαρμογής της όποιας νομιμότητας υπό το πρίσμα της συγκατάνευσης ή μη στο εγχείρημα της μεταβολής του δημοσίου σε ιδιωτικό χώρο. Ο ίδιος αυτός λόγος οδηγεί την πολιτική τάξη της κομματοκρατίας με περισσή ευκολία να επιζητεί την συνδρομή του εξωτερικού ηγεμόνα, προκειμένου να αντλήσει στήριξη στη φιλοδοξία της ή νομιμοποίηση στις δύσκολες στιγμές μιας ολικής αμφισβήτησης των πολιτικών της.