Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Γ. Κοντογιώργης, Ελληνισμός - Χριστιανισμός - Οικουμένη, 27.11.2013




https://blogger.googleusercontent.com/img/proxy/AVvXsEjd40KrMxip-Md2IOuX3Qdwl0UDMiSiPoHzUV9DwfHLXjN0HWKYwFlkYrS3z5zxMcF0PS733wPrT_KgPBxkWV7v9ogBRKdjRjTZubDIzIU-uNkyiBDOJL7QGGPTAiSvS0HmGcM1WqGZS3OYn1VjQQZ2RQ0=s0-d-e1-ft



Διάλεξη του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη με θέμα «Ελληνισμός - Χριστιανισμός - Οικουμένη», που έγινε στις 27 Νοεμβρίου 2013 στα Εκπαιδευτήρια ΓΕΙΤΟΝΑ, στα πλαίσια ενός τριημέρου πολιτιστικών εκδηλώσεων με θέμα: «Τα Αξιακά Φορτία Του Ελληνισμού».


Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Γιώργος Κοντογιώργης, Ο Ι.Καποδίστριας και το νεοελληνικό κράτος


Διάλεξη του καθηγητή Γ.Κοντογιώργη με θέμα: "Ο Ι.Καποδίστριας και το νεοελληνικό κράτος", στην επιστημονική Διημερίδα που οργανώθηκε στη Λευκωσία, στις 4-5 Απριλίου 2014, όπου αναδεικνύεται η πηγή της νεοελληνικής κακοδαιμονίας.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Γιώργος Κοντογιώργης Οι Ολιγάρχες, Εκδόσεις Πατάκη, Η προδημοσίευση στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13.4.2014



 Γιώργος Κοντογιώργης  Οι Ολιγάρχες  Η δυναμική της υπέρβασης και η αντίσταση των συγκατανευσιφάγων  Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2014
Λαμβάνω ως αφετηριακό δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα που προέκυψε από τη μετάβαση του νεότερου κόσμου από τη φεουδαρχία/δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό είναι ολιγαρχικό και, μάλιστα, με αυστηρή ιεραρχική διάταξη της εξουσίας, που απολήγει σε μια ορισμένου χρόνου εκλόγιμη μοναρχία. Η απόφανση για τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος προκύπτει καταρχήν από τη σχέση που εγκαθιδρύει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που αποκλείει την πρώτη από την πολιτεία και από τις πολιτικές που εφαρμόζει.
Τη συγκρότηση και τη λειτουργία της ολιγαρχικής πολιτείας έχει αναλάβει το κομματικό σύστημα. Αυτό κατέχει την αρμοδιότητα να επιλέγει και, μάλιστα, κατά τον τρόπο της ιδιοποίησης το πολιτικό προσωπικό. Από το κόμμα συγκροτούνται οι κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες, επιβάλλεται και νομιμοποιείται ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στον ιδιωτικό χώρο, πέραν της πολιτείας. Αυτό μοιράζει τον πλούτο, οικοδομεί σταδιοδρομίες, καθορίζει τις πολιτικές που θα ασκηθούν με μια πλήρως αυτόβουλη εξουσία. Αυτόβουλη έναντι του κοινού λαού, όχι της ολιγαρχικής τάξης η οποία λειτουργεί ως επικυρίαρχος στο περιβάλλον του παρασκηνίου ή μέσω των συσχετισμών.     Στο πλαίσιο αυτό, η συνοίκηση της κομματοκρατίας με την ολιγαρχική τάξη αθροίζεται εφεξής με τα συμφέροντα των συγκατανευσιφάγων, που προσεγγίζουν το κράτος ως πρυτανείο σίτισης.    Εν ολίγοις, το είδος της πολιτείας θα αποφασίσει εάν οι συσχετισμοί θα θέσουν την κοινωνία στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής (η δημοκρατία ή έστω η αντιπροσώπευση) ή στο περιθώριο των πολιτικών της (η ολιγαρχία), με πρόσημο την ευημερία και την ελευθερία της ή τον εγκιβωτισμό της στη διαρκή δυστυχία και στην υποτέλεια.
Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί που υπερασπίζονται τα κόμματα σκοπίμως παρακάμπτουν το πραγματικό ερώτημα: Ότι δεν ζητείται η κατάργησή τους, αλλά ο μετασχηματισμός τους, στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταβολής του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό και, περαιτέρω, σε δημοκρατία. Στο περιβάλλον του κρατούντος πολιτικού συστήματος το κόμμα ασκεί μια διαμεσολαβητική και όχι αντιπροσωπευτική λειτουργία στο πολιτικό σύστημα. Η διαφορά είναι θεμελιώδης.
Ωστόσο, το ζήτημα, όπως εντοπίζεται στις ημέρες μας είναι πολύ πιο απλό. Διότι μια προοδευτική οπτική του κομματικού συστήματος, στο πλαίσιο του νεοτερικού κράτους, θα αξίωνε την επάνοδό του στις πρόνοιες του δικού του Συντάγματος, έτσι ώστε να παίζει τον ρόλο του δημόσιου φορέα, ανεξαρτήτως του εάν θα υπηρετεί ταξικά ή γενικότερα συμφέροντα. Επάνοδο που προϋποθέτει όπως το κόμμα συμπεριφέρεται ως διαμεσολαβητής ευρύτερων κοινωνικών συμφερόντων και όχι ως προαγωγός της ιδιοποίησης και ενορχηστρωτής ενός συστήματος ολιγαρχικών συμμοριών που λυμαίνονται το κράτος. Επομένως, όποιος υποστηρίζει το παρόν κομματικό σύστημα, ειδικότερα στην Ελλάδα, δεν είναι απλώς ολιγαρχικός. Υποστηρίζει ή και συμμετέχει ως λειτουργός σε ένα δυναστικό για την κοινωνία των πολιτών καθεστώς. Δεν έχει σημασία εάν δηλώνει ότι είναι δεξιός ή αριστερός ή εάν αποκαλεί το πολιτικό σύστημα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό ή και τα δύο, προκειμένου να ρίχνει στάχτη στα μάτια της κοινωνίας. Βασικός αντίπαλος των οπαδών της κομματοκρατίας, αλλά και γενικότερα του σημερινού μη αντιπροσωπευτικού και, προφανώς, μη δημοκρατικού συστήματος είναι η κοινωνία των πολιτών. Εάν εξαιρέσουμε τους αφελείς ή τους αμαθείς, όλοι όσοι συντάσσονται ενεργά με το σύστημα αυτό παρατηρούμε ότι διαγκωνίζονται για να καταλάβουν μικρές ή μεγάλες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή να επωφεληθούν, μέσω των κομμάτων ή της κομματικής εύνοιας, σε βάρος της κοινωνίας και της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ισχυρισμός ότι όποιος δεν είναι με τον λεγόμενο κοινοβουλευτισμό, που ταυτίζεται με τα κόμματα, τα οποία τον διαχειρίζονται κατά τρόπο κυρίαρχο, είναι με το αυταρχικό πολιτικό σύστημα, φανερώνει μια βαθιά ολιγαρχική ιδεολογία και, οπωσδήποτε, τον περιορισμένο γνωσιολογικά ορίζοντα της εποχής μας. Είναι από την άποψη αυτή εκπληκτικό να διαπιστώσει κανείς το απύθμενο θράσος των θιασωτών της νεοτερικότητας να ορίζουν τη δημοκρατία ως το ταυτολογικά ισοδύναμο των κομμάτων.
Όντως, στις μέρες μας επικρατεί η αρχή της ενιαίας σκέψης, του ενός και μοναδικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Σε πολιτειακό επίπεδο, «σταδιοδρομεί» αποκλειστικά το λεγόμενο κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η αυταρχική του παρέκκλιση. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν υπήρξαν ή ότι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον άλλα πολιτεύματα. Δηλώνει απλώς ότι η εποχή μας, επειδή είναι πρώιμη ανθρωποκεντρικά, δηλαδή βρεφική ως προς τον χρόνο της σύνολης ζωής της, δεν έχει ακόμη διαφοροποιηθεί εξελικτικά, γνωρίζει μόνο αυτά τα πολιτεύματα. Τα οποία, βεβαίως, έχουν μορφολογικές, όχι όμως και τυπολογικές διαφορές μεταξύ τους. Θα έλεγα, κυριολεκτώντας, ότι το αυταρχικό αποτελεί απλή παρέκβαση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Οι διαφορές τους είναι ελάχιστες διότι η θεμέλια φιλοσοφία τους είναι ίδια. Ένα πολίτευμα που διαφέρει από ένα άλλο μόνο μορφολογικά έχει αδελφική συγγένεια με το πρώτο. Για παράδειγμα, μορφολογικά διαφέρουν μεταξύ τους το προεδρικό, το βασιλευόμενο και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Διαφέρουν ως προς την κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των διάφορων φορέων του κράτους. Ομοίως, μεταξύ του κοινοβουλευτικού και του αυταρχικού καθεστώτος διαπιστώνουμε ότι συντρέχει μόνο μορφολογική διαφοροποίηση, που γίνεται ουσιώδης μόνον επειδή επηρεάζει το εύρος της ατομικής ελευθερίας. Εξ επόψεως πολιτικής τυπολογίας όμως είναι ίδια.
Μια διαφορά μεταξύ δικτατορίας και κοινοβουλευτισμού, σε επίπεδο πολιτεύματος, είναι η ύπαρξη (περισσότερων) κομμάτων. Ομοιάζουν εντούτοις στο ότι και τα δύο εδράζονται στην αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, διαφέρουν ως προς την ποσόστωση, δηλαδή ως προς τα ποιοτικά στοιχεία του αυταρχικού συμβάντος. Στους μεν, η καταστολή είναι άμεση, στους δε «αιτιολογημένη». Η μεν απαγορεύει ρητώς την εξωθεσμική πολιτική παρέμβαση των πολιτών, το δε απλώς την καταστέλλει. Η κοινωνία και στις δύο περιπτώσεις είναι ιδιώτης. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ελεύθερη εάν ασχολείται με τα ιδιωτικά της ζητήματα και δεν ενοχλεί την κυρίαρχη, σε κάθε περίπτωση, εξουσία. Η συγγένεια του κοινοβουλευτισμού και της αυταρχικής του παρέκκλισης γίνεται εμφανέστερη σε περιόδους που η αμφισβήτηση αποκτά τον χαρακτήρα της απειλής για το σύστημα. Απόλλυται τότε η διαφοροποιός αντίληψη της πολιτικής λειτουργίας: Η ανοχή στη διαμαρτυρία και η εκφυλιστική διαχείριση της εναντίωσης που απαντάται στον κοινοβουλευτισμό. Η κοινωνία των πολιτών όχι μόνο δεν μετέχει της πολιτείας, αλλά και δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα να αξιώσει τη μεταβολή του. Δεν δικαιούται, για παράδειγμα, ούτε προβλέπεται η δυνατότητα να αποφασίσει την ανάκληση της εκχώρησης της πολιτικής κυριαρχίας (και κυριολεκτικά της πολιτείας) στο κράτος, προκειμένου να αναλάβει η ίδια αμέσως την άσκησή της.
Για να επανέλθουμε: Διαφέρουν τυπολογικά δύο πολιτείες όταν αλλάζει η ουσία τους. Η ουσία αυτή έγκειται στη σχέση που ενυπάρχει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, κυριολεκτικά, στη θέση που επιφυλάσσεται στην κοινωνία των πολιτών μέσα στην πολιτεία. Το σημερινό πολιτικό σύστημα −το κοινοβουλευτικό, το μόνο που γνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος− και η αυταρχική του παρέκκλιση διαπιστώνουμε διά γυμνού οφθαλμού ότι εδράζονται στην αρχή ότι την πολιτεία την ενσαρκώνει το κράτος. Κράτος και πολιτεία θεωρείται ότι ταυτίζονται, εκ φύσεως, ότι ενώνονται μεταξύ τους σε σάρκα μία, και ότι, επομένως, είναι αυτονόητο πως έτσι ήταν και έτσι θα είναι για πάντα. Τη βεβαιότητα αυτή τη διατυπώνουν με διάφορους τρόπους. Ότι για παράδειγμα είναι στην ανθρώπινη φύση να συντρέχει η διάκριση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, λόγω της πολυπλοκότητας των πολιτικών υποθέσεων και της άγνοιας της κοινωνίας. Τίποτε πιο εσφαλμένο από αυτό. Ο πολίτης στο σύστημα αυτό ανήκει στο κράτος, είναι υπήκοός του, όχι εταίρος της πολιτείας.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πολιτειακής απάτης, που επεξεργάσθηκε και μετέβαλε σε βεβαιότητα ο συνδυασμός άγνοιας και ιδεολογικής επιλογής των διανοητών του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αρκεί να αποκωδικοποιήσουμε ορισμένες πρόνοιες του συστήματος. Τα κόμματα, εν προκειμένω, λειτουργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού και, υπό μια έννοια, υποκαθιστούν ουσιαστικά τη ρητή συνταγματική επιταγή ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Το έχει υπό τον όρο ότι θα τον υιοθετήσει το κόμμα. Να υποθέσουμε άραγε ότι, παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό προσωπικό, δηλαδή το κόμμα, λειτουργεί ως εντεταλμένο της κοινωνίας των πολιτών; Προφανέστατα όχι. Εξού και το πολιτικό προσωπικό, από τη στιγμή που εκλέγεται, εντέλλεται από το σύνταγμανα λειτουργεί «κατά συνείδηση», να αποδεσμευθεί πλήρως από τη βούληση του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μέτρο της "συνείδησης" αυτής δεν είναι το πολιτεύεσθαι και την κοινωνική βούληση ή σύμφωνα με το κοινό συμφέρον, αλλά νεφελώδεις διατυπώσεις όπως το γενικό συμφέρον, το δημόσιο (κρατικό) συμφέρον κ.λπ. Με τον τρόπο αυτόν, εντολέας και εντολοδόχος συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Ο πολιτικός ως εντολέας αποφασίζει τι είναι εθνικό, σύμφωνο με το γενικό ή το κοινωνικό συμφέρον, και ως εντολοδόχος πολιτεύεται αναλόγως.
Αφού τα κόμματα δεν κατέχουν θέση εντολοδόχου της κοινωνίας, αλλά διαμεσολαβούν απλώς συμφέροντα τρίτων συνάγεται ότι και η ψήφος του πολίτη δεν έχει αντιπροσωπευτικό περιεχόμενο. Ο πολίτης είναι ατελής, η συμμετοχή του έχει αποκλειστικά νομιμοποιητικό περιεχόμενο για το πολιτικό προσωπικό που επιλέγεται από τους μηχανισμούς για να διαχειρισθεί την πολιτική εξουσία.  
Στο σημείο αυτό σημειώνεται η διαφοροποίηση μεταξύ του ελληνικού πολιτικού συστήματος και εκείνου της Δύσεως. Εκεί το πολιτικό προσωπικό λειτούργησε ταξικά, κατά τη φύση των κοινωνιών που εξήρχοντο από τη φεουδαρχία. Εδώ, για πολλούς λόγους, το πολιτικό προσωπικό υπερέβη τους διαχωρισμούς αυτούς και ιδιοποιήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος. Στη μια περίπτωση λειτούργησε ως διαμεσολαβητής τάξεων ή επιμέρους συμφερόντων. Στην άλλη συγκρότησε ευρέως ολιγαρχικές συμμορίες για να νεμηθούν διά του κράτους ένα ολόκληρο έθνος: αυτό που είχε περιέλθει στην επικράτειά του, αλλά και εκείνο που βίωνε ακόμη την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης.
Συμβαίνει στις ημέρες μας, για πρώτη φορά κατά τους νεότερους χρόνους, να συναντώνται οι βηματισμοί του ελληνικού κράτους με εκείνους της Δύσεως, μολονότι έρχονται από διαφορετικούς δρόμους. Διότι η σχετική ισορροπία που επιτεύχθηκε κατά μικρόν στη Δύση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει διαρραγεί και επομένως τίθεται το ερώτημα πώς θα αποτραπεί η περαιτέρω μονοσήμαντη κυριαρχία των αγορών στο κράτος και δι’ αυτού η απώλεια για τις κοινωνίες όσων επέτυχαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι σημαντικό να τονισθεί, ωστόσο, ότι η ισορροπία αυτή επιτεύχθηκε με μάχες που δόθηκαν στους δρόμους ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και στις δυνάμεις που κατέχουν το σύστημα. Όχι μέσα στο σύστημα της οικονομίας και της πολιτείας.
Στο πλαίσιο αυτό, το κομματικό σύστημα έπαιξε έναν εξισορροπητικό ρόλο, που κατέτεινε στην εκλογική οικειοποίηση της κοινωνίας και συνάμα στη συννομή του κράτους με τις δυνάμεις της οικονομίας. Η διαπίστωση ότι στις μέρες μας το κόμμα δεν δύναται και προφανώς δεν θέλει, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να παίξει τον εξισορροπητικό αυτό ρόλο επιβάλλει να ξαναδούμε πώς η κοινωνία των πολιτών θα αποκαταστήσει τη συσχετισμική ισορροπία, ώστε η βαρύτητα της βούλησής της να επανέλθει στην πολιτική. Είναι προφανές ότι τον ρόλο αυτό δεν μπορούν να τον παίξουν τα κόμματα, ως έχουν σήμερα, διότι τον έχουν αποποιηθεί και έχουν παραδοθεί αύτανδρα στις αγορές. Από τότε που οι ιστορικές ιδεολογίες της μετάβασης (ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός) εξεπλήρωσαν τον ρόλο τους και οι πολιτικές δυνάμεις που τις διακινούσαν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους, η διελκυστίνδα μεταξύ τους εστιάσθηκε στη νομή της εξουσίας.
Τα ανωτέρω συνομολογούν ότι το κόμμα της κομματοκρατίας έχει μεταβληθεί σε αντικοινωνικό λειτουργό της πολιτικής και νομέα του κράτους, δηλαδή σε τυπικό αντιδραστικό μόρφωμα. Στον ρόλο του αυτόν συνάδει η οικοδόμηση πλήθους από αναχώματα προστασίας του πολιτικού προσωπικού από κάθε δυνατότητα ελέγχου των πολιτικών του ή της πολιτικής του συμπεριφοράς από τη δικαιοσύνη. Ο πολιτικός κηρύσσεται ανεξέλεγκτος αλλά και ανεύθυνος απέναντι στην κοινωνία των πολιτών, ενώ η περιένδυσή του με δικαστικές και άλλες αρμοδιότητες νομιμοποιεί την λεηλατική του στόχευση και τη μεταβολή του κράτους (ως πολιτικού συστήματος, ως διοίκησης κ.λπ.) σε εκτροφείο ολιγαρχικών συμμοριών που ενορχηστρώνουν κυβέρνηση και Βουλή με όχημα τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Εφεξής, ο αποκλεισμός της δικαιοσύνης από τα δρώμενα της πολιτικής γίνεται στο όνομα της "μη ποινικοποίησής" της, ενώ η κακή πολιτική τάξη αιτιολογείται από την κακή κοινωνία που την εκλέγει! Η ενοχοποίηση της κοινωνίας για τα πεπραγμένα και την ποιότητα της πολιτικής τάξης αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξή της.
Η θέση της διανόησης, ιδίως εκείνης που καταγίνεται με τα κοινωνικο-πολιτικά και ιστορικά δρώμενα, αποδεικνύεται καταλύτης, σε συνδυασμό με το σύνολο των συνταγματικών και πολιτικών μέτρων που οδηγούν στη χειραγώγηση της σκέψης και της πράξης του πολίτη. Μάλιστα, από τη στιγμή που οι νομείς της πολιτικής και η διανόηση όρισαν τη δημοκρατία ως ταυτολογία του κομματικού συστήματος, εννοούν να εγκαλούν την αμφισβήτηση της «πολιτείας» τους ως αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Όποιος δεν αποδέχεται, όχι τα κόμματα, αλλά τη μετάλλαξή τους, που συνεπάγεται την ιδιοποίηση της πολιτικής και την αποξένωσή τους από την κοινωνία των πολιτών, ανακηρύσσεται εχθρός της δημοκρατίας. Η προβολή του επιχειρήματος της αντιπροσώπευσης ή της δημοκρατίας καταγράφεται, στην καλύτερη περίπτωση, ως λαϊκισμός. Φθάνουν, μάλιστα, στο σημείο να προβάλλουν θεωρίες που στοχοποιούν την πλειοψηφία, δηλαδή την κοινωνία, ως εχθρό των δικαιωμάτων, δηλώνοντας με περισσή θρασύτητα ότι το δικαίωμα είναι ανώτερο της ελευθερίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιδραστική μετάλλαξη του κομματικού συστήματος συνάδει με μια προφανή ταξινόμηση της κοινωνίας στην κατηγορία του μέγιστου εχθρού του κράτους. Όχι την κοινωνία ιδιώτη, αλλά την κοινωνία των πολιτών που αξιώνει τη συμμετοχή της στα πολιτικά πράγματα. Σ’ αυτήν που μπορεί δυνάμει να θέσει σε αμφισβήτηση τη μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία της πολιτικής τάξης, που ενδέχεται να αξιώσει τη μετάλλαξή της σε δήμο της πολιτείας.
Τα παραπάνω κάνουν ολοφάνερο, νομίζω, ότι όποιος συντάσσεται με την παρούσα λειτουργία των κομμάτων είναι βαθιά ολιγαρχικός διότι αρνείται την αντιπροσώπευση, και προφανώς τη δημοκρατία, υπέρ ενός προ-πολιτειακού πολιτεύματος, «τριτοκοσμικού» ακόμη και για τις συνθήκες της εποχής μας. Στο μέτρο δε που το πολίτευμα αυτό έχει βαθιά μεταλλαχθεί σε λεηλατικό και δεσποτικό έναντι του κράτους και της κοινωνίας ταξινομείται επίσης ως οπισθοδρομικό. Είναι τέλος και αντιδραστικό, επειδή έρχεται αντιμέτωπο με τη λογική της εξέλιξης, η οποία επαγγέλλεται ήδη κατά τρόπο αδήριτο τη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική και, στο βάθος του χρόνου, στη δημοκρατική πολιτεία. Οι φορείς της κομματοκρατίας -και όχι οι κριτικοί της- έκαμαν δυσδιάκριτη τη διαφορά μεταξύ νομιμότητας και ανομίας, μεταξύ κοινοβουλευτικών και αυταρχικής αναφοράς κομμάτων, μεταξύ ιδίου και δημόσιου συμφέροντος. Αυτοί εμμένουν να αντιστρατεύονται το κοινό συμφέρον υπέρ εκείνου των αγορών και να αντιμετωπίζουν την κοινωνία των πολιτών, ιδίως δε την προοπτική της εισόδου της στην πολιτεία και του ελέγχου από αυτήν της πολιτικής τάξης, ως το μέγιστο και πλέον αποκρουστικό διακύβευμα του 21ου αιώνα.
Συμπέρασμα: Η ιδέα της εναντίωσης στην κομματοκρατία αντιμετωπίζεται με βαθύτατη εχθρότητα από όλο το πολιτικό φάσμα, από τη Δεξιά έως την Αριστερά και τους αντιεξουσιαστές, διότι όλοι τους είναι, συνειδητά ή μη, ιδεολογικά ολιγαρχικοί και, συχνά, αντιδραστικοί. Αντιμετωπίζεται επίσης με απορία, αφού εκτός από τη βαθιά τους άγνοια, που αποδίδει την άγνοια του συνόλου της νεοτερικότητας για το τι είναι δημοκρατία και, έστω, αντιπροσώπευση, δυσπιστούν κατέναντι της κοινωνίας των πολιτών, μη θεωρώντας την ικανή να διοικήσει τα του οίκου της.
Οι θεσμοί της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας δεν αποκλείουν τα κόμματα/παρατάξεις. Τα προορίζουν όμως για ρόλους θεράποντος της πολιτείας, την οποία εν όλω ή εν μέρει ενσαρκώνει η κοινωνία, συγκροτημένη σε δήμο. Όσοι δεν μπορούν να «φαντασθούν θεσμούς χωρίς τον κομματικό έλεγχο» δεν έχουν παρά να αποσυρθούν στην ιδιωτεία τους, δεν είναι αναγκαίο να παρακωλύουν την πρόοδο προσποιούμενοι τους προστάτες του λαού στην πολιτική εξουσία. Εκεί, στην ιδιωτεία, θα έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να διαβάσουν για να ενημερωθούν και κυρίως να αποβούν ενδεχομένως παραγωγικοί συντελεστές του βίου τους. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουν να γνωρίζουν ότι το αυταρχικό φαινόμενο (ενοίς και ο φασισμός) είναι δομικά ετεροθαλές αδελφάκι του σημερινού πολιτικού συστήματος. Αποτελεί, ως εκ τούτου, παράγωγο του κράτους που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα (όπως αυτό της νεοτρικότητας) και ασυζητητί μορφολογική του παρέκκλιση. Η αντιπροσώπευση και, περαιτέρω, η δημοκρατία τοποθετούνται στον αντίποδά τους. Θα ήταν οξύμωρο να εγκαλείται για τις φασιστικές του ρίζες όποιος εναντιώνεται στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα της νεοτερικότητας στο όνομα της αντιπροσώπευσης και, μάλιστα, της δημοκρατίας, και όχι ο δυνάμει θιασώτης του πολιτικά κυρίαρχου κράτους από το οποίο αναδύθηκε το αυταρχικό φαινόμενο σε όλες του τις εκδοχές (το απολυταρχικό, το ολοκληρωτικό, το χουντικό κ.ά.).

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Γιωργος Κοντογιώργης, Οι Ολιγάρχες, Από τις εκδόσεις Πατάκη. Μόλις κυκλοφόρησε

ΟΙ ΟΛΙΓΑΡΧΕΣ

Η δυναμική της υπέρβασης και η αντίσταση των συγκατανευσιφάγων.



Από το οπισθόφυλλο

Τι είναι αυτό που κάνει τους ολιγάρχες της εποχής μας να μην αποδέχονται τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματός τους; Αγνοούν άραγε τις στοιχειώδεις έννοιες; Αισχύνονται να συνομολογήσουν ότι διαπνέονται από μια βαθιά ολιγαρχική ιδεολογία; Μήπως με τον τρόπο αυτόν επιδιώκουν να απαγορεύσουν την εξέλιξη, προκειμένου να διατηρήσουν την πραγματική ιδιοκτησία της πολιτείας και, συνακόλουθα, να  υποτάξουν τον σκοπό της πολιτικής στο συμφέρον των ιδίων και των συγκατανευσιφάγων;
Από την άλλη, τι κάνει τις κοινωνίες, να εκχωρούν τη διακυβέρνηση στους ολιγάρχες και στη συνέχεια να διαμαρτύρονται επειδή αυτοί τις αγνοούν και ιδιοποιούνται το δημόσιο σκοπό της πολιτικής; Γιατί, αντί να διαδηλώνουν, δεν αξιώνουν την συμμετοχή τους στις πολιτικές αποφάσεις, ώστε να κρίνουν αυτές εν μέρει (η αντιπροσώπευση) ή ενόλω (η δημοκρατία) τι είναι ορθό και τι όχι για την χώρα;
Η νεοτερική διανόηση για να αποτρέψει την κοινωνία των πολιτών να αναδιατυπώσει το πρόταγμά της, την έχει εγκιβωτίσει στο δίλημμα της (δήθεν) "πολυπλοκότητας", σε συνδυασμό με το επιχείρημα ότι δεν είναι παραδεκτό να κυβερνά ο αδαής και απαίδευτος όχλος, επειδή η σκέψη του αγγίζει το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας, και, προφανώς, δεν έχει τη (διανοητική και πραγματική) δυνατότητα να αποκτήσει την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής! Εντούτοις, στη διερώτηση αυτή ο Αριστοτέλης θα αντιτείνει: "Ο καθένας εκ των πολλών μόνος του είναι κατώτερος από τους ειδικούς, αλλά όλοι μαζί είναι πολύ καλύτεροι ή, πάντως όχι χειρότεροι από τους ειδικούς".  Επιπλέον, η κοινωνία των πολιτών θα πολιτευθεί κατά το συμφέρον της, οι ολίγοι κατά το ίδιον αυτών συμφέρον.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ανάσχεση της πορείας της Ελλάδας, αλλά και της ανθρωπότητας, προς τον όλεθρο, θα επέλθει μόνον με την υπέρβαση του ολιγαρχικού καθεστώτος και την αντιπροσωπευτική μετάλλαξη της πολιτείας.    


More Sharing ServicesShare Share on facebook Share on twitter Share on email
Κωδικός: #BK275457
Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗΣ
Έτος έκδοσης: 2014
Διαστάσεις: 14 x 21 εκ.
ISBN: 9789601653754
Αριθμός σελίδων: 400

Αρχική τιμή: 17,60€ greekbooks.gr: 15,84€ Κερδίζετε: 1,76€ (10%)
Διαθεσιμότητα: Κυκλοφορεί. Αποστολή σε 1-2 εργάσιμες ημέρες
 
http://www.greekbooks.gr/books/kinonikes-epistimes/i-oligarhes.product#.U0uGyrgqUDM.facebook

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Γιώργος Κοντογιώργης, Προς ένα νέο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ, 29.3.2014)



Η πλήρης συνέντευξη του Γιώργου Κοντογιώργη, στο Δρόμο της Αριστεράς (Στον Ζαχαρία Ρουστάνη,

1. ΕΡ. ΔτΑ. Η άνοδος της Ακροδεξιάς, η μεγάλη αποχή, η ανοχή, ανεκτικότητα - παραίτηση του πολίτη από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, όλες αυτές οι όψεις της κρίσης εκπροσώπησης, συνιστούν «τερατογενέσεις» της Δημοκρατίας ως αποτέλεσμα της κακοποίησης, της καταστρατήγησης, του «βιασμού» των βασικών αρχών και της ουσίας του δημοκρατικού πολιτεύματος;

ΑΠ. Γ.Κοντογιώργης: Τα φαινόμενα που επισημαίνετε αποτελούν εκδήλωση ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος. Της ολικής κατάρρευσης του καθεστώτος που οδήγησε στη μετάβαση του νεότερου κόσμου, με αφετηρία την δυτική Ευρώπη, από την (φεουδαρχία, κρατική) δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Κατάρρευσης, που δηλώνει το τέλος της εποχής αυτής και τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, κατά την οποία οι παράμετροι που κινούν τη εξέλιξη, με πρώτη την οικονομία, διήλθαν τα στενά όρια του κράτους, χειραφετήθηκαν έναντι της πολιτείας και μεταλλάχθηκαν ριζικά, θέτοντας στην κορυφή της πυραμίδας όχι πια την βιομηχανική αλλά την χρηματοπιστωτική εκδοχή τους. Την πραγματικότητα αυτή το παρόν σύστημα αδυνατεί αντικειμενικά να διαχειρισθεί, με άξονα το κοινό συμφέρον. Η άνοδος των άκρων, η αποχή, η "παραίτηση" του πολίτη, συνιστούν εκδηλώσεις βαθιάς πολιτικής πράξης, που δηλώνει αφενός την πολιτική αδυναμία της κοινωνίας και αφετέρου την άρνησή της να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον ρόλο της νομιμοποιητικής συνιστώσας ενός συστήματος που την αγνοεί και την δυναστεύει. Η απόρριψη, εκφράζεται προς το παρόν με αρνητικές υποσημειώσεις στις πολιτικές που ακολουθούνται, στη διαπλοκή, στη διαφθορά, στην εν γένει αλαζονική ιδιοποίηση και συμπεριφορά της πολιτικής τάξης, στην καθυπόταξή της στο σκοπό των αγορών κλπ. Δεν έχει ακόμη μεταφρασθεί σε θετικό πρόταγμα, για πολλούς λόγους. Έμφοβες μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, οι καθεστωτικές δυνάμεις και η ομόλογη διανόηση, έχουν επιβάλει την αρχή της "ενιαίας σκέψης", η οποία περιορίζει τον διάλογο για την κρίση στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος, όχι στην υπέρβασή του. Σήμερα, η διανόηση πρωτοπορεί στην συντηρητική (έως αντιδραστική) περιχαράκωση του κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου. Διακρίνει στην κοινωνία τον δυνάμει αντίπαλο, που μπορεί να αμφισβητήσει το σύστημα, το οποίο ανέδειξε η εποχή της μετάβασης, που αποκλήθηκε "διαφωτισμός". Εντούτοις, είναι απολύτως προφανές ότι το παρόν σύστημα αποτελεί παρελθόν και γι'αυτό η επίκλησή του αποτελεί βαθιά συντηρητική στάση. Αποτελεί παρελθόν, διότι δεν είναι πια ικανό να απαντήσει στις ανάγκες, στους συσχετισμούς του παρόντος. Από εμβρυουλκός της μετάβασης στη μετα-φεουδαλική εποχή, έγινε μοχλός εγκιβωτισμού της κοινωνίας στην ιδιωτεία. Σήμερα δεν υπάρχει κρίση εκπροσώπησης διότι το σύστημα δεν είναι δομημένο με βάση την αντιπροσωπευτική αρχή. Η κοινωνία είναι θεσμημένη ως ιδιώτης, δεν συγκροτεί συλλογική πολιτική κατηγορία, δεν αναγνωρίζεται ως εντολέας. Το σύστημα ανήκει εξ ολοκλήρου στο κράτος, δηλαδή στους κατόχους του. Αυτοί αποφασίζουν, από κοινού με την ομήγυρη των συγκατανευσιφάγων, τι είναι εθνικά ή κοινωνικά συμφέρον, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ακόμη και αν το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών διαφωνεί. Από την απολυταρχία στο κράτος έθνος επήλθε "μεθάρμοσις δεσποτών", όχι μετάβαση στην αντιπροσώπευση/δημοκρατία. Η ισορροπία που επιτεύχθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα, που επέτρεψε στον μαρξισμό να μιλήσει για σχετική αυτονομία του κράτους, οφειλόταν αποκλειστικά στους εξωθεσμικούς/κοινωνικούς συσχετισμούς. Από τη στιγμή που αυτοί ανατράπηκαν, η πολιτική περιήλθε στην αυστηρή ομηρία των "αγορών". Επομένως, είναι καιρός να αποδεχθούμε ότι οι εκδηλώσεις "παραίτησης" της κοινωνίας δεν συνιστούν "τερατογενέσεις της δημοκρατίας ως αποτέλεσμα της καταστρατήγησης… των βασικών αρχών και της ουσίας του δημοκρατικού πολιτεύματος", αλλά επιβεβαίωση ότι το παρόν σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε, πολλώ μάλλον, δημοκρατικό. Η ψήφος συνιστά πράξη απλής νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού, που αναδεικνύουν οι "μηχανισμοί", δεν περιέχει ούτε κόκκο αντιπροσωπευτικής αρμοδιότητας: ούτε σε ό,τι αφορά στο πολιτικό προσωπικό ούτε στις πολιτικές αποφάσεις. Το ερώτημα εν προκειμένω είναι το εξής: Τι κάνει τους θιασώτες όπου γης της αυστηρά ολιγαρχικής νεοτερικής πολιτείας να επιμένουν να την ορίζουν ως δημοκρατία; Ντρέπονται απλώς να ομολογήσουν την ολιγαρχική τους προσήνεια, εξακολουθούν να αγνοούν τις θεμελιώδεις έννοιες ή μήπως μαζί με αυτά, υφέρπει ο φόβος της προόδου και επικαλούνται τις αξίες του διαφωτισμού μόνο και μόνο ως άλλοθι στην άρνησή τους να αποδεχθούν τον συντηρητικό τους ρόλο;
2. ΕΡ. ΔτΑ. Ποιες δυναμικές και χαρακτηριστικά του κοινωνικοπολιτικού φάσματος θα μπορούσαν να καλύψουν το μεγάλο κενό εκπροσώπησης ώστε ο πολιτικός διάλογος και η εκλογική διαδικασία να ανακτήσουν την αίγλη που τους αξίζει;


ΑΠ. Γ.Κοντογιώργης:  Καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα στο πλαίσιο του παρόντος συστήματος. Θα απορροφηθεί, εναρμονιζόμενη στη δυναμική των συσχετισμών, ή θα απορριφθεί. Εντούτοις, η ισχύς των αγορών είναι συντριπτική επειδή η πολιτεία είναι έτσι δομημένη ώστε να λειτουργεί με βάση τους συσχετισμούς και άρα να υπηρετεί τον εκάστοτε ισχυρό. Επειδή, συγκεκριμένα, παίζουν μόνες τους πολιτική, καθώς η κοινωνία ως συλλογικότητα, απουσιάζει ολοκληρωτικά από την πολιτεία. Το ερώτημα που εγείρεται είναι προφανές: Θα συνεχίσουμε να προσεγγίζουμε τις όποιες κοινωνικές (ταξικές ή άλλες) αντιθέσεις ως υπόθεση μεταξύ των κατόχων/ιδιοκτητών του συστήματος και της κοινωνίας των πολιτών (ή της εργασίας), δηλαδή εξωθεσμικά, ή θα προσεγγίσουμε την κοινωνία των πολιτών υπό το πρίσμα του εταίρου (συνιδιοκτήτη) του συστήματος; Η πρώτη, η πρωτο-ανθρωποκεντρική, επιλογή εξάντλησε τα όριά της. Η δεύτερη, η αντιπροσωπευτική και, μάλιστα, η δημοκρατική μετάλλαξη της πολιτείας, προόρισται να μεταβάλει την βούληση και το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών σε αποφασιστικό συντελεστή της πολιτικής λειτουργίας και, κατ'επέκταση, σε ρυθμιστή της όποιας κοινωνικής αντίθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο πολιτικός διάλογος αντί να είναι υπόθεση κορυφής, μεταξύ των κομμάτων (ενοίς και των ομάδων συμφερόντων), και οι εκλογές πράξη νομιμοποίησης της κομματικής νομενκλατούρας, θα γίνει υπόθεση άρρηκτης/θεσμικής διαλεκτικής σχέσης του πολιτικού προσωπικού με την κοινωνία των πολιτών. Η κοινωνία θα επανέλθει στην πολιτική μόνον όταν γίνει θεσμικός συντελεστής της πολιτείας. Με άλλα λόγια, το σύστημα της νεοτερικότητας δεν έχει γιατρειά διότι ανάγεται σε ένα παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.
3. ΕΡ. ΔτΑ. Η ιδέα ενός νέου τύπου «κοινωνικού συμβολαίου», που να όριζε ρητά το αυστηρό πλαίσιο για τα κοινωνικά δικαιώματα και την κρατική ευθύνη, με αυστηρές δεσμεύσεις και ρήτρες ασυνέπειας για όσους αναλαμβάνουν και ασκούν εξουσία, θα μπορούσε -και κάτω από ποιες προϋποθέσεις- να βρει εφαρμογή στις μέρες μας;
ΑΠ. Γ.Κοντογιώργης: Το "κοινωνικό συμβόλαιο" του διαφωτισμού αφορά αποκλειστικά στην ατομική ελευθερία. Το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πεδίο το προσεγγίζει με όρους απλών ετερονομικών δικαιωμάτων. Επομένως πρόκειται για τη συμφωνία σε μια πρώιμη ανθρωποκεντρικά πολιτεία που λειτουργούσε όσο οι συσχετισμοί διαμορφωνόταν εντός του κράτους και υπήρχε ο φόβος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ζητούμενο στις ημέρες μας είναι η συγκρότηση ενός "πολιτικού συμβολαίου" που θα εισάγει σωρευτικά πέραν της ατομικής, την κοινωνική και την πολιτική ελευθερία, που θα μεταβάλει την κοινωνία σε εταίρο της πολιτείας. Να σημάνει το τέλος της πολιτικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης, με την απόδοση σ'αυτήν της απλής ιδιότητας του εντολοδόχου, και την είσοδο της θέσμιση της κοινωνίας ως εντολέα. Δεν αρκούν πια οι "δεσμεύσεις και οι ρήτρες συνέπειας" για όσους ασκούν την πολιτική κυριαρχία. Να αποδεχθούμε ότι η ταύτιση της πολιτείας με το κράτος είναι φαινόμενο μεταβατικό, της πρωτο-ανθρωποκεντρικής/μετα-φεουδαλικής φάσης, που θα εκλείψει με τον χρόνο. Και ο χρόνος αυτός, όπως όλα δείχνουν πλησιάζει, καθώς η ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας, πολιτείας και αγορών, οδηγεί στην πλήρη αναίρεση του κοινωνικού κεκτημένου, την ίδια στιγμή που η ωριμότητα του πολίτη μεταστεγάζεται από την μαζική συμπεριφορά σε εκείνη της πολιτικής ατομικότητας. Το διακύβευμα, εν προκειμένω, δεν είναι (ολιγαρχικός) κοινοβουλευτισμός ή δικτατορία, αλλά η υπέρβασή τους με την μετάβαση αμέσως στην αντιπροσώπευση και προοπτικά στη δημοκρατία. Καλούμαστε έτσι να αναθεωρήσουμε το γνωστικό μας έρμα (τι είναι δημοκρατία, ποια η φύση του παρόντος συστήματος κλπ), να εμπιστευθούμε την κοινωνία και να πάψουμε οι ίδιοι να αντιλαμβανόμαστε την πολιτεία ως υπόθεση των φορέων της κομματοκρατίας και των ομάδων που συνωστίζονται γύρω από το κράτος. Από τη στιγμή αυτή, ο διάλογος για τον τρόπο της θεσμικής ενσωμάτωσης της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία θα έχει βρει το δρόμο του. Ελπίζω πριν η κοινωνία αναγκασθεί σε δυναμικές απόγνωσης.     


(Στον Δρόμο της Αριστεράς ο αναγνώστης μπορεί να βρει και τις συνεντεύξεις των Κ.Τσουκαλά και Γ.Κατρούγκαλου, που κλήθηκαν να απαντήσουν στα ίδια ερωτήματα.
http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=14602:%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1%CF%82&Itemid=51)