Βαγγέλης Κάλιοσης: Γιώργου
Κοντογιώργη, «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος: δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021», Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2021
Βαγγέλης Κάλιοσης - 20 Φεβρουαρίου 2021 http://www.periou.gr/%ce%b2%ce%b1%ce%b3%ce%b3%ce%ad%ce%bb%ce%b7%cf%82-%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81/?fbclid=IwAR1DSW5n_5YI2P3lwXwivtgrUNAcytsVfWdO3u9s-vbLPU7gkZq-m24QJeU
Ένα βιβλίο συλλογικής και ατομικής αυτογνωσίας
Το βιβλίο αυτό με τον τίτλο «Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος: δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021» του καθηγητή της πολιτικής επιστήμης και εισηγητή της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας Γιώργου Κοντογιώργη, που κυκλοφόρησε κατά τις πρώτες μέρες του έτους, γράφτηκε με αφορμή την διακοσιετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης και έρχεται να ανατρέψει, άκρως πειστικά και με οδηγό τις πρωτογενείς πηγές, την καθιερωμένη και καθ’ όλα επιβεβλημένη από το ισχύον εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα και την προσαρτηματική του διανόηση αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η Επανάσταση ως γέννημα του δυτικού Διαφωτισμού και προέκταση των μεγάλων επαναστάσεων του 17ου και 18ου αιώνα σε Αγγλία, Αμερική και Γαλλία, στέφθηκε με επιτυχία και οδήγησε στη δημιουργία ενός «ανεξάρτητου» και «δημοκρατικού» νεοελληνικού κράτους, που με τη σειρά του εξασφάλισε στην ελληνική κοινωνία ό, τι καλύτερο θα μπορούσε εκείνη εδαφικά, θεσμικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά να έχει. Το εγχείρημά του θα εγγραφόταν ως μία ακόμη άποψη που έρχεται να προστεθεί σε πολλές άλλες, περισσότερο ή λιγότερο καλά τεκμηριωμένες, επί ενός κομβικού ιστορικού γεγονότος που καθόρισε τη μοίρα του ελληνισμού, εάν υπό το καταυγαστικό φως του δεν αποκαλύπτονταν με τόση καθαρότητα στα μάτια και τη συνείδηση του έκπληκτου αναγνώστη οι αντικειμενικές αιτίες όλων εκείνων των δύσμορφων συμπεριφορών της νεοελληνικής κοινωνίας – από τις πελατειακές σχέσεις μέχρι την απροσχημάτιστη εχθρότητά της προς το κράτος και από την ανοχή της στα κραυγαλέα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς μέχρι την αναπαραγωγική αυτών συνενοχή της στο πεδίο της καθημερινότητας -, για τις οποίες η κυρίαρχη ενιαία σκέψη, είτε ενοχοποιεί την ίδια την κοινωνία αποδίδοντάς τες σχεδόν μεταφυσικά στην ελαττωματική ιδιοσυγκρασία της, είτε αναθεματίζει το οθωμανικό και εκτατικά το βυζαντινό της παρελθόν, μεταλλάσσοντάς το ψευδοϊστορικά σε ένα είδος πρωθύστερου καθαρτηρίου κάθε ανομήματος του δυτικοεξαρτημένου κομματοκρατούμενου νεοελληνικού κράτους.
Ο καθηγητής στην εισαγωγή του βιβλίου του φέρνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα τον αναγνώστη του αντιμέτωπο με ένα θεμελιώδες δίλημμα από την επιλογή έναντι του οποίου θα εξαρτηθεί και το εύρος, το βάθος και η διαύγεια της κατανόησης του ιστορικό παρελθόντος της κοινωνίας ή εθνικής ολότητας στην οποία είναι ενταγμένος, άρα και της ίδιας της ύπαρξής του ως ιστορικού υποκειμένου και συνεκδοχικά του παρόντος και του μέλλοντός της. Καλείται, λοιπόν, ο αναγνώστης να αποφασίσει εάν θα δεχτεί την ιστόρηση του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους ή τα πεπραγμένα του έθνους. Αν επιλέξει να ατενίσει τα τελευταία διακόσια χρόνια με βάση όσα το κράτος έπραξε για εκείνον, τότε δεν έχει νόημα να συνεχίσει την ανάγνωση, καθώς μπορεί να καθίσει αναπαυτικά πάνω στην πλάνη όσων μέχρι τώρα έχει μάθει μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και όλες τις άλλες του προσλαμβάνουσες, ότι δηλαδή το έθνος είναι μία νοητή κατασκευή δια της οποίας το κράτος υποστασιοποίησε την ύπαρξη του, εξασφαλίζοντάς του τη μέγιστη δυνατή ευημερία στους κόλπους μιας καθ’ όλα «δημοκρατικής» πολιτείας. Αν, όμως επιλέξει να αντιληφθεί την ιστορική του διαδρομή με βάση τα πεπραγμένα του έθνους του, τότε ενεός θα διαπιστώσει από τις πρώτες σελίδες του πονήματος πως αυτή ανάγεται αδιαλείπτως σε μεγάλο βάθος μέσα στο χρόνο και ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν παρά ένας σταθμός στην εξέλιξή της, ο οποίος ωστόσο έμελλε να αποβεί μοιραίος. Αντί για νικητής, όπως η στρεβλή πολιτική του ανατροφή τον έχει μάθει να νιώθει, θα αισθανθεί αίφνης ηττημένος. Βαθμιαία θα καταλάβει, συνεχίζοντας την ανάγνωση, ότι ο ελληνισμός από την Επανάσταση βγήκε συντριπτικά νικημένος. Αντί να κεφαλαιοποιήσει το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο, το οποίο μέχρι τότε είχε διαγράψει μία πλήρη εξελικτική τροχιά στο κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, από το προαντιπροσωπευτικό στάδιο των αρχαϊκών χρόνων, τον 8ο π.Χ. αιώνα, μέχρι την ώριμη κοσμοσυστημικά φάση της βυζαντινής κοσμόπολης και ακολούθως των εν οθωμανοκρατία δημοκρατικών κοινών, στους κόλπους των οποίων το άτομο βίωνε την πλήρη – ατομική, κοινωνική και πολιτική – ελευθερία, υποχρεώθηκε δια της βίας κατά τη μετάβαση στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας, όχι μόνο να ξεκινήσει τη πολιτική και πολιτειακή του διαδρομή από την αρχή, αλλά ακόμη χειρότερα να σβήσει από τη μνήμη του το προϋπάρχον φορτίο ωσάν αυτό να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι, αντί το ελληνικό έθνος να δημιουργήσει ένα κράτος πλήρους δημοκρατίας στο κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας, που θα αποτελούσε οδηγό και για τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία τότε εξέρχονταν της φεουδαρχίας και του δεσποτισμού, έγινε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή τα πρωτοανθρωποκεντρικά διατεταγμένα δυτικά έθνη κράτη επέβαλαν τον κανόνα τους και οδήγησαν τον ελληνισμό σε μια άνευ προηγουμένου διαδικασία εδαφικής, πολιτικής, πολιτειακής και εν γένει πολιτισμικής σμίκρυνσης. Αναλογικά, αντί ο αναγνώστης να ζει σε μία πραγματική δημοκρατία απολαμβάνοντας την πλήρη ελευθερία, ζει ως υπήκοος μιας εκλόγιμης μοναρχίας – η οποία, σημειωτέον, παριστάνει τη «δημοκρατία» – βιώνοντας μόνο ατομικά δικαιώματα στους κόλπους ενός κράτος που το έχουν ιδιοποιηθεί ολοσχερώς τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό και οι ομοτράπεζοί τους, λεηλατώντας συστηματικά τον πλούτο του σε βάρος της κοινωνίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, πλέον, όλα τα σημαντικά γεγονότα των τελευταίων διακοσίων χρόνων βρίσκουν την εξήγησή τους αναγόμενα σε αυτή τη πρώτη καταστατική ήττα. Ο Καποδίστριας δεν δολοφονήθηκε, γιατί ήταν δήθεν αυταρχικός, αλλά επειδή φιλοδόξησε να δημιουργήσει ένα κράτος συμβατό με τα πολιτικά ήθη των Ελλήνων, κάτι που η δυτική επιστασία και οι εν Ελλάδι εξυπηρετητές της ασφαλώς και δεν του συγχώρεσαν. Η οθωνική απολυταρχία υπήρξε στρατηγική επιλογή των προστάτιδων δυνάμεων και όχι αναγκαίο κακό ούτε επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία, όποτε της δόθηκε έκτοτε η ευκαιρία να δράσει συλλογικά, επιβεβαίωσε τον αντιστασιακό της χαρακτήρα, κληρονομιά της μακράς δημοκρατικής της διαδρομής. Το έκανε το 1843 απαιτώντας σύνταγμα, το έπραξε το 1862 εκδιώκοντας τον Όθωνα, το επανέλαβε στις κρητικές επαναστάσεις και το απογείωσε με το έπος της Αντίστασης κατά της διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο αποτυχημένος ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 δεν ήταν απλά μια ατυχία, αλλά απόρροια της εμμονής της πολιτικής τάξης να χρησιμοποιεί προσχηματικά την Μεγάλη Ιδέα και να δρα συστηματικά σε βάρος του μείζονος ελληνισμού, τον οποίο και εκμηδένισε με τη μικρασιατική καταστροφή το 1922. Το αυταρχικό φαινόμενο, τόσο της μεταξικής περιόδου όσο και της χούντας των συνταγματαρχών, δεν έγινε ποτέ πολιτικό σύστημα με την αποδοχή ή μη της ελληνικής κοινωνίας, αλλά λειτούργησε απλά ως παρέκβαση του ισχύοντος συστήματος της συνταγματικής μοναρχίας, αναγκαία μόνο για τη διατήρησή του. Η μεταπολίτευση, τέλος, δεν αποκατέστησε ποτέ τη δημοκρατία, γιατί, για να αποκαταστήσεις κάτι, πρέπει αυτό να υπάρχει, παρά αποτέλεσε την επαναφορά και την εδραίωση της κομματοκρατίας του 19ου αιώνα με νέους, πολύ πιο αποτελεσματικούς όρους. Απόληξη όλων αυτών είναι μια Ελλάδα στο πρώτο πέμπτο του 21ου αιώνα παραγωγικά καθημαγμένη, οικονομικά εξαρτημένη και πολιτικά υποταγμένη σε ένα πολιτικό προσωπικό που δεν χάνει ευκαιρία να αποδεικνύει ότι συναρτά την ύπαρξή του με την εξυπηρέτηση συμφερόντων τρίτων σε βάρος πάντα του δημόσιου συμφέροντος.
Με άλλα λόγια, το ελληνικό πρόβλημα έγκειται, κατά τον Κοντογιώργη, στο γεγονός ότι ο ελληνισμός υποχρεώθηκε να εισέλθει στη νέα εποχή της μεγάλης κλίμακας, όχι από τον ελληνικό δρόμο που βίωνε ως τότε, αλλά μέσω του παρένθετου δρόμου της δυτικής δεσποτείας. Η παραμόρφωση ήταν αναπόφευκτη. Θα παρομοιάζαμε την ελληνική κοινωνία με έναν ώριμο άνθρωπο που ξαφνικά του φόρεσαν ένα παιδικό κοστούμι και ασφυκτιώντας μέσα σ’ αυτό, αλλά νιώθοντας και βαθιά ντροπή για την ανάρμοστη εμφάνισή του, άρχισε να συμπεριφέρεται σαν σαιξπηρικός αυλικός, τουτέστιν ως παλιάτσος. Η διακοσιετηρίδα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αποφασίσει ποιο μέλλον επιθυμεί: θα συνεχίσει να πορεύεται υπό την κηδεμονία ενός κράτους δυνάστη που θα επιτείνει την αρρωστημένη της κατάσταση μέχρι της πλήρους εξουδετέρωσής της ή με γνώση και παρρησία θα πετάξει από πάνω της τα κουρέλια της αναγκαστικής της μεταμφίεσης και θα διεκδικήσει την ανασυγκρότησή της με γνώμονα την εγκαθίδρυση μια σχέσης με την πολιτική η οποία, με τα λόγια του συγγραφέα, «θα μετατρέπει τον μεν πολίτη του κράτους σε πολίτη του δήμου, το δε έθνος του κράτους σε έθνος της κοινωνίας και εντέλει την κοινωνία ιδιώτη σε πολιτειακή κοινωνία»; Και όλα αυτά με ορίζοντα τη δημοκρατία και μέτρο την ελευθερία. Σε μια τέτοια προοπτική, το ανά χείρας βιβλίο δεν λειτουργεί παρά ως ο καθρέφτης της ατομικής και συλλογικής μας αυτογνωσίας. Το ποιον δρόμο εντέλει θα διαλέξουμε είναι κάτι που εξαρτάται από εμάς, τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί.
Ο Βαγγέλης Κάλιοσης είναι Ιστορικός – συγγραφέας