Σελίδες

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Γ.Κοντογιώργης, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, 2009. Απόσπασμα του βιβλίου 4.

α. Το διακύβευμα της προόδου και το κράτος κατοχής

Το αδιέξοδο αυτό εγείρει αυτομάτως το ζήτημα μιας προβληματικής που θα τοποθετεί την κοινωνία στη θέση του πολιτικού συντελεστή της ιστορίας στο καθημερινό της γίγνεσθαι και όχι απλώς σε στιγμές απόγνωσης ή οργής. Εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Όμως, οποιαδήποτε συζήτηση για την πολιτική ή για την οικονομία εγείρει ως προκριματικό ζητούμενο το ξεκαθάρισμα της σχέσης τους με την πρόοδο.
Τι είναι λοιπόν πρόοδος και τι συντήρηση; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του κράτους ή της οικονομίας εγγράφεται αντικειμενικά στην περιοχή της προόδου. Το ζήτημα εντούτοις δεν κλείνει εδώ, καθώς δεν αρκεί να συνομολογήσουμε ότι το κράτος λειτουργεί ικανοποιητικά ή ότι η οικονομία έχει να επιδείξει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα του κράτους ή της οικονομίας συνέχεται ευθέως με τον λόγο της ύπαρξής τους, δηλαδή με την κοινωνία. Υπό την έννοια αυτή, μέτρο της προόδου, ενγένει στις ανθρώπινες κοινωνίες, είναι η ευημερία και η ελευθερία των μελών τους. Η ελευθερία μας δένει πρωταρχικά με το χώρο, με την πολιτειακή κοινωνία που συγκροτεί το συλλογικό υποκείμενο. Σήμερα το συλλογικό υποκείμενο που υποστασιοποιεί την ελευθερία αποκαλείται έθνος. Η πολιτική συγκρότηση του έθνους προσφέρει το πλαίσιο της ελευθερίας, την αυτοκαθοριστική δυνατότητα της κοινωνίας έναντι του συλλογικού «άλλου». Συγχρόνως όμως η εθνική ελευθερία στεγάζει και τις λοιπές ελευθερίες, οι οποίες είτε εκλείπουν είτε απομειώνονται χωρίς αυτήν. Αναφέρομαι στις ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία και, φυσικά, στην ελευθερία που συνάπτεται με την εσωτερική πολυσημία του έθνους.
Το ενδιαφέρον ωστόσο έγκειται στο ότι οι σύγχρονες κοινωνίες συναντώνται μόνο με την εθνική και την ατομική ελευθερία. Οι κοινωνίες της νεοτερικότητας πολύ απέχουν από την κατάκτηση της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, καθώς και της πολυσημίας του πολιτειακού τους περιβάλλοντος. Στα πεδία αυτά, στη θέση της ελευθερίας παρεισάγουν τα δικαιώματα έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η βίωση της ατομικής ελευθερίας χωρίς σημαίνοντες περιορισμούς από το περιβάλλον της εξουσιαστικής εξάρτησης, που επιβάλλει το ιδιοκτησιακά διατεταγμένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Η νεοτερικότητα δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι την εκμετάλλευση δεν την παράγει το κεφάλαιο αυτό καθεαυτό, αλλά η πρωτο-ανθρωποκεντρική ταυτολογία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής με την ιδιοκτησία επί του συστήματος της οικονομίας. Ο μαρξισμός, και ο σοσιαλισμός στο σύνολό του, επιχείρησε να λύσει τον γρίφο αυτό με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή με την επιφύλαξη σ’αυτήν μιας περιορισμένης θέσης και, περαιτέρω, με την ηγεμονία της κρατικής ιδιοκτησίας. Έτσι όμως περιέπεσε στην παγίδα της κρατικής δεσποτείας –και, κατ’ελάχιστον, του ολοκληρωτισμού- καθώς δεν αντελήφθη ότι η ιδιοκτησία επί του συστήματος δεν διακρίνει μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού τομέα. Και ότι εντέλει η περιέλευση στο κράτος της ιδιοκτησίας επί του συστήματος της οικονομίας αποτελεί την κατακλείδα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος.
Με άλλα λόγια, η νεοτερικότητα αγνοεί την αιτιολογική βάση της εκμετάλλευσης, που είναι η ταύτιση της ιδιοκτησίας επί του κεφαλαίου με την ιδιοκτησία επί του οικονομικού συστήματος. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έχει διδαχθεί και από τη θέση που επιφύλαξαν οι τελευταίες δεκαετίες στα ιδεολογικά και συστημικά της στερεότυπα. Όπως έχω επισημάνει αλλού, τα ιδεολογικά αυτά σχήματα της νεοτερικότητας αντιπροσωπεύουν απλώς τις δυο εναλλακτικές φάσεις της μετάβασής της, από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, και όχι τα ανώτερα και, μάλιστα, διαδοχικά στάδια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης. Κατά τούτο, δεν είναι τυχαίο ότι η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνέπεσε με την υπέρβαση επίσης του φιλελεύθερου προτάγματος που εμπραγματώνεται στο πλαίσιο του πολιτικά κυρίαρχου κράτους. Η μη συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού ενθάρρυνε τις δυνάμεις της αγοράς να διακηρύξουν την οριστική τους ηγεμονία επί του κράτους, κυρίως όμως να ισχυρισθούν ότι αυτές είναι αρμόδιες να ενσαρκώσουν το συμφέρον της κοινωνίας. Συνακόλουθα με τον ισχυρισμό αυτόν οφείλουμε να δεχθούμε ότι ό,τι είναι καλό για την αγορά είναι καλό και για την κοινωνία. Ακραία εκδήλωση της άποψης αυτής αποτέλεσε η αξίωση της εισαγωγής της αρχής της αυτορύθμισης, δηλαδή της τοποθέτησης των «νόμων της αγοράς» υπεράνω των νόμων της κοινωνίας. Με αντάλλαγμα την ανέγερση ορισμένων αναχωμάτων (ή δικαιωμάτων) έναντι της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας, η κοινωνία εκαλείτο να συναινέσει τελικά στην αποξένωσή της από το συλλογικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Με τον τρόπο αυτόν όμως, συνέβη ό,τι και στον υπαρκτό σοσιαλισμό: όπως ακριβώς εκεί οι δυνάμεις της πολιτικής που κατείχαν το κράτος οδηγήθηκαν στην επιβολή ενός τυπικού ολοκληρωτισμού, έτσι και οι φορείς της αγοράς απέληξαν σε ένα ιδιότυπο σύστημα, το οποίο ανέδειξε σε υπέρτατη αρχή την αλαζονεία, την πλεονεξία, την κατάχρηση ισχύος και, εντέλει, την ολοκληρωτική ιδιοποίηση. Και στις δυο περιπτώσεις η κοινωνία, από λόγος ύπαρξης του κράτους ή της αγοράς, μεταβλήθηκε σε υποκείμενο μιας ανομικής ιδιοποίησης. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι το φιλελεύθερο κράτος, που είδαμε να το υπερβαίνει η δυναμική της κοσμοσυστημικής ακτίνωσης των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, επανήλθε στο προσκήνιο επειδή εκτιμήθηκε ότι ήταν το μόνο ικανό να λάβει πολιτικές αποφάσεις για την αποκατάσταση του κανονιστικού περιβάλλοντος της αγοράς. Διαφεύγει, εντούτοις, της προσοχής ότι το πρόβλημα δεν είναι η ανατροπή της κοσμοσυστημικής εξέλιξης, αλλά η αποκατάσταση της ανταποκρισιμότητας του κράτους και, στο πλαίσιο αυτό, της αγοράς με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Πράγμα που διαπιστώσαμε ότι είχε ήδη απολεσθεί αρκετά πριν αμφισβητηθεί η πολιτική του κυριαρχία, επειδή ακριβώς είχαν εκλείψει οι όροι της εξωθεσμικής συνάντησης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η επισήμανση αυτή δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Ακόμη και αν παραθεωρήσουμε το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό η κοινωνία εγκιβωτίζεται σε ένα καθεστώς ετερονομίας σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, η συναίνεση στην εκχώρηση του πολιτικού συστήματος στο κράτος και στους φορείς του έχει καταστατική σημασία για τα μέλη της. Έτσι, διαφορετικό -και προφανώς πιο περιορισμένο- θα είναι το εύρος της βιούμενης ατομικής ελευθερίας και των παραμέτρων που την συγκροτούν εάν η κοινωνία συναινεί να εξουσιάζεται (η έννοια της ετερονομίας), απ’ ό,τι εάν αυτή κατέχει για παράδειγμα το πολιτικό σύστημα. Αρκεί να αναλογισθούμε πώς θα γινόταν η αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος εάν, αντί να αποφασίζουν μονοσήμαντα η αγορά και το κράτος, το σώμα της κοινωνίας των πολιτών ήταν συγκροτημένο σε δήμο και λειτουργούσε ως απλός έστω αλλά πραγματικός εντολέας. Διότι αυτό πια θα υπαγόρευε τους όρους της αναδιανομής χωρίς να απαιτείται να διαδηλώσει για τα χρειώδη.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οπτική υπό την οποία προσεγγίζεται το συλλογικό υποκείμενο και, κατ’ επέκταση, το έθνος έχει κεφαλαιώδη σημασία για το καθεστώς ύπαρξης ενός εκάστου μέλους της κοινωνίας και, στο πλαίσιο αυτό, για τις ελευθερίες του. Κατά τούτο, και η απόφαση για τα στοιχεία που το συγκροτούν, για το ποιος έχει την ευθύνη του και την αρμοδιότητα για τη διαχείριση του συμφέροντός του, για το ιστορικό του βάθος και το μέλλον του, αποκτούν αντικειμενικά καταστατική σημασία.
Οι επισημάνσεις αυτές εξηγούν γιατί ενώ η ευρωπαϊκή μετάβαση από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό αξιολογείται ως το αποτέλεσμα της μετακένωσης των παραμέτρων του ελληνικού κοσμοσυστήματος στην Εσπερία, στο τέλος η νομιμοποίηση της νέας αφετηριακά πρωτο-ανθρωποκεντρικής κοσμοσυστημικής τάξης και της αποδόμησης του ελληνικού παραδείγματος θα γίνει με το επιχείρημα της προόδου. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι στις μέρες μας, αντί η νεοτερικότητα να αναστοχασθεί το ελληνικό παρελθόν υπό το πρίσμα μιας προοδευτικής σήμανσης του δικού της μέλλοντος, αναλώνεται σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί αυτό είναι ανέφικτο. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν θα διστάσει να επικαλεσθεί ισχυρισμούς όπως η πολυπλοκότητα, η «εγωιστική» προδιάθεση της κοινωνίας, ο καταμερισμός των έργων και πολλούς άλλους οι οποίοι την φέρνουν αντιμέτωπη με την ίδια την ιδέα μιας εξέλιξης που θα υπερβαίνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική της φάση και θα παρεισάγει έναν προβληματισμό συναφή με την καθολική ελευθερία.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημειολογία της συναίνεσης στην συντηρητική αυτή περιχαράκωση των δυνάμεων που στο παρελθόν είχαν ταξινομηθεί στην πρωτοπορία της προόδου. Αναφέρομαι ιδίως στις δυνάμεις της Αριστεράς οι οποίες, έχοντας απολέσει το ιδεολογικό τους στίγμα, αναπαράγουν τις προταγματικές μεταλλάξεις των δυνάμεων της αγοράς. Η επισήμανση αυτή αφορά πρωταρχικά τις δυνάμεις της «σοσιαλδημοκρατίας» και της λεγόμενης «ανανεωτικής» αριστεράς, οι οποίες όχι μόνο αδυνατούν να επεξεργασθούν μια έστω υποτυπώδη πρόταση εναλλακτικής αναδόμησης του συστήματος, αλλά και εμφανίζονται να προκρίνουν ένα ρόλο ομάδων διαμαρτυρίας με μέγιστο ζητούμενο την ανάκτηση των μέχρι πρότινος κεκτημένων στο πεδίο της εργασίας. Τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όταν οι δυνάμεις της εργασίας τα βίωναν, οι πολιτικοί ταγοί τους τα απέρριπταν ως ανάξια λόγου. Εξού και οι μεν δυνάμεις της «σοσιαλδημοκρατίας» υιοθέτησαν ως κεντρικό πολιτικό στόχο τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της «νέας οικονομικής τάξης», οι δε δυνάμεις της «ανανεωτικής αριστεράς» επιχειρούν να «διεμβολίσουν» το σύστημα υπό ένα πρίσμα που δεν διακρίνει εμφανώς τις διαφορές του με το «αντιεξουσιαστικό» πρόσημο. Οπωσδήποτε, το διακύβευμα του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων παραμένει τελικά η διατήρηση της ηγεμονίας τους επί της κοινωνίας των πολιτών και, κατ’ επέκταση, ο εγκιβωτισμός της στο πολιτειακό περιθώριο.
Το γεγονός ακριβώς αυτό εξηγεί γιατί η Αριστερά προβάλλει τα (ετερονομικά) δικαιώματα ως κατακλείδα της ελευθερίας και την ιδέα της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών» ως θεμέλιο της πολιτικής συμμετοχής. Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει, η κοινωνία των πολιτών και, προοπτικά, η κοινωνική και ιδίως η πολιτική ελευθερία αποτελούν τελικά τον θεμελιώδη αντίπαλο της Αριστεράς. Εύλογα αφού η υπεισέλευση της κοινωνίας στο σύστημα της οικονομίας και της πολιτικής, θα μετέβαλε την ιστορική της θέση, από κυρίαρχη και σωτηριακή σε απλώς θεραπεύουσα της κοινωνικής βούλησης.
Στο πολιτικό πεδίο, η Αριστερά εγκιβωτισμένη ανάμεσα στο παρελθόν -που διέκρινε στην υπεροχή της ιδιοκτησίας του κράτους επί της ιδιοκτησίας του ιδιωτικού κεφαλαίου την επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και, εντέλει, την πολιτική της ηγεμονία- και στο παρόν του διλήμματος περιθωριοποίηση ή ένταξη στη λογική της κριτικής διαχείρισης της αγοράς, έχει ουσιαστικά εναποθέσει τις ελπίδες της να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο στον εκλογικό νόμο. Η «απλή αναλογική» και η καταγγελία του «δικομματισμού» προβάλουν έτσι ως η πεμπτουσία της ρήξης με το πολιτικό κατεστημένο και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό αναμένεται να δώσει τη δυνατότητα στην Αριστερά να διαπραγματευθεί τη συμμετοχή της στην πολιτική εξουσία. Από τη φύση του όμως οδηγεί στην ενίσχυση του παρασκηνίου και, κατ’ επέκταση, στην περαιτέρω αυτονόμηση του κομματικού κατεστημένου, με αποτέλεσμα οι πολιτικές του κράτους να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αναφέρεται.
Το μείζον εντούτοις με την Αριστερά έγκειται στο ότι δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το διακύβευμα της επόμενης μέρας. Ότι δηλαδή το επίκεντρο της πολιτικής ζωής και του κοινωνικού προτάγματος έχει μετατοπισθεί, από τα ζητήματα της κατοχής της πολιτικής εξουσίας και του καθεστώτος της ιδιοκτησίας/συστήματος, στο διακύβευμα της ανασύνταξης της σχέσης μεταξύ της κοινωνίας αφενός, του κράτους και της αγοράς αφετέρου. Από την αντίθεση μεταξύ κράτους και αγοράς που τοποθετεί την κοινωνία πέραν του συστήματος στην ιδιωτική σφαίρα, στην αντίθεση της κοινωνίας προς τις δυνάμεις που κατέχουν την ιδιοκτησία του πολιτικού συστήματος (δια του κράτους) και εκείνη του συστήματος της οικονομίας.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η ιδεολογία της καταστροφής -όπως και εκείνη της αποδόμησης- δεν οδηγεί στην επανάσταση ούτε στο μετασχηματισμό της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Δεν συνάδει με την επανάσταση για τον απλό λόγο ότι υιοθετείται ως μορφή δράσης από κοινωνικούς διατάκτες και, ενδεχομένως, από κοινωνικά στρώματα που δεν διαθέτουν θετικό κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα για το μέλλον. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να καταγραφεί ως στάση ή ως εξέγερση, της οποίας όμως το κίνητρο ανάγεται στην απελπισία και, κατά τούτο, στοχεύει, από την πλευρά των απελπισμένων, στην ενσωμάτωσή τους στο σύστημα με καλύτερους όρους όχι όμως στη μετάλλαξή του. Αντιθέτως, η επανάσταση αποβλέπει είτε στην ανασύνταξη των παραμέτρων (της οικονομίας, της πολιτικής κ.λπ.) της κοινωνίας σε μια βάση που θα διασφαλίσει την ηγεμονία τους είτε στη μεταβολή της σύνολης (κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής) πολιτείας ώστε η κοινωνία να συμμετάσχει με εταιρικούς όρους στη λειτουργία της. Η καταστροφή, στο πλαίσιο αυτό, στοχοποιεί μόνο ότι εμποδίζει τη δράση ή εγγράφεται ως αναπόφευκτη για την οικοδόμηση της επόμενης μέρας. Δεν καταγράφεται ως αυτοσκοπός ούτε ως μέσον εξαθλίωσης των μαζών προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική τους προσχώρηση στο «πελατειολόγιο» των φορέων της. Ώστε, η καταστροφή ως αυτοσκοπός ή ως πεδίο της «επανάστασης» αποτελεί μια κατεξοχήν αντικοινωνική και, γι’ αυτό, αντεπαναστατική και αντιδραστική πρακτική που αποβλέπει αποκλειστικά στην πελατειακή πύκνωση των τάξεων των αυτουργών της. Κατά τούτο, όχι μόνο δεν συνδέθηκε ποτέ με μια προοδευτική προοπτική της εξέλιξης, αλλά και συνέβαλλε σταθερά στην επιτάχυνση της επιστροφής των δυσαρεστημένων κοινωνικών στρωμάτων στη θαλπωρή της κατεστημένης εξουσίας και στην ασφάλεια του συστήματος της πολιτικής κυριαρχίας, ενισχύοντας τη νομιμοποίησή του.
Η επανάσταση, από την πλευρά της, δεν καταστρέφει τα οικονομικά, πολιτισμικά ή άλλα θεμέλια της κοινωνίας. Οικειοποιείται το σύστημα, μετασχηματίζοντάς το προς την κατεύθυνση που επαγγέλλεται, ώστε δι’ αυτού να καρπωθεί το γινόμενό του. Η επανάσταση απελευθερώνει την κοινωνία, δεν στρέφεται εναντίον της, δεν την ποδηγετεί ούτε δυσπιστεί προς αυτήν. Οι επαναστάσεις που ιδιοποιήθηκαν την εξουσία και χρησιμοποίησαν την κοινωνία ως υποστύλωμα της πολιτικής κυριαρχίας των φορέων τους, μετήλθαν την τρομοκρατία και μεταβλήθηκαν εντέλει σε αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Η ιδεολογία της καταστροφής, εξίσου με την ιδεολογία της αποδόμησης, διαλογίζεται προφανώς με τις προϋποθέσεις του 19ου και υπό μια έννοια του 20ου αιώνα, όταν το κοινωνικό πρόβλημα ετίθετο κατά τρόπο μονοσήμαντο και αποκλειστικά με όρους εξουσιαστικής διαμεσολάβησης των φορέων της πολιτικής. Στις μέρες μας το κοινωνικό πρόβλημα συνδυάζεται αφενός με τη διαπίστωση ότι η διαμεσολάβηση ως τρόπος πολιτικής «εκπροσώπησης» έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της βίο και αφετέρου με το αίτημα της κοινωνίας των πολιτών να αναλάβει η ίδια έναν πιο ενεργό ρόλο στην πολιτική λειτουργία. Αν και το ζήτημα της πολιτειακής χειραφέτησης της κοινωνίας τίθεται για την ώρα σε ηθικές βάσεις, η αμφισβήτηση της λογικής της διαμεσολάβησης υπό το πρίσμα της οποίας εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν οι αυτόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις είναι δεδομένη. Και τούτο διότι γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές ότι η έννοια της διαμεσολάβησης όχι μόνο δεν έχει αντιπροσωπευτικό πρόσημο, αλλά και ακυρώνει την αντιπροσωπευτική αρχή στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής.
Η διαμεσολάβηση προσεγγίζεται εφεξής μάλλον υπό το πρίσμα της χειραγώγησης ενώ οι θεμιτές άλλοτε πρακτικές που νομιμοποιούσαν τις σχέσεις δύναμης και αντιμετώπιζαν το κανονιστικό περιβάλλον του συστήματος ως απλό «μέσον» για την πραγμάτωση του κοινωνικού σκοπού, ορίζονται ως συμπεριφορές που τρομοκρατούν τη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση και τη δημόσια λειτουργία του πολίτη. Όσο η αμφισβήτηση της «αυθεντίας» της ηγεσίας και της διαμεσολάβησης διογκώνεται τόσο εκδηλώσεις που υπαγορεύει ο φόβος της απώλειας ρόλων πολλαπλασιάζονται. Η ιδεολογία της καταστροφής απεχθάνεται εξίσου με την ιδεολογία της εξουσίας τη λαϊκή χειραφέτηση και, κατ’ επέκταση, την πολιτειακή αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Και οι δύο θεωρούν ότι η «καθοδήγηση» αποτελεί αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στο οποίο η κοινωνία οφείλει να συγκατανεύσει. Η «απαλλοτρίωση», η «κατάληψη», η «διαρπαγή» συνιστούν εκφορές αυτού του δικαιώματος, το οποίο λειτουργεί ως αντίβαρο στην εξουσιαστική ιδιοποίηση των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων. Στην αντιπαράθεση αυτή, το κοινωνικό ή το δημόσιο αγαθό αποτελεί το λάφυρο όχι το διακύβευμα της ελευθερίας. Υπό την έννοια αυτή, η «κατάληψη» του δημοσίου χώρου, που έχει καθιερωθεί στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτειακού περιβάλλοντος ως τρέχουσα και, μάλιστα, ως αυτονόητη πολιτική πρακτική των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ακραία εκδήλωση ιδιοποίησης ενός κοινωνικού αγαθού, που οδηγεί με ακρίβεια στην ομηρία της κοινωνίας.
Η θυματοποίηση της κοινωνίας ως μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, υποδηλώνει την πρόταξη του ιδίου συμφέροντος ως τελικού σκοπού της πολιτικής, δηλαδή ως υπέρτερου του συμφέροντος του συνόλου. Εξού και οι φορείς της λογικής των «καταλήψεων» (για παράδειγμα οι παραταξιάρχες του πανεπιστημιακού χώρου), αρνούνται με βδελυγμία την όποια εκχώρηση του δικαιώματος του εντολέα στο σώμα της (εν προκειμένω φοιτητικής) κοινωνίας και, μάλιστα, του καθόλα δημοκρατικού δικαιώματος της κλήρωσης από τα μέλη της των εκπροσώπων στους θεσμούς. Από μια άλλη άποψη, η «κατάληψη» εμφανίζει μια εκλεκτική συγγένεια με την ιδεολογία της καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή ως μορφή δράσης, σε συνάφεια με τις προεκτάσεις της, ανάγεται στις πηγές της δεσποτικής λογικής της πολιτικής εξουσίας. Κατά τούτο, αποτελεί μια κατεξοχήν αντιδημοκρατική πρακτική με σαφείς αυταρχικές προεκτάσεις.
Υπάρχει λύση; Καθόλες τις ενδείξεις, η δυναμική της εξέλιξης προαναγγέλλει τη μετάβαση σε ένα σύστημα όπου το σώμα της κοινωνίας των πολιτών θα διεκδικήσει για τον εαυτό του έναν ρόλο εντολέα της πολιτικής εκπροσώπησης. Οι δυνάμεις που εξέχουν της κοινωνίας και διαμεσολαβούν το πολιτικό της διακύβευμα, θα υποχρεωθούν έτσι να λειτουργήσουν ως συνομιλητές της και όχι ως υφαντές ή εταίροι της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, αντί οι κάτοχοι του συστήματος και, ουσιαστικά, οι γενεσιουργοί συντελεστές των προβλημάτων της κοινωνίας, να εμφανίζονται ως οι ειδικοί που θα την σώσουν από την άβυσσο στην οποία την ρίχνουν κάθε φορά, θα υποχρεωθούν να αναλάβουν την ευθύνη τους ως αντιπρόσωποι και ιδίως να λογοδοτήσουν.
Η δυναμική της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» αναδεικνύει ακριβώς την αιτιολογία του προβλήματος: ότι δηλαδή το κοσμοσυστημικό ανάπτυγμα των παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι (της χρηματιστικής οικονομίας κ.λπ.) κάνει ανέφικτη εφεξής την εγκατάσταση μιας στοιχειώδους ισορροπίας μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτικής που θα αποτρέπει την ολοκληρωτική ιδιοποίηση της τελευταίας, στο πλαίσιο του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος της νεοτερικότητας. Εάν, με άλλα λόγια, η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική παραμείνει ευκαιριακή και δεν αποκατασταθεί μια διαρκής θεσμική σχέση μεταξύ τους, η ανατροπή των συσχετισμών θα επιβαρύνει κατά τρόπο δραματικό το ισοζύγιο σε βάρος της κοινωνίας. Με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την εθνική συνοχή και τη νομιμοποίηση του συστήματος.
Η θεμελιώδης αυτή επισήμανση αναγγέλλει ήδη ότι το διακύβευμα του μέλλοντος θα εστιάζεται ολοένα και περισσότερο στην «κοινωνικοποίηση» του συστήματος της πολιτείας και όχι, όπως στις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, στη διελκυστίνδα για τον έλεγχο του κράτους που το ενσαρκώνει. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος σήμερα θα είχε νομίζω πολλά να διδαχθεί από τη διαλεκτική της σχέσης ανάμεσα στην εξελικτική μεταβολή -που θα προδίκαζε την εγκατάσταση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτεία- και στη νεοτερική εκδοχή της επανάστασης, η οποία θα επανέφερε ουσιαστικά το διακύβευμα του κοινωνικού ή του πολιτικού προτάγματος, στις απαρχές της πρωτο-ανθρωποκεντρικής μετάβασης, δηλαδή στην περίοδο μεταξύ του 18ου και του 20ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου