Σελίδες

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Πολίτης και πόλις. Εννοια και τυπολογία της πολιτειότητας

Της Μαρίας Κενέ,

Γιώργου Δ. Κοντογιώργη, Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της ‘πολιτειότητας’, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2003, σελ. 236.


Το νέο αυτό του βιβλίο του καθηγητή Γ.Κοντογιώργη, μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη συνολική θεωρητική προσέγγιση και μορφολογική ταξινόμηση του φαινομένου της ιδιότητας του πολίτη. Ο σ., σε πλήρη αντίθεση με την παραδοχή της νεοτερικότητας, διαπιστώνει ότι η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι μια, αλλά πολλές, καθόσον η μορφολογία της συναρτάται με το ανάπτυγμα της ελευθερίας και κατ’επέκταση, με το είδος της πολιτείας. Για συστηματικούς λόγους διακρίνει τρεις θεμελιώδεις μορφές «πολιτειότητας» (πολιτών): Την ατελή πολιτειότητα, που εκφράζει μάλλον το ανήκειν στο κράτος παρά τον πολίτη της πολιτείας και απαντάται στα πολιτικά συστήματα της έμμεσης αντιπροσώπευσης. Την απλή πολιτειότητα, που αποδίδει τον πολίτη της πολιτείας, της οποίας το πολιτικό σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό. Και την πλήρη πολιτειότητα, που ορίζει τον αυτοκυβερνώμενο πολίτη, δηλαδή τον πολίτη της δημοκρατίας. Ο ατελής πολίτης βιώνει την ατομική ελευθερία και ένα σώμα δικαιωμάτων που οριοθετούν την περιοχή της κοινωνικο-πολιτικής του ετερονομίας. Ο πλήρης πολίτης απολαμβάνει σωρευτικά την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία ή αυτονομία.
Πέραν των εκδηλώσεων αυτών της ιδιότητας του πολίτη, που απαντώνται στο πλαίσιο του κράτους, ο Γ.Κ. αναδεικνύει την ιδιότητα του κοσμοπολίτη, η οποία ορίζει, συγχρόνως, τον πολίτη της πόλης (του κράτους) και τον πολίτη της οικουμενικής κοσμόπολης.
Με γνώμονα τη μορφολογία αυτή της ιδιότητας του πολίτη, συμπεραίνεται ότι ο σημερινός πολίτης είναι ατελής πολίτης, ανήκει επομένως σε ένα πολιτικό σύστημα που, όχι μόνον δεν είναι δημοκρατικό, αλλά ούτε καν αντιπροσωπευτικό. Όντως, ο (ατελής) πολίτης της νεοτερικότητας, δεν κατέχει την ιδιότητα του εντολέα – όπως απαιτεί η αντιπροσωπευτική αρχή -, δεν έχει ως εκ τούτου την αρμοδιότητα να ορίζει, να ανακαλεί, να ελέγχει ο ίδιος κατά τρόπο άμεσο τον εντολοδόχο του και μάλιστα να καθορίζει αυτός το περιεχόμενο της πολιτικής που θα ακολουθηθεί. Ο νεοτερικός πολίτης, διαπιστώνει ο σ., διαθέτει απλώς την αρμοδιότητα να νομιμοποιεί τον πολιτικό και ουσιαστικά να διαιτητεύει ανάμεσα στις μορφοποιημένες πολιτικές δυνάμεις. Η κοινωνία της εποχής μας διαμεσολαβείται στη σχέση της με την πολιτική, από αυτόκλητες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ενώ η πολιτική εξουσία του κράτους κατέχει τόσο την ιδιότητα του εντολοδόχου όσο και εκείνη του εντολέα. Για να μεταβληθεί ο ατελής πολίτης σε απλό πολίτη, πρέπει το σώμα των πολιτών να μεταβληθεί σε συντεταγμένη πολιτειακή οντότητα, δηλαδή σε διαρκή θεσμό της πολιτείας ή, αλλιώς, σε δήμο.
Κατά τούτο, η έννοια της «συμμετοχικής δημοκρατίας», για την οποία πολύς λόγος έγινε πρόσφατα, εγγράφεται στο προ-αντιπροσωπευτικό στάδιο της πολιτικής εξέλιξης του ανθρώπου – που διέρχεται η νεοτερικότητα – δεν το υπερβαίνει και, οπωσδήποτε, δεν στοιχειοθετεί την έννοια της δημοκρατίας. Μάλιστα, η επίκληση του λαού, ως άμορφης μάζας κι όχι ως δήμου, θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει μια περαιτέρω ενίσχυση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της ηγεσίας του κόμματος και συνεπώς την υποχώρηση της διαμεσολαβητικής του λειτουργίας.
Η έννοια του πολίτη αντιμετωπίζεται από τον Γ.Κ. υπό το πρίσμα της σχέσης του ατόμου με το συνολικό ανάπτυγμα της ελευθερίας. Καθοριστική, ως προς αυτό, αναδεικνύεται η διάκριση, την οποία κάνει, μεταξύ δικαιώματος και ελευθερίας. Το δικαίωμα οριοθετεί περιοριστικά το εύρος της ετερονομίας, η ελευθερία εξομοιώνεται με την αυτονομία του πολίτη.
Για τη συγκρότηση του θεωρητικού του επιχειρήματος ο σ. λαμβάνει ως πεδίο αναζήτησης, αφενός το ελληνικό ή, όπως το εξειδικεύει, το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας (της πόλης), του οποίου τον βίο επιμηκύνει έως τις παρυφές του 20ου αιώνα, και αφετέρου το νεότερο ή εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα. Αυτή ακριβώς η συγκριτική θεώρηση του ανθρωποκεντρικού παραδείγματος, του επιτρέπει να διαπιστώσει ότι η νεοτερικότητα επιφυλάσσει στο άτομο ένα πρώιμο καθεστώς ‘πολιτειότητας’. Σε αντίθεση με το ιστορικό προηγούμενο της ελληνικής πόλης, «η νεοτερικότητα προειδοποιεί ότι το άτομο δεν έχει εναλλακτική επιλογή… και, συνεπώς, είναι καταδικασμένο να βιώνει ες αεί ένα σύστημα αυστηρής πολιτικής εξουσίας». Η παγκοσμιοποίηση, από την πλευρά της, δεν οδηγεί σε μια νέα ιδιότητα του πολίτη, που να αναφέρεται στην παγκόσμια κοινότητα. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί απλώς φάση της κρατοκεντρικής περιόδου της ανθρωποκεντρικής κοινωνίας κι όχι υπέρβασή της. Εξ ου και η έννοια του κοσμοπολίτη, του πολίτη της κοσμόπολης, είναι άγνωστη στις μέρες μας. Το άτομο υπάρχει μόνον ως πολίτης του κράτους.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ο Γ.Κ. προσεγγίζει το ζήτημα της εργασίας από μια εντελώς νέα οπτική γωνία. Υποστηρίζει ότι η φύση της εργασίας δεν ανάγεται μόνον στον τρόπο παραγωγής και αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος, αλλά αποτελεί ενδείκτη της ελευθερίας που απολαμβάνει το άτομο ανάλογα με το στάδιο εξέλιξης της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται. Η κοινωνία της εργασίας, η κοινωνία της σχόλης και η εταιρική κοινωνία, αποτελούν ισάριθμα στάδια της εξέλιξης αυτής και συνακόλουθα της ίδιας της ιδιότητας του πολίτη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο σ. επικεντρώνει την προσοχή του στον χαρακτήρα της εποχής μας, την οποία ορίζει ως μια ιδιωτική κοινωνία που «διαμεσολαβείται» πολιτικά, απορρίπτοντας έτσι ως παραπλανητική και, οπωσδήποτε, ως μη δόκιμη την έννοια της «κοινωνίας πολιτών». Διερευνάται το υπόβαθρο της παγκοσμιοποίησης, υπό το πρίσμα της συνολικής εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, όπως ορίζει την εποχή μας, και αναζητώνται τα στοιχεία εκείνα που σηματοδοτούν τις κατευθύνσεις του μέλλοντος.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι με το βιβλίο αυτό, ο Γ.Κ. εισάγει μια ανατρεπτική και οπωσδήποτε πρωτότυπη θεώρηση της έννοιας του πολίτη, με την οποία θέτει σε δοκιμασία τα στερεότυπα, που οικοδόμησαν, κατά τη διατύπωσή του, την αξίωση της νεοτερικότητας να λειτουργήσει συνάμα ως ιδεολογία και, μάλιστα, ως επιστήμη. Πρόκειται, επομένως, για μια θεώρηση η οποία αντί να λαμβάνει ως μέτρο κρίσης το κεκτημένο της νεοτερικότητας, ξεκινάει από την κατασκευή των γνωσιολογικών του εργαλείων, με βάση τα οποία εντάσσει και τη νεοτερικότητα στην κρίση της επιστήμης.

Μαρία Κενέ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου