Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Γιώργος Κοντογιώργης, Η δύναμη της εξουσίας και η πολιτική. Ηγέτης ή ηγεμόνας; Το διακύβευμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου



Η δύναμη της εξουσίας και η πολιτική. Ηγέτης ή ηγεμόνας; Το διακύβευμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου[1]

    Στη συνείδηση του κόσμου η αναφορά στην εξουσία  υποκρύπτει τη δύναμη ενώ η δύναμη χαρακτηρίζεται συγχρόνως ως εξουσία. Ο συλλογισμός αυτός στην έσχατη συνέπειά του -που θέλει την πολιτική να ορίζεται από το γεγονός της εξουσίας- καταλήγει ότι η πολιτική εξισώνεται, σε τελική ανάλυση, με τη διαδικασία χειραγώγησης και καταστολής.
    Στην πραγματικότητα η δύναμη ούτε συμφυής είναι ούτε και αναπόφευκτο στοιχείο της εξουσίας αποτελεί. Όσο και αν η εξουσία χρειάζεται, συχνά, τη δύναμη, για να επιβεβαιωθεί ως θεσμός, δεν ορίζεται από αυτή. Θα προσθέταμε, μάλιστα, ότι ο βαθμός και η συχνότητα αναφοράς της εξουσίας στη δύναμη, προσδίδει και την πραγματική ταυτότητα στο πολίτευμα. Γιατί αν η ολοκληρωμένη δημοκρατία αντιπαρέρχεται και τη δύναμη (κυρίως ως συλλογικό φαινόμενο) και την εξουσία, και η συμβατική, η "αντιπροσωπευτική δημοκρατία", προβάλλει την ιδιότητα του πολίτη και την ελευθερία, σε αντιδιαστολή με την προέχουσα αναφορά στη δύναμη και στην καταστολή που χαρακτηρίζει το αυταρχικό καθεστώς.
Η επιλογή αυτή της δημοκρατίας εδράζεται στο γεγονός ότι αρνείται
κάθε πολιτική διαφοροποίηση που εξομοιώνεται με τη μονοπώληση της
αποφασιστικής δυνατότητας που παραπέρα με τη χειραγώγηση του πολιτικού λόγου της κοινωνίας. Στο πλαίσιο ενός σύγχρονου "αντιπροσωπευτικού" πολιτεύματος, τούτο γίνεται εφικτό με τη συμμετοχή (αν όχι και με τη θεσμική ενσωμάτωση) του κοινωνικού σώματος και των παραγόντων της κοινωνικο-πολιτικής ζωής στην πολιτική διαδικασία. Συμμετοχή, που υπαγορεύει, τελικά, τη θέση και τη λειτουργία της εξουσίας και της δύναμης στη "δημοκρατία". Κι όχι το αντίθετο.
    Ώστε, οι πολιτικές και οι "θεωρίες" που επιχειρούν να θεμελιώσουν δικαίωμα της εξουσίας να προσαρμόζει το "αντιπροσωπευτικό" πολίτευμα στη συγκυρία των "μποφόρ" δεν είναι "δημοκρατικές". Όταν η εξουσία διεκδικεί ένα ρόλο ηγεμονικό και αυθεντικό σε σχέση με τη λειτουργία του πολιτεύματος, σημαίνει ότι αρνείται ανάλογα την πολιτική αντιπαλότητα. Την αρνείται, όχι βέβαια με το επιχείρημα του λόγου και της απήχησης που μπορεί να έχει η πολιτική της, αλλά με το επιχείρημα της απλής ισχύος. Γιατί στο μέτρο που η κοινωνία διεκδικεί ένα αντίστοιχο δικαίωμα συμμετοχής ή και αυτοκαθορισμού των συμφερόντων της, η πολιτική εξουσία θα επιμετρήσει τις πιέσεις της στους κινδύνους που συσσωρεύονται και απειλούν τελικά το σύστημα. Σε τελική ανάλυση τη "δημοκρατία".
   Στο πλαίσιο αυτό, η χειραγώγηση  της πολιτικής αντιπαλότητας που επιχειρεί η πολιτική εξουσία, με την ιδιοποίηση των ιδεολογικών και κατασταλτικών μέσων του κράτους, οδηγεί με ακρίβεια στην ιδιοποίηση της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας. Πέρα από τις όποιες άλλες συνέπειες που έχει η ιδιοποίηση αυτή, καθώς επαυξάνει την αυτονομία της εξουσίας και τη δυνατότητα της να ελαστικοποιεί την  αντιστοιχία της με το  κοινωνικό της πρόταγμα, επιβαρύνει σοβαρά τα όρια της αμφισβήτησης, αλλά και της αντοχής του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Ενός συστήματος, όμως, που στην πολιτική του σύνθεση και δυναμική μένει να μετρηθεί η "δημοκρατικότητά" του.
    Τυπικό παράδειγμα πολιτικού συστήματος με αυξημένη ιδιοποίηση της εξουσίας από την πολιτική ηγεσία είναι το ελληνικό. Ανεξάρτητα από τα αίτια  που γενούν τα περιορισμένα πολιτικά αντισώματα ενός σημαντικά μεγάλου μέρους της κοινωνίας, διαπιστώνει κανείς ενότητα και παράδοση στο ζήτημα αυτό ως τις μέρες μας.
     Έτσι εξηγείται, άλλωστε, γιατί, ενώ ο πρώτος μεταδικτατορικός εκπρόσωπος της αντίληψης αυτής, ο κ. Καραμανλής, απομακρύνθηκε από την προεδρία, ο "καραμαλινσμός" ως αντίληψη ηγεσίας μεταστεγάσθηκε στο ΠΑΣΟΚ πολύ πιο πριν, ώστε να αποτελεί σήμερα εγγενές χαρακτηριστικό και του κόμματος και της κρατικής εξουσίας που διαχειρίζεται.
      Η "κυριαρχία" ακριβώς αυτή της πολιτικής ηγεσίας πάνω στην κρατική εξουσία και στην πολιτική ζωή, αποδείχτηκε επαρκής για τη χειραγώγηση της "δημοκρατίας" όχι όμως και για την εφαρμογή του κοινωνικο-πολιτικού προγράμματος  που εξαγγέλθηκε ως "κίνημα". Το ιδιαίτερο στην παρούσα συγκυρία είναι ότι η "δημοκρατική" χειραγώγηση εμπλουτίστηκε με ορισμένο "ήθος και ύφος", κατά της προσφιλή διατύπωση, και χρησιμοποιήθηκε, τελικά, για να επιβληθεί και να νομιμοποιηθεί η μεταστροφή της κυβερνητικής πολιτικής.
    Το περιεχόμενο του "ήθους και του ύφους" αναλύεται διττά: Πρώτο, στη λατρευτική και, συγχρόνως, χυδαία σχέση που διατηρεί ένα μέρος του άρχοντος πολιτικού προσωπικού με την εξουσία. Και δεύτερο, στο πολιτικό στυλ της ηγεσίας, ή αλλιώς, στην ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο Ηγεμόνας κυρίως στους άμεσους συνεργάτες του, στο κόμμα και στην κυβέρνηση. Αντλώντας, η πολιτική του, από την παλαιά εκείνη συμβουλή του Θρασύβουλου, τυράννου της Μιλήτου ("το συμβούλευμά εστιν, η των υπερεχόντων σταχύων κόλουσις"), προς τον άλλο, τον κορίνθιο τύραννο Περίανδρο, κατόρθωσε τελικά να επιβάλει μιαν αδιαμφισβήτητη όσο και καταλυτική κυριαρχία, η οποία, όμως, ακριβώς γι'αυτό, δεν μπορεί να έχει το ανάλογό της στον απολογισμό του κυβερνητικού έργου.
    Στο πλαίσιο αυτό, η αναπόφευκτη κυβερνητική μεταστροφή στα εσωτερικά και στα εξωτερικά πράγματα της χώρας, είχε να διαλέξει ανάμεσα σε τρείς συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές : Κατά την  πρώτη, τη "δημοκρατική", η κυβέρνηση θα κατέθετε τον πολιτικό της λόγο στην "κοινή γνώμη" και θα καλούσε τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις σε διάλογο και συναίνεση. Έτσι έγινε σε χώρες με λιγότερα "δημοκρατικά" ερείσματα από τα δικά μας.
   Θα μπορούσε να επιλέξει, επίσης, τη λύση της "δημοκρατικής" εκτόνωσης. Να διατηρήσει δηλαδή το προνόμιο της μοναχικότητας στις αποφάσεις-με το αναπόφευκτο πολιτικό κόστος -αλλά να επιτρέψει στις
κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις να διαδηλώσουν τη δυσφορία τους "δημοκρατικά". Η "δημοκρατία" έχει επαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να λειτουργεί απεμπολικά και να αφομοιώνει τις εντάσεις χωρίς σημαντικό κόστος για την κυβέρνηση. Αρκεί η πολιτική  εξουσία να μην ξεπερνάει τη "δημοκρατία".
    Η κυβέρνηση, συνεπής με την εξουσιαστική λογική που καταγράψαμε παραπάνω, επέλεξε μια τρίτη πολιτική πρακτική. Διατήρησε τη μοναχικότητα στην απόφαση και, συγχρόνως, επιστράτευσε, για μια ακόμα φορά, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, προκειμένου να χειραγωγήσει τον κοινωνικό και πολιτικό αντίλογο. Τον αντίλογο, εννοείται, του δικού της, πρωταρχικά, χώρου κα της αριστεράς.
    Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μας, στην πολιτική αυτή επιλογή, δεν είναι η όποια προσαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στο φρόνιμο καπιταλιστικό πρότυπο, όσο το αποτέλεσμα της παρέμβασης και της καταστολής για τη σταθερότητα του συστήματος και το μέλλον των κοινωνικών συσχετισμών στη χώρα. Γιατί η πολιτική της συστηματικής περιχαράκωσης και καταστολής της κοινωνικο-πολιτικής αντιπαλότητας, αποδείχτηκε ότι, τουλάχιστον, στην ελληνική περίπτωση, επιβαρύνει τελικά τα "δημοκρατικά" αντισώματα της μη αστικής μερίδας του κοινωνικού σώματος. Του σώματος ακριβώς εκείνου που το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ επαγγέλθηκε, και εν μέρει πραγματοποίησε, την απελευθέρωση και την πρόσβαση στους θεσμούς. Παλαιότερο θύμα η αυτοδιοίκηση. Ενδιάμεσα άλλα σημαντικά και τελευταίος ο συνδικαλισμός. Η συντριβή του αποδείχτηκε ένας συγκυριακά κερδοφόρος ελιγμός, αφού εξουδετέρωσε τον πολιτικό του λόγο και τον υποχρέωσε να παλεύει, για καιρό, για την εσωτερική του νομιμότητα. Σε τελική ανάλυση, όμως, αποτέλεσε ευθεία και ανέξοδη συμβολή στο μέλλον και στη φυσιογνωμία του καπιταλιστικού μας συστήματος.
    Ώστε, ο διάλογος πάνω στα τετελεσμένα μπορεί να επιβιώνει απολογιστικά μιαν ορισμένη πολιτική πράξη να επικυρώνει ίσως το προσωποπαγές καθεστώς του ηγεμόνα στο σύστημα εξουσίας ή τον αναγκαστικό "υποκλυσμό" της κοινωνίας στα πόδια του. Αποκαλύπτει όμως επέκεινα την υποβόσκουσα κρίση εκπροσώπησης, τη συμβολή της κυβέρνησης στην αναξιοπιστία του αριστερού πολιτικού λόγου και το κυριότερο γι'αυτήν, το γεγονός ότι πέντε ολόκληρα χρόνια στην εξουσία του κράτους δεν κατόρθωσε να μεταβάλει τα ποικιλώνυμα αντι-θετικά ιστορικά και πολιτικά βιώματα, που τη στήριξαν, σε θετική πολιτική στάση.
    Σε κάθε περίπτωση, η εξαναγκασμένη νομιμοποίηση μιας οποιασδήποτε πολιτικής ή πολιτικής εξουσίας δεν εγγράφεται σε καμιά προοπτική σοσιαλισμού ή "δημοκρατίας".


[1] Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην Τρίτη Άποψη των Νέων, στις 7 Ιανουαρίου 1986. Περιγράφει την τότε κυβερνητική "πολιτεία" του ΠΑΣΟΚ και ιδίως σκιαγραφεί το πρότυπο της ηγεσίας που εισήγαγε ο αρχηγός του Ανδρέας Παπανδρέου. Μια ηγεσία, την οποία προσομοιάζω με εκείνην του ηγεμόνα, ιδίως δε των τυράννων, Θρασυβούλου και Περιάνδρου, αποσυνδεδεμένη εντούτοις με το κοινωνικό πρόταγμα, που αυτοί διακίνησαν. Κατά τούτο, η σκιαγραφία του ηγέτη που γίνεται εδώ συνδέεται με το προηγούμενο κείμενο -απόσπασμα του βιβλίου Histoire de la Grèce- που αποκωδικοποιεί την πολιτική ιδιοποίησης που ακολούθησε ο ηγεμόνας. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή καθώς θεωρήθηκε ότι προσέβαλε τον Ηγεμόνα στα μάτια των ξένων, ο ίδιος δε παρενέβη στη διεύθυνση της εφημερίδας προκειμένου να μου απαγορευθεί η αρθρογραφία. Ο αναγνώστης καλείται κατά την ανάγνωση του κειμένου να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι οι χρήσεις του όρου δημοκρατία και αντιπροσώπευση δεν αποδίδουν την ουσία του περιεχομένου τους, αφού όπως επισημαίνεται στο βιβλίο αυτό και στο σύνολο έργο μου, οι έννοιες αυτές δεν απαντώνται στο πολιτικό σύστημα της εποχής μας, που είναι καταφανώς μη αντιπροσωπευτικό και μη δημοκρατικό. Γι'αυτό και τις οικείες λέξεις τις έχω τοποθετήσει σε εισαγωγικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: