Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Γιώργος Κοντογιώργης, H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑ-ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ

1.Για να κατανοήσει κανείς το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης είναι επιβεβλημένο να το προσεγγίσει υπό το πρίσμα της εξέλιξης που το προκαλεί. Η οικονομική μετανάστευση σήμερα αποδίδεται ως το αποτέλεσμα της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης». Οι ορισμοί της τελευταίας, εντούτοις, δεν διευκρινίζουν ούτε αιτιολογούν την ουσία της σημερινής εξέλιξης του κόσμου και, ως εκ τούτου, υπολείπονται καταφανώς ως προς τη δυνατότητά τους να δώσουν μια πειστική εξήγηση του φαινομένου.
Η πρώτη επισήμανση λοιπόν, που αιτιολογεί και οριοθετεί τον χαρακτήρα της οικονομικής μετανάστευσης , έγκειται στο ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το σύνολο των κοινωνιών του πλανήτη συγκροτείται με ανθρωποκεντρικούς όρους, δηλαδή ως κοινωνίες εν ελευθερία. Ο κόσμος όλος ως ένα κοσμοσύστημα.
Η διακτίνωση των παραμέτρων (της νομισματικής οικονομίας, της τεχνοδικτυακής επικοινωνίας κλπ) του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη είναι το αποτέλεσμα της ωρίμανσής τους της στο εσωτερικό των κρατών της πρωτοπορίας που μέχρι τότε λειτουργούσαν ως ανάχωμα για τη χειραφέτησή τους. Οι παράμετροι αυτές, αυτονομούνται έτσι σταδιακά από την θαλπωρή της κρατικής επικράτειας και, συνακόλουθα, από τους πολιτειακούς του θεσμούς, ενώ την ίδια στιγμή επενεργούν διαβρωτικά, δηλαδή αποσταθεροποιητικά, στις παραδοσιακές δεσποτικές δομές των χωρών της κοσμοσυστημικής περιφέρειας. Η θεμελιώδης αυτή αιτιολογία συνδυάζεται με την κρατοκεντρική δομή του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη φάση που διέρχεται στις μέρες μας, δεδομένου ότι παρεισάγει ως εκ της φύσεώς της τη δύναμη ως την πρωτογενή συνιστώσα της πολιτικής πέραν του κράτους.
Ώστε, η οικονομική μετανάστευση είναι το αποτέλεσμα της διείσδυσης των παραμέτρων αυτών στη δεσποτική περιφέρεια και, συνεπώς της αποδόμησής της. Το φαινόμενο της εσωτερικής αποδόμησης της δεσποτείας δεν είναι σημερινό. Εμφανίζεται διαφοροποιημένο ιστορικά, ανάλογα αν ο ανθρωποκεντρικός κόσμος διάγει μια κρατοκεντρική ή μια οικουμενική φάση και, επίσης, σε συνάρτηση με τη δυναμική σχέση που εγκαθιδρύεται στο κοσμοσυστημικό πεδίο.
Εντούτοις, δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν για την άντληση παραδειγμάτων. Ότι συμβαίνει σήμερα στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος, το γνωρίσαμε ήδη στο εσωτερικό των χωρών της πρωτοπορίας –που αποδόθηκε με τη λεγόμενη «αστυφιλία»- στην αρχή της ανθρωποκεντρικής τους υποστασιοποίησης. Με τη διαφορά ότι τότε το κοινωνικό πρόβλημα επιζητείτο να επιλυθεί στο εσωτερικό του κράτους, εκεί όπου το βίωναν τα καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα (τα παραδείγματα της Γαλλικής ή της Ρωσικής επανάστασης). Τώρα, στην εποχή της κοσμοσυστημικής διακτίνωσης του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στο σύνολο του πλανήτη, το κοινωνικό πρόβλημα επιδιώκεται να επιλυθεί δια της μεταφοράς του στις χώρες της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική μετανάστευση δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο που προορίζεται να τελειώσει. Είναι απόρροια της καθολικής ενσωμάτωσης των κοινωνιών του πλανήτη στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.

2. Τί συμβαίνει, όμως, με την εργασία των οικονομικών μεταναστών που συνωστίζονται στις χώρες του «κέντρου»; Διαφέρει ή όχι σε σχέση με την εργασία του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, η απειλή που εμφανίζεται να συνιστά η εργασία της οικονομικής μετανάστευσης για την εργασία του πολίτη δεν αφορά κυρίως, όπως νομίζεται, στην υποκατάσταση της τελευταίας από αυτήν. Αυτό ίσως συνέβη στην αρχή, θεραπεύθηκε όμως από άλλες θετικές παρενέργειες της παρουσίας της οικονομικής μετανάστευσης και, μαζί της, το σοκ της πρώτης συνάντησης. Από την άλλη, η οικονομική μετανάστευση, συνέβαλε καθοριστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας για την αξιολογική επανεκτίμηση πολλών μορφών εργασίας, τις οποίες ο πολίτης δεν επιθυμεί εφεξής να καλύψει (η έννοια της βάναυσης εργασίας…).
Η απειλή της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης επί της εργασίας του πολίτη έγκειται, ουσιαστικά, αλλού:
(α) Στην αποδυνάμωση της δυνατότητας του πολίτη να υποστηρίζει πολιτικά την εργασία του, τους όρους της και τα περιμετρικά δικαιώματα, όπως η συμμετοχή σε μια αναλογική αναδιανομή, η πρόνοια κ.ά.
(β) Στην απειλή που επικρεμάται στη συλλογική συνοχή. Οι κοινωνίες των συγχρόνων κρατών-εθνών «ανδρώθηκαν» με οδηγό τις αρχές της εθνικής ομοιογένειας, ενώ η εθνοτική ή πολιτισμική πολυσημία θεωρήθηκαν ασθένειες που απειλούσαν το κράτος-έθνος. Η συλλογική ταυτότητα αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, το πεδίο αναγνωρισιμότητας και, υπό μια έννοια, οικείωσης του ατόμου με τη θεμελιώδη κοινωνία, αλλά και την αιτιακή εστία της πολιτειότητας, δηλαδή της βίωσης της ελευθερίας ενός εκάστου.
(γ) Στην κοινωνική ασφάλεια. Η ανασφάλεια που διακρίνει τον βίο των συγχρόνων κοινωνιών, δεν οφείλεται πρωτογενώς στο φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, μολονότι οι οικονομικοί μετανάστες την τροφοδοτούν με πολλούς έμμεσους ή άμεσους τρόπους. Οφείλεται κυρίως στο ότι το κράτος έχει απολέσει την οργανική του συνάφεια με την κοινωνία και προσδεθεί στο ανομικό κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό, η εσωτερική έννομη τάξη διαπλέκεται άμεσα και λειτουργεί ως ο καλός αγωγός για την εισαγωγή στο εσωτερικό πεδίο των σχέσεων δύναμης που παράγει η διεθνής έννομη τάξη. Εφεξής, το κράτος δεν εγγυάται ούτε εκφράζει την αντίληψη της εποχής της πολιτικής του κυριαρχίας ότι η κοινωνία του αποτελεί μια εθνική οικογένεια.

3. Στο πλαίσιο αυτό ερωτάται: Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί την απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή αλλιώς πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή -ως μορφές εργασίας- με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο όμως που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει έναντι αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν σύμβαση ενοχική με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν . Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή το εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του, να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου θα επέλεγε τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές κλπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Το κεφάλαιο ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να την μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κλπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και αφετέρου θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».

5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποιά κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη επισήμανα, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στο συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος. Όντως, πριν από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, συνέτρεχε μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί . Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, η συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση όμως η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλειπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει ότι η (οικονομική) αγορά και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο, συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της .

6. Πώς θα συντελεσθεί, εντούτοις, η ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή η συνάντησή της εντός του πολιτικού συστήματος;
Για να γίνει εφικτή η κατανόηση του διακυβεύματος αυτού είναι, νομίζω, αναγκαίο να επανέλθουμε στο κεντρικό πρόβλημα της νεοτερικότητας, εν προκειμένω στην αδυναμία της να συγκροτήσει ένα καθολικό γνωσιολογικό επιχείρημα. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην έννοια της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης που μας ενδιαφέρει εδώ. Θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, ότι μέτρο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η καθολική ελευθερία. Διαπιστώσαμε μόλις ότι αυτό που διαφοροποιεί τη νεότερη εποχή από τη φεουδαρχία είναι η ατομική ελευθερία των μελών της κοινωνίας. Το γεγονός δηλαδή ότι το άτομο-μέλος της κοινωνίας δεν αποτελεί μέρος της ιδιοκτησίας του δεσπότη.
Η ατομική ελευθερία όμως αφορά στον ιδιωτικό βίο, όχι στις περιοχές του κοινωνικού βίου, όπου το άτομο συμβάλλεται με υπο-συστήματα (π.χ. της οικονομίας, όπως μια επιχείρηση) ή με το συνολικό σύστημα (το πολιτικό σύστημα). Η ανάληψη της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων από τη δημόσια σφαίρα αποβλέπει στη διασφάλιση –μέσω των συναφών δικαιωμάτων- της ατομικής ελευθερίας του φορέα της εργασίας. Δεν επιδιώκει να τον μεταβάλει σε κοινωνικά ελεύθερο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική, με τα λεγόμενα πολιτικά δικαιώματα. Γιατί όμως η νεοτερικότητα κάνει λόγο για κοινωνική και πολιτική ελευθερία, ενώ αυτή απουσιάζει πλήρως από το σύστημά της;
Εδώ εμφυλοχωρεί μια θεμελιώδης σύγχυση: η ελευθερία στο ατομικό ορίζεται όντως σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση της, δηλαδή ως αυτονομία. Στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο όμως ορίζεται ως δικαίωμα. Η διαφορά εντούτοις είναι καταστατική.
Τα δικαιώματα που εστιάζουν την προσοχή τους στη σχέση εργασίας επιδιώκουν να μεταβάλλουν μια ιδιωτική σχέση, σε σχέση δημοσίου δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να συνδυάσουν τη διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας σε ένα περιβάλλον όπου, μολονότι δεν ομολογείται, απουσιάζει η κοινωνική ελευθερία.
Εάν η κοινωνική ελευθερία οριζόταν ως αυτονομία είναι προφανές ότι ο φορέας της εργασίας θα είχε γίνει συντελεστής, δηλαδή εταίρος του οικονομικού υπο-συστήματος. Το σύστημα δεν θα ανήκε στον ιδιοκτήτη. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Διευκρινίζεται επίσης ότι ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου από την ιδιοκτησία του συστήματος της οικονομίας δεν υπαινίσσεται προφανώς ότι καταργείται το κεφάλαιο. Απλώς, η ιδιοκτησία του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και την (ολική ή, αναλόγως, μερική) ιδιοκτησία του συστήματος.
Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην πολιτική. Ο πολίτης διαθέτει δικαιώματα (να διαδηλώνει κλπ), όχι ελευθερία. Υπόκειται, με άλλα λόγια, σε ένα πλήρως ετερονομικό καθεστώς, δεν είναι αυτόνομος. Εάν ήταν πολιτικά ελεύθερος θα είχε επενδυθεί ο ίδιος το πολιτικό σύστημα, αντί του κράτους.
Στο ερώτημα, ωστόσο, τι μέλλει να προηγηθεί στο πεδίο της ανθρωποκεντρικής χειραφέτησης του κοινωνικού σώματος, η κοινωνική ή η πολιτική της διάσταση, θα έλεγα ότι το ζήτημα τίθεται κατά τρόπο διαφοροποιημένο. Από εξελικτική άποψη, η κοινωνική ελευθερία προηγείται, οπωσδήποτε, της πολιτικής ελευθερίας, στην ανθρωποκεντρική διαδικασία. Διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι το πρόταγμα της ελευθερίας τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό πεδίο δεν είναι κοσμοσυστημικά ώριμο στις μέρες μας. Επομένως, το ερώτημα δεν αφορά αμέσως στην υποστασιοποίηση των μελών της κοινωνίας με πρόσημο την ελευθερία. Εστιάζεται ιδίως στην ανασυγκρότηση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα ισορροπία. Συγχρόνως είναι προφανές ότι το διακύβευμα της εισόδου της κοινωνίας των πολιτών στην πολιτική διαδικασία δεν θίγει το άμεσο, το προσωπικό συμφέρον –την ιδιοκτησία- του κεφαλαίου επί του συστήματος. Κατά τούτο, γίνεται αποδεκτό ότι η πολιτική θα αποτελέσει το πρωταρχικό πεδίο όπου η κοινωνία των πολιτών θα δοκιμάσει τις δυνάμεις της.
Πως όμως θα ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα ώστε να εγγράψει την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό . Για να γίνει αυτό απαιτείται: (α) η πολιτική υποστασιοποίηση της κοινωνίας, η μεταβολή της σε θεσμό της πολιτείας, σε δήμο, ικανό να μορφώσει βούληση. Η πολιτική συμμετοχή ορίζει εφεξής όχι μια εξωπολιτειακή ενεργητικότητα των δρώντων μελών της κοινωνίας, αλλά το αθροιστικό γινόμενο ενός συνιστώντα θεσμού του πολιτεύματος. Και (β) η περιέλευση στο κοινωνικό σώμα (στον δήμο) της πολιτείας των αρμοδιοτήτων που προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα.
Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η αντιπροσωπευτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος δεν είναι καν αναγκαία στην παρούσα φάση. Θα αρκούσε η λήψη ορισμένων μέτρων που θα οδηγούσαν σε μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος. Απαιτείται, με άλλα λόγια, να προσπεράσουμε το στάδιο της δεοντολογίας, που εστιάζει την προβληματική του στην ηθική καταδίκη του ελλείμματος αντιπροσώπευσης, και να αναζητήσουμε τρόπους δέσμευσης της πολιτικής βούλησης της εξουσίας του κράτους από την κοινωνία των πολιτών. Η αναζήτηση μιας αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης –και όχι μετάλλαξης- του πολιτικού συστήματος, αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να αλλάξει ριζικά ο χάρτης της σχέσης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

7. Για να οδηγηθούμε όμως έως εκεί χρειάζεται η γνωσιολογική επανάσταση της νεοτερικότητας, την οποία επισήμανα προηγουμένως. Να ανασυγκροτήσουμε τις θεμελιώδεις έννοιες, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η εργασία και η σχέση της με το κεφάλαιο και πολλές άλλες. Ανασυγκρότηση η ποία οφείλει να λάβει ως σημείο αφετηρίας την αρχή της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κόσμου και όχι προφανώς την πρωτοτυπική αναγωγή της νεοτερικότητας.
Για να γίνει όμως αυτό δεν αρκεί ούτε η επιστράτευση της φαντασίας ούτε, πολλώ μάλλον, το παράδειγμα της νεοτερικής κοινωνίας. Όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλού, η γνωσιολογική αυτή επανάσταση απαιτεί πρωταρχικά την αναθεώρηση του τρόπου που προσεγγίζουμε το παρελθόν και, συγκεκριμένα, το ελληνικό κόσμο, από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα.
Ο τρόπος αυτός, η πρόσληψη του ελληνισμού υπό το πρίσμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, προσφέρει τους εναλλακτικούς- εξελικτικά διάδοχους- τύπους οικονομικών και θα έλεγα πολιτικών συστημάτων. Αν και η νεοτερικότητα τους τύπους αυτούς τους ταξινόμησε ως προ-νεοτερικούς ή προ-καπιταλιστικούς, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι συνιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, μετα-νεοτερικά παραδείγματα, εάν εξετασθούν υπό το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης.
Παρακάμπτω το ουσιώδες, την ανάγκη της αποκάθαρσης των εννοιών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας από τις νεοτερικές αναγομώσεις, για να περιορισθώ στη διαγραμματική καταγραφή του σχήματος της εξέλιξης μεταξύ οικονομικής εργασίας και πολιτειότητας, από τις ελληνικές απαρχές του ανθρωποκεντρισμού έως τις ομόλογες αποκρυσταλλώσεις της οικουμένης. Κατά τη φάση της κοινωνικής επανάστασης, στις προηγμένες πόλεις, θα συντελεσθεί η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης του ατόμου από τα δεσμά της δουλοπαροικίας. Η ολοκλήρωση αυτή, θα συνοδευθεί με την εισαγωγή της καθολικής ψήφου (π.χ. ο Σόλων) που απέβλεπε στην περαιτέρω χειραφέτηση του ατόμου μέσω της μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών. Θα ακολουθήσει η λήψη σειράς μέτρων για την προστασία της εργασίας του πολίτη από την «ξενική» εργασία (π.χ. ο Περίανδρος της Κορίνθου). Κατά τη φάση αυτή, η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη από τον ξένο δεν εγείρει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Λίγες δεκαετίες αργότερα όμως διαπιστώνουμε ότι η ώνια εργασία/δουλεία θα πλεονάσει στις πρωτοπόρες οικονομικά πόλεις σε σχέση με την εργασία των πολιτών, σε βαθμό που να εγείρει ζήτημα ουσιαστικής έκπτωσης του πολίτη από την οικονομική διαδικασία. Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται, εντούτοις, με τη σταδιακή είσοδο του πολίτη στο πολιτικό σύστημα. Είσοδος που συνεπάγεται το διαχωρισμό του πολιτικού συστήματος από το κράτος και την απόδοσή του, ενμέρει και στη συνέχεια ενόλω, στο πολιτειακά συντεταγμένο σώμα των πολιτών.
Ώστε, χωρίς να αποτελεί την πρωτογενή αιτία, διαπιστώνεται μια οργανική συνάφεια μεταξύ πολιτειότητας και οικονομικής μετανάστευσης. Όσο αυξάνει η πίεση επί της εργασίας του πολίτη (σε αριθμό και ανταγωνιστικότητα της οικονομικής μετανάστευσης), τόσο το ενδιαφέρον της κοινωνίας των πολιτών παύει να επικεντρώνεται στην προστασία της εργασίας των μελών της και στρέφεται στην διασφάλιση του μονοπωλίου της πολιτειότητας. Πράγμα που υποδηλώνει την ανάπτυξη ενός σημαίνοντος διαχωρισμού μεταξύ της κοινωνίας της εργασίας, την οποία υποστηρίζει η οικονομική μετανάστευση, και στην πολιτειακή κοινωνία, που ανήκει στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή στο δήμο που συγκροτεί την πολιτική κοινωνία.
Ο πολίτης επιδιώκει με τη δημοκρατία (με την ενσάρκωση του πολιτικού συστήματος από αυτόν, αντί του κράτους) να συμμετάσχει στην οικονομική αναδιανομή παρόλον ότι δεν συμμετέχει στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Κατά τούτο ο πολίτης της εποχής του κυρίαρχου κράτους, του οποίου ο φορέας νομιμοποιείται με την ψήφο της κοινωνίας (επί Σόλωνα), αλλά και της μετά από αυτήν εποχής της αντιπροσώπευσης, ανήκει σε άλλη τυπολογική κατηγορία από τον πολίτη της εποχής της δημοκρατίας . Θα απαιτηθεί η μετάβαση στην οικουμένη για να απεξαρτηθεί η δημοκρατία –και κατ’επέκταση, η πολιτειότητα- από την οικονομική μετανάστευση. Θα συμβεί, μάλιστα, κατά τη φάση αυτή, που θα ολοκληρωθεί μέσα στο Βυζάντιο, να καταστεί «άχρηστη» και να καταλυθεί εν τοις πράγμασι η ώνια εργασία, όπως ακριβώς και η δεσποτική αρχή της ιδιοκτησίας επί του συστήματος.
Με γνώμονα το διάγραμμα αυτό θα επισημάνω τους δυο συγκεκριμένους τύπους εμπραγμάτωσης της κοινωνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πόλης. Στην πρώτη φάση, η κοινωνική ελευθερία επιτεύχθηκε με την απεξάρτηση/έκπτωση του πολίτη από την οικονομική εργασία και τη σταδιακή του συνάντηση με την πολιτική εργασία. Η κοινωνία της σχόλης επαγγέλλεται ακριβώς την ύπαρξη δύο κοινωνιών μέσα στην πόλη: της πολιτικής κοινωνίας που κατέχει την πολιτεία και αμείβεται για την παρεχόμενη πολιτική εργασία. Και της κοινωνίας της εργασίας που υποστηρίζεται βασικά από την εργασία-εμπόρευμα (την ώνια εργασία), με την εξαίρεση των κοινών/δημοσίων έργων που εξακολούθησαν να καλύπτουν οι πολίτες και οι μέτοικοι.
Στη δεύτερη φάση, που εγκαθιδρύεται σταδιακά με τη μετάβαση στην οικουμένη και ολοκληρώνεται κατά τη βυζαντινή εποχή, ο πολίτης επανεντάσσεται στην οικονομική διαδικασία, όμως η εργασία του παρέχεται με όρους εταιρικότητας. Αποσυνδέεται δηλαδή το (οικονομικό) σύστημα από την ιδιοκτησία και περιέρχεται στους συντελεστές της εργασίας, εάν το κεφάλαιο δεν αποτελεί συστατική προϋπόθεση της εταιρίας. Εν εναντία περιπτώσει, το κεφάλαιο αναλαμβάνει την ευθύνη της εταιρίας, η εργασία, όμως, συνεκτιμάται ως κεφάλαιο και ο φορέας της συμμετέχει όχι ως πάροχος/πωλητής (εξαρτημένης) εργασίας, αλλά ως εταίρος στο σύστημα. Με το σύστημα αυτό ολοκληρώνεται η αποδεσποτοποίηση του οικονομικού συστήματος και επιτυγχάνεται, συνεπώς, η κοινωνική ελευθερία.
Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην κατάργηση της εργασίας- εμπορεύματος/της ώνιας εργασίας, καθώς θα πάψει να είναι εφεξής ανταγωνιστική, δηλαδή συμφέρουσα. Έτσι, και οι φορείς της εργασίας-εμπορεύματος θα ανασυγκροτηθούν με τη σειρά τους με τους όρους της εταιρικής οικονομίας. Το σύστημα αυτό, που μαζί με τα κοινά θα μετεκενωθεί στη δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση, θα αποτελέσει τελικά την αιτιολογική βάση για την μη ανάδειξη εκ νέου της ώνιας εργασίας σε μήτρα του νέου ανθρωποκεντρικού κόσμου, με αφετηρία τον ευρωπαϊκό κόσμο.

8. Το ερώτημα που εγείρεται, στο τέλος της προβληματικής αυτής, είναι πώς εκτιμάται η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της εργασίας-εμπορεύματος στην εποχή μας που, όπως διαπιστώσαμε, μόλις βιώνει την πρωτο-ανθρωποκεντρική εποχή.
Εκτιμώ ότι το δίπολο εργασία του πολίτη- εργασία εμπόρευμα θα δημιουργήσει νέες οριοθετήσεις στο πολιτικό σκηνικό, καθόσον στη φάση αυτή, μόνον δια της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή με το όχημα των πολιτικών δυνάμεων που κατέχουν το κράτος/σύστημα, θα γίνει εφικτή η υποστήριξη της εργασίας του πολίτη. Η αντιπαράθεση αυτή, εντούτοις, δεν θα αποτρέψει τον, σε βάθος χρόνου, πολλαπλασιασμό των φορέων της εργασίας εμπορεύματος –δηλαδή της οικονομικής μετανάστευσης- στις χώρες τις πρωτοπορίας. Η οποία θα προκαλέσει, αναπόφευκτα, μια αντίστοιχη απομείωση του δημόσιου χαρακτήρα της πολιτειοτικής εργασίας και, μάλιστα, την έκπτωση του πολίτη από την οικονομική διαδικασία και την αναζήτηση αναδιανεμητικού καταφυγίου στην πολιτική.
Την ίδια αυτή περίοδο ορισμένα, ανώδυνα για την αγορά, εργασιακά δικαιώματα που προσιδίαζαν άλλοτε στην ιδιότητα του πολίτη θα συμπεριλάβουν και τους οικονομικούς μετανάστες. Το γεγονός αυτό όμως, δηλαδή η ένταξη της οικονομικής μετανάστευσης στην εσωτερική αγορά εργασίας, δεν αναιρεί την επισήμανση ότι ολοένα και περισσότερο το ρήγμα που θα την χωρίζει από το σώμα της κοινωνίας των πολιτών δεν θα αφορά στην εργασία καθεαυτή, αλλά στην ιδιότητα του πολίτη. Διότι όσο η εργασία του οικονομικού μετανάστη θα κανονικοποιείται με όρους δημοσίου δικαίου τόσο η εργασία του πολίτη θα γίνεται πολιτική.
Με διαφορετική διατύπωση, όσο ο πολίτης θα αποξενώνεται από την οικονομική διαδικασία ή θα υποβιβάζεται η εργασιακή του δύναμη σε εμπόρευμα, τόσο θα αναζητά με πολιτικούς όρους τη συμμετοχή του στην οικονομική αναδιανομή. Η ιδιότητα του πολίτη, θα συμπεριλάβει συντωχρόνω την προϋπόθεση της υποστασιοποίησής του σε δήμο, δηλαδή σε συστατικό φορέα της πολιτείας. Εξού και αφενός θα διεκδικεί από το κράτος ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα αρνείται, ολοένα και περισσότερο, να μοιρασθεί την ιδιότητα του πολίτη με τους συνοίκους του οικονομικούς μετανάστες, που θα συγκροτούν τελικά το οικονομικό σώμα της κοινωνίας.