Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Ανιχνεύσεις, Ρήγας, έθνος, πολιτεία

Συνέντευξη στην Εφημερίδα Αγγελιαφόρος της Θεσσαλονίκης (Δημοσιογράφος Γ. Μελίκης) στις 23. 11. 2008.

Ερώτηση 1. Ο απόηχος από τις πορείες για τη 17 Νοέμβρη ακόμη δεν έσβησε από τα αυτιά μας. Πιστεύετε πως ανάμεσα στις χιλιάδες διαδηλωτές εν έτη 2008 υπάρχει και ο Ρήγας Φεραίος;

Απάντηση: Η ελευθερία που διεκδικούν στους δρόμους οι κοινωνίες της εποχής μας δεν είναι η ελευθερία που τους επιφυλάσσει στο σύνταγμά του ο Ρήγας. Οι κοινωνίες σήμερα αγωνίζονται για την απλή ατομική ελευθερία και συγκεκριμένα για την κατοχύρωσή της έναντι των κατόχων της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία αντιμετωπίζονται ως απλό δικαίωμα, όχι ως αυτονομία. Επιδιώκουν δηλαδή οι κοινωνίες να οριοθετηθεί η κατασταλτική δυνατότητα ή να τεθούν περιορισμοί στις διάφορες εξουσίες, της αγοράς ή του κράτους, όχι να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ο Ρήγας προτείνει την καθολική ελευθερία και επομένως τη χειραφέτηση του ανθρώπου και πέραν του ιδιωτικού του βίου, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Ο σύγχρονος άνθρωπος διδάσκεται ότι η πολιτική ελευθερία απειλεί την ατομική ελευθερία και ότι το δικαίωμα είναι ανώτερο της ελευθερίας. Η άποψη αυτή είναι σαφώς ολιγαρχική και αντικοινωνική. Επιδιώκει να κατευθύνει την κοινωνία να επιλέξει το παιχνίδι της εναλλαγής των «καλών» με τους «κακούς» κατόχους του κράτους και της αγοράς, αντί να διεκδικήσει το αυτονόητο, τη συμμετοχή της στο σύστημα. Είναι όμως προφανές ότι εάν η κοινωνία κατείχε το σύστημα δεν θα χρειαζόταν να διεκδικεί και να διαδηλώνει, θα αποφάσιζε. Οπότε οι διάφοροι προστάτες της θα έχαναν τη δουλεία τους! Ο Ρήγας ανακηρύσσει τον λαό «αυτοκράτορα», κάτοχο της καθολικής ελευθερίας ο οποίος υποστασιοποιημένος σε δήμο επενδύεται ο ίδιος το πολιτικό σύστημα. Η αντίληψη αυτή του Ρήγα δεν είναι πρωτότυπη. Εμπνέεται ευθέως από τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων της εποχής του, από το σύστημα των κοινών το οποίο, παρόλον ότι υπέκειτο στους περιορισμούς της οθωμανικής κατοχής, διατηρούσε το ουσιώδες του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού. Αυτή ακριβώς είναι και η θεμελιώδης διαφορά της δημοκρατίας του Ρήγα από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τους ριζοσπάστες της Γαλλικής Επανάστασης οι οποίοι την ίδια περίοδο αγωνίζονταν απλώς να διέλθουν το κατώφλι της δεσποτείας.

Ερώτηση 2. Συνέδρια και συμπόσια, μονογραφίες και επιστημονικές προσεγγίσεις φτάνουν τελικά στο λαό και γίνονται λαϊκά-οικουμενικές ή παραμένουν περιορισμένες στους χώρους των ειδημόνων;

Απάντηση: Η παραγωγή γνώσης δεν είναι συγκρίσιμη με την παραγωγή ενός υλικού αγαθού. Η γνώση δεν είναι αναλώσιμο αγαθό, δεν αποτελεί είδος λαϊκής κατανάλωσης. Η γνώση μπορεί να διδαχθεί και μέσω της διδασκαλίας διαχέεται στην κοινωνία. Πρέπει να διακρίνουμε τον λαϊκισμό της ιδεολογίας από τη γνώση. Σήμερα η δυσκολία στη διάχυση της γνώσης βρίσκεται στο περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η ιδιοποίηση των μέσων επικοινωνίας. Οι συντελεστές τους όχι μόνο έχουν διαζευχθεί τη γνώση, όπως άλλωστε και οι πολιτικοί, αλλά και αγωνίζονται να μεταβάλλουν το φθηνό και πρόσκαιρο «συμβάν» σε κυρίαρχο θέαμα. Καλλιεργούν έτσι το θυμικό του πολίτη, τον ευτελίζουν, μετατρέποντας τον σε απλό καταναλωτή της ιδιωτείας του, προκειμένου να τον διατηρούν υπό έλεγχο.

Ερώτηση 3. Η ελληνική δημοκρατία και βραχύβια είναι και πολλές φορές κατά το «μπόϊ» του καθενός ερμηνευτή. Ποια σχέση έχει με την ελληνική δημοκρατία του Ρήγα;

Απάντηση: Η δημοκρατία του Ρήγα δεν αποκλείει την κοινωνία από το πολιτικό σύστημα, εισάγει την αρχή της αυτοκυβέρνησης της κοινωνίας. Ο λαός του Ρήγα συγκροτεί ο ίδιος το πολιτικό σύστημα, ενώ σήμερα το πολιτικό σύστημα κατέχεται ολοκληρωτικά από το κράτος και ο λαός αντιμετωπίζεται ως ιδιώτης. Στο σημερινό κράτος ο λαός δεν είναι εντολέας, την ιδιότητα αυτή την κατέχουν οι φορείς του κράτους, οι ίδιοι που κατέχουν και την ιδιότητα του εντολοδόχου. Γι’αυτό και η πολιτική τάξη μπορεί να αποφασίζει κατά βούληση πως θα πολιτευθεί ή να αναιρεί τις υποσχέσεις της χωρίς συνέπειες. Στο κράτος του Ρήγα ο λαός δεν χρειάζεται να διαδηλώσει διότι ο ίδιος νομοθετεί και αποφασίζει, οι δε εντολοδόχοι του πολιτικοί δεσμεύονται από αυτές, είναι απολύτως ελεγχόμενοι και ελευθέρως ανακλητοί. Η πολιτεία του Ρήγα είναι δημοκρατική, το σημερινό σύστημα παρόλα όσα λέγονται δεν είναι καν αντιπροσωπευτικό.

Ερώτηση 4. Ο βαλκάνιος Ρήγας κάποτε ήταν μονόδρομος. Μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μήπως από πολλούς εκλαμβάνεται ως μεγαλοϊδεατισμός;

Απάντηση: Επιτρέψτε μου να μην υιοθετήσω την έννοια «βαλκάνιος» διότι χρησιμοποιείται για να εγγράψει τους Έλληνες της εποχής στην περιφέρεια των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Πράγμα που δεν είναι ορθό. Ο Ρήγας τοποθετείται στην καρδιά του ελληνισμού, ο οποίος συνέχιζε να αποτελεί ακόμη μια μοναδική ανθρωποκεντρική πρωτοπορία, σε αντίθεση με τον δυτικο-ευρωπαϊκό κόσμο που μόλις τότε επιχειρούσε να οικοδομηθεί με όρους ελευθερίας. Το πρόταγμα του Ρήγα εμπνέεται από την ελληνική οικουμένη η οποία στέγαζε έως και τον 19ο αιώνα όλους τους βαλκανικούς λαούς. Ο Φεραίος στοχαστής δεν πρότεινε τη δημιουργία ενός κράτους-έθνους, αλλά την απόσειση της κατάκτησης και την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης. Στο κράτος-έθνος κυριαρχεί ο εθνικισμός και η ιδιωτεία του λαού. Η κοσμόπολη έχει ως όχημα συνοχής την ελληνική οικουμενική ταυτότητα μέσα στην οποία οι επιμέρους εθνικές ταυτότητες εμπραγματώνουν την ελευθερία τους, την ίδια στιγμή που ο λαός χωρίς διακρίσεις υποστασιοποιείται σε δημοκρατία. Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι δημιούργημα του κράτους-έθνους δεν έχει καμία σχέση με τον Ρήγα.

Ερώτηση 5. Όποιος ελεύθερα συλλογάται συλλογάται καλά ή καταλύει έννοιες και ελευθερίες άλλων σήμερα;

Απάντηση: Η άποψη ότι η «ελευθερία του ενός απειλεί την ελευθερία του άλλου» είναι ιδεολογικά φορτισμένη. Η «ελευθερία» του ενός μπορεί να απειλήσει την ελευθερία του άλλου μόνον εάν το σύστημα είναι συγκροτημένο στη βάση της εξουσίας και ιδίως της δύναμης. Διότι ο κάτοχος της εξουσίας ή της δύναμης έχει την τάση να επεκτείνει τον ζωτικό του χώρο, δηλαδή σε βάρος της ελευθερίας του ανίσχυρου άλλου. Αυτό ισχύει στις μέρες μας. Αντιθέτως, η εξίσωση του ατόμου ενώπιον της ελευθερίας επιτυγχάνεται όταν η ελευθερία διαχέεται στον σύνολο της κοινωνίας. Επομένως, «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» εάν αντιλαμβάνεται την ελευθερία με τους όρους της δημοκρατίας και όχι της ολιγαρχίας των ισχυρών.

Ερώτηση 6. Τα λόγια και οι πράξεις του Ρήγα εξακολουθούν να είναι ένας οδηγός και ένα όραμα ή για πολλούς αποτελούν πανάκεια;

Απάντηση: Ο Ρήγας μπορεί να εμπνεύσει την εποχή μας στο ζήτημα της κατανόησης της ελληνικής ιστορικής οικουμένης και, θα έλεγα, για μια ανασυγκρότηση της ενγένει ιστορίας. Μας βοηθάει επίσης να ανακτήσουμε την ιστορική μας συνείδηση και, μάλιστα, να δούμε την ευρωπαϊκή εξέλιξη με άλλο μάτι. Εκτιμώ ότι είναι εξίσου πολύτιμος για την αναθεώρηση των προσεγγίσεων της νεοτερικότητας για μια σειρά κρίσιμες έννοιες όπως το έθνος, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία, με πρόσημο την ελευθερία. Έννοιες τις οποίες αναλώνει σήμερα στην προσπάθεια της να νομιμοποιήσει στην εξουσία του κράτους και του κόσμου τις άρχουσες δυνάμεις. Υπό το πρίσμα αυτό, μια νέα ανάγνωση του Ρήγα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως οδηγός, ώστε να ξαναδούμε τις εξελίξεις με μέτρο την πρόοδο και όχι με βάση την συντηρητική αγωνία της νεοτερικής ιδεολογίας να σημάνει το τέλος της ιστορίας. Κατά τούτο ο Ρήγας δεν προσφέρεται ούτε για να καταδειχθεί η παραρτηματική εξάρτηση του ελληνισμού από την Εσπερία ούτε και για αποξηραμένες αναγομώσεις της ελληνικής ιστορίας.



Ερώτηση 7. Πληροφορούμαστε ότι μόλις κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο που αναφέρεται στον Ρήγα και έχει τίτλο: Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, από τις Εκδόσεις Παρουσία. Ποια είναι τα νέα στοιχεία που μας φέρνει σχετικά με το έργο του;

Απάντηση: Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη σφαιρική μελέτη του πολιτειακού προτάγματος του Ρήγα. Εξετάζει την πολιτεία του υπό το πρίσμα της ελληνικής κοσμοσυστημικής πραγματικότητας και σε συγκριτική σχέση με τις δυτικο-ευρωπαϊκές εξελίξεις την εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Η διερεύνηση του χαρακτήρα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» του Ρήγα συνδυάζεται επίσης με τις σταθερές της σύγχρονης εποχής έτσι ώστε να τίθεται κατά τρόπο φυσικό το ζήτημα της επικαιρότητας του έργου του. Το συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι ο Ρήγας τοποθετείται έτη φωτός μπροστά από τους πλέον προοδευτικούς επαναστάτες της εποχής του και εξίσου σε σύγκριση με τις αντιλήψεις της εποχής μας για τη δημοκρατία, της ελευθερία, το έθνος, την ιδιότητα του πολίτη και πολλά, πολλά άλλα.

Αθήνα, 19.11.2008

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Κράτος, αγορά και κοινωνία. Το ζήτημα της ισορροπίας στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής

1. Η συζήτηση για τον χαρακτήρα της κρίσης που ανέκυψε πρόσφατα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο εμφανίζεται από τους ειδικούς αναλυτές ως στενά οικονομική, δηλαδή ως έχουσα αυτοφυή αίτια που δεν συνδέονται με το ευρύτερο κοσμοσυστημικό περιβάλλον. Συγχρόνως, διαπιστώνεται ότι η κρίση νομιμοποίησης, που κατατρύχει το πολιτικό προσωπικό και τον θεσμικό του φορέα το κόμμα, μολονότι τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζει μια ραγδαία υποτροπίαση, αποφεύχθηκε επιμελώς να αγγίξει τη λογική του πολιτικού συστήματος, δηλαδή του κράτους. Όταν το 1996 σε διεθνές συνέδριο ανέπτυξα το θέμα «η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», προκειμένου να αναδείξω την συντελούμενη ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα και, μάλιστα, τη μετάλλαξη του κομματικού σε πολιτικό σύστημα, ο γάλλος συνάδελφος Pierre Avril μου αντέτεινε την παρατήρηση ότι η κριτική στο κόμμα οφείλει να ασκείται με τη δέουσα προσοχή διότι ισοδυναμεί με κριτική της δημοκρατίας. Ο Ολλανδός συνάδελφος, από την πλευρά του, διαπίστωνε περιχαρής ότι η χώρα του έλυσε το πρόβλημα της κομματικής ιδιοποίησης με τη συμμετοχή των ιδιωτών (επιχειρηματιών κλπ), στη λήψη των αποφάσεων του κράτους. Διερωτήθηκα μήπως με τη λύση αυτή αναιρείται η όποια, έμμεση έστω, αντιπροσωπευτική λογική του πολιτεύματος ή αν η κατάργηση της διαφθοράς συνδέθηκε είτε με τη νομιμοποίησή της είτε με τον προσεταιρισμό του κράτους από τους εμπλεκόμενους φορείς. Δεν έλαβα απάντηση.
Ωστόσο, εξακολουθώ να εμμένω στην άποψη ότι η κομματική ιδιοποίηση είναι αναπόφευκτη όταν το πολιτικό σύστημα δεν είναι θωρακισμένο εξ επόψεως ανταποκρισιμότητας προς την κοινωνία, όταν πιο συγκεκριμένα συντρέχει ένα καθεστώς ανισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η ανταποκρισιμότητα αυτή επιβεβαιώνεται εξ ορισμού στην περίπτωση που το σύστημα είναι αντιπροσωπευτικό ή δημοκρατικό. Η παραδοχή αυτή είναι από μόνη της επαρκής για να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας εδράζεται σαφώς σε μια προ-αντιπροσωπευτική αρχή.
Έκτοτε, η ιδιοποίηση του κράτους μετέβαλε χαρακτηριστικά και δυναμική καθώς μια νέα παράμετρος, η αγορά εμφανίσθηκε με νέο πρόσωπο στο προσκήνιο. Όντως, η ιδιοποίηση του κράτους από το κόμμα σήμερα παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, οι οποίες σε σύγκριση με το παρελθόν την διαφοροποιούν τόσο ως προς το εύρος όσο και ως προς την πολυσημία της. Το κόμμα εμφανίζεται να έχει εταίρους στην ιδιοποίηση: τη διοίκηση και, ιδίως, ένα ευρύ φάσμα της ιδιωτικής σφαίρας, με σημαίνουσα την αγορά.
Και στις δύο περιπτώσεις η διαπλοκή, η ιδιοποίηση και η διαφθορά αποτελούν συμφυή γνωρίσματα του συστήματος, που συνομολογούν ότι το ισοζύγιο μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας έχει συλλήβδην ανατραπεί σε βάρος της κοινωνίας ή, αλλιώς, υπέρ του κράτους, δηλαδή των συντελεστών του και των εταίρων τους στην αγορά. Το ερώτημα, επομένως, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι πως θα αποϊδιοποιηθεί το κράτος, αλλά πώς αυτό μαζί με τη σύνοικη ιδιοποίηση θα επιδείξει και μια σχετική ανταποκρισιμότητα στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Σπεύδω ευθύς εξαρχής να ανακοινώσω την κατακλείδα του συμπεράσματός μου ότι η λεγόμενη προοδευτική νεοτερικότητα, προκειμένου να αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητα του κράτους με την κοινωνία, παρεισάγει το επιχείρημα της ηθικής δεοντολογίας, της ηθικής, εν προκειμένω, δέσμευσης της πολιτικής εξουσίας να μεριμνά για την επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μεταβάλει την κοινωνία σε πολιτική κατηγορία, να μεταλλάξει επομένως το πολιτικό σύστημα, ώστε να αποκτήσει αντιπροσωπευτικό πρόσημο.
2. Οι ανωτέρω επισημάνσεις αφήνουν να εννοηθεί ότι, κατά την εκτίμησή μου, η οικονομική κρίση που διέρχεται σήμερα ο κόσμος αποτελεί εκδήλωση και, συνεπώς, απόρροια των δομικών χαρακτηριστικών του συστήματος της νεοτερικότητας, της φάσης δηλαδή που διέρχεται η εποχή μας.
Η τρέχουσα άποψη αποδίδει την κρίση στην υπερβολική αυτονομία που απέκτησε η αγορά, στο όνομα της αυτορύθμισης. Η αυτορύθμιση εξέθρεψε την ανευθυνότητα ορισμένων από τους συντελεστές της με συνέπεια την αρρυθμία της αγοράς και, εντέλει, την απορύθμιση.
Συγχρόνως, τα μέτρα που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις για τη σταθεροποίηση των αγορών ορίσθηκαν ως σοσιαλιστικά, θυμίζοντάς μας ότι ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως ταυτολογία του κρατισμού, της οικονομικής επέκτασης της ιδιοκτησίας του κράτους. Εξού και άλλοι βιάστηκαν να αναγγείλουν το τέλος του καπιταλισμού.
Το δίλημμα, ωστόσο, που εγείρεται με αφορμή την κρίση δεν αφορά στην απορύθμιση της αγοράς αυτή καθεαυτή, αλλά στο γεγονός ότι στη σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς επήλθε μια καίρια ανατροπή της ισορροπίας υπέρ της αγοράς. Να υποθέσουμε άραγε ότι οι κυβερνήσεις θα αντλήσουν το αναγκαίο δίδαγμα από την κρίση και θα επαναφέρουν σε κάποιο βαθμό τον ρόλο του κράτους ή, μήπως, η παρέμβασή τους θα είναι απλώς σωστική του συστήματος και, κατά τούτο, μεταβατική προς τη κατεύθυνση της αποκατάστασης της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς;
Σπεύδω να επισημάνω ότι το δίλημμα κράτος ή αγορά συνέχεται με το διακύβευμα δυνάμει του οποίου επιχειρείται η ερμηνεία της κρίσης και η αναζήτηση μέτρων θεραπείας. Στο διλημματικό αυτό διακύβευμα –κράτος ή αγορά – διαπιστώσαμε, εντούτοις, ότι απουσιάζει η αιτιολογία του, ο σκοπός ή ο λόγος της ύπαρξής τους, δηλαδή η κοινωνία. Χωρίς αυτήν δεν συντρέχει λόγος ύπαρξης ούτε του κράτους ούτε της αγοράς.
Θα προσθέσω, επίσης, ότι η απουσία της κοινωνίας συνδυάζεται με μια άλλη σημαίνουσα απουσία, που είναι εκείνη του πολιτικού συστήματος. Για τη νεοτερικότητα το πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει ως τέτοιο, αυτοτελώς, αποτελεί ουσιαστικά ταυτολογία του κράτους. Γι’ αυτό και μιλάμε είτε για τις πολιτικές του κράτους, είτε για το κράτος εν γένει προκειμένου να αναφερθούμε στο πολιτικό σύστημα. Θεωρείται αδιανόητος ο αποχωρισμός του πολιτικού συστήματος από το κράτος και συνεπώς μια διαφορετική θέσμισή του, πέραν του κράτους, όπως για παράδειγμα με όχημα την κοινωνία.
Οι προσεγγίσεις αυτές της έννοιας κράτος, και θα έλεγα της έννοιας οικονομία που ταυτίζεται επίσης εσφαλμένα με την αγορά, καθορίζουν και το πλαίσιο της προβληματικής για την ενγένει οργάνωση του κόσμου σήμερα.
Η φιλελεύθερη οπτική, στην οποία προσχώρησε αργότερα και η σοσιαλιστική ιδεολογία, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, προέκρινε την έννοια της διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ανάκληση της χεγκελιανής αντίληψης της «κοινωνίας πολιτών» .
Η (νεο-)φιλελεύθερη εκδοχή της διακυβέρνησης προτείνει τον άτυπο συνεταιρισμό των εταίρων του κράτους με τις ομάδες πίεσης/συμφερόντων. Συγχρόνως, αξιώνει από το κράτος να εισαγάγει ως σκοπό της πολιτικής το συμφέρον της αγοράς και ως τρόπο λειτουργίας του τους νόμους της αγοράς . Ως κατακλείδα της αντίληψης αυτής η ιδιωτική οικονομία αφήνεται να αυτορυθμισθεί σε ό,τι αφορά στη λειτουργία της και στη σχέση της με την κοινωνία. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, εξομοιώνεται με τον καταναλωτή (ή τον φορέα της εργασίας), δεν θεωρείται όμως θεσμικός εταίρος του κράτους και, πολύ περισσότερο, της οικονομίας.
Αυτή η έννοια της διακυβέρνησης διδάσκει ότι η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική οφείλει να γίνει όχι ευθέως, αλλά με τη διαμεσολάβηση των ομάδων (της λεγόμενης «κοινωνίας πολιτών») και των κομμάτων, δηλαδή με τη συνεύρεσή τους στο επίπεδο της εξουσίας του κράτους.
Συμπληρωματικά προς την αντίληψη αυτή, δεν έχει πάψει να διακινείται και η άποψη ότι για να παίξει το κράτος τον πολιτικό του ρόλο πρέπει να διευρύνει το πεδίο της ιδιοκτησίας του. Η άποψη αυτή που, όπως είδαμε, συνδέθηκε με το σοσιαλιστικό πρόταγμα, δεν παύει να υιοθετείται και από την φιλελεύθερη θεωρία, η οποία συνδέει το εύρος της πολιτικής λειτουργίας του κράτους με το μέγεθος της ιδιοκτησίας του στα μέσα της παραγωγής. Στιγματίζοντας, όμως, ως σοσιαλιστική την, τουλάχιστον πέραν ορισμένου μέτρου, διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους στα μέσα παραγωγής, αξιώνει όπως αυτό περιορίζεται –και, συνακόλουθα, η πολιτική– σε ένα ρόλο ρυθμιστικό έως επικουρικό πάνω στην ιδιωτική ιδιοκτησία και την αγορά. Το λιγότερο κράτος συνδέεται με λιγότερη ιδιοκτησία του κράτους και όχι προφανώς με την ενγένει πολιτική του λειτουργία ή με το ανήκειν του πολιτικού του συστήματος. Το περισσότερο κράτος, από την πλευρά του, λογίζεται ως η κατακλείδα για τη συνάφειά του με το λαϊκό συμφέρον.
Ορισμένοι από τους Ευρωπαίους ηγέτες προέβαλαν την ανάγκη επανίδρυσης του οικονομικού συστήματος. Να δημιουργηθεί, είπαν, ένας καπιταλισμός που να υπηρετεί του πολίτες. Όπως όμως προκύπτει, τα μέτρα που προκρίνονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν αφορούν στην υπέρβαση του συστήματος με την εγκατάσταση έστω του κράτους σε ένα ρόλο επιδιαιτητή μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος. Εστιάζονται αποκλειστικά στις υπερβολές που εκτιμάται ότι εξέθρεψαν την ανατροπή της ισορροπίας στο εσωτερικό της αγοράς και την, ως εκ τούτου, απορύθμισή της.

3. Το ερώτημα, ωστόσο, που εγείρεται είναι εάν το κράτος, δηλαδή η πολιτική τάξη, είναι σε θέση να εκπληρώσει πια τον ρυθμιστικό ρόλο που είχε στην εποχή της πολιτικής του κυριαρχίας και, μάλιστα, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, όπου δεν ελέγχει τους εσωτερικούς συσχετισμούς και οι λειτουργίες του εξαρτώνται ευρέως από τον διεθνή παράγοντα.
Η διερώτηση αυτή συνδυάζεται με την άλλη παράμετρο που επικαλέσθηκα παραπάνω: τη διαρκώς ογκούμενη αμφισβήτηση των φορέων του κράτους, ιδιαίτερα δε του πολιτικού προσωπικού και του κομματικού συστήματος, εκ μέρους της κοινωνίας. Η κοινωνία προσάπτει, όντως, στους συντελεστές του κράτους ότι αντί να υπηρετούν την κοινωνία, διαπλέκονται με ισχυρά οικονομικά ή επικοινωνιακά ιδίως συμφέροντα/ομάδες, υποτάσσοντας τον δημόσιο χώρο στις προτεραιότητες αυτών των ιδίων και των συνεταίρων τους. Το κράτος μεταβάλλεται έτσι σε λάφυρο του κομματικού συστήματος και της αγοράς, απεμπολώντας τον προορισμό του.
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό αφού οι πολιτικοί άρχοντες ψηφίζονται από το λαό και όχι από τις δυνάμεις της διαπλοκής; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η βαρύτητα της ψήφου δεν ισοσταθμίζεται από τη βαρύτητα των δυνάμεων της διαπλοκής και ιδίως των «χορηγών» χρήματος ή επικοινωνίας. Δεν σημαίνει ότι η ψήφος υποκαθίσταται από τη θέληση των χορηγών, αλλά ότι το αποτέλεσμα της ψήφου εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα και την επικοινωνιακή εικόνα που το κόμμα και ο πολιτικός θα υφάνουν ενώπιον του ψηφοφόρου. Ακόμη και αν αγνοήσουμε προς στιγμήν το κίνητρο του πλουτισμού για τον πολιτικό, είναι δεδομένο ότι η εικόνα του και η επικοινωνία του με το λαό δεν είναι άμεση, δηλαδή αδιαμεσολάβητη.
Η μομφή λοιπόν εστιάζεται στο έλλειμμα αντιπροσώπευσης/ δημοκρατίας. Το κίνητρο εντούτοις του ελλείμματος αυτού έχει να κάμει με την αποτελεσματικότητα του κράτους, δηλαδή των πολιτικών του, στα πεδία του ενδιαφέροντος της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα αφορούν σε ζητήματα όπως η αναδιανομή του οικονομικού προϊόντος, η προστασία της εργασίας και ενγένει η κοινωνική πρόνοια, το λεγόμενο «κράτος δικαίου». Δεν υπεισέρχεται επομένως η παράμετρος της δομικής διάστασης του συστήματος την οποία θα ήγειρε προφανώς η διέλευση της κοινωνίας από την ατομική στην πολιτική ελευθερία. Διότι στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία θα οριζόταν στο πεδίο της πολιτικής με τον ίδιο τρόπο που γίνεται αντιληπτή στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή ως αυτονομία και όχι δικαίωμα.
Παρόλ’αυτά, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής έχει επέλθει μια ουσιώδης μεταβολή. Άλλοτε, ο πολιτικός εξέπεμπε ένα σωτηριακό δηλαδή απελευθερωτικό μήνυμα προς την κοινωνία. Υποσχόταν στις μάζες να τους αποδώσει την ατομική ελευθερία ή, αργότερα, να τους την διασφαλίσει έναντι της απερχόμενης δεσποτείας και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ανελάμβανε επίσης να δημιουργήσει διά του κράτους τις προϋποθέσεις (έργα υποδομής, προστασία από τις τρίτες αστικές τάξεις κλπ.) που θα διευκόλυναν τα μέγιστα την «άνδρωση» της αστικής τάξης.
Το κράτος προσέφερε προστασία τόσο στο λαό όσο και στους αστούς. Ωστόσο, η συνάντηση της κοινωνίας με το κομματικό σύστημα (και το πολιτικό προσωπικό) γινόταν, οπωσδήποτε, εξωθεσμικά και συγκεκριμένα με τη διαμεσολάβηση της ιδεολογίας ή της ταξικής τους αναφοράς. Οι μεν αστοί/φιλελεύθεροι ψήφιζαν τα φιλελεύθερα κόμματα, οι δε φορείς της εργασίας και εξαρτημένοι από την εργοδοσία ψήφιζαν κατά το μάλλον ή ήττον σοσιαλιστικά. Ενόσω η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής συντηρούσε μια στοιχειώδη ισορροπία στο επίπεδο των πολιτικών του κράτους, το διακύβευμα ως προς τον (μη αντιπροσωπευτικό) χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος δεν είχε λόγους να ταράξει τον πρωτο-ανθρωποκεντρικό ναρκισσισμό της νεοτερικότητας.
Το σχήμα αυτό ίσχυσε και ήταν ως ένα βαθμό αποτελεσματικό στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό (στις κοινωνίες εν ελευθερία). Σήμερα η κοινωνία έχει απεξαρτηθεί από το δεσποτικό της παρελθόν, ο λαός χειραφετήθηκε υπό μια έννοια πολιτικά, απέκτησε εντέλει εμπειρία ανθρωποκεντρικής ζωής. Ως εκ τούτου, δεν επιζητεί την απελευθέρωσή του από τα κοινωνικά δεσμά της φεουδαρχίας -η οποία εξέλειπε-, αλλά τη διατήρηση της εργασιακής του εξάρτησης, την μη απόρριψή του από την οικονομική διαδικασία. Τέλος, ο αστός, έχοντας επίσης χειραφετηθεί έναντι του κράτους, αξιώνει εφεξής να εκπέσουν τα κρατικά εμπόδια ώστε να κινείται άνετα (τα κεφάλαιά του, το εργατικό δυναμικό κλπ.) στο σύνολο κοσμοσύστημα. Με άλλα λόγια, αξιώνει την αναμόρφωση της λογικής που διέπει τη λειτουργία του κράτους και, συγχρόνως, μια νέα ισορροπία που θα συνεκτιμά αναλόγως τη βαρύτητά της γνώμης του στις επιλογές του. Η λογική της αστικής τάξης είναι ότι ό,τι είναι καλό γι’ αυτήν είναι καλό και για την κοινωνία. Άρα ο σκοπός της αγοράς οφείλει κατ’αυτήν να γίνει και σκοπός του κράτους.
Ανάμεσα στις παραμέτρους που κάνουν εφικτή την πραγματική ανασύνταξη της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σημαίνουσα θέση κατέχει το αναδυόμενο νέο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό βραχυπρόθεσμα διευκόλυνε την αγορά να επωφεληθεί και να καλύψει το «κενό εξουσίας» τόσο στο ενδοκρατικό όσο και στο διακρατικό/κοσμοσυστημικό πεδίο. Μεσοπρόθεσμα όμως προόρισται να δημιουργήσει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις όπου θα εγκατασταθεί στο επίπεδο της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας η νέα συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική και, εντέλει, η λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Εκδήλωση του φαινομένου αυτού αποτελεί η μετάλλαξη ήδη της πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Από τη μαζική πολιτικοποίηση του πρόσφατου μόλις παρελθόντος οδεύουμε σαφώς προς την πολιτική ατομικότητα. Διαπιστώνουμε ότι η σχέση του πολίτη με τον πολιτικό γίνεται ολοένα και περισσότερο διαλεκτική με όρους διαπραγμάτευσης από εκχωρητική, αγελαία και σωτηριακή που ήταν προηγουμένως. Ο πολίτης, στο πλαίσιο αυτό, δεν λειτουργεί εντούτοις συλλογικά. Διαπραγματεύεται κατά μόνας την ψήφο του με τον πολιτικό, γίνεται πελάτης του. Γεγονός που πρέπει να αποδοθεί όχι στον άκρατο υποτίθεται ατομικισμό που τον διακρίνει, αλλά στην απουσία του αναγκαίου θεσμικού υπόβαθρου που θα έκανε εφικτή τη σύνθεση της βούλησης των μελών της κοινωνίας και, κατ’επέκταση, την υποβολή του πολιτικού προσωπικού σ’αυτήν.
Την ίδια στιγμή, ο συνδυασμός αυτός του συστήματος της νεοτερικότητας -που συνάδει με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό της στάδιο- με το αναδυόμενο τεχνοδικτυακό επικοινωνιακό περιβάλλον, συνέβαλε ώστε η διαχείριση του πεδίου της πολιτικής να μετατοπισθεί κατά το ουσιώδες στους συντελεστές των «μέσων ενημέρωσης». Μετατόπιση η οποία δημιουργεί από μόνη της μια μείζονος σημασίας δυσμορφία του πολιτικού συστήματος, αφού μεταβάλει τα «μέσα» από διαμετακομιστές της πολιτικής σε πρωτογενείς παραγωγούς της. Η πολιτική, στο πλαίσιο αυτό, από φαινόμενο που συγκροτεί και λειτουργεί την κοινωνία, γίνεται προϊόν προς κατανάλωση, οι δε πολίτες μετατρέπονται σε απλούς καταναλωτές του προϊόντος της πολιτικής.

4. Καταλήγουμε ότι το κόμμα μόλις κατάφερε να καταλάβει και να ελέγξει δίκην μονοπωλίου το κράτος διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να μονοπωλήσει την πολιτική του λειτουργία. Βρέθηκε να κατέχει μια εκρηκτικής ισχύος εξουσία, θεσμικά αυτονομημένη και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, χωρίς να διαθέτει την προϋπόθεση να τη διαχειρισθεί με πρόσημο το δημόσιο συμφέρον. Προϋπόθεση η οποία θα αποτελούσε εντούτοις το αντισταθμιστικό επιχείρημα κατέναντι των διεκδικητών της πολιτικής βούλησης του κράτους. Μετέωρο ανάμεσα στην ανάγκη της ψήφου και στον πειρασμό της ιδιοποίησης, το κόμμα προσαρμόσθηκε στις μεταλλάξεις της οικονομίας, του επικοινωνιακού περιβάλλοντος και, εντέλει, των συσχετισμών στο επίπεδο του κράτους. Το πολιτικό προσωπικό απομακρύνθηκε από το κοινωνικό πεδίο με αποτέλεσμα το σύστημα της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους να μεταβληθεί σε σύστημα κομματικής κυριαρχίας επί του κράτους και δι’ αυτού επί της κοινωνίας. Το ζήτημα για το πολιτικό προσωπικό θα είναι εφεξής πώς να συνδυάσει τη λειτουργία του κράτους ως μηχανισμού πελατείας μέσω του οποίου αναμένει να χειραγωγήσει την κοινωνία και ως δημόσιου αγαθού το οποίο θα διαπραγματευθεί με τους διαπλεκόμενους εταίρους προκειμένου να αποκτήσει την χρειώδη οικονομική και επικοινωνιακή επιφάνεια. Ώστε, η αρχή της αυτονομίας του κράτους, που διέρχεται από τη μη αντιπροσωπευτική θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, είναι υπόλογη για τον εκφυλισμό του σε μηχανισμό ιδιοποίησης της δημόσιας σφαίρας και ιδίως της πολιτικής διαδικασίας.

4. Από τις έως εδώ επισημάνσεις επιβεβαιώνεται η αρχική μου υπόθεση ότι η αμφισβήτηση και η κριτική που απευθύνεται στο πολιτικό προσωπικό ή στα στελέχη των επιχειρήσεων που εξέθρεψαν την αρρυθμία της αγοράς δεν αγγίζει το σύστημα. Δεν αποκλείεται η συζήτηση να εστιάζεται κάποιες φορές στο πώς το υπάρχον σύστημα της πολιτικής και της οικονομίας θα λειτουργήσει επωφελώς και/για την κοινωνία. Ωστόσο, η κοινωνία των πολιτών ή της εργασίας δεν υπεισέρχεται ως συντελεστής του. Ούτε όμως και η κοινωνία φαίνεται να αμφισβητεί τη μονοσήμαντη διαλεκτική της σχέσης (κράτος/πολιτική έναντι οικονομίας/αγοράς και αντιστρόφως) ή να διεκδικεί έναν θεσμικό λόγο σ’ αυτήν.
Εκείνο που προσάπτει η κοινωνία στο κράτος είναι η μη ανταποκρισιμότητα των πολιτικών του προς τις προσδοκίες και το συμφέρον της. Στην πραγματικότητα με το αίτημά της αυτό η κοινωνία θέτει, όπως ήδη υπαινίχθηκα, σε ηθικές βάσεις το έλλειμμα αντιπροσώπευσης. Το όποιο όμως αίτημα, με τον τρόπο που τίθεται, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του πολιτεύματος. Αξιώνει από το πολιτικό προσωπικό να παραβεί τον Θεμελιώδη Χάρτη και να συμπεριφερθεί ως αντιπρόσωπος της κοινωνίας, ενώ ο ίδιος αυτός Χάρτης προνοεί ρητά ότι δεν επιθυμεί το σύστημα να είναι αντιπροσωπευτικό, ούτε θεσμικά ούτε ως προς τον σκοπό του.
Θα επιμείνω προκειμένου να γίνω πιο σαφής στο ζήτημα αυτό διότι εκτιμώ πως αποτελεί την καρδιά του σημερινού προβλήματος, που οδήγησε εξάλλου και στην ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία. Η μη αντιπροσωπευτική σημειολογία του κράτους προκύπτει από πολλά. Θα επικαλεστώ μόνο τρία στοιχεία που αναιρούν την αντιπροσωπευτική αρχή:
α) Το σύγχρονο κράτος ως φορέας της πολιτικής κυριαρχίας κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο όχι μόνο την ιδιότητα του εντολοδόχου αλλά και του εντολέα.
(β) Η κοινωνία ταξινομείται στην ιδιωτική σφαίρα, με μοναδικό πολιτικό ρόλο τη νομιμοποίηση με την ψήφο της του πολιτικού προσωπικού στην εξουσία του κράτους. Η κοινωνία δηλαδή δεν συγκροτεί πολιτική κατηγορία και, επομένως, δεν διαθέτει θεσμική υπόσταση ώστε να διαμορφώσει την πολιτική της βούληση.
(γ) Ως σκοπός του κράτους προκρίνεται η προαγωγή του γενικού συμφέροντος που συνάδει με το δημόσιο ή το εθνικό συμφέρον, όχι όμως με το κοινό συμφέρον της κοινωνίας. Επιπλέον, το γενικό, το εθνικό ή το δημόσιο συμφέρον καθορίζονται αυθεντικά, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ως προς το περιεχόμενό τους από το κράτος. Όλα τα συντάγματα προνοούν ότι από την εκλογή του ο πολιτικός αυτονομείται από την κοινωνία, λειτουργεί κατά τη βούλησή του, «αντιπροσωπεύει το έθνος». Το έθνος όμως, λαμβάνει μέριμνα ώστε να ερμηνευθεί ως «κατασκευή» του κράτους. Δεν αναγνωρίζεται ο πρωτογενής του χαρακτήρας προκειμένου να ορισθεί ως το ταυτοτικό γινόμενο της κοινωνικής συνείδησης. Και αυτό διότι έτσι μόνο θα δικαιολογηθεί η αξίωση του κράτους να ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα.
Το γεγονός αυτό γίνεται εμφανές όταν διαπιστώνει κανείς ότι το κόμμα, εκτιθέμενο στις εκλογές προτείνει προγράμματα δράσης στην κοινωνία, τα οποία μετά τις εκλογές τα εγκαταλείπει με την ίδια ευκολία που τα δημιούργησε. Ο επίσημος λόγος της νεοτερικότητας ερμηνεύει την ανακουλουθία αυτή ως φυσική συνέπεια της ασυμβατότητας των επιλογών/αναγκών της κοινωνίας με το γενικό/εθνικό συμφέρον, το οποίο εξειδικεύεται ως το αποτέλεσμα της αδυναμίας της κοινωνίας να συλλάβει την πολυπλοκότητα του πολιτικού διακυβεύματος και να εναρμονίσει τις ιδιοτελείς επιδιώξεις της μ’αυτό. Ο πραγματικός λόγος όμως είναι η ολιγαρχική σημειολογία της άρχουσας τάξης η οποία επιθυμεί διακαώς οι πολιτικές του κράτους να διαμορφώνονται σε συνάφεια με το ειδικό βάρος του συμφέροντός της. Ο λόγος αυτός συνδέεται εντούτοις με την επισήμανση ότι μέτρο για την αμφισβήτηση ή μη του κράτους αποτελούν οι πολιτικές του και όχι προφανώς η δομή του πολιτικού συστήματος, δηλαδή η ελευθερία. Στο μέτρο που το σύνολο κοσμοσύστημα σήμερα δεν γνωρίζει παρά το προσιδιάζον στην πρωτο-ανθρωποκεντρική του φάση πολιτικό σύστημα, διαπιστώνεται ότι το φαινόμενο αυτό είναι καθολικό. Όταν ο τωρινός αμερικανός αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, ρωτήθηκε γιατί υποστηρίζει τον πόλεμο στο Ιράκ αφού η πλειοψηφία δεν τον εγκρίνει απάντησε: «και λοιπόν;».
Η αμφισβήτηση της μη αντιπροσωπευτικής λειτουργίας του συγχρόνου πολιτικού συστήματος, χωρίς να συνοδεύεται από έναν αναστοχασμό της ελευθερίας -που θα επέφερε ο ορισμός της ως αυτονομίας και όχι ως δικαιώματος- εξηγεί από την άλλη γιατί το όλο ζήτημα τίθεται με ηθικούς/δεοντολογικούς όρους. Διαφορετικά, θα συνοδευόταν από την αυτονόητη παραδοχή ότι για να αποκτήσει ένα πολιτικό σύστημα αντιπροσωπευτικό πρόσημο οφείλει να εκχωρήσει την ιδιότητα του εντολέα στην κοινωνία. Να συγκροτηθεί η κοινωνία σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακά συντεταγμένο εταίρο του κράτους, αφού μόνον έτσι θα αποκτήσει πολιτική βούληση, και να αναλάβει η ίδια να καθορίζει τις πολιτικές οι οποίες έτσι θα εναρμονισθούν με το κοινό συμφέρον.
Δεν είναι του παρόντος να σταθούμε περισσότερο στην αιτιολογία της απόρριψης της αντιπροσωπευτικής αρχής από τη νεοτερικότητα. Θα πω μόνο ότι όλες οι σχετικές θεωρίες (της «πολυπλοκότητας», του «καταμερισμού των έργων», των «ειδικών» που κατέχουν το αντικείμενο, της μεγάλης κλίμακας του σύγχρονου κόσμου κ.α.) υποκρύπτουν γνωσιολογική άγνοια και μια προσπάθεια μετάθεσης του προβλήματος. Διαπιστώνεται όντως μια καθολική συμφωνία να αποκαλείται δημοκρατικό ένα προ-αντιπροσωπευτικό στη βάση του πολιτικό σύστημα, όπως το σημερινό, διότι έτσι μόνο δικαιολογείται η εγγραφή όλων στη χορεία των θιασωτών της δημοκρατίας. Η ίδια η Αριστερά, που επικαλείται την ταύτισή της με τον λαό, επιδιώκει την κηδεμονία του όχι την απελευθέρωσή του. Αισθάνεται την ίδια αποστροφή με τον φιλελευθερισμό στην ιδέα να αποδοθεί στο σώμα της κοινωνίας των πολιτών ακόμη και αυτή η ιδιότητα του εντολέα. Εξού και θεωρεί το έθνος -την ταυτοτική συνείδηση της κοινωνίας- και όχι το κυρίαρχο κράτος/σύστημα ως εχθρό της ελευθερίας. Με απλούστερη διατύπωση, όπως και ο φιλελευθερισμός, η Αριστερά δεν εξέρχεται από το πολιτειακό σχήμα που κληροδότησε στον μετα-φεουδαλικό κόσμο το «παλαιό καθεστώς» της ευρωπαϊκής ηπείρου.

5. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμισθεί εδώ είναι ότι το προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα και το ομόλογο κομματικό σύστημα αντανακλούσαν και, ως εκ τούτου, εξυπηρετούσαν με συνέπεια τη φάση της μετάβασης από τη φεουδαρχία/δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Θεμελιώδης αρχής του προτάγματος αυτού αποτέλεσε η παραδοχή ότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και το οικονομικό σύστημα συγκροτούνται με πρόσημο την ιδιοκτησία. Ο ιδιοκτήτης (το νομικό πλάσμα του κράτους ή ο κάτοχος των μέσων παραγωγής) κατέχει επίσης το σύστημα της πολιτικής ή της οικονομίας και όχι οι συντελεστές του (οι εργαζόμενοι ή οι πολίτες) . Στην πραγματικότητα το ανήκειν του (οικονομικο-κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος στην ιδιοκτησία αποτελεί κληρονομιά της νεοτερικότητας από την προγενέστερη δεσποτεία, που κλήθηκε να την εναρμονίσει με τη νέα κοινωνία, της οποίας τα μέλη απέκτησαν ήδη ανθρωποκεντρική υπόσταση, έγιναν δηλαδή ελεύθερα στο ιδιωτικό πεδίο.
Το σύστημα της ιδιοκτησίας αποδέχεται ως συνομιλητές μόνο τους ιδιοκτήτες: την αγορά και το κράτος. Στην εποχή της μετάβασης το κράτος ήρθε συχνά αντιμέτωπο με την ιδιωτική σφαίρα. Αρχικά με το παλαιό δεσποτικό καθεστώς και αργότερα με την ιδιωτική (πρωτο-ανθρωποκεντρική) αγορά. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι την περίοδο αυτή η μεν κοινωνία συναντιόταν με την πολιτική στο επίπεδο της ιδεολογίας ή της ταξικής συνάφειας, η δε αγορά ήταν ακόμη εθνικά οροθετημένη και σε προφανή αδυναμία να αμφισβητήσει ευθέως την πρωτοκαθεδρία του κράτους.
Στις μέρες μας, όμως, κράτος και αγορά συμπλέουν σε μια αγαστή συνεργασία η οποία, παρά τις συγκυριακές της διακυμάνσεις ή τις αντιθέσεις των συντελεστών τους έχει ως πρόσημο το κοινό τους συμφέρον: τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή τον αποκλεισμό της από τη διοίκηση του (οικονομικού και πολιτικού) συστήματος, ώστε να το νέμονται αδιατάρακτα. Το γεγονός ότι τόσο η αγορά όσο και το κράτος συμφωνούν να συναντώνται μέσω των συντελεστών τους –δηλαδή του πολιτικού/κομματικού προσωπικού και των ομάδων συμφερόντων– μακράν της κοινωνίας, αποκαλύπτει το είδος και το βάθος του σημερινού προβλήματος, αλλά και την κατεύθυνση της εξέλιξης.
Η κατεύθυνση αυτή δεν είναι προφανώς εκείνη που προέκριναν οι πολιτικοί θεράποντες του συστήματος -δηλαδή η παρέμβαση του κράτους- για την αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας της αγοράς. Η ισορροπία αυτή θα ανακτηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το κόστος όμως θα κληθεί, αναπόφευκτα, να καταβάλει προεχόντως το κοινωνικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή στην ιδιοκτησιακή συγκρότηση του συστήματος –ιδίως σε ό,τι αφορά στο ανήκειν του πολιτικού συστήματος στο κράτος– προόρισται απλώς να οδηγήσει στη γιγάντωση των ανισοτήτων και της αμφισβήτησης και, οπωσδήποτε, να προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη κρίση. Και τούτο διότι υπό τις κρατούσες συνθήκες η εξισορρόπηση της εξουσίας του κράτους με τη δύναμη της αγοράς είναι ανέφικτη.

6. Για να επιτευχθεί αυτό και, περαιτέρω, για να εναρμονισθεί η δημόσια διακυβέρνηση με το συμφέρον της κοινωνίας προϋποτίθεται η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών, οι οποίοι ανετράπησαν δραματικά υπέρ των κατόχων του οικονομικού συστήματος και του κράτους. Κατά τούτο, η αποκατάσταση των συσχετισμών υπέρ της κοινωνίας δεν μπορεί να διέλθει πια μέσα από το αυτόνομο κράτος/κόμμα, καθώς, όπως είδαμε, υπό τις παρούσες συνθήκες η εξωθεσμική τους συνάντηση αντίκειται στη λογική του πράγματος.
Η συνάντηση αυτή θα ήταν εφικτή μόνο στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, η οποία όμως προϋποθέτει την αντιπροσωπευτική του υποστασιοποίηση. Η μεταβολή της κοινωνίας σε δήμο με την ανάληψη από αυτήν της ιδιότητας του εντολέα είναι η μόνη ικανή να θεραπεύσει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης και να αναμορφώσει συγχρόνως τη δομή και τη λειτουργία του κομματικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το κόμμα, από ενσαρκωτής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους και μέγας συντελεστής της ιδιοποίησής του, θα γίνει διαλακτής και τυπικός εντολοδόχος της κοινωνικής βούλησης.
Η σχέση μεταξύ κράτους και αγοράς θα ανασχηματισθεί επίσης ριζικά, αφού ο δήμος της κοινωνίας των πολιτών θα παρεμβληθεί ως άμεσος ρυθμιστής της αγοράς, δηλαδή ως ο καταστατικός παράγων που διαμορφώνει το κανονιστικό περιβάλλον και τους όρους λειτουργίας της οικονομίας. Το ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, θα είναι όχι η διεύρυνση της ιδιοκτησίας του κράτους, αλλά η εναρμόνιση και του κράτους και της αγοράς με το συμφέρον της κοινωνίας/δήμου. Όχι η κρατικοποίηση της οικονομίας, αλλά η κοινωνικοποίηση του πολιτικού συστήματος, η οποία θα επέλθει με την περιένδυση της κοινωνίας με την ιδιότητα του δήμου/εντολέα. Είναι εμφανές ωστόσο ότι η εξέλιξη αυτή, μολονότι δεν προβάλει, όπως είδαμε, ως προϋπόθεση τον αναστοχασμό της ελευθερίας από την πλευρά της κοινωνίας, θα θέσει επί τάπητος το διακύβευμά της. Κα τούτο διότι μόνον έτσι θα διασφαλισθεί η ιδεολογική θωράκιση του αντιπροσωπευτικού προτάγματος.
Η μετάλλαξη αυτή της σχέσης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κράτους θα αποτελέσει, από μιαν άλλη άποψη, την απάντηση στο διακύβευμα της «παγκοσμιοποίησης», όπου η μεν αγορά γίνεται ολοένα και περισσότερο οικουμενική, ενώ η πολιτική παραμένει εθνική, με αποτέλεσμα το κοσμοσυστημικό κανονιστικό πλαίσιο να διαφεύγει από την αρμοδιότητα του κράτους και να αφήνεται στα χέρια των διακρατικών σχέσεων ηγεμονίας. Οι σχέσεις αυτές με υπομόχλιο την λεγόμενη «κοινωνία πολιτών» και το πρόταγμα της «διακυβέρνησης», εισάγονται στο εσωτερικό πεδίο του κράτους, επιβαρύνοντας με τη σειρά τους τον κανονιστικού χαρακτήρα της πολιτικής διαδικασίας και, περαιτέρω, την αποξένωση του κράτους από την κοινωνία.
Με άλλα λόγια, η αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά θα είναι διαφορετικής τάξεως εάν γίνει με βάση το γινόμενο της σχέσης της με το κράτος/σύστημα ή εάν θα διέλθει από την πολιτειακή συγκρότηση και, κατ’επέκταση, τη βουλησιακή χειραφέτηση της κοινωνίας. Η υπεισέλευση της κοινωνίας στην πολιτική διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των πολιτικών του κράτους σε τροχιά απεξάρτησης από την αγορά και, ως εκ τούτου, τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Ώστε, με την πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών, η ευθύνη για τον καθορισμό της έννοιας και του συμφέροντος του έθνους θα περιέλθει μερικώς τουλάχιστον σ’αυτήν, αντί να αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους/συστήματος.

7. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς το αντικειμενικώς ανέφικτο μιας τέτοιας εξέλιξης, τους κινδύνους που συνεπάγεται η εξάρτηση της πολιτικής από την «απαίδευτη» κοινωνία ή, έστω, την απορία του για το πώς της μετάλλαξης της κοινωνίας σε δήμο. Σπεύδω να υπογραμμίσω ότι όντως η εξέλιξη αυτή δεν είναι εφικτή στις μέρες μας. Δεν είναι εφικτή όχι για τους λόγους που επικαλείται η νεοτερικότητα (η κλίμακα, η πολυπλοκότης, η κατανομή των έργων, η κοινωνική αχειραφεσία κλπ), αλλά επειδή το πρωτο-ανθρωποκεντρικό στάδιο που διέρχεται ο κόσμος σήμερα δεν επιτρέπει καν τη γνωσιολογική υιοθεσία και, περαιτέρω, την προταγματική αναδοχή του αιτήματος. Η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα δεν αποτελεί αίτημα της κοινωνίας στις μέρες μας. Θα έλεγα μάλιστα πως δεν υπεισέρχεται επίσης ως ζήτημα στο πεδίο του διαλογισμού της νεοτερικής σκέψης. Η νεοτερικότητα βαυκαλίζεται ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: να συγκεντρώσει στο σύστημά της δυο φύσει ασύμβατες πολιτείες, την αντιπροσωπευτική και τη δημοκρατική, τη στιγμή που αυτό είναι απλώς προ-αντιπροσωπευτικό.
Από την άλλη, δεν πρέπει να νομισθεί ότι για να ανατραπεί η αγαστή συνεύρεση του κράτους με την αγορά και να αποκατασταθεί η ανταποκρισιμότητα της πολιτικής εξουσίας με το κοινό συμφέρον απαιτείται η πλήρης μεταφορά της ιδιότητας του εντολέα στην κοινωνία των πολιτών και, συνακόλουθα, η άμεση συγκρότησή της σε δήμο. Θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς ορισμένες ήπιες μορφές θεσμικής συνάρτησης της πολιτικής από την κοινωνία, οι οποίες θα διελάμβαναν μια αντιπροσωπευτική προσομοίωση και όχι τη μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος.
Αναφέρω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα: (α) την καθιέρωση ενός περιοδικού, ανά εξάμηνο, απολογιστικού ελέγχου του πολιτικού προσωπικού από έναν «δειγματοληπτικό δήμο» συγκείμενο από συγκεκριμένο αριθμό κληρουμένων εκπροσώπων της εκλογικής του περιφέρειας. Ο δήμος αυτός θα ήταν σκόπιμο να έχει επίσης την αρμοδιότητα να εγκαλεί τον πολιτικό ή να τον αναπέμπει στο εκλογικό σώμα σε περίπτωση που θα έκρινε το έργο του ανεπαρκές.
(β) Τη δημιουργία ενός «τεχνοδικτυακού δήμου» (αρκεί ένα δημοσκοπικό δείγμα 3.000 πολιτών) που θα επιλέγεται δειγματοληπτικά από πολίτες του συνόλου της επικράτειας και «θα βουλεύεται» αποφαινόμενος για τα ζητήματα της ημερήσιας διάταξης της κυβέρνησης και της βουλής, θα εγείρει ζητήματα ή θα ελέγχει τους φορείς της κρατικής εξουσίας και τις πολιτικές τους. Κρίνεται αναγκαίο η πρόνοια αυτή να καλύπτει και τα κόμματα σε ό,τι αφορά στα προγράμματα που υποβάλουν κατά τις εκλογές και στις θέσεις ή προτάσεις τους στην περίοδο της διακυβέρνησης. Συγχρόνως δε θα ήταν σκόπιμο να υποχρεούνται τα κόμματα και, οπωσδήποτε, η κυβέρνηση να υποβάλουν απολογιστικά πεπραγμένα στον «τεχνοδικτυκό δήμο» και ασφαλώς την πρόθεσή της να αποστεί από τις δεσμεύσεις της, προκειμένου αυτός να διατυπώσει γνώμη. Σε κάθε περίπτωση, η γνώμη του «τεχνοδικτυακού δήμου» δεν χρειάζεται στο παρόν στάδιο να είναι δεσμευτική. Είναι προφανές όμως ότι το πολιτικό και ηθικό διακύβευμα της γνώμης του θα έχει εξαιρετική βαρύτητα στην πολιτική διαδικασία.
(γ) Την αναγνώριση στον πολίτη εννόμου συμφέροντος για την πολιτική και, κατ’επέκταση, δικαιώματος να αναφέρεται στη δικαιοσύνη για πολιτικές από τις οποίες βλάπτεται.
(δ) Την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας, που εισάγει ουσιαστικά το ανεύθυνο του πολιτικού για την πέραν της πολιτικής δράση του, και την υπαγωγή της πολιτικής λειτουργίας στη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην αντιστοιχία της με το κοινό συμφέρον.
(ε) Τέλος, την εξαίρεση των ΜΜΕ από την αρχή του ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία, με την εισαγωγή στη λειτουργία τους κανόνων δημοκρατικής νομιμότητας.
Η έκπληξη με την οποία ο αναγνώστης είναι βέβαιο ότι θα συνοδεύσει το άκουσμα των ιδεών αυτών, παρόλον ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει με την αιτιολογία της κρίσης που διέρχεται ο σύγχρονος κόσμος, προϊδεάζει ότι οι νεοτερικές κοινωνίες θα συνεχίσουν μεσοπρόθεσμα να βιώνουν το παλαιό καθεστώς και να αναζητούν λύσεις που απλώς θα ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Η λύση, επομένως, θα έλθει τη στιγμή που ο νεοτερικός άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι ουτοπικό είναι το πρόταγμα που δεν αντιστοιχείται με την κοσμοσυστημική τυπολογία και όχι αυτό που απλώς εγγράφεται στην προοπτική της εξέλιξης.

Το πολιτικό διακύβευμα της ελληνικότητας στη στρατηγική των κομμάτων

1. Η εύκολη και βολική διαπίστωση είναι ότι τα κόμματα δεν έχουν στρατηγική στο ζήτημα της ελληνικότητας. Είναι αφοσιωμένα στην διαχείριση της καθημερινότητας με στόχο τη μακροημέρευσή τους στην πολιτική σκηνή. Άλλωστε για να εντάξουν την ελληνικότητα στη στρατηγική τους πρέπει προηγουμένως να έχουν επεξεργασθεί το περιεχόμενό της. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι ο διάλογος αυτός έχει απασχολήσει το κομματικό σύστημα.
Εκτιμώ ότι η άποψη αυτή δεν ευσταθεί. Τα ελληνικά κόμματα έχουν εξ ολοκλήρου εγκολπωθεί την κρατοκεντρική λογική στο ζήτημα αυτό. Στο μέτρο που, στην εποχή μας, το έθνος ενσαρκώνεται από το κράτος, η ελληνικότητα ως ταυτοτική έννοια και ως προγραμματικός λόγος συναρτάται με το γινόμενό του. Αυτομάτως η μέριμνα του πολιτικού προσωπικού εστιάζεται στο κράτος, ενώ την ίδια στιγμή διακινείται η βεβαιότητα της νεοτερικής ιδεολογίας ότι το έθνος είναι μια κατασκευή που καλείται να υπηρετήσει τη νομιμοποιητική βάση του συστήματος του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, η αντίληψη που θα διαμορφώσουμε για το περιεχόμενο και περαιτέρω για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικότητας, δηλαδή για την ταυτοτική σημειολογία του έθνους, θα το αποφασίσει το κράτος, όχι η κοινωνία. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και ο προγραμματικός λόγος του κράτους για την ελληνικότητα συναρτώνται ευθέως με το συμφέρον του και πιο συγκεκριμένα με το συμφέρον του φορέα του, του πολιτικού προσωπικού. Η τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση για το βιβλίο της «ΣΤ Δημοτικού», δεν άφησε να διαφανεί με σαφήνεια ότι επρόκειτο για εγχείρημα του κράτους στο οποίο εκλήθησαν να ανταποκριθούν οι συγγραφείς του.
Η προεπιλογή αυτή, που υποτάσσει την ελληνικότητα στο διατακτικό (στο σύστημα και το συμφέρον) του κράτους, αποτελεί κοινό τόπο όλων των κομμάτων. Το ζήτημα, εντούτοις, δεν τίθεται ως προς την πολιτική υποστασιοποίηση του έθνους, η οποία αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, αλλά ως προς το κατά πόσον η αντίληψη της ελληνικότητας που διακινεί το κράτος-έθνος είναι συμβατή με το (προ-ενθοκρατικό) της προηγούμενο ή, ακόμη, εάν συναντάται με την πρόσληψή της από την σύνολη κοινωνία και, σε κάθε περίπτωση, με το συμφέρον της. Διευκρινίζω ευθύς αμέσως ότι όταν αναφέρομαι στο παρελθόν δεν υπαινίσσομαι απλώς τα ιστορικά πεπραγμένα με τα οποία επενδύεται η συνείδηση και το περιεχόμενο της ελληνικότητας. Αναφέρομαι επίσης, θα έλεγα κυρίως, στη συνάφεια του σήμερα με τη γεωγραφία του ελληνισμού και με το πρόταγμα της ελληνικότητας που προϋπήρξε του ελληνικού κράτους-έθνους.
Οι επιστήμες του ελληνικού κράτους-έθνους φρόντισαν να επιλύσουν το ζήτημα αυτό με την υιοθέτηση του εθνοκρατικού επιχειρήματος που υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεότερο κράτος και επίσης με την επιλογή της ιστόρησης του έθνους με βάση τα πεπραγμένα του κράτους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η νεοελληνική ιστοριογραφία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά τον εκτός του κράτους-έθνους ελληνισμό. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στην ανυπαρξία της αστικής τάξης στο εσωτερικό του κράτους, αποφεύγει όμως να διασταυρώσει το γεγονός αυτό με το ευρωπαϊκό μέγεθος και την οικουμενική ιδιοσυστασία της ελληνικής αστικής τάξης. Η απόκρυψη της ιστορίας του έθνους ή, αλλιώς, η ιστόρησή του δυνάμει των πεπραγμένων του κράτους, συνδυάζεται με την ενοχοποίηση του προ-εθνοκρατικού παρελθόντος για την μη ανταποκρισιμότητα του τελευταίου στην κοινωνική και εθνική προσδοκία. Το γνωσιολογικό αβαθές του διαβήματος αυτού εξηγεί επίσης τον άκρως επιθετικό τρόπο με τον οποίο οι επιστήμες του κράτους διακινούν τον «εθνικισμό» του ενάντια σε κάθε απόπειρα να καλλιεργηθεί μια ιδέα της ελληνικότητας που θα βασίζεται στην έννοια της κοινωνίας-έθνους.
2. Η εθνοκρατική αυτή προσέγγιση της ελληνικότητας δεν είναι άδολη. Συναρτάται με τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, που εγκαθίδρυσε η νεοτερικότητα, και, συγκεκριμένα, με τον ενδείκτη της ελευθερίας που αναγνωρίζεται στο συλλογικό υποκείμενο. Έτσι, κάθε απόκλιση από την εθνοκρατική αντίληψη της ελληνικότητας, που θα συνεπήγετο για παράδειγμα την απόδοση της ευθύνης για την οριοθέτηση του περιεχομένου της στην κοινωνία, καταγράφεται ως απαράδεκτη διότι οδηγεί στην υπονόμευση της αποκλειστικής πολιτικής αρμοδιότητας του κράτους. Εξού και οι πνευματικοί θιασώτες της ιδέας αυτής προειδοποιούν την κοινωνία ότι η χειραφέτησή της –η μη αποδοχή της αρχής της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους ή, αλλιώς, η αξίωσή της να επενδυθεί η ίδια ενμέρει ή ενόλω το πολιτικό σύστημα- θα συνεπήγετο εξορισμού την εξαφάνιση του έθνους. Επισείοντας την απειλή για το έθνος, οι κάτοχοι του κράτους, αναμένουν να υφαρπάσουν τη συναίνεση της κοινωνίας στην πολιτική τους κυριαρχία. Να εγκιβωτίσουν την κοινωνία στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να αποδεχθεί την ιδιότητα του «ανήκειν» στο κράτος ή, αλλιώς, την αποκλειστική νομή της πολιτείας από το κομματικό σύστημα.
Με δεδομένη την παραδοχή αυτή μπορούμε να συγκρατήσουμε δυο ειδικότερες κατευθύνσεις σκέψης για την ελληνικότητα. Η μια, της ρητορικής ελληνικότητας, η οποία πλειοδοτεί σε μια επιλεκτική επίκληση των στοιχείων που συνθέτουν, κατ’αυτήν, το ειδοποιό γνώρισμα του ελληνισμού στην ιστορία και, ιδίως, στη μεγιστοποίηση της εθνικής στόχευσης (των «εθνικών δικαίων» κλπ) στο πλαίσιο του διαλόγου της με την κοινωνία. Και η άλλη, που προκρίνει την απομείωση του βάρους του παρελθόντος στο γινόμενο της ελληνικότητας και την αποστροφή προς τις εκκρεμότητες που ανάγονται σ’αυτήν ή που υποχρεώνουν το νεοελληνικό κράτος να τις διαχειρισθεί. Η αποκοπή της κοινωνίας από το παρελθόν της συνδυάζεται με την ενοχοποίησή του –και συνάμα της ιδίας- για την «αδυναμία» του κράτους να ανταποκριθεί στην επιχειρησιακή του αποστολή.
Όσο και αν από πρώτη άποψη οι «σχολές» αυτές δείχνουν να διαφέρουν και, μάλιστα, να συγκρούονται, είναι απολύτως συμπληρωματικές. Η μια, σπεύδει να επενδύσει πολιτικά στην κοινωνία, επιλέγοντας τη μεγιστοποίηση της ρητορικής της για το εθνικό διακύβευμα, ενώ είναι ήδη αποφασισμένη να μην επενδύσει σε πολιτικές (σε δυνατότητες, δυνάμεις και πολιτική βούληση) για την επίτευξη του στόχου. Η «σχολή» αυτή, παλαιότερη, χρεώνεται με την αποδόμηση του κοσμοσυστημικού ελληνισμού και την ανασυγκρότησή του στα όρια ενός κράτους, αναντίστοιχου με το διατακτικό της εθνικής ολοκλήρωσης. Η άλλη, σύγχρονη, επιδιώκει να κλείσει οριστικά τις εθνικές/ιστορικές εκκρεμότητες και το προσδόκιμο της κοινωνικής αξίωσης ώστε το συγκριτικό προηγούμενο του έθνους που ενθυλακώνει η κοινωνία να πάψει να παρενοχλεί τη σχέση της με το κράτος. Η πρώτη, χρεώνεται με την απαξίωση των ιστορικών εκκρεμοτήτων (του κυπριακού ή του σκοπιανού κ.α), με την ιδιοποίηση του κράτους και τη διάχυτη εξαχρείωσή του. Η δεύτερη, πιστώνεται το εγχείρημα για τη νομιμοποίηση της εθνοκρατικής ελληνικότητας, και, περαιτέρω, με την απόσυρση του παρελθόντος ως ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, με το κλείσιμο του κεφαλαίου της ιστορικής μνήμης, έτσι ώστε να μην προσφέρονται για σύγκριση με τα πεπραγμένα του κράτους-έθνους.
Ώστε, η συμπληρωματικότητα των στρατηγικών αυτών συναντάται στην κοινή στόχευση που είναι η αποδοχή μιας ιδέας της ελληνικότητας που θα προσιδιάζει στο «μέτρο» του κράτους-έθνους, θα διέρχεται από το «ανήκειν» της κοινωνίας σ’αυτό και θα καθαγιάζει τις επιλογές των νομέων του ή, στην χειρότερη περίπτωση, θα ευθύνει την κοινωνία γι’αυτές.
3. Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια βαθιά ανελεύθερη και αντιδημοκρατική στρατηγική στόχευση. Αντί να επιχειρείται η ανταποκρισιμότητα του κράτους με τις προσδοκίες της κοινωνίας, επιδιώκεται η συνθηκολόγηση της κοινωνίας με ένα κράτος κατοχής, που λειτουργεί επιχειρησιακά με γνώμονα κυρίως το συμφέρον των νομέων του. Οίκοθεν νοείται ότι το αίτημα για την ανταποκρισιμότητα του κράτους με το πρόταγμα της κοινωνίας δεν υπαινίσσεται την εγγραφή του σε τροχιά εθνικισμού, αλλά την απο-ιδιοποίησή του και την εναρμόνιση της αποστολής του με το συμφέρον της κοινωνίας-έθνους. Χρειάζεται, άραγε, να συγκρίνω την επιχειρησιακή ετοιμότητα που επέδειξε η πολιτική ηγεσία την τελευταία στιγμή πριν από τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, όχι εκ λόγων καθήκοντος αλλά για να μη διασυρθεί, με την παροιμιώδη λειτουργία του προ και μετά από αυτούς; Ή να επικαλεσθώ το κόστος της ιδιοποίησης που, εν προκειμένω, συνεπάγεται η συνάρθρωση της κομματοκρατίας με τις παραφυάδες της διαπλοκής;
Εξίσου ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα των ελγινείων. Η επικέντρωση και, μάλιστα, η εξάντληση του ενδιαφέροντος της πολιτικής του κράτους στο ζήτημα της επιστροφής των ελγινείων υποκρύπτει, πέραν της ιδεολογικής στόχευσης, μια άκρως ενδιαφέρουσα πτυχή της απουσίας κάθε πολιτικής για τον πολιτισμό, σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην ιστορική κληρονομιά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο χάνονται από την αρχαιοκαπηλία αρχαιότητες ισάξιες μιας αρχαίας πόλης, ενώ μεγάλος αριθμός πόλεων παραμένει θαμμένος στο έδαφος. Μια πολιτική πολιτισμού θα έβλεπε το παρελθόν όχι ως δυσβάστακτο και απεχθές βάρος, αλλά ως θεμέλια παραγωγική συνιστώσα του σήμερα. Η οπτική όμως αυτή, προϋποθέτει την ανόρθωση του κράτους στο ύψος του ελληνισμού -της εγγύς ιστορίας και των δυνατοτήτων του σήμερα-, δηλαδή μια ιδέα της ελληνικότητας που να καθυποτάσσει το κράτος-έθνος στο ταυτοτικό διατακτικό της κοινωνίας-έθνους. Και όχι το αντίθετο.
Η επεξεργασία ενός προτάγματος που θα προέκρινε την εθνική ή κοινωνιοκεντρική, αντί της εθνοκρατικής, ελληνικότητας, συνεπάγεται: πρώτον, την ανάκτηση της ιστορίας, ώστε το κράτος και η άρχουσα τάξη να ανασυνδεθούν με την ιδέα της ανθρωποκεντρικής προόδου που διδάσκει το ελληνικό κοσμοσύστημα, και όχι να αγωνιούν να προσομοιάσουν στο μετα-φεουδαλικό κράτος/σύστημα της νεοτερικότητας. Δεύτερον, και ως αποτέλεσμα της ανάκτησης αυτής, την άρση της κρατούσης διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που κατοχυρώνει την κυρίαρχη αυτονομία του κράτους, έτσι ώστε να συναντηθούν στο πλαίσιο της πολιτείας. Η απόδοση στην κοινωνία ενός ρόλου αντίστοιχου με το ιστορικό της βίωμα, δηλαδή της ιδιότητας του εντολέα, θα επαναφέρει το κράτος (και εννοείται το κομματικό σύστημα) σε τροχιά συνάφειας με το σκοπό του έθνους-κοινωνίας και θα αποκαταστήσει την ανταποκρισιμότητά του με την επιχειρησιακή του διάσταση.
Ώστε, το διακύβευμα, σε ό,τι αφορά στην ιδέα της ελληνικότητας, εστιάζεται στο ζήτημα της μετάβασης από το έθνος του «ανήκειν» στο κυρίαρχο κράτος και, συνακόλουθα, της υπηκόου κοινωνίας, που λειτουργεί μονοσήμαντα υπέρ της ηγεμονίας της εσωτερικής άρχουσας τάξης και της πλανητικής «ορθοταξίας», στο έθνος της κοινωνίας, το οποίο ενσαρκώνει την έννοια της πολιτειακής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτισμικό ιδίωμα της ελληνικότητας θα μετακινηθεί από τη λογική της εξωτερικής αναγνωρισιμότητας των μελών της, στην κουλτούρα της αυτονομίας στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, που προσιδιάζει στον πολιτισμό της ελευθερίας και στη σημειολογία της γλώσσας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η στρατηγική για την ελληνικότητα των κομμάτων συναντάται στο ζήτημα της χειραγώγησης της κοινωνίας με πρόσημο την πολιτική τους κυριαρχία που διέρχεται από το κράτος/σύστημα. Η στρατηγική αυτή αξιώνει όπως το έθνος ορίζεται από το κράτος, ιστορείται με γνώμονα τα πεπραγμένα του και υπάρχει προκειμένου να επιτυγχάνει τη συναίνεση της κοινωνίας στην ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος από τους φορείς του. Αν και για τον εξερχόμενο από τη φεουδαρχία ευρωπαϊκό κόσμο η λειτουργία αυτή του έθνους σηματοδότησε μια σημαίνουσα πρόοδο, για τον ελληνικό κόσμο αποτέλεσε την κατακλείδα της οπισθοδρόμησής του. Εξού και η ρήξη που επιδιώκει η στρατηγική της εθνοκρατικής ελληνικότητας με το παρελθόν, αξιολογείται ως πράξη μείζονος συντηρητικής περιχαράκωσης, η οποία επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας το προοδευτικό πρόσημο του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κόσμου. Ώστε, η προοδευτική σήμανση της ιδέας του έθνους προϋποθέτει όπως το κράτος θεραπεύει την ελληνικότητα και, κατ’επέκταση, το συλλογικό της υποκείμενο, την κοινωνία, και όχι η ελληνικότητα το κράτος και τους νομείς του.