Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

Πολιτικός πολιτισμός και πολιτεία

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΟ-ΛΙΤΙΣΜΟΥ
1. Θεμελιώδης αφετηρία για μια συστηματική και οπωσδήποτε σφαιρική προσέγγιση του πολιτισμού αποτελεί, κατά την κρίση μας, η παραδοχή ότι το πε-ριεχόμενό του και το στάδιο που διέρχεται είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το είδος και το στάδιο του κοσμοσυστήματος στο οποίο αναφέρεται. Αποκαλούμε κοσμο-σύστημα ένα ολοκληρωμένο συνεκτικά και λειτουργικά σύνολο κοινωνιών, με κοινές ορίζουσες και θεμέλια. Αν και δεν αγνοείται η αλληλοδιείσδυση των δια-φόρων κοσμοσυστημάτων κατά την ιστορική τους διαδρομή - καθόσον η ιστορία δεν φαίνεται να γνωρίζει καθολικές ρήξεις και μεταλλάξεις - διαπιστώνεται ότι καθένα απ’αυτά ή οι τυπολογικές παράμετροι ενός εκάστου οικοδομεί τις δικές του «σημαντικές» στο πεδίο των κοινωνικών, πολιτικών και βεβαίως των ευρύτε-ρων πολιτισμικών αναφορών. Το δεσποτικό κοσμοσύστημα (π.χ. η ιδιωτική ή η κρατική φεουδαρχία) διακρίνεται από διαφορετικές αξιακές, κοινωνικό-πολιτικά και πολιτισμικά, ορίζουσες σε σύγκριση με το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα.
Στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, που μας αφορά άμεσα εν προκειμέ-νω, προβάλλουν θεμελιώδεις εσωτερικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις κατα-στατικές του παραμέτρους και το εξελικτικό του στάδιο. Από συστηματική άποψη αναγνωρίζουμε δύο μεγάλα τυπολογικά στάδια του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυ-στήματος: το κρατοκεντρικό, με καταστατική πολιτική παράμετρο το (ανεξάρτη-το) κράτος. Και το οικουμενικό, όπου το κράτος, μεταλλαγμένο σε αυτόνομη πο-λιτεία, διατηρεί την πολυσυστημική του ιδιοσυστασία και έναν θεμελιώδη ρόλο, παύει όμως να «στιγματίζει» ως ανεξάρτητη συνιστώσα το κοσμοσύστημα. Στην περίοδο της οικουμένης κορυφαία πολιτειακή ορίζουσα του κοσμοσυστήματος είναι η κοσμόπολις, η οποία προβάλλει ως το μετα-κρατοκεντρικό καταστάλαγμα της οικοδόμησης του κόσμου ως μίας πόλεως. Η κοσμόπολις συγκροτείται έτσι από το σύστημα των πόλεων που ενδημούν στην επικράτεια και τη μητρόπολη, τη βασιλεύουσα πόλη της οικουμένης.
Εξ επόψεως εσωτερικής τυπολογίας του θεμελιώδους πολιτειακού πυρήνα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος - εν προκειμένω της «πόλεως» ή «κρά-τους» - προβάλλουν δύο εξίσου σημαντικές καταστατικές κατηγορίες: η κοινωνία πολιτών και η πολιτική κοινωνία. Η κοινωνία πολιτών αποδίδει το πρώτο στάδιο της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Η πολιτική κοινωνία συμπίπτει με την αν-θρωποκεντρική ολοκλήρωση του κοσμοσυστήματος κατά την κρατοκεντρική πε-ρίοδο. Στην οικουμένη συνευρίσκονται στο πλαίσιο του συστήματος των «πόλε-ων» και οι δύο αυτοί τύποι κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης, ανάλογα με το βαθμό ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης των κοινωνιών τους.

2. Η διλημματική σχέση «μειονότητα» ή «αυτονομία» ανάγεται τελικά στο ευρύτερο πολιτειακό ερώτημα «κυριαρχία» ή «ελευθερία». Η κυριαρχία στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα αποτελεί γνώρισμα της κοινω-νίας πολιτών. Η ελευθερία της πολιτικής κοινωνίας, κατά την κρατοκεντρική πε-ρίοδο, και υπό μίαν έννοια, της οικουμένης.
Η κοινωνία πολιτών εντοπίζεται, κατά το στάδιο της εξελικτικής πρωτογέ-νεσης, στην πρώτη μετα-φεουδαλική περίοδο. Διακρίνεται από την αγωνία του ανθρώπου να αποσείσει τα κατάλοιπα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος, οικο-δομώντας στη θέση του το «σώμα» των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Κατά το στάδιο αυτό, η ιδιοκτησία και προεχόντως η εργασία, η εξαρτημέ-νη εργασία μαζί με το θεσμικό της κέλυφος, συνθέτουν την πρωταρχική προτε-ραιότητα. Αξιακό πρόταγμα της κοινωνίας πολιτών είναι η εργασία καθεαυτή. Δι’ αυτής συντελείται η κοινωνική ένταξη και καταξίωση του ατόμου. Αυτή επίσης αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή του ατόμου στην (ανα-)διανομή του οι-κονομικού προϊόντος. Ο άνεργος εγγράφεται στο περιθώριο της κοινωνίας ενώ η συμμετοχή του στην (ανα-)διανομή του οικονομικού προϊόντος γίνεται κατ’ οικο-νομίαν, δηλαδή με όρους φιλανθρωπίας ή πρόνοιας που αποβλέπει βασικά στη διαφύλαξη της έννομης τάξης.
Η πολιτική εκλαμβάνεται ως μέσον για την πραγμάτωση της ανθρωποκε-ντρικής ενσωμάτωσης και ευημερίας στο ατομικό και κοινωνικό. Συνιστά, με άλ-λα λόγια, μια καθαρά επιχειρησιακή έννοια. Δεν έχει αυτοτελή αξία. Το ενδιαφέ-ρον του κοινωνικού σώματος για την πολιτική εξαντλείται στο απλό δικαίωμα του λόγου - εννοείται πέραν της πολιτικής αγοράς - και στη διασφάλιση της δυνατό-τητάς του να νομιμοποιεί με την ψήφο του την εξουσία ώστε κατά το δυνατόν να αποτρέπεται η καταχρηστική αυτονόμησή της και να εναρμονίζει τις πολιτικές της με το περιεχόμενο του λεγομένου ‘γενικού’ συμφέροντος.
Η πολιτική, με απλά λόγια, αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα, όχι ως ελευθερία. Γι’ αυτό και η πολιτική εξομοιώνεται με την εξουσία. Όντως, το σύνολο της κοι-νωνικής επιστήμης σήμερα συμφωνεί ότι η πολιτική ως έννοια, και κατ’ επέκταση το αντικείμενο της πολιτικής, ταυτίζεται με το κράτος ή κατά μία βελτιωμένη εκ-δοχή, με την πολιτική εξουσία -και την περιρρέουσα δυναμική- με προέχουσα ασφαλώς εκείνη του κράτους. Το κράτος συμπυκνώνει τελικά το ουσιώδες της πολιτικής και συνακόλουθα το πολιτικό σύστημα και το δημόσιο χώρο. Ανάμεσα στην πολιτική - εν προκειμένω την πολιτική εξουσία του κράτους - και την κοι-νωνία ορθώνεται μια σαφής διχοτομική γραμμή, με την έννοια ότι η κοινωνία τί-θεται εκτός πολιτικού συστήματος. Αντ’αυτής, αναγνωρίζεται η παρεμβατική δυ-νατότητα των ‘ομάδων’ πίεσης που ωστόσο εκπροσωπούν επιμερισμένα, τοπικά, κλαδικά ή ίδια συμφέροντα στην πολιτική εξουσία και ουσιαστικά ιδιοποιούνται την αντιπροσωπευτική λογική του συστήματος . Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική ε-ξουσία του κράτους ορίζει, μόνη αυτή, αυθεντικά το περιεχόμενο του δημοσίου ή του γενικού συμφέροντος, ενώ το τεκμαιρόμενο κοινωνικό συμβόλαιο λειτουργεί ως η δεξαμενή από την οποία η πολιτική εξουσία αντλεί νομιμοποίηση και συναί-νεση.
Τα ανωτέρω διαγράφουν τελικά το ιδεώδες πολιτικό σύστημα της κοινωνί-ας πολιτών που συνοψίζεται στην αντιπροσωπευτική αναγωγή του ούτως ή άλλως πολιτικά κυρίαρχου κράτους. Η νομιμοποιητική λειτουργία του κοινωνικού σώ-ματος και η δυναμική των ‘ομάδων’ δεν αναιρεί το γεγονός ότι το κράτος διατηρεί το μονοπώλιο της πολιτικής διαδικασίας και κατ’ επέκταση μια πλήρη αυτονομία έναντι της κοινωνίας. Η πολιτική εξουσία δεν ανακαλείται στο σύγχρονο αντι-προσωπευτικό σύστημα, δεν ελέγχεται από τον εντολέα και βεβαίως δεν συντρέ-χει μηχανισμός υποχρεωτικής εναρμόνισης των πολιτικών της εξουσίας με τη βούληση του κοινωνικού σώματος ή έστω με το προγραμματικό της πρόταγμα. Οι φορείς της εξουσίας ευρίσκονται υπεράνω του νόμου και κατ’ αρχήν δεν υπόκει-νται στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης (ασυλία κ.λπ.). Το κομματικό σύστημα, με τη σειρά του, αν και αποτελεί τον κατ’εξοχήν συντελεστή του πολιτικού συ-στήματος δεν υπόκειται στις προδιαγραφές του (π.χ. στη ‘δημοκρατική’ αρχή ως προς την οργάνωση και τη λειτουργία του). Συγχρόνως, υποτάσσει το πολιτικό σύστημα σε λογικές και λειτουργίες που ελάχιστη σχέση έχουν με τον καταστατι-κό χάρτη της πολιτείας . Τέλος, η εμμονή στην προσέγγιση των μέσων επικοινω-νίας με όρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας (ως οικονομική επιχείρηση) ή κρατικής χει-ραγώγησης τη στιγμή που μεταλλάσσονται από μέσα ενημέρωσης σε πεδίο της πολιτικής, μεταβάλλει τους συντελεστές τους σε πραγματικούς ιδιοκτήτες της πο-λιτικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαμόρφωση της σχέσης κοινωνίας και πολιτικής και για τη διαχείριση του «δημόσιου» αγαθού .

3. Θεμελιώδες πολιτειακό όχημα του νεότερου ανθρωποκεντρισμού αποτε-λεί το εδαφικό κράτος - έθνος. Η ενιαία άρθρωση κράτους και έθνους εγγράφεται στο γεγονός ότι στις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες, το κράτος οικοδόμησε ουσια-στικά το έθνος, το οποίο εν συνεχεία επιζήτησε την ολοκλήρωσή του μέσω του πρώτου. Η ιστορία του έθνους είναι τελικά η ιστορία των πεπραγμένων του κρά-τους, του οποίου οι πολιτικές ανάγονται στο έθνος. Το έθνος, συνεπώς, ορίζεται πολιτικά και μάλιστα σε άρρηκτη συνάφεια με ένα συγκεκριμένο πολιτειακό μόρφωμα, το κράτος της πρώιμης ανθρωποκεντρικής περιόδου της μετα-φεουδαλικής Ευρώπης. Αν και δεν αγνοείται η πολιτισμική του σημαντική, το έ-θνος δεν υποστασιοποιείται - ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεται ως ύπαρξη - πέραν, ιστορικά, ή εκείθεν, χωρικά, του νεότερου κράτους .
Η άρθρωση αυτή μεταξύ κράτους και έθνους έχει δύο τουλάχιστον καίριες επιπτώσεις: Η μία, αφορά στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Στο μέτρο που η κυρίαρχη εξουσία του κράτους είναι αρμόδια να ορίζει αυθεντικά το περιε-χόμενο του «γενικού» ή του «δημοσίου» συμφέροντος και το έθνος στοιχειοθετεί την καταστατική ορίζουσα του κράτους, η πρώτη νομιμοποιείται επίσης να απο-στασιοποιείται από την κοινωνική βούληση - που χαρακτηρίζεται ως ιδιωτική, δηλαδή ιδιοτελής και ούτως ή άλλως άμορφη και ανώριμη - στο όνομα του έ-θνους. Ώστε, η κοινωνική βούληση δεν συνάδει εξ ορισμού με το γενικό συμφέ-ρον καθώς αυτό προσομοιάζει μάλλον με το λεγόμενο δημόσιο συμφέρον, που εστιάζει με τη σειρά του, το ενδιαφέρον του στο έθνος. Οπωσδήποτε, το γενικό συμφέρον πόρρω απέχει από το κοινό συμφέρον που εναρμονίζεται ευθέως με την κοινωνική βούληση.
Η άλλη συνέπεια αφορά στις κοινωνιολογικές προεκτάσεις της πολιτικής και συγκεκριμένα της κρατικής ‘ανάγνωσης’ του έθνους . Αφού το κράτος συ-γκροτεί το έθνος και το έθνος υποστασιοποιείται και ολοκληρώνεται μόνον δια του κράτους, η συνύπαρξη πλειόνων εθνών με πολιτική αναφορά στο πλαίσιο του ίδιου κράτους είναι κατ’αρχήν αδιανόητη. Το επιχείρημα ‘ένα κράτος ένα έθνος’ λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό ως καταλύτης για τη διαμόρφωση της σχέσης κράτους και κοινωνίας. Ο πολιτικός ορισμός του έθνους αναγνωρίζεται μόνον για το έθνος που κυριαρχεί πολιτικά και ως εκ τού-του ταυτίζεται με το κράτος. Οι λοιπές εθνότητες που διακρίνονται στο εσωτερικό του κράτους είτε δεν υπάρχουν γι’ αυτό - με την έννοια ότι δεν τους επιτρέπεται να διαδηλώσουν πολιτικά την ταυτότητά τους - είτε καλούνται να ορίσουν την ιδιαιτερότητά τους περιοριστικά με βάση αποκλειστικά την πολιτισμική τους ταυ-τότητα .
Οι δύο ανωτέρω επισημάνσεις αποκτούν ξεχωριστή σημασία καθώς αποκα-λύπτουν τα όρια του πολυ-πολιτισμικού επιχειρήματος υπό το «κράτος» της κοι-νωνίας πολιτών. Το ερώτημα στη ριζοσπαστική του εκδοχή είναι αν θα επιτραπεί στο διαφορετικό (εθνοτικά, γλωσσικά κ.λπ.) να αναγνωρισθεί ως πολιτισμική ο-ντότητα και όχι, φυσικά, να ορισθεί πολιτικά. Η έννοια της μειονότητας συνομο-λογεί ουσιαστικά ότι το κυρίαρχο κράτος και το κυρίαρχο έθνος τοποθετούνται αρνητικά απέναντι στη δυναμική μιας περαιτέρω ολοκλήρωσης του εθνικού προ-τάγματος. Το ίδιο το κράτος-έθνος έρχεται να αναιρέσει τελικά και οπωσδήποτε να προδιαγράψει τα όρια του εθνικού επιχειρήματος που αποτέλεσε το θεμέλιο του νεότερου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Και κατ’επέκταση την αιτιο-λογία της δικής του ύπαρξης.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος έχει ως προορισμό την εξάλειψη του διαφορε-τικού, δηλαδή την ενσωμάτωση ή την αφομοίωσή του. Η πολιτισμική επιβεβαίω-ση της «μειονότητας» εγκυμονεί εν σπέρματι τον κίνδυνο να διεκδικήσει δι’ εαυ-τήν το δικαίωμα να ορισθεί επίσης πολιτικά μέσω του ιδίου πολιτειακού σχηματι-κού, του κράτους (-έθνους). Γι’ αυτό και ως έννοια, ιδίως όμως ως πολιτική προ-σέγγιση παραμένει ομιχλώδης και πάντως ασαφής. Στο τέλος του 20ου αιώνα το πολυ-πολιτισμικό επιχείρημα εξακολουθεί και για τις χώρες της νεωτερικής πρω-τοπορίας να παραμένει ένα απλό ζητούμενο. Ένα ζητούμενο, ωστόσο, που υπό ορισμένες περιστάσεις η δυναμική της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης εισάγει ερωτηματικά για τη δύναμη αντίστασης του κράτους - έθνους.
Ο πολιτικός πολιτισμός της κοινωνίας πολιτών, ο οποίος χαρακτηρίζεται κοινώς ως η κορωνίδα, το καταστάλαγμα της συνολικής εξέλιξης της ανθρωπότη-τας εμφανίζεται να παλινωδεί και να διστάζει ανάμεσα στην πολιτική κυριαρχία του συστήματος του κράτους-έθνους και στη λογική της μονο-πολιτισμικής προ-σέγγισης της κοινωνίας, αφενός και στην απλή «ανεκτική» συνύπαρξη του «δια-φορετικού», αφετέρου. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για επιλογές που εδράζο-νται σχεδόν μονοσήμαντα στη λογική των συσχετισμών ισχύος και όχι στην ελευ-θερία. Το σώμα των δικαιωμάτων και ελευθεριών της κοινωνίας πολιτών παραμέ-νει εξαιρετικά ισχνό, ακριβώς διότι η συνολική ανάπτυξη των παραγόντων που κινούν την ανθρωποκεντρική εξέλιξη διανύει ακόμη ένα απλώς πρώιμο στάδιο. Τούτο γίνεται ολοφάνερο όταν αναλογίζεται κανείς τον περιορισμένο ορίζοντα υπό τον οποίο ο πολίτης προσεγγίζει την ιδιότητά του ως συντελεστής του κοινω-νικού γίγνεσθαι. Όντως, το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα της νεοτερικότη-τας επιφυλάσσει στον πολίτη μια εντελώς οριακή θέση στους κόλπους του, υπο-νοώντας ότι είναι μάλλον μέλος του κράτους παρά του πολιτικού συστήματος.
Το επιχείρημα του πλουραλισμού που προβλήθηκε στο δυτικό στρατόπεδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εκφράζει μάλλον την ανησυχία μιας ανθωποκε-ντρικά πρωτόλειας κοινωνίας μπροστά στην ευκολία της πολιτικής εξουσίας του κράτους να ιδιοποιείται το δημόσιο αγαθό, να μετέρχεται αυταρχικές πρακτικές και μάλιστα να επενδύεται ακραίες μορφές ολοκληρωτισμού. Ο πλουραλισμός, μολονότι συνομολογεί ότι το τυπικό πολιτικό σύστημα της κοινωνίας πολιτών απέτυχε να διασφαλίσει το θεμελιώδες ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του κόσμου, δεν θέτει εν αμφιβόλω την κρατούσα λογική της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Εξακολουθεί να εγγράφει το κοινωνικό σώμα εκτός του πολιτικού συ-στήματος. Μάλιστα, ανάγοντας τους συσχετισμούς δύναμης σε σχέσεις εξουσίας, αναδεικνύει το παρασκήνιο, το εξωθεσμικό πεδίο της πολιτικής, σε ρυθμιστική παράμετρο του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Με δεδομένη την αποστροφή που προκαλεί η ιδέα της θεσμικής ενσωμάτωσης του πραγματικού πεδίου της πο-λιτικής και δι’ αυτού της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα, ο πλουραλισμός αντι-προτείνει τη διασπορά της πολιτικής εξουσίας του κράτους, η οποία θα επιτευχθεί με την περιέλευση του αντικειμένου της στην ιδιωτική σφαίρα. Σε τελική ανάλυ-ση, ο πλουραλισμός αποβλέπει, με την υπαγωγή της πολιτικής εξουσίας στην οι-κονομικο-κοινωνική δύναμη, στην ανάδειξη των «ομάδων» συμφερόντων σε πραγματικούς διαχειριστές της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας. Δεν είναι καθό-λου τυχαίο ότι στις μέρες μας η πολιτική επιστήμη διακρίνει με ολοένα μεγαλύτε-ρη δυσκολία την ειδοποιό διαφορά μεταξύ εξουσίας και δύναμης.

4. Στον αντίποδα της κοινωνίας πολιτών η πολιτική κοινωνία προβάλλει, από την πλευρά της, την αυτονομία ως καταστατική της ορίζουσα, σε τρία επίπε-δα: στο επίπεδο της πολιτειακής ολότητας. Στο επίπεδο της εσωτερικής άρθρωσης του πολιτειακού όλου. Και, τέλος, σ’εκείνο της κοινωνικής αυτονομίας. Μέτρο και στις τρεις περιπτώσεις, που υπαγορεύει το πρόταγμα της αυτονομίας, αποτελεί η ελευθερία. Η πολιτική κοινωνία εισάγει μια σφαιρική εκδοχή της ελευθερίας: στο προσωπικό και κοινωνικό η ελευθερία συνάδει με μιαν απαξιωτική προσέγγι-ση της εξαρτημένης εργασίας και υπό μίαν έννοια της εργασίας καθεαυτής. Στο μέτρο που η εργασία ή, ανάλογα, η εξαρτημένη εργασία λειτουργεί απαξιωτικά, η κοινωνική ένταξη πραγματοποιείται χωρίς αυτήν. Περιθώριο στην πολιτική κοι-νωνία αποτελεί ο εργαζόμενος υπό συνθήκες εξαρτημένης / μισθωτής εργασίας ή αναλόγως ο απλώς εργαζόμενος. Η (ανα-)διανομή του οικονομικού προϊόντος δεν συναρτάται πια μονοσήμαντα ή κυρίως με τη συμμετοχή του ατόμου στη διαδι-κασία της παραγωγής του .
Η πολιτική, με τη σειρά της, μακράν του να ορίζεται με όρους επιχειρησια-κούς ως κυβέρνηση, αναδεικνύεται ως θεμελιώδες πρόταγμα ελευθερίας και ως αγαθό . Τούτο γίνεται εφικτό από τη στιγμή που η ελευθερία συνδέεται καταστα-τικά με τη συνολική απεξάρτηση του ατόμου από τις δουλείες του ιδιωτικού, κοι-νωνικού και πολιτικού βίου. Αν λοιπόν η ελευθερία τοποθετείται στον αντίποδα της εξάρτησης (ή ετερονομίας), η θετική της εκφορά γίνεται συνώνυμη με την αυ-τονομία. Αυτονομία ατομική και κοινωνική, αυτονομία όμως επίσης πολιτική.
Η δημοκρατία που καλείται να υποστασιοποιήσει την πολιτική ελευθερία τοποθετείται στον αντίποδα των συστημάτων εξουσίας, ιδίως των συστημάτων κυρίαρχης εξουσίας. Με πιο απλή διατύπωση, η δημοκρατία είναι ανέφικτη στο στάδιο της κοινωνίας πολιτών, γιατί προϋποθέτει την ολική ταύτιση κοινωνίας και πολιτικής, ήτοι τη μεταφορά της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας στην κοινω-νία. Η κοινωνία ορίζει κατά τρόπο άμεσο τον επιχειρησιακό σκοπό (το κοινό κι όχι πια το γενικό συμφέρον) της πολιτικής, ο οποίος συνδυάζεται με το αυτοκα-θοριστικό της πρόταγμα (την πολιτική ελευθερία) και την προσέγγισή της ως αγα-θό. Σε κάθε περίπτωση, η αντιπροσώπευση ως πολιτικό σύστημα τοποθετείται στον αντίποδα της δημοκρατίας, εγγράφεται σε μία σαφώς πρώιμη προδημοκρα-τική περίοδο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Η αυτονομία ως πρόταγμα πολιτειακής και πολιτικής ολοκλήρωσης στη φάση της πολιτικής κοινωνίας, απορρίπτει την έννοια της μειονότητας. Η «διαφο-ρά» (ως κοινωνικό, πολιτισμικό ή άλλο ολοκλήρωμα), λειτουργεί ως καταλύτης για τη συγκρότηση του δια- ή ενδο-πολιτειακού περιβάλλοντος. Κάθε κοινωνική παράμετρος που ενέχει μέσα της τη λογική του όλου αυτοθεσμείται, εφόσον το επιθυμεί, σε οντότητα με όρους πολιτειακής και πολιτικής αυτονομίας.
Ωστόσο, η ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, που αντιπροσωπεύει η πολιτική κοινωνία, επιβάλλει μια σημαντική επανεκτίμηση της ίδιας της έννοιας και του περιεχομένου της «διαφοράς». Το «διαφορετικό» ορίζεται γενικώς από την κο-σμοσυστημική διαφοροποίηση του ‘άλλου’ (δεσποτισμός-ανθρωποκεντρισμός) ή δυνάμει της απόκλισής του από τον καταστατικό χαρακτήρα ενός ορισμένου κο-σμοσυστήματος. Στην πολιτική κοινωνία το ‘διαφορετικό’ αναφέρεται διαρκώς λιγότερο στον ‘τρόπο ζωής’ που ανάγεται στις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της ε-πικοινωνιακής διασποράς του παρελθόντος και ολοένα περισσότερο σε πιο απτά δείγματα διαφοροποίησης όπως η γλώσσα, η (εθνοτική) συνείδηση, η γεωγραφία κ.ά.

5. Εστιάσαμε την προσοχή μας κατ’αρχήν στο ζήτημα του κοινωνικού και πολιτικού πολιτισμού που παράγει η κοινωνία πολιτών ή η πολιτική κοινωνία προκειμένου να καταδείξουμε τα όρια της λογικής του και την πραγματική του θέση στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Το εναλλακτικό πρόταγμα της πολιτικής κοινωνίας - κατά την κρατοκε-ντρική και την οικουμενική φάση του κοσμοσυστήματος - δεν εισάγεται προς συ-ζήτηση απλώς ως υπόθεση εργασίας προκειμένου να αποκτηθεί μια ανετότερη συνείδηση της εποχής μας. Η πολιτική κοινωνία αποτέλεσε ιστορικό προηγούμε-νο στο πλαίσιο του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος για περισσό-τερα από 2.500 χρόνια, και συγκεκριμένα έως τις παρυφές του 20ου αιώνα . Πέ-ραν αυτού, οι εξελίξεις της μεταβιομηχανικής περιόδου του νεότερου ανθρωποκε-ντρισμού καταγράφουν ένα πλέγμα μεταβολών που προϊδεάζουν με σαφήνεια για την προοπτική της υπέρβασης της κοινωνίας πολιτών.
Η περίοδος αυτή, στο τέλος του 20ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη μετά-βαση από την κλασική βιομηχανική κοινωνία - που παρήγαγε την κοινωνία πολι-τών - στην τεχνολογική εποχή - που καθόλες τις ενδείξεις προαναγγέλλει, ως συμφυές πρόταγμα, την πολιτική κοινωνία . Όντως, το ιδιαίτερο στην εποχή αυτή είναι ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, κοινωνίες μεγάλης κλίμακας εισέρχονται σε εξελικτική τροχιά ανθρωποκεντρικού τύπου, χάρη στην καταλυτική επίδραση της τεχνολογίας στη διαμόρφωση του συνολικού επικοινωνιακού συστήματος .
Το γεγονός αυτό κάνει προφανές άλλωστε ότι στην τεχνολογική κοινωνία οι «ταυτότητες», οι «διαφορές», το ίδιο το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, κα-λούνται να αναπτυχθούν στο επίπεδο, και κατ’επέκταση μέσω της επικοινωνιακής διαδικτύωσης. Τα μέσα επικοινωνίας από μέσα ενημέρωσης στην κοινωνία πολι-τών καλούνται να λειτουργήσουν ως πεδίο του κοινωνικού και πολιτικού γίγνε-σθαι. Στο στάδιο αυτό, ο πολιτικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει σε σημαντικό βαθμό τον πολιτισμό των μέσων επικοινωνίας τα οποία στην εποχή μας ενώ διεύ-ρυναν δραματικά τον επικοινωνιακό ορίζοντα του ανθρώπου, συγχρόνως λειτουρ-γούν ως θεμελιώδεις συντελεστές για τη χειραγώγηση του πεδίου της πολιτικής, της πολιτικής τάξης και δι’ αυτής για την ιδιοποίηση του δημοσίου χώρου. Η οι-κοδόμηση και η λειτουργία του πολιτικού - εν πολλοίς και του κοινωνικού - συ-στήματος στο επίπεδο του τεχνοδικτύου, η συγκρότηση ενός είδους «internet» της πολιτικής, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην οργανική ενσωμάτωση του ‘μέσου’ στο θεσμοθετημένο πολιτειακό περιβάλλον και ως εκ τούτου στην αποσύνδεσή του από την ιδιωτική επιχειρηματική ιδιοποίηση (όπως σήμερα η τηλεόραση) ή την κρατική χειραγώγηση . Τούτο άλλωστε θα αποτελέσει πρόκριμα και υπό μί-αν έννοια προάγγελο για την έναρξη της διαδικασίας μετάβασης από το σύστημα (αντιπροσωπευτικής)εξουσίας στη δημοκρατία.

6. Τελειώνουμε με την επισήμανση ότι το δίλημμα μειονότητα ή αυτονομία αντιπροσωπεύει δύο τυπολογικά διαφορετικές πολιτισμικές καταστάσεις που α-νταποκρίνονται σε δύο αντίστοιχες φάσεις στην εξέλιξη του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Η μία, τοποθετείται στο στάδιο της πρωταρχικής ανθρωποκε-ντρικής οικοδόμησης. Η άλλη, αντανακλά ένα στάδιο ανθρωποκεντρικής ολοκλή-ρωσης που συνάδει με την τελευταία κρατοκεντρική περίοδο και ιδίως με τη φάση της οικουμένης.
Μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι η εποχή μας, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, εισέρχεται στην τελευταία φάση των συστημάτων κοινωνικής και πο-λιτικής κυριαρχίας, στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών, καθώς προαναγγέλλει εν σπέρματι τη μετάβαση στην πολιτική κοινωνία και κατ’ επέκταση στην κοινωνική και πολιτική ελευθερία ή αυτονομία. Η οικουμένη, που σαφώς δεν συμπίπτει με την παρατηρούμενη στις μέρες μας παγκοσμιοποίηση του κρατοκεντρισμού, απο-τελεί τυπολογική παράμερο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Και η κο-σμοπολιτεία τη συνολική πολιτειακή του έκφραση.
Ως εκ τούτου ο «κοσμοπολιτισμός» ως στάση ζωής ανάγεται στην οικουμε-νική φάση του κοσμοσυστήματος και συνακόλουθα σε μια ορισμένη θέση του ατόμου μέσα σ’ αυτό. Στο μέτρο που συνεπάγεται την υπέρβαση του κρατοκε-ντρισμού είναι ανέφικτος στην εποχή μας. Η διεθνής ή διακρατική επικοινωνία και ανταλλαγή δεν συνιστά αφεαυτή υπέρβαση αλλ’ απλώς εμβάθυνση και ολο-κλήρωση της κρατοκεντρικού ορίζοντα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος ο οποίος τη φορά αυτή εκτείνεται στο σύνολο του πλανήτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: